Εξι τη βδομάδα αυτή οι νέες ταινίες, μ' επικεφαλής τη βραβευμένη στις Κάνες γαλλική ταινία «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντέ, την ελληνική «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» του Νίκου Παναγιωτόπουλου και την αγγλική «Genova» του Μάικλ Γουίντερμποτομ. Στο πρόγραμμα και μια ακόμη ελληνική ταινία, «Αυστηρώς κατάλληλο» των Ρέππα-Παπαθανασίου, η ταινία κινουμένων σχεδίων «Ιγκόρ» του Ελληνοαμερικανού Τόνι Λεοντίς και το τεχνολογικό θρίλερ «Παγιδευμένοι» του Ντ. Τζ. Καρούζο.
Ανάμεσα στους τοίχους
Ο Φρανσουά Μπεγκοντό στην ταινία του Λοράν Καντέ «Ανάμεσα στους τοίχους» |
*****
Συναρπαστική, βραβευμένη με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, γαλλική ταινία, γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα σ' έναν καθηγητή και τους μαθητές του, σε λύκειο υποβαθμισμένης περιοχής του Παρισιού. Εξαιρετικές ερμηνείες από τα παιδιά.
Οι σχέσεις ανάμεσα σ' έναν καθηγητή και τους μαθητές του, είναι στο επίκεντρο της βραβευμένης στις Κάνες αυτής γαλλικής ταινίας του Λοράν Καντέ. Η ταινία, σε σενάριο από βιβλίο, με βάση τις εμπειρίες του καθηγητή Φρανσουά Μπεγκοντό (ο οποίος στην ταινία ερμηνεύει τον καθηγητή), μας δίνει μια ρεαλιστική, αντικειμενική εικόνα των καθημερινών προβλημάτων αλλά και των σχέσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, χωρίς να παίρνει το μέρος κανενός.
Αρκετές είναι οι ταινίες -οι πιο πολλές αμερικανικές- που ασχολήθηκαν με τις σχέσεις καθηγητών και μαθητών, λιγοστές είναι όμως εκείνες που έδωσαν το θέμα με τόση καθαρότητα, ειλικρίνεια, χωρίς συναισθηματισμούς ή εύκολες α λα χάπι-εντ, λύσεις. Ο Καντέ και ο σεναριογράφος του παρουσιάζουν την πολυπλοκότητα της πολυμορφίας ενός τέτοιου σχολείου, με μαθητές από διάφορες κοινωνικές τάξεις και χώρες -λευκούς, μαύρους, κίτρινους- με σχεδόν όλους να αδιαφορούν για την κουλτούρα, και τον δάσκαλο να προσπαθεί με διάφορους τρόπους -και συχνά να οδηγείται σε απελπισία- να τους περάσει κάποιες γνώσεις, κι όταν ακόμη αυτοί προσπαθούν να δώσουν αρνητική εικόνα της παρουσίας του με στόχο να διωχτεί από το σχολείο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, δυστυχώς, στα σημερινά σχολεία, και όχι απλά σ' εκείνα των υποβαθμισμένων περιοχών, οι γεννημένοι και θρεμμένοι με την τηλεόραση, με υπουργεία Πολιτισμού που κάθε άλλο παρά πολιτισμό προσφέρουν κι όπου κυριαρχεί η πολιτική που επιβάλλεται άνωθεν, οι μαθητές αδιαφορούν για τον πολιτισμό με αποτέλεσμα το έργο του δασκάλου να γίνεται ακόμη πιο δύσκολο.
