Η θριαμβική επιστροφή του Γούντι Αλεν στο είδος της ρομαντικής κομεντί με το «Vicky Cristina Βarcelona», είναι το σημαντικότερο γεγονός της νέας κινηματογραφικής εβδομάδας.
«VICKY CRISTINA BARCELONA»
Η Βίκι και η Κριστίνα, Αμερικανίδες φίλες, φθάνουν στη Βαρκελώνη για καλοκαιρινές διακοπές έπειτα από πρόσκληση φίλων των γονέων της Βίκι. Μετά τα εγκαίνια μιας έκθεσης, θα γνωρίσουν σε ένα εστιατόριο τον Χουάν Αντόνιο, ζωγράφο διαβόητο για τη θυελλώδη και... αιματηρή σχέση του με την πρώην γυναίκα του Μαρία Ελένα, ο οποίος θα τους προτείνει επιτόπου μια βραδιά πάθους στο εξοχικό του!
Η Βίκι, συντηρητική και... αρραβωνιασμένη, αντιδρά με τρόμο στην αμεσότητα της πρόσκλησης, όχι όμως και η παρορμητική, αδέσμευτη Κριστίνα, που δείχνει γοητευμένη.
Με τα πολλά, τα κορίτσια θα καταλήξουν στο εξοχικό, θα πολιορκηθούν εναλλάξ από τον οικοδεσπότη και θα ενδώσουν στο φλερτ του - αναπάντεχα πρώτη η Βίκι και ύστερα η Κριστίνα, που θα αρχίσει να συζεί μαζί του- μέχρι που στο σκηνικό θα μπει η μισότρελη πρώην, η Μαρία Ελένα, ξαναδιεκδικώντας τον Χουάν Αντόνιο...
Επειτα από τρεις απανωτές ταινίες στην Αγγλία, ο Γούντι Αλεν ταξιδεύει νότια και ξανανιώνει θεαματικά με τον καταλανικό ήλιο και την μπαρόκ κινητικότητα της γκαουντικής αρχιτεκτονικής.
Εμπνευση τρομερή, που ξυπνά μέσα του το πάθος του για τις πιο πνευματώδεις σαιξπηρικές κωμωδίες («Η στρίγκλα που έγινε αρνάκι», «Κωμωδία θερινής νυχτός»), τη γοητεία που ασκούσε μόνιμα πάνω του η σύγκρουση πολιτισμών και συμπεριφορών (από την κόντρα Νέας Υόρκης με Λος Αντζελες που συχνά πραγματευόταν, φθάνουμε εδώ σε αντιπαραβολή του κουμπωμένου Αμερικανού με τον χειμαρρώδη Ισπανό) και κυρίως, την πάγια απορία του για το μυστήριο της γυναικείας φύσης, την οποία εκφράζει ιδιοφυώς σε τούτο το φιλμ, διά του κερματισμού του ιδεατού θηλυκού σε τρία πρόσωπα: η Βίκι, η Κριστίνα και η Μαρία Ελένα παρά τις επιμέρους ιδιαιτερότητές τους και προκειμένου για τη θέση και στάση τους απέναντι στο έτερο φύλο, δεν αντιπροσωπεύουν παρά πτυχές ενός κοινού ψυχισμού, εκφάνσεις του ιδίου χαρακτήρα.
Εναλλασσόμενα αμήχανες και χαλαρές, κουμπωμένες και ξεκούμπωτες, κτητικές και φιλελεύθερες, συνετές και παροξυσμικές μπροστά στην ερωτική πρόκληση. Και οι τρεις πρωταγωνίστριες - Σκάρλετ Γιόχανσον, Ρεμπέκα Χολ, Πενέλοπε Κρουζ - εμψυχώνουν με μπρίο τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αναμφίβολα όμως η πιο απολαυστική από όλες είναι η Κρουζ σε μια οσκαρικών προδιαγραφών ερμηνεία στον ρόλο της ζηλιάρας και αθυρόστομης Μαρία Ελένα.
