Saturday, October 18, 2008

Ο Παντελής Βούλγαρης σε ρόλο αρχιστράτηγου

Της ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Φωτογρ.: ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Αρματωμένοι στρατιώτες κατηφορίζουν με ποδοβολητά την πλαγιά προσπαθώντας να αποφύγουν τις σφαίρες που πέφτουν βροχή καταπάνω τους. Οι φωνές τους πνίγονται. Οι νάρκες σκάνε στα πόδια τους. Κορμιά ανατινάζονται στον αέρα και χάνονται στα βράχια. Οι λάμψεις των εκρήξεων θολώνουν τις αισθήσεις. Ηδη ανεβαίνοντας προς το βουνό Καζάνι σε υψόμετρο 1.500 -ανάμεσα στο Βίτσι, το Μαλιμάδι και το Μπίκοβικ, με θέα την οροσειρά του Γράμμου- ξαφνιάζεσαι από τους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις που ακούγονται. Ξεπροβάλλουν μαύρα σύννεφα καπνού και βγαίνει βαριά μυρωδιά καμένου. Από την κορυφή ενός απέναντι βράχου το θέαμα είναι εντυπωσιακό.


Μια εντυπωσιακή σκηνή από την «Ψυχή βαθιά». Το συνεργείο «alphastunt» από τη Βουλγαρία, με έμπειρους κασκαντέρ και ειδικούς πυροτεχνουργούς, κρύβεται πίσω από τις δύσκολες σκηνές μάχης
Πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής από το πεδίο της μάχης το έδαφος δονείται από τις εκρήξεις, πετάγονται αίματα, οι σφαίρες σφυρίζουν δίπλα από το αυτί σου. Ασυνείδητα αναζητάς έναν βράχο να καλυφτείς. Είναι και το κρύο που πιρουνιάζει τα κόκαλα. Μέχρι να φωνάξει ο Παντελής Βούλγαρης «στοπ», έστω και για μερικά δευτερόλεπτα, η μυθοπλασία μπερδεύεται με την πραγματικότητα.

Σχεδόν εξήντα χρόνια έχουν περάσει από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Ο Παντελής Βούλγαρης όμως ξανανοίγει το σεντούκι της Ιστορίας και σκαλίζει μνήμες. Μετά το «Happy Day» (1976) και τα «Πέτρινα Χρόνια» (1985) επανέρχεται στο πολιτικό σινεμά με μια ταινία για τον εμφύλιο πόλεμο. Την «Ψυχή βαθιά» την τοποθετεί στο φυσικό πλατό της: στη ματωμένη οροσειρά του Γράμμου, το Βίτσι και τα γύρω στοιχειωμένα βουνά, όπου γράφτηκαν οι τελευταίες πράξεις του πολέμου. Εκεί έφερε μέχρι και ειδικευμένο συνεργείο από τη Βουλγαρία -για τα ειδικά εφέ και τις σκηνές των μαχών- και κασκαντέρ για τα επικίνδυνα γυρίσματα. Αυτό σίγουρα δεν το 'χουμε ξαναδεί στο ελληνικό σινεμά.

«Η φύση είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής», λέει ο Παντελής Βούλγαρης. Γι' αυτό την ταινία του δεν θα μπορούσε να τη γυρίσει πουθενά αλλού, παρά στον Γράμμο και στο Βίτσι
Τα γυρίσματα των μαχών κυλούν αργά. Μόλις τελειώνει μια σκηνή, υπάρχει χρόνος για ανάπαυλα. Οι ειδικοί πρέπει να ξαναγεμίσουν τα σημεία των εκρήξεων. Τον λόφο περιτριγυρίζουν μαύροι σωλήνες απ' όπου βγαίνουν καπνοί. Παραδίπλα καίγονται λάστιχα. Τηρούνται όλα τα μέτρα ασφαλείας.