Το σημαντικό στην ταινία είναι ότι δεν υπάρχουν κακοί ή καλοί μαθητές. Ολοι έχουν τα προβλήματά τους, ενώ οι φαινομενικά καλοί συχνά αδιαφορούν, προκαλώντας άλλα προβλήματα στο δάσκαλο. Κι είναι ακριβώς το ότι ο Καντέ δεν προσπαθεί να οδηγήσει τις καταστάσεις σε αισιόδοξες πάντα λύσεις, προτιμώντας να παρουσιάσει το πρόβλημα όπως ακριβώς είναι, καταγράφοντας την αληθινή ατμόσφαιρα του σχολείου, δίνοντας, ταυτόχρονα, και μιαν εικόνα των γονιών τους -από τις καλύτερες σκηνές είναι εκείνη της συνάντησης του δασκάλου με τη μητέρα ενός προβληματικού, αλλά ταλαντούχου, μαθητή. Με πραγματικούς μαθητές, που εργάστηκαν με εκπληκτικά αποτελέσματα με τον σκηνοθέτη για ένα ολόκληρο σχεδόν σχολικό έτος, ο Καντέ πλησίασε το θέμα του με κατανόηση, χωρίς δημαγωγία ή προκαταλήψεις, παρουσιάζοντας με λεπτομέρεια και ρεαλισμό τις σχέσεις, τις εντάσεις, τις συγκρούσεις, τις κακίες και τις μικρο-συνωμοσίες που δημιουργούνται στις καθημερινές αυτές σχέσεις, ιδιαίτερα εξαιτίας προβλημάτων γλώσσας και επικοινωνίας, που ξεπερνούν θέματα φυλετικά ή θρησκείας. Ολα δοσμένα με αντικειμενικότητα, με τον σκηνοθέτη να αφήνει τα συμπεράσματα στον ίδιο τον θεατή.
Αθήνα - Κωνσταντινούπολη
Ο Λευτέρης Βογιατζής και η Αλεξία Καλτσίκη μάς ταξιδεύουν «Αθήνα - Κωνσταντινούπολη» στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου |
*****
Ενα όμορφο, λυρικό «ρόουντ-μούβι», με αφορμή τη συνάντηση ενός πρόσφατα χωρισμένου άντρα με διάφορα πρόσωπα, μπλεγμένα σε διάφορες καταστάσεις. Μουσικός ρυθμός και πολύ ωραίες ερμηνείες.
Υστερα από τον ερωτικό του ύμνο στην Αθήνα, στο ελεγειακό του μιούζικαλ, «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στρέφεται σ' ένα οδοιπορικό, ένα road-movie, εξερευνώντας για μια ακόμη φορά μετά το «Ολα είναι δρόμος» τις χαρές, την αγωνία αλλά και τις εκπλήξεις του ταξιδιού.
Ο ήρωάς του (ένας, όπως πάντα πολύ καλός, Λευτέρης Βογιατζής) είναι ένας άνθρωπος σε κατάθλιψη, που μόλις έχει χωρίσει, και που αποφασίζει να ταξιδέψει μέχρι τη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον πατέρα του. Τα σχέδιά του όμως θ' αλλάξουν στην πορεία, από τη στιγμή που συναντά μια νέα γυναίκα (μια ιδιαίτερα συμπαθητική Αλεξία Καλτίσκη) και τον λαϊκό μουσικό, τον παράξενο, πολύ μεγαλύτερό της σε ηλικία άντρα της (εξαιρετικός στο ρόλο ο Δημήτρης Πουλικάκος). Εκείνο που ενδιαφέρει τον Παναγιωτόπουλο είναι από τη μια η κίνηση στο χώρο κι από την άλλη οι απροσδόκητες, είτε ευχάριστες είτε όχι τόσο ευχάριστες, συναντήσεις.
Με σκηνές, που μοιάζουν με μικρά κεφάλαια, με την εικόνα να σβήνει και να μας μεταφέρει στην επόμενη σκηνή, και με μια κάμερα που ψάχνει και καθηλώνει, έστω και προσωρινά, ο σκηνοθέτης συλλαμβάνει το καθημερινό· το καθημερινό όμως που συχνά έχει μέσα του το απρόοπτο, κάπου κάπου και το φαντεζίστικο. Μια διαμαρτυρία αγροτών που έχουν κλείσει τον αυτοκινητόδρομο προς τη Θεσσαλονίκη και που αναγκάζει τον ήρωα να διανυκτερεύσει στο αυτοκίνητό του, θα τον φέρει σ' επαφή με τη νεαρή γυναίκα και τον άντρα της που παίζει κλαρίνο, συνάντηση που θα δώσει την ευκαιρία για ένα έξοχο μουσικό διάλειμμα, που, όπως θ' ανακαλύψουμε στη συνέχεια, συνδέεται τέλεια με την υπόλοιπη δραματουργία, προσφέροντας στον Παναγιωτόπουλο την ευκαιρία για τη δημιουργία μιας απολαυστικής φαντεζίστικης σκηνής, με τους μπάτσους, που βρίσκονται εκεί για να διαλύσουν τη διαδήλωση, να κουνιούνται και να τραγουδούν στο ρυθμό της μουσικής. Το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σύντομα σε ταξίδι στην Πόλη, όταν ο χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο ήρωας αποφασίζει ν' ακολουθήσει τη γυναίκα που, για χάρη του, εγκαταλείπει τον σύζυγο, με τις συναντήσεις και τις εκπλήξεις να αυξάνονται, ενώ στο δρόμο θα προστεθεί κι ένας νεαρός Τούρκος μουσικός, παλιός γνωστός της γυναίκας.