Ελπίζουμε απλώς η Ακαδημία να τη θυμηθεί στο τέλος της χρονιάς μαζί φυσικά με όλες τις άλλες αρετές (φωτογραφία, σενάριο) αυτής της ρομαντικής κομεντί, της πιο σπαρταριστής του Γούντι Αλεν από την εποχή της «Ακαταμάχητης Αφροδίτης».«ΕΙΜΑΙ Η ΚΟΥΒΑ»
Ενα φτωχοκόριτσο κρύβει από τον αγαπημένο της, έναν πλανόδιο οπωροπώλη, πως τις νύχτες κάνει κονσομασιόν σε ένα κλαμπ που επισκέπτονται Αμερικανοί τουρίστες. Ενας γηραιός αγρότης μαθαίνει από τον γαιοκτήμονα του οποίου καλλιεργεί τα χωράφια με ζαχαροκάλαμο πως σκοπεύει να του πάρει το σπίτι. Ενας φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Αβάνας έχει βάλει στο στόχαστρο τον στυγνό διοικητή της αστυνομίας που καταπατά βίαια κάθε απόπειρα της επαναστατημένης νεολαίας να εκφραστεί. Ενας επαρχιώτης οικογενειάρχης πείθεται για την αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα μετά τον βομβαρδισμό του σπιτιού του από τις καθεστωτικές δυνάμεις. Τέσσερις ιστορίες με φόντο την προεπαναστατική Κούβα του Μπατίστα, ήρωες εκπροσώπους του καθημερινού μόχθου και θέμα τα κοινωνικοπολιτικά αίτια που οδήγησαν στην ιστορική αλλαγή του 59. Σύμπραξη Ρωσίας και Κούβας λίγο μετά την πυραυλική κρίση στον Κόλπο των Χοίρων, το φιλμ, παραγωγής 1964, αποτελεί δείγμα αυστηρά προπαγανδιστικού σινεμά, με ό,τι μονοδιάστατο και ξεπερασμένο ιδεολογικά μπορεί αυτό να συνεπάγεται σήμερα, σε καμία όμως περίπτωση τυπικό, μια και η ζαλιστική σκηνοθεσία του Μιχαήλ Καλατόζοφ («Οταν περνούν οι γερανοί») πιο επαναστατική κι από την ίδια την Επανάσταση που προαναγγέλλεται εδώ, στέλνει αδιάβαστο και τον πιο προχωρημένο μοντερνιστή των καιρών μας. Ενα κομψοτέχνημα, ισάξιο του «Θριάμβου του πνεύματος» της Λένι Ρίφενσταλ, της διασημότερης προπαγανδιστικής ταινίας στην ιστορία του σινεμά μετά το «Θωρηκτό Ποτέμκιν».
«Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΧΟΡΤΕΝ»
Ο 67χρονος Οντ Χόρτεν, συνεπής και αφοσιωμένος οδηγός αμαξοστοιχίας εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ετοιμάζεται για σύνταξη. Ομως το επικείμενο τέλος της καριέρας του θα σημάνει την αρχή μιας σειράς απροόπτων στη ρουτινιάρικη προσωπική του ζωή.
Τη βραδιά του αποχαιρετιστήριου πάρτι προς τιμήν του, κλειδώνεται έξω από το διαμέρισμα του φίλου του και καταλήγει να κοιμάται σε σπίτι γειτονικής οικογένειας.
Χάνεται στο αεροδρόμιο του Οσλο, όπου πήγε να συναντήσει γνωστό του για να του πουλήσει το σκάφος του.
Εγκλωβίζεται σε δημόσια πισίνα και αναγκάζεται να βγει έξω με... ψηλοτάκουνα που βρήκε στα γυναικεία αποδυτήρια. Βοηθά στον δρόμο έναν μεθυσμένο και τον συνοδεύει στο σπίτι του, όπου τον περιμένουν νέες εκπλήξεις...
Εν ολίγοις, η Οδύσσεια ενός ανθρώπου χαμένου μετά την άρση της επαγγελματικής του ταυτότητας και μπροστά στη συνειδητοποίηση του πλησιάσματος του βιολογικού του τέλους.
Ακούγεται βαρύ και καταθλιπτικό ως θέμα, μόνο που ο Νορβηγός Μπεντ Χάμερ («Ιστορίες της κουζίνας», «Factotum») προτιμά να το δουλέψει με το ιδιόρρυθμο χιούμορ της σχολής τού παγερά... εκφραστικού Μπάστερ Κίτον και τον μινιμαλισμό ενός Καουρισμάκι, φροντίζοντας μαζί να κρατήσει τη μόνιμα αναδυόμενη από το σινεμά και των δύο υπόγεια πίκρα.