Οση ώρα οι έμπειροι πυροτεχνουργοί -δεκαπέντε στο σύνολο, με μεγάλη προϋπηρεσία σε αμερικανικές ταινίες δράσης- στήνουν τις εκρήξεις, το βλέμμα του Βούλγαρη αλλά και του διευθυντή φωτογραφίας, Σίμου Σαρκετζή, καρφώνεται με ανησυχία στον ουρανό. Κυνηγάνε τον ήλιο, αλλά τα σύννεφα τους παίζουν παιχνίδι. Τη μια στιγμή τον κρύβουν και την άλλη τον αφήνουν να λάμπει.

Η αγωνία του σκηνοθέτη γι' αυτές τις σκηνές είναι μεγάλη. Εχει και έναν επιπλέον καλό λόγο. Κοντά σε μια έκρηξη βρίσκεται και ο γιος του Αλέξανδρος Βούλγαρης. Ηρθε να τον επισκεφτεί και επιστρατεύτηκε. Τον έντυσε στα χακί και τον έριξε στο πεδίο της μάχης, στο πλευρό του Εθνικού Στρατού.

Σ' αυτή την ομάδα διακρίνουμε και τον Γιώργο Συμεωνίδη -υποδύεται τον ανθυπολοχαγό Τριαντάφυλλο- αγνώριστο, με μουστάκι. Σε ένα διάλειμμα από το γύρισμα ακουμπά σ' έναν βράχο για να ξεκουραστεί. Τα όπλα, που είναι αυθεντικά, ζυγίζουν αρκετά κιλά, όπως επίσης και οι βαριές στρατιωτικές χλαίνες.

Δεν ήταν εύκολη υπόθεση το ενδυματολογικό κομμάτι. Δύο χρόνια έκανε τη σχετική έρευνα η ενδυματολόγος Λουκία Χατζέλου. Οπλα, ξιφολόγχες, τουφέκια, μάουζερ, springfield συγκεντρώθηκαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Μετά το τέλος της μέρας επιστρέφονται όλα στην αποθήκη. Εκεί όπου κάθε πρωί, από τις έξι, οι αγουροξυπνημένοι ηθοποιοί παίρνουν σειρά για τη μεταμόρφωσή τους σε στρατιώτες ή αντάρτες.

«Δεν ονειροβατούσα. Από τότε που μου μπήκε η ιδέα για την ταινία -ήδη από την εποχή που γύριζα τις "Νύφες"- σκεφτόμουν και το πρακτικό μέρος. Δεν υπάρχει υποδομή στην Ελλάδα για ταινία εποχής» παραδέχεται ο Παντελής Βούλγαρης. Οι πρακτικές δυσκολίες άρχιζαν ήδη από το ίδιο το βουνό. Τρεις παραγωγούς άλλαξε η ταινία μέχρι να καταλήξει στα χέρια του Γιάννη Ιακωβίδη. «Μόλις έβλεπαν το βουνό, μου έλεγαν ότι δεν θα 'ρθει κανείς να τρέξει εδώ πάνω. Ενιωθα σαν μεσίτης. Ανέβαιναν οι "πελάτες", τους έδειχνα τα τοπία, δεν αγόραζαν και γυρίζαμε πίσω» διηγείται ο σκηνοθέτης γελώντας. Την έρευνα για την ταινία την άρχισε εδώ και έντεκα χρόνια. Εκανε φύλλο και φτερό κάθε σχετικό βιβλίο που έπεφτε στα χέρια του. Το ένα τον οδηγούσε σε άλλο. Και συγχρόνως ρουφούσε τις διηγήσεις των ντόπιων.

Δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση να γυρίσει αλλού την ταινία. «Κολλάω με τους τόπους. Οταν βρέθηκα στη Μακρόνησο, είπα εδώ θα κάνω το "Happy Day". Πάω στον τόπο που συνέβη το γεγονός. Αυτή είναι η πετριά μου. Τα μέρη εδώ είναι μοναδικά και δεν γυρίζονται ταινίες. Η φύση είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής». *

No comments: