Του Μισέλ Δημόπουλου*
Στη Μόστρα της Βενετίας, επιστρέφει κανείς κάθε χρόνο μ' ένα αίσθημα αγαλλίασης που δεν νιώθει ούτε στις Κάννες ούτε στο Βερολίνο. Θες η πρώτη επαφή με τη πόλη και η διαδρομή στη λιμνοθάλασσα με βαπορέτο, από το αεροδρόμιο ώς το Λίντο, μέσω του Μουράνο, θες η επιβλητική και θαυματουργική παρουσία της Βενετίας, απέναντι, στον ορίζοντα, που σε προϊδεάζει στη συνάντησή σου με την Υψηλή Τέχνη, θες, τέλος, η θετικότατη εντύπωση από την πλούσια κινηματογραφική συγκομιδή των τελευταίων ετών: όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Μόστρα!
Μετά τα απειλητικά σύννεφα που είχαν σκιάσει τις προηγούμενες διοργανώσεις και που οφείλονταν περισσότερο στην έλλειψη ικανοποιητικής υποδομής (περιορισμένοι και ακατάλληλοι χώροι προβολής, ανάγκη δρομολόγησης νέου Μεγάρου της Μόστρας), στις εχθρικές σχέσεις με το επικείμενο φεστιβάλ του Τορόντο (λόγω ανταγωνισμού: το τεράστιο σε όγκο βορειοαμερικανικό φεστιβάλ αποτρέπει χολιγουντιανές παραγωγές να κάνουν πρεμιέρα στη Βενετία) και το παζάρι της Ρώμης (λόγω γειτνίασης: πώς μπορούν να συνυπάρξουν δυο μεγάλες κινηματογραφικές εκδηλώσεις στην ίδια χώρα με διαφορά μόλις δύο μηνών;) και λιγότερο στο ίδιο το πρόγραμμα της Μόστρας, φέτος όμως τα πράγματα άλλαξαν άρδην.
- Απαιτητικά κριτήρια
Ο διευθυντής Μάρκο Μίλερ, ενισχυμένος από τον νέο του τετραετές διορισμό, επέλεξε τον δρόμο του ριζοσπαστισμού και των απαιτητικών κριτηρίων. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ανέκαθεν η Μόστρα της Βενετίας (σε σχέση με τις Κάννες που ήταν παραδοσιακά πιο εμπορικό φεστιβάλ) είχε στόχο να ανιχνεύσει τις νέες τάσεις του κινηματογράφου τέχνης. Εβαλε, λοιπόν, ένα στοίχημα τολμηρό, ρηξικέλευθο και μη έχοντας στη διάθεσή του παρά μόνο λίγες αξιόλογες ταινίες από το Χόλιγουντ (λόγω της φετινής απεργίας στα στούντιο), λοξοδρόμησε προς μια δυναμική και ανορθόδοξη σύλληψη σχεδιασμού προγράμματος: προέταξε στο διαγωνισμό της 65ης Μόστρα νέους δημιουργούς, άγνωστους ή με ελάχιστο έργο (Γκουιγιέρμο Αριάγα, Αλεξέι Γκέρμαν Τζ., Σεμίχ Καπλάνογλου, Ταρίκ Τεγκία, Γιου Λικ-βάι, Κρίστιαν Πέτσχολντ) και άλλους παλιότερους αλλά λίγο ξεχασμένους (Τζόναθαν Ντέμι, Χάιλε Γκέριμα, Αμίρ Ναντερί, Βέρνερ Σρέτερ, Μπαρμπέ Σρεντέρ), ρίχνοντας τις φίρμες των δημιουργών εκτός διαγωνισμού (Ανιές Βαρντά, Αμπας Κιαροστάμι, Κλερ Ντενί).
Ο ιταλικός Τύπος δεν φάνηκε όμως να συγκινείται από την επιλογή αυτή. Δεν άργησε να γκρινιάζει για την έλλειψη αμερικανικών ταινιών και Αμερικανών σταρ και να απορρίπτει συλλήβδην τις ταινίες του διαγωνισμού ως βαρετές, αποτυχημένες, τριτοκοσμικές. Εκτός από τις ιταλικές που τις στήριξε σύσσωμος, θαρρείς από σοβινιστική αντίδραση: το ενδιαφέρον αλλά άνισο οικογενειακό δράμα του Φέρζαν Οζπετεκ «Μια τέλεια μέρα», το συμβατικότατο -τουλάχιστον ως προς τους εκφραστικούς κώδικες- ιστορικό ψυχογράφημα του Πούπι Αβάτι «Ο μπαμπάς της Τζιοβάνα» και, επαρκέστερο των τριών, το εθνογραφικό κοινωνικό δράμα του Μάρκο Μπέκις «Birdwatchers, η γη των κόκκινων ανθρώπων» που εξιστορεί απλά, χωρίς φολκλόρ και φιοριτούρες και χωρίς ηρωισμούς, το ξεσηκωμό των ιθαγενών του Μάτο Γκρόσο της Βραζιλίας για την επιστροφή της γης τους.
