Του Δημήτρη Δανίκα, ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008
Ελληνικό σινεμά σώζει Χόλιγουντ. Έτσι μοιάζει, έτσι δεν είναι. Αν οι επερχόμενες παραγωγές made in Greece είναι επιπέδου κουρελούς, τότε μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις του θεατή. Γιατί και ο κωκοβιός δεν είναι τόσο χαζός. Το λένε «Αυστηρώς κατάλληλο», το λέω «επιεικώς απαράδεκτο»
Ίχνος εμπάθειας. Σταγόνα προκατάληψης. Δράμι μίσους. Απόδειξη; Με το «Safe sex» ήμουν από τους ελάχιστους της κριτικής που και τους υποστήριξα και νέα, κωμικά στοιχεία βρήκα στη γραφή τους. Και κάτι ακόμα. Όσο και να χαμηλώνουν το ΙQ τους, εγώ εκεί. Θα επιμένω πως ο Θανάσης Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας ανήκουν στα προικισμένα και ταλαντούχα μυαλά που διαθέτει αυτός ο τόπος. Απολογία; Ναι, γιατί σε αυτή τη χώρα που για όλα φταίει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, αλλά ουδέποτε και για τίποτα ο ελληνικός ωχαδερφισμός, πρέπει να αποδεικνύεις διαρκώς πως δεν είσαι ελέφαντας τρομερός. Και προς επίρρωσιν αρχίζω από τα καλά νέα. Μερικές από τις ατάκες μοιάζουν με ξεκαρδιστικές φάπες. Μία σκηνή- εκεί όπου το μπέρδεμα με τα ονόματα των ηρώων της «Άννας Καρένινα» από την πορνοσταρλετίτσα Τζούλη Βίκου (Δήμητρα Στογιάννη)- κάνει την ταινία να λάμπει. Ακόμα, πρώτης γραμμής μερικοί από τους δεύτερους ρόλους με καλύτερη την Πηνελόπη Πιτσούλη, ακολουθούμενη από Αλέξανδρο Αντωνόπουλο, Δημήτρη Τζουμάκη, και τέλος η ιδέα. Η αφορμή της ιδέας. Η σπίθα. Δηλαδή πορνογραφία η ελληνική κοινωνία. Τουρλουμπούκι σωστό. Όμως από εδώ αρχίζει το κακό. Πάμε στο ψητό. Το ντουβάρι τσιμεντένιο και χοντρό. Δηλαδή, αντί ν΄ ανοίξουν την πορνογραφία και να μπερδέψουνευφυώς φυσικάτο σύμπαν της κοινωνίας, κλείνουν τα πάντα στους τέσσερις τοίχους ενός στούντιο και συρρικνώνουν τον στόχο στα στενά όρια του ελληνικού θεάματος. Έξυπνο αλλά μισό. Όπου άρχων της κινηματογραφικής Ελλάδας, ακόμα και της κουλτουριάρικης, είναι πρώην πορνοπαραγωγός (Δημήτρης Τζουμάκης). Εξ αυτής της συρρίκνωσης, γυμνοί οι εγκέφαλοι οι κωμικοί. Το κεφαλαιώδες πρόβλημα της ελληνικής κινηματογραφίας δεν είναι μόνο η πλαστογραφία της καλλιτεχνικής, αλλά και της λεγόμενης «εμπορικής» ταινίας. Και θέλουμε δεν θέλουμε, μόνο ο Αγγελόπουλος- ανεξάρτητα αν οι τελευταίες του ταινίες με βρίσκουν απέναντι και κάθετα εναντίον των επιλογών του- είναι το ελληνικό όνομα που αναγνωρίζεται διεθνώς. Προφανώς για υποκειμενικούς λόγους, επειδή δηλαδή η κριτική τους αντιμετώπισε αρνητικά, η ταινία βάλλει με ριπές εναντίον του καλλιτεχνικού κινηματογράφου. Δογματισμός από την άλλη όχθη. Οι διακρίσεις εκ του πονηρού να ψαρεύουμε σε θολά νερά και στα κουτουρού. Ανεξάρτητα προδιαγραφών και ταμπελών των επιχειρηματιών, το ζήτημα απλό. Η τελευταία ταινία του Γούντι Άλεν «Vicky, Cristina Βarcelona» που πάει για 300.000 και άνω εισιτήρια, τι είναι; Καλλιτεχνική ή εμπορική; Και η «Τροπική καταιγίδα» με τον Μπεν Στίλερ, που σχεδόν βούλιαξε στα ταμεία, τι είναι; Αrt Cinema; Και το «Dogville» του Λαρς φον Τρίερ, με κιμωλίες σε μαύρο φόντο, τι είναι; Παραγωγή Χόλιγουντ; Αστειότητες. Με απλά λόγια: Όσο λαθρεπιβάτης της καλλιτεχνικής ταινίας είναι το πιο άσχετο μει ράκιον κινηματογραφικής σχολής που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες τόσο και η δυάδα των ΠαπαθανασίουΡέππα. Με άλλα λόγια γύρισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!