Η ταινία είναι ένα είδος ελεγείας. Οπως και στο «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», ο σκηνοθέτης καταφέρνει μέσα από τη θλίψη ενός στα όρια της κατάθλιψης χαρακτήρα, να μας δώσει μια εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης, με τις αναζητήσεις, τις μικρές ελπίδες και τις απογοητεύσεις της, μαζί και τις ομορφιές της. Οι σκηνές στην Κωνσταντινούπολη έχουν τη φρεσκάδα της ανακάλυψης, με τον σκηνοθέτη, με τη βοήθεια του κάμεραμαν του Κωστή Γκίκα, να τις εκμεταλλεύεται για να φτιάξει μερικές από τις ωραίες σκηνές του, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα με ξεχωριστή έμπνευση τη μουσική (του Πετρολούκα Χαλκιά) για να δημιουργήσει τη σωστή ατμόσφαιρα.
Genova
Ο Κόλιν Φερθ, πρωταγωνιστεί στην «Genova» του Μάικλ Γουίντερμποτομ |
*** 1/2 -
Ομορφη, χαμηλών τόνων, αισιόδοξη, χωρίς εύκολους συναισθηματισμούς, ταινία, με επίκεντρο την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, και με πολύ καλές ερμηνείες.
Η απώλεια και η θλίψη είναι στο επίκεντρο της νέας ταινίας του Βρετανού Μάικλ Γουίντερμποτομ. Ενός σκηνοθέτη που από την αρχή της καριέρας του, έχει δείξει την επιδεξιότητά του στο να καταπιάνεται, κάθε φορά, και με διάφορα κινηματογραφικά είδη, από δράματα εποχής και περιπέτειες μέχρι κοινωνικό και πολιτικό κινηματογράφο. Μετά το πρόσφατο, εξαιρετικό πολιτικό θρίλερ του, «Ο δρόμος προς το Γκουαντάναμο», ο Γουίντερμποτομ επιστρέφει με μια ταινία χαμηλών τόνων, όπου, μέσα από μια απλή ιστορία, εκείνη του τραγικού θανάτου μιας γυναίκας σε αυτοκινητικό δυστύχημα σ' έναν παγωμένο δρόμο κάπου στην Αγγλία, αφηγείται την προσπάθεια του συζύγου και των δύο ανήλικων κοριτσιών τους να ξεπεράσουν το τραγικό συμβάν και να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους.
Μετά τον θάνατο της μητέρας, όταν ο πατέρας, ο Τζο (ένας πολύ πειστικός Κόλιν Φερθ) δέχεται να διδάξει σε κολέγιο στη Γένοβα, η οικογένεια προσπαθεί να ξεπεράσει τη θλίψη της τραγικής αυτής απώλειας με διάφορους τρόπους: ο Τζο μέσα από τη δουλειά του και τη συμπαράσταση μιας παλιάς φίλης, η μικρότερη κόρη, η Μαίρη, που αισθάνεται υπεύθυνη για το δυστύχημα, μέσα από εφιάλτες, μαζί και την εμφάνιση του φαντάσματος μιας μητέρας που της συμπαραστέκεται και η μεγαλύτερη, τινέιτζερ κόρη, η Κέλι, μέσα από τις σχέσεις με συμμαθητές της και αποφεύγοντας να μιλήσει για τη μητέρα της.
Ο Γουίντερμποτομ χρησιμοποιεί τους χώρους της Γένοβας για να δημιουργήσει το κατάλληλο, αλλόκοτο κλίμα, όπου μέσα του κινούνται τα πρόσωπα. Με την κάμερα να περιφέρεται μέσα στους στενούς, μισοσκότεινους, απειλητικούς δρόμους μιας μεσαιωνικής πόλης, ο σκηνοθέτης, με τη βοήθεια του τακτικού κάμεραμάν του, Μαρσέλ Ζίσκιντ, έφτιαξε την ατμόσφαιρα μυστηρίου και απειλής, όπου όλα μπορούν να συμβούν, ακόμη και να εμφανιστούν φαντάσματα - φέρνοντας στον νου μια άλλη ταινία με θέμα την απώλεια και γυρισμένη σε μια αντίστοιχη ιταλική πόλη, το «Μετά τα μεσάνυχτα» του Νίκολας Ρεγκ. Εκείνο που βασικά καταφέρνει να μεταδώσει με την ταινία του ο Γουίντερμποτομ είναι, πέρα από την αίσθηση της απώλειας και των ενοχών, τη σχέση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και την προσπάθειά τους να ξεπεράσουν την τραγωδία τους, σχέση πέρα για πέρα ανθρώπινη, που τη διαπερνά μια αισιόδοξη νότα, σε μια ταινία όμορφη, συγκρατημένη, χωρίς εύκολους συναισθηματισμούς και με πολύ ωραίες ερμηνείες τόσο από τους γνωστούς πρωταγωνιστές όσο και από τα δύο κορίτσια.
Αυστηρώς κατάλληλο
Ελλάδα, 2008. Σκηνοθεσία-σενάριο: Θανάσης Παπαθανασίου-Μιχάλης Ρέππας. Ηθοποιοί: Πηνελόπη Πιτσούλη, Δημήτρης Τζουμάκης, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Κατερίνα Λέχου, Αννα Παναγιωτοπούλου.
**Κακή
Δύο νέοι φιλόδοξοι σκηνοθέτες προσπαθούν να γυρίσουν μια καλλιτεχνική ταινία με τα χρήματα ενός παραγωγού πορνοταινιών, σε μια κακόγουστη φαρσοκωμωδία που χρησιμοποιεί όλα τα κλισέ του παλιού (και κάποιου νεότερου) ελληνικού κινηματογράφου.
Η ιδέα πως ένας παραγωγός πορνό αποφασίζει να χρηματοδοτήσει μια ταινία με καλλιτεχνικούς στόχους, ενώ, παράλληλα, προσπαθεί, στα κρυφά, να χρησιμοποιήσει τα ίδια ντεκόρ και τους ηθοποιούς για να μετατρέψει την ταινία σε πορνό, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Φανταστείτε την ιστορία αυτή να τη σκηνοθετούσε ένας Μελ Μπρουκς ή η ομάδα των Μόντι Πάιθον. Εκεί, η φαρσοκωμωδία και το κιτς θα μετατρέπονταν σε κάτι το αφάνταστο, αληθινά πρωτότυπο και ξεκαρδιστικό. Δυστυχώς στα χέρια του δίδυμου Ρέππα - Παπαθανασίου η ταινία μοιάζει με ένα τηλεοπτικό, μεγάλης διάρκειας, άνευρο σόου ή με μία από τις συνηθισμένες φαρσοκωμωδίες της δεκαετίας του '60, τη φορά αυτή χρωματισμένη. Με μέτριους, αφελείς και βαρετούς διαλόγους, με απίθανες καταστάσεις (ακόμη και η σκηνή με την ταινία να καταλήγει... στις Κάνες όπου κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα χαραμίζεται από μια αδέξια σκηνοθεσία), με μία μόνο δυστυχώς έξυπνη, στο στιλ των τηλεοπτικών σόου, σκηνή να προκαλεί το γέλιο (εκείνη με την πορνό πρωταγωνίστρια να προσπαθεί να πει σωστά τα ονόματα του Τουργκένιεφ και των διαφόρων χαρακτήρων της ταινίας που γυρίζει), το μόνο που πετυχαίνει η ταινία είναι να παραμένει αυστηρώς αδιάφορη.
**Κακή
Δύο νέοι φιλόδοξοι σκηνοθέτες προσπαθούν να γυρίσουν μια καλλιτεχνική ταινία με τα χρήματα ενός παραγωγού πορνοταινιών, σε μια κακόγουστη φαρσοκωμωδία που χρησιμοποιεί όλα τα κλισέ του παλιού (και κάποιου νεότερου) ελληνικού κινηματογράφου.
