Διότι ο Πολ Νιούμαν, εκτός όλων των άλλων που καλύπτουν το πλούσιο κινηματογραφικό αλλά και κοινωνικό βιογραφικό του, είχε να επιδείξει και κάτι ακόμα, που για τα μέτρα και τα δεδομένα του Χόλιγουντ αλλά και του κόσμου του θεάματος γενικότερα δημιουργεί μεγάλη εντύπωση, να είναι, δηλαδή, με την ίδια γυναίκα επί μισό αιώνα και βάλε. Την ίδια στιγμή που όλες οι γυναίκες του κόσμου, ώριμες ή κοριτσάκια, θα πέθαιναν για να βρεθούν στην αγκαλιά του ή έστω να τους χαμογελάσουν τα χαρακτηριστικά γαλανά μάτια του.
Με την είδηση του θανάτου του, το Σάββατο, από καρκίνο στον πνεύμονα που υπέφερε χρόνια, πρώτα σκέφτηκα εκείνη κι ύστερα εκείνον.
Τη γνώρισε το 1953, στις παραστάσεις του θεατρικού έργου «Πικ Νικ» του Ουίλιαμ Ινγκ, τότε που κι οι δυο τους βρίσκονταν στα ξεκινήματα.
Εκείνος μόλις τέλειωνε με ένα πρώτο νεανικό γάμο, από τον οποίο είχε αποκτήσει κι ένα γιο, που τον έχασε το 1978 από ναρκωτικά κι αυτό έγινε αφορμή να φτιάξει στη συνέχεια ένα ίδρυμα «αποκαταστάσεων» στη μνήμη του γιου του (Scott Newman Center). Εκανε και μια ταινία πάνω στο ίδιο θέμα, σε δική του σκηνοθεσία, «Ο Χάρι και ο γιος του», για να ξορκίσει ενοχές…
Σε όλα αυτά η Τζόαν ήταν παρούσα και συμπαραστάτρια. Είχε και εκείνη ένα δικό της πρώτο νεανικό γάμο, όταν γνωρίστηκαν. Κι είχε κι εκείνη παιδί. Μετά απόκτησαν και δικά τους.
Οι ταινίες
Η επιτυχία του Νιούμαν στο θέατρο ήταν τέτοια ώστε να σπεύσει το Χόλιγουντ να του κάνει συμβόλαιο. Η πρώτη ταινία, «Το ασημένιο δισκοπότηρο», μια έγχρωμη θρησκευτική περιπέτεια, κατέληξε σε αποτυχία. Ηταν η εποχή Μάρλον Μπράντο και ο Νιούμαν καταδικάστηκε από τους κριτικούς ως μιμητής του. Οι επόμενες ταινίες, όμως, αποκατέστησαν τον ηθοποιό και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων του Χόλιγουντ. Ειδικά η ταινία «Εμείς οι ζωντανοί» του Ρόμπερτ Γουάιζ, που έπαιζε τον πυγμάχο Ρόκι Γκρατσιάνο.
Παρ’ όλα αυτά, η σκιά «Μπράντο» τον ακολουθούσε για πολλά χρόνια και λέγεται πως αυτή τού στοίχισε την καθυστέρηση του Οσκαρ. Κάτι ανάλογο που συνέβη αργότερα με τον Αλ Πατσίνο, που τον θεώρησαν ως επισκιασμένο από τον Ντάστιν Χόφμαν. Αντίθετα με εκείνον, η Τζόαν Γούντγουορντ με το που έφτασε στο Χόλιγουντ, ακολουθώντας τον, πήρε το Οσκαρ με την πρώτη της απόπειρα, με «Τα τρία πρόσωπα της Εύας». Αντί αυτό να επηρεάσει τη σχέση τους, που ο ίδιος ακόμα δεν είχε καν δει την πρώτη του έστω υποψηφιότητα και σε αντίθεση με άλλα ζευγάρια που, μόλις πάρει Οσκαρ ο ένας εκ των δύο, προπάντων η γυναίκα, καταλήγουν στο διαζύγιο, εκείνοι, την ίδια χρονιά, το 1958, επισημοποίησαν την πενταετή σχέση τους.
Βραβεία – υποψηφιότητες
Τον επόμενο χρόνο, ο Νιούμαν θα δει την πρώτη του υποψηφιότητα σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας του, τη «Λυσσασμένη γάτα» από το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, στο πλάι της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ενώ θα έχει προλάβει να πάρει και το βραβείο στις Κάννες για το «Μακρύ καυτό καλοκαίρι», από το βιβλίο του άλλου μεγάλου Νότιου συγγραφέα της Αμερικής, του Ουίλιαμ Φόκνερ, όπου έπαιζε με την Τζόαν. Ακολουθούν οι «Δεσμώτες της ηδονής» και το «Αγαπηθήκαμε στο Παρίσι» (και τα δύο με την Τζόαν), η θρυλική «Εξοδος» του Οτο Πρέμινγκερ και το ακόμα πιο θρυλικό για εκείνον «Ο κόσμος είναι δικός μου», όπου έπαιζε τον άσο του μπιλιάρδου, χωρίς να καταφέρει ούτε εκείνη τη φορά να δει το Οσκαρ.
Ο ρόλος αυτός, όμως, θα αποδειχτεί ο ρόλος της ζωής του κι αυτός που έμελλε να του δώσει επιτέλους το Οσκαρ, μόλις το 1987, όταν τον ξανάπαιξε ως ώριμος άνδρας στο «Χρώμα του χρήματος» του Μάρτιν Σκορσέζε. Αφού είχε προηγηθεί ένα τιμητικό Οσκαρ, μια και καθυστερούσαν να του προσφέρουν το κανονικό.
Ο κατάλογος των επιτυχιών του Νιούμαν είναι ατέλειωτος κι ασυμμάζευτος. Από το «Γλυκό πουλί της νιότης» και το «Αγριος σαν θύελλα» ως τον «Μεγάλο δραπέτη», το «Χωρίς δόλο» και την «Ετυμηγορία», ενώ με το στενό του φίλο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έφτιαξαν ένα ανδρικό δίδυμο κι έκαναν δύο ταινίες που όχι μόνο έμειναν κλασικές, αλλά έκαναν μόδα και τα ανδρικά ζευγάρια. Κι εννοούμε το «Οι δυο ληστές» και το «Κεντρί» των εφτά Οσκαρ - ποιος δεν τα θυμάται;
Δούλεψε με όλους τους κορυφαίους σκηνοθέτες, από Ρίτσαρντ Μπρουκς και Μάρτιν Ριτ ως Ρόμπερτ Ρόσεν και Τζον Χιούστον και Οτο Πρέμινγκερ και κανείς δεν ξεχνάει τη συνεργασία του με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στο «Σχισμένο παραπέτασμα». Πέρασε στους σημαντικούς και της επόμενης γενιάς με Σίντνεϊ Πόλακ, Σίντνεϊ Λιούμετ, Μάρτιν Σκορσέζε, Τζορτζ Ρόι Χιλ, έπαιξε με Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Σοφία Λόρεν, Φέι Νταναγουέι, Τζέραλντιν Πέιτζ, Ζακλίν Μπισέ, Αβα Γκάρντνερ κ.λπ., έπαιξε όλα τα είδη, από δράματα και κομεντί μέχρι αστυνομικά, πολεμικά, περιπέτειες και γουέστερν μέχρι και blockbusters καταστροφής σαν τον «Πύργο της κολάσεως». ενώ σκηνοθέτησε την Τζόαν Γούντγουορντ σε ρόλους που της έδωσαν υποψηφιότητα για Οσκαρ («Γνώρισα την αγάπη, γνώρισα τη ζωή») και βραβείο στις Κάννες («Η επίδραση των ακτίνων Γάμα στις άγριες μαργαρίτες»).
Φιλανθρωπίες
Το φιλανθρωπικό του έργο είναι τεράστιο, η πολιτική του δράση στο πλευρό των Δημοκρατικών ένθερμη, ενώ υπήρξε γνωστή η λατρεία του για τα αυτοκίνητα και τους αγώνες ταχύτητας, για την… μπίρα, ενώ δεν άφησε έξω και το ενδιαφέρον του για τη μαγειρική, όπου έφτιαξε και δική του εταιρία παραγωγής σάλτσας με το όνομά του και διευθύντρια την κόρη του Νελ.
Εζησε πλούσια ζωή, έκανε πλούσια καριέρα και πάνω από όλα ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, αξιοπρεπέστατος, ένας αληθινός κύριος.
No comments:
Post a Comment