Το αποτέλεσμα, παρά τις σποραδικές εκτροχιάσεις σε πέραν του θέματος γκαγκς του παραλόγου, σε κερδίζει συγκινησιακά χάρη σε μεγάλο βαθμό και στον εκπληκτικό πρωταγωνιστή του, Μπαρντ Οβε.
«Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ»
Στην τρίτη ταινία της δημοφιλούς σειράς περιπετειών τρόμου που ξεκίνησε το 1999, συναντάμε τους πρώην αρχαιολόγους τυχοδιώκτες Ρικ και Εβελιν, σαραντάρηδες και βαριεστημένους από τον έγγαμο βίο, να ταξιδεύουν στη Σανγκάη για να βοηθήσουν τον ενήλικο πια γιο τους Αλεξ, επίσης εξερευνητή, ο οποίος ξέθαψε τη μούμια ενός καταραμένου Κινέζου αυτοκράτορα και τον επανέφερε στη ζωή. Και καθώς το τέρας - άλλοτε ψηφιακό, άλλοτε ο Τζετ Λι- απειλεί, εννοείται, να κυριεύσει τον κόσμο όλο, εμάς μας απειλεί (ή μήπως φιλεύσπλαχνα υπόσχεται) να μας κυριεύσει ο Μορφέας. Το σενάριο εδώ είναι επιπέδου κακού τηλεοπτικού καρτούν, το χιούμορ προσχολικό, τα εφέ αστεία (υπάρχουν και κάτι ξεκούδουνα Γέτι), η χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές μηδέν. Οχι ότι τα πρώτα δύο φιλμ ήταν καλά, απλώς τούτο εδώ είναι το χειρότερο.
«ΤΥΧΕΡΗ ΚΙ ΕΥΤΙΧΙΣΜΕΝΗ»
Η Πόπι, μια 30άρα νηπιαγωγός, είναι ένας άνθρωπος πηγαία αισιόδοξος, που αντιμετωπίζει και τη μεγαλύτερη αντιξοότητα με χιούμορ. Χαρούμενη ναι, χαζοχαρούμενη όμως όχι, μια και είναι πάντα στο πλευρό των φίλων και των συγγενών που την περιτριγυρίζουν, αφοσιωμένη στη δουλειά και τα προβλήματα των μαθητών της, πονετική, έξυπνη, επινοητική.
Το τρυφερό φλερτ με έναν νεαρό της συνάδελφο θα κάνει ακόμη πιο αισθητή αυτήν την ευτυχία, η οποία, ωστόσο, θα κινδυνέψει κάποια στιγμή από την ανομολόγητη πλην εμφανή ζήλια του δασκάλου της της οδήγησης - ενός άντρα που αρνείται να συμμεριστεί την αισιοδοξία της και αποδείχνεται εμμονοληπτικός σε βαθμό ψύχωσης...
Υστερα από μια μακρά σειρά χαρακτήρων άτυχων και δυστυχισμένων, από τον μηδενιστή «Γυμνό» και τις απαρηγόρητες οικογένειες των «Μυστικών και ψεμάτων» και «Ολα ή τίποτα» μέχρι την αδίκως χαντακωμένη «Βέρα Ντρέικ», ο βετεράνος Αγγλος δημιουργός Μάικ Λι χαμογελά διά μιας Λονδρέζας τυχερής και ευτυχισμένης, ικανής να μεταδίδει χαρά σε όλους όσοι έρχεται σε επαφή (ακόμη κατά έναν τρόπο και σε έναν παραπεταμένο άστεγο, σε μια εκπληκτική πραγματικά σκηνή), άρα κατ επέκταση και σε κάθε προηγούμενο αντι-ήρωα του παγίως μελαγχολικού προλεταριακού σύμπαντος του σκηνοθέτη.
Φυσικά, δεν πρόκειται για θεματική στροφή, αλλά για μια απλή υπενθύμιση από μέρους του Λι πως κωμωδία και δράμα, χαρά και θλίψη, ευτυχία και δυστυχία δεν αποτελούν παρά όψεις του ίδιου νομίσματος που λέγεται ζωή.
Για μια απόδειξη, με άλλα λόγια, της βαθύτατα διαλεκτικής του σκέψης, συνεπώς και μιας ματιάς που αποφεύγει συνειδητά να κρίνει και να κατακρίνει.
Εντελώς ενδεικτικός εδώ ο μεθοδικός τρόπος με τον οποίο ξεπροβάλλει η σκοτεινιά μέσα από τη φαινομενική ελαφρότητα, πρωτίστως σε ό,τι αφορά την παράξενη σχέση ανάμεσα στην Πόπι και τον πικραμένο δάσκαλο οδήγησης, που θα κορυφωθεί σε μια αξέχαστη σεκάνς λεκτικής αναμέτρησης πολλών συγκινησιακών ντεσιμπέλ.
Και όλα αυτά, με βάση ένα σενάριο χαλαρότατο σε πλοκή και ελιγμούς, αλλά με διαλόγους λεπτοβελονιά που χτίζουν κομμάτι κομμάτι τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα και ερμηνείες που δυναμιτίζουν συθέμελα τη βρετανική κινηματογραφική σκηνή όπως την ξέρουμε (ή δεν την ξέρουμε τελικά), τόσο από την αποκαλυπτική Σάλι Χόκινς (Αργυρή Αρκτος Ερμηνείας στο Βερολίνο) όσο κυρίως από τον Εντι Μάρσαν στον ρόλο του μισότρελου συνωμοσιολόγου δασκάλου οδήγησης.
«ΝΕΟΤΗΤΑ ΧΩΡΙΣ ΝΙΑΤΑ»
Ρουμανία, Πάσχα του 38. Ο Ντομινίκ Ματέι, 70χρονος καθηγητής Γλωσσολογίας, χτυπιέται από κεραυνό. Σαν από θαύμα, όχι απλά επιβιώνει, αλλά και ξανανιώνει σε τέτοιον βαθμό που στο τέλος της ανάρρωσης έχει την όψη και το σθένος ενός 35άρη. Κι ενώ το φαινόμενο αναστατώνει το ιατρικό κατεστημένο και τραβά την προσοχή των ναζί, εκείνος αποσύρεται καθ όλη τη διάρκεια του πολέμου στην Ελβετία, συνεχίζοντας τις ημιτελείς γλωσσολογικές του έρευνες. Στις οποίες θα συνδράμει λίγα χρόνια μετά μία παράξενη κοπέλα, εκπληκτικής ομοιότητας με την πρώτη μεγάλη αγάπη του καθηγητή και η οποία, ύστερα από ένα ατύχημα, πιστεύει πως είναι μαθήτρια του Τσαντρακίρτι, βουδιστή μέντορα του 7ου αιώνα... 11 χρόνια μετά το δικηγορικό δράμα «Ο βροχοποιός», ο Φράνσις Φορντ Κόπολα επιστρέφει στα πλατό με ένα εγχείρημα ιδιαίτερα φιλόδοξο - να μεταφέρει στην οθόνη ένα πυκνό σε νοήματα φιλοσοφικό μυθιστόρημα του Μιρκάε Ελιάντε. Είναι αλήθεια πως είναι τόσες πολλές και «βαριές» εδώ οι διανοητικές παράμετροι που συχνά ξεχνάς πως παρακολουθείς ένα ανθρώπινο δράμα με χαρακτήρες από σάρκα, οστά και προπαντός συναισθήματα. Η δοκιμιογραφική διάθεση, η τάση για εκ βάθους ερμηνεία σκιάζουν κλινικά τις δυνάμει συγκινήσεις, κυρίως στο δεύτερο μέρος όπου οι παραψυχολογικές αναφορές παίρνουν το πάνω χέρι. Παρ όλα αυτά μένεις πραγματικά άφωνος μπροστά στο εικαστικό μεγαλείο και την αφηγηματική ρευστότητα του φιλμ, εν τέλει μπροστά στην ουσιαστική σινεφίλ γνώση, τον θαυμαστό δημιουργικό οίστρο και τη σπάνια στοχαστική ικανότητα ενός Αμερικανού κινηματογραφιστή γνήσια μοντέρνου, που παρά τα 70 του κόβει και ράβει.
No comments:
Post a Comment