Η ιδέα πως ένας παραγωγός πορνό αποφασίζει να χρηματοδοτήσει μια ταινία με καλλιτεχνικούς στόχους, ενώ, παράλληλα, προσπαθεί, στα κρυφά, να χρησιμοποιήσει τα ίδια ντεκόρ και τους ηθοποιούς για να μετατρέψει την ταινία σε πορνό, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Φανταστείτε την ιστορία αυτή να τη σκηνοθετούσε ένας Μελ Μπρουκς ή η ομάδα των Μόντι Πάιθον. Εκεί, η φαρσοκωμωδία και το κιτς θα μετατρέπονταν σε κάτι το αφάνταστο, αληθινά πρωτότυπο και ξεκαρδιστικό. Δυστυχώς στα χέρια του δίδυμου Ρέππα - Παπαθανασίου η ταινία μοιάζει με ένα τηλεοπτικό, μεγάλης διάρκειας, άνευρο σόου ή με μία από τις συνηθισμένες φαρσοκωμωδίες της δεκαετίας του '60, τη φορά αυτή χρωματισμένη. Με μέτριους, αφελείς και βαρετούς διαλόγους, με απίθανες καταστάσεις (ακόμη και η σκηνή με την ταινία να καταλήγει... στις Κάνες όπου κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα χαραμίζεται από μια αδέξια σκηνοθεσία), με μία μόνο δυστυχώς έξυπνη, στο στιλ των τηλεοπτικών σόου, σκηνή να προκαλεί το γέλιο (εκείνη με την πορνό πρωταγωνίστρια να προσπαθεί να πει σωστά τα ονόματα του Τουργκένιεφ και των διαφόρων χαρακτήρων της ταινίας που γυρίζει), το μόνο που πετυχαίνει η ταινία είναι να παραμένει αυστηρώς αδιάφορη.
Οι άλλες ταινίες
Ο ΙΓΚΟΡ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
(Igor). ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Αντονι Λεοντίς. Σενάριο: Κρις Μακένα. Μόνο μεταγλωττισμένη. Με τις φωνές των: Βασίλη Χαραλαμπόπουλου, Κώστα Δαρλάση, Δημήτρη Κότσαρη. Γιάννη Στεφόπουλου. 87 λεπτά.
Ταινία κινούμενων σχεδίων με φόντο το σκοτεινό βασίλειο της Μαλάριας και με πρωταγωνιστή τον Ιγκόρ, τον καμπούρη βοηθό ενός σατανικού επιστήμονα που φιλοδοξεί να γίνει ο ίδιος εφευρέτης. Ιστορία εμπνευσμένη από τις ταινίες τρόμου, ιδιαίτερα εκείνη του δρος Φρανκενστάιν και του καμπούρη βοηθού του, γυρισμένη από δύο Ελληνες της Αμερικής: τον σκηνοθέτη Αντονι Λεοντίς και τον παραγωγό Τζον Ηρακλίς.
ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ
(Eagle Eye). ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Ντ. Τζ. Καρούζο. Σενάριο: Τζον Γκλεν, Τράβις Ράιτ. Ηθοποιοί: Σία Λαμπέφ, Μισέλ Μόναγκαν, Ροζάριο Ντόσον, Μπίλι Μπομπ Θόρντον, Μάικλ Τσίκλις. 118 λεπτά.
Τεχνολογικό θρίλερ με συνεχή κυνηγητά, άφθονη τεχνολογία και χάρτινους χαρακτήρες, όπου δύο άγνωστα μεταξύ τους πρόσωπα, ένας άντρας και μια γυναίκα, ακολουθώντας την τηλεφωνική προσταγή από μια άγνωστη γυναίκα που ελέγχει τα πάντα, μπλέκονται σε μια θανάσιμη περιπέτεια με πολιτικές συνωμοσίες, όπου ένας κομπιούτερ με εξυπνάδα και δύναμη μεγαλύτερη από εκείνη του Pal στην «Οδύσσεια του Διαστήματος» προσπαθεί να αλλάξει την πολιτική πορεία των ΗΠΑ...
No comments:
Post a Comment