Του Παναγιωτη Παναγοπουλου, Η Καθημερινή, Πέμπτη, 30 Oκτωβρίου 2008
Κοινωνικό δράμα. Σκηνοθεσία: Ματέο Γκαρόνε. Πρωταγωνιστούν: Σαλβατόρε Αμπρουτσέσε, Σαλβατόρε Ρουόκο, Τζανφελίτσε Ιμπαράτο, Κάρλο ντελ Σόρμπο.
Το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής του περασμένου φεστιβάλ των Καννών κέρδισε το «Γόμορρα», με ένα θέμα τόσο μεγάλο, που επηρεάζει σχεδόν κάθε λειτουργία και δραστηριότητα στην Ιταλία.
Η δράση της μαφίας εξαπλώνεται από τη χαμηλότερη ώς την υψηλότερη κλίμακα στη γειτονική χώρα, κάτι που παρουσιάζει αναλυτικά στο ομώνυμο μπεστ-σέλερ του ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, με αποτέλεσμα να έχει επικηρυχθεί από τη μαφία και ο συγγραφέας να είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τη χώρα του.
Προσωπικές ιστορίες
Στη μεταφορά του βιβλίου, που έχει περισσότερο δημοσιογραφικό χαρακτήρα, ο Ματέο Γκαρόνε έχει αποφασίσει να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο και όχι να παρουσιάσει πλήθος πληροφοριών και στοιχείων. Εστιάζει σε προσωπικές ιστορίες, στα πορτρέτα ανθρώπων που έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπλοκή με την Καμόρα, την τοπική οργάνωση του νότου.
Ενας άνθρωπος που μεταφέρει χρήματα στις οικογένειες φυλακισμένων για εγκλήματα της Καμόρα, δύο παιδιά με εμμονή με τον κινηματογραφικό «Σημαδεμένο», που νομίζουν ότι είναι εξυπνότερα από τους μαφιόζους, ένας νεαρός που αναζητώντας δουλειά αναγκάζεται να εμπλακεί σε βρωμερές δουλειές, ένας έφηβος που βιάζεται να μεγαλώσει, ένας ικανός ράφτης που υποχρεώνεται να συνεργάζεται με τους μαφιόζους, είναι τα βασικά πρόσωπα της ταινίας.
Οπως έχει δηλώσει ο Γκαρόνε και σε συνέντευξή του στην «Κ», αυτό που τον ενδιέφερε στην ταινία ήταν κυρίως οι αντιδράσεις αυτών των ανθρώπων και όχι να καταγγείλει τη δράση της μαφίας.
Αυτό είναι κάτι που καταφέρνει, με αφτιασίδωτες ερμηνείες από το καστ, στο οποίο υπάρχουν και πολλοί ερασιτέχνες ηθοποιοί και με μια άμεση κινηματογράφηση, σχεδόν ντοκιμαντερίστικη, που συχνά σοκάρει. Οι επιρροές από το σινεμά του νεορεαλισμού και του ιταλικού μελοδράματος είναι προφανείς και μεταφέρονται στη σύγχρονη εποχή με προσοχή και ταλέντο από τον Γκαρόνε.
Παρ’ όλα αυτά, η ταινία έχει προβλήματα. Ηθελημένα ή μη, ο Ιταλός σκηνοθέτης αποφεύγει να δείξει τη γενικότερη εικόνα και μένει στις λεπτομέρειες και στο προσωπικό στοιχείο των ιστοριών. Ομως κι αυτές οι ιστορίες χρειάζονταν ένα περισσότερο σφιχτό μοντάζ και δέσιμο μεταξύ τους, για να αποκαλύψει η ταινία τη δύναμη που κρύβει μέσα της.
Το «Ζήτημα τιμής» (**) είναι ένα αστυνομικό θρίλερ με θέμα τη διαφθορά στο εσωτερικό της αστυνομίας της Νέας Υόρκης. Ο Γκάβιν Ο’ Κόνορ ακολουθεί την παράδοση του Σίντεϊ Λιούμετ («Σέρπικο», «Q & A») σκηνοθετώντας μια χαμηλότονη ταινία με κεντρικό άξονα το ηθικό δίλημμα που αντιμετωπίζει ο βασικός ήρωάς του. Ο ντετέκτιβ Ρέι Τίρνεϊ (Εντουαρντ Νόρτον) πιέζεται από τον πατέρα του (Γιον Βόιτ), που είναι επικεφαλής της αστυνομίας του Μανχάταν, να αφήσει το τμήμα αγνοουμένων και να περάσει στην υπηρεσία ανθρωποκτονιών για να αναλάβει την υπόθεση δολοφονίας τεσσάρων συναδέλφων του. Οι άτυχοι αστυνομικοί, οι οποίοι έπεσαν σε θανάσιμη ενέδρα από εμπόρους ναρκωτικών, υπηρετούσαν σε ένα αστυνομικό τμήμα στο οποίο διοικητής είναι ο αδελφός του Ρέι, Φράνσις (Νόα Εμεριχ). Ο Ρέι πείθεται τελικά και αρχίζει την έρευνα, ανακαλύπτοντας στοιχεία που τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον αδελφό του, αλλά και με τον γαμπρό του (Κόλιν Φάρελ) που κινεί τα νήματα της διαφθοράς στους κόλπους της αστυνομίας.
Το σενάριο, από τον Ο’ Κόνορ και τον Τζόε Κάρναχαν, ανακυκλώνει κοινότοπες καταστάσεις. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την άνευρη σκηνοθεσία που είναι στραμμένη στο ρεαλισμό και στους χαρακτήρες, αλλά απέχει μακράν από το να κλιμακώσει εντάσεις. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια αδιάφορη ταινία επιπέδου επεισοδίου σοβαρής αστυνομικής τηλεοπτικής σειράς.
Το «Piano Solo» (**) έρχεται από Ιταλία και διακρίνεται για την ερμηνεία του πρωταγωνιστή του Κιμ Ρόσι Στούαρτ. Βασίζεται σε ένα βιογραφικό βιβλίο του πρώην δημάρχου της Ρώμης Βάλτερ Βελτρόνι και σκιαγραφεί το πορτρέτο του πιανίστα της τζαζ Λούκα Φλόρες, του οποίου η ζωή σημαδεύτηκε ανεπανόρθωτα όταν ήταν παιδί από το θάνατο της μητέρας του σε τροχαίο.
Λιτό και ομοιογενές ως προς το ύφος είναι το φιλμ του βετεράνου Πολωνού σκηνοθέτη Γέρζι Σκολιμόφσκι «Τέσσερις νύχτες με την Αννα» (**1/2). Ομως, το εγχείρημα μοιάζει περισσότερο με καλογραμμένη σκηνοθετική άσκηση ενός νέου κινηματογραφιστή, παρά με έργο ωριμότητας ενός καταξιωμένου δημιουργού, σαν τον Σκολιμόφσκι. Ενας μοναχικός υπάλληλος στο κρεματόριο μιας πολωνικής κωμόπολης με έντονα τα σημάδια της κρίσης και της εξαθλίωσης, γίνεται μάρτυρας βιασμού μιας νοσοκόμας, η οποία τυγχάνει γειτόνισσά του. Στη συνέχεια, την παρακολουθεί ηδονοβλεπτικά, την ερωτεύεται και εισβάλλει στον ιδιωτικό της χώρο την ώρα που αυτή κοιμάται. Η σκηνοθεσία εκμεταλλεύεται τις σιωπές και τους χαμηλούς τόνους και ανατρέπει όλα τα στερεότυπα του χολιγουντιανού θρίλερ γύρω από τους ψυχωσικούς σίριαλ κίλερ, ανακαλύπτοντας έναν εύθραυστο άντρα στη διάρκεια μιας ερωτικής «σχέσης» που παραπέμπει σε νεκροφιλία. Απ’ αυτή τη σκοπιά οι «Τέσσερις νύχτες με την Αννα» έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Γύρω από το σεξ και τη σφοδρή επιθυμία ενός νεαρού Αμερικανού να χάσει την παρθενιά του περιστρέφεται το «Sex Drive» (*). Μια χολιγουντιανή νεανική φαρσοκωμωδία, στα απόνερα της σειράς ταινιών «American Pie». Γυρίστηκε από τον Σον Αντερς. Με Τζος Ζάκερμαν, Αμάντα Κρόι, Κλαρκ Ντουκ.
No comments:
Post a Comment