Και το εξηγώ. Ανεξάρτητα προθέσεων και υποκειμενικών, προσωπικών τους επιλογών. Ακόμα και εμπαθειών. Μέσα στο παιχνίδι και αυτό. Στην Τέχνη, όπως και στον ελληνικό στρατό. Όλα επιτρέπονται, όλα απαγορεύονται. Εξαρτάται από τη διαχείριση, τη γραφή, τους χαρακτήρες, τη δραματουργία, δηλαδή την Αισθητική. Εδώ ακριβώς είναι που ανοίγει καταπακτή και η ταινία σε ελεύθερη πτώση από την πρώτη σκηνή. Με γαμωσταυρίδια οι διάλογοι. Με φωνές οι ηθοποιοί. Με ανέκδοτα οι κωμικές στιγμές. Στο πόδι το ντεκόρ, η φωτογραφία, το κάθε τι που στεγάζεται κάτω από την ίδια μαρκίζα. Που πάει να πει, σαν να τινάζεις από το ρετιρέ μια κουρελού της χειρότερης τηλεοπτικής παραγωγής και της πιο πρόχειρης βιντεοταινίας του ογδόντα και η σκόνη να πέφτει και να επικάθεται παντού. Αυτό ακριβώς που κριτικάρουν, που ξεσκίζουν και που κουρελιάζουν από την πρώτη στιγμή, αυτό ακριβώς αναπαράγουν χωρίς φρένο, χωρίς δισταγμό. Και
Απερίφραστα και χωρίς κανένα δισταγμό. Όλοι- γονείς, μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, κινηματογραφιστές, βουλευτές και κάθε πολίτης που στοιχειωδώς σέβεται τον εαυτό του- πρέπει να σπεύσουν να δουν μία και δύο φορές το «Ανάμεσα στους τοίχους» (Εntre les Μurs) του Γάλλου Λοράν Καντέ. Είναι ζήτημα ζωής και ύπαρξης αληθινής!
Αρχίζω από τα κάτω προς τα πάνω. Στη θέση του χθεσινού αλλά και του σημερινού υπουργού Παιδείας θα αυτοκτονούσα. Προσέξτε. Τεντώστε τ΄ αυτιά σας και βγάλτε τα μυωπικά γυαλιά σας. Μπροστά σ΄ αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα ενός σχολείου του 20ύ cartie του Παρισιού, δηλαδή του Περάματος της Αττικής, το οποίο κρίνει αυστηρά ο σκηνοθέτης, όλα τα πρωτοκλασάτα ιδιωτικά της χώρας, τα καλύτερα της Αθήνας, φαντάζουν σαν σχολεία της Μοζαμβίκης. Όχι πανικός, αλλά να «πεθάνεις» σαν Έλληνας και σαν χώρα εντελώς. Προσέξτε τώρα το επίτευγμα το καλλιτεχνικό. Μια απίστευτη συνεύρεση μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ μέσα στο ίδιο πλάνο, στην ίδια σκηνή. Η Αναπαράσταση με κάθε ακρίβεια και σε όλο το μεγαλείο της. Ερασιτέχνες στην πλειονότητά τους οι ηθοποιοί- κυρίως μαθητές της τελευταίας τάξης του γυμνασίουυποδύονται αυθεντικά και βιωματικά τους αληθινούς ρόλους από το ίδιο τους το σχολείο. Από κοντά και η ψιλοβελονιά της σκηνοθεσίας. Χωρίς ίχνος εντυπωσιασμού, χωρίς το παραμικρό εφέ, ο Καντέ, μπαινοβγαίνει στο «πρόβλημα». Από τη μια σαν αντικειμενικός, επιστημονικός παρατηρητής, και την άλλη σαν η ίδια, η πάσχουσα κοινωνία μαζί. Δηλαδή- επί κινηματογραφικού εδάφους- μεταμορφώνει το Σινεμά σε γνωστικό, κριτικό, καλλιτεχνικό εργαλείο την ίδια στιγμή. Απανωτές οι πληροφορίες για το «σύστημα». Απανωτές οι πληροφορίες για κάθε μαθητή χωριστά. Απανωτές- μέσα από τους χαρακτήρες- οι πληροφορίες για τους καθηγητές. Και ταυτόχρονα το ασανσέρ. Δηλαδή το Σχολείο σαν το σύστημα της εξουσίας. Οι μαθητές είναι οι πολίτες. Οι καθηγητές, οι εντεταλμένοι ενδιάμεσοι κρίκοι και λειτουργοί. Έτσι μέσα στην ίδια σκηνή, στο ίδιο πλάνο, συνυπάρχει το Σύμπαν. Το Σχολείο, η κοινωνία, η Δημοκρατία, οι θεσμοί, οι πολίτες, τα πάντα. Πραγματικά με ξεπερνάει. Για να καταλάβετε. Η γνώση μέσα στους τοίχους. Η τιμωρία μέσα στους τοίχους. Η επιβράβευση μέσα στους τοίχους. Τι είναι οι τοίχοι; Μα φυσικά τα όρια του συστήματος. Δηλαδή ομοιομορφία. Δηλαδή υπακοή και αναπαραγωγή. Δηλαδή καθηγητές και μαθητές, δύο διαφορετικές φυλές. Αντίπαλοι και εχθροί. Από το Σχολείο αρχίζει η ενσωμάτωση του μαθητή. Κάθε προσωπικότητα διαφορετική πρέπει να υποταχθεί. Αλλιώτικα θα αποβληθεί. Ταυτόχρονα ο Καντέ κρίνει υπόγεια και χαμηλόφωνα, κάθε «φυλή» και κάθε πολιτική τακτική. Μαθητές και καθηγητές. Και τέλος διαπιστώνει το τέλος της Σοσιαλδημοκρατίας. Ο (βασικός) καθηγητής που προσπαθεί να ακολουθήσει μια πιο ήπια τακτική απέναντι σ΄ έναν μαύρο, (από το Μάλι) απείθαρχο μαθητή, πέφτει πάνω στην ανταρσία των μαθητών και στην αγανάκτηση των καθηγητών . Αδιέξοδο σοσιαλδημοκρατικό Όσο και ν΄ ακούγεται υπερβολικό,
«Παγιδευμένοι» (Εagle eye) Θρίλερ επιστημονικής φαντασίας του Ντ. Τζ. Καρούζο με Σάια ΛαΜπεφ, Μισέλ Μόναχαν, Μπίλι Μπομπ Θόρντον. Συνωμοσία στην καρδιά του Λευκού Οίκου. Υπέρτατος ηλεκτρονικός εγκέφαλος, φτιαγμένος από μυστικό πρόγραμμα των ΗΠΑ, ξεφεύγει από τον έλεγχο και σαν αληθινός μεγάλος αδελφός ρυθμίζει το σύμπαν έτσι, ώστε δύο ανύποπτα πλάσματα να κάνουν πραξικόπημα, να δολοφονήσουν τον πλανητάρχη και να ανατρέψουν την αμερικανι- κή κυβέρνη- ση. Τρομοκρατία από την αντιτρομοκρατία! Καταιγιστική δράση με κομμένη την ανάσα αλλά επί της ουσίας αμερικανιά με ένδυμα τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Είπαμε. Γύρισε ο τέντζερης (καλλιτεχνική) και βρήκε το καπάκι (εμπορική ταινία). Και τούμπαλιν. Συμβαίνει. Διαρκώς. Όχι μόνο εις την αλλοδαπή, αλλά κυρίως εν Ελλάδι όπου «είσαι ό,τι δηλώσεις». Παράδειγμα; «Αθήνα- Κωνσταντινούπολη» και Νίκος Παναγιωτόπουλος. Να το πω πιο απλά. Πάνω στην πρώτη ώρα της προβολής κάποιος συνάδελφος αμόλησε ατάκα που τα λέει όλα: Πότε θ΄ αρχίσει η ταινία ρε παιδιά;
Ρεπεράζ ο χρυσός. Που στη γλώσσα του κινηματογράφου σημαίνει «περάσματα στις τοποθεσίες όπου θα γυρίσουμε την ταινία». Κάπως έτσι. Και ενδιαμέσως από το πρώτο λεπτό με τον Σταύρο Τσιώλη, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον Βιμ Βέντερς. Παρεξηγημένα όλα. Ο Ντέιβιντ Λοκ (Τζακ Νίκολσον) στο «Επάγγελμα ρεπόρτερ» του 1975 είναι ολοκληρωμένος χαρακτήρας με στερεωμένη, από τον σεναριογράφο Μark Ρeploe, δραματουργία. Δραπετεύει από την παλιά, δική του, χρεοκοπημένη, σάπια κοινωνία. Κλέβει την ταυτότητα ενός νεκρού. Και τα παίζει όλα υποδυόμενος τον έμπορο όπλων που βοηθάει το αντάρτικο σε μια αφρικανική χώρα. Μόνος εναντίον όλων. Καμένος από χέρι, μελλοθάνατος. Εδώ με το πριόνι όλα κατέβηκαν τόσο χαμηλά, σχεδόν αόρατα και εντελώς σχηματικά. Γιατί ο Λευτέρης Βογιατζής είναι τόσο απελπισμένος; Επειδή τον παράτησε η γυναίκα του. Τι συμβαίνει από Αθήνα μέχρι Κωνσταντινούπολη; Το απόλυτο τίποτα. Α, ξέχασα. Η Αλεξία