- Απολογισμός
- Συγκλονιστικές εμπειρίες από ουσιαστικές ταινίες
Θα ασχοληθούμε τώρα, κυρίως με τα παραλειπόμενα της Μόστρας της Βενετίας, τις ταινίες των παράλληλων προγραμμάτων (Ορίζοντες, κ.λπ.) ή εκτός συναγωνισμού που έδειξαν και τις αντοχές του κινηματογράφου των δημιουργών. Πέρα από την μάλλον ελάσσονα τελευταία ταινία των Αδελφών Κοέν, το φεστιβάλ ξεκίνησε με δύο μικρές αλλά ουσιαστικές ταινίες (εκτός συναγωνισμού) δύο σπουδαίων δημιουργών, ο ένας του 20ού αιώνα και ο άλλος του 21ου. Πρόκειται για τον Μανοέλ ντε Ολιβέιρα, μάχιμο και αιωνόβιο σκηνοθέτη (κλείνει τα 100 στις 8 Δεκεμβρίου) και τον Ζια Ζανκέ, αδιαμφισβήτητη κορυφαία φυσιογνωμία του νέου κινέζικου κινηματογράφου (Οι «Ακίνητες ζωές» του κέρδισαν εδώ το Χρυσό Λιοντάρι, το 2006). Ο πρώτος με το «Από το ορατό στο αόρατο» αποκαλύπτει σε 7 λεπτά τον παραλογισμό μιας συνομιλίας μέσου κινητού ανάμεσα σε δύο φίλους που συναντιούνται σ' ένα πεζοδρόμιο του Σάο Πάουλο. Στη δεύτερη με τίτλο «Cry me a river» (19΄), λες και ο Ζια κινηματογραφεί με αποσιωπητικά τη συνάντηση δύο ζευγαριών της γενιάς του Τιεν Αν Μεν. Τους συνοδεύει ενώ γλιστρούν νωχελικά με μια βάρκα σ' ένα κανάλι μιας κινεζικής πόλης, τους ακούει να συζητούν μεταξύ τους, με διάχυτη αμηχανία και ανεπαίσθητες εκφράσεις: έκαναν τις σωστές επιλογές στη ζωή τους ή μήπως άφησαν τον χρόνο να σαρώσει τα νιάτα τους ανεπιστρεπτί;
Στους «Ορίζοντες», το παράλληλο πρόγραμμα της Μόστρας, δεχτήκαμε κατάφατσα την εμπειρία του συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ των Ζαν Πιέρ Ντιρέ και Αντρέα Σαντάνα «Αφού γεννηθήκαμε» (Γαλλία) που περιγράφει τον καθημερινό Γολγοθά δύο μικρών παιδιών στο Περναμπούκ, της βορειοανατολικής Βραζιλίας. Μοχθούν μέρα νύχτα για πενταροδεκάρες, ενώ δίπλα τους σαπίζει ένας γάιδαρος. Δεν έχουν τίποτα παρά μόνο τη ζωή τους, κι όμως ελπίζουν ότι θα ξεφύγουν από την καταραμένη μοίρα τους. Ξαφνιαστήκαμε από το παράξενο διαστροφικό παραμύθι του καλού Βραζιλιάνου πρωτοποριακού σκηνοθέτη Ζούλιο Μπρεσάνε «Το βότανο του αρουραίου» που μπλέκει την πατρογονική απέχθεια για το ζώο με τις μαγικές ιδιότητες των άγριων βοτάνων, το ελιξίριο για τον έρωτα με το σεξ και το θάνατο. Είδαμε μικρό απόσπασμα της οχτάωρης ταινίας του Φιλιππινέζου Λαβ Ντιάζ (κέρδισε το βραβείο της καλύτερης ταινίας στους Ορίζοντες, με πρόεδρο της επιτροπής την Σαντάλ Ακερμαν) και μας εντυπωσίασε για άλλη μια φορά η επιμονή του να κινηματογραφεί σε φυσικό χρόνο. Απογοητευτήκαμε, τέλος, από την αποτυχημένη μεταφορά στην οθόνη της θεωρητικής σύλληψης της ταινίας του Αρνό Ντε Παλιέρ «Πάρκο».- *Ο Μισέλ Δημόπουλος είναι πρώην διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
No comments:
Post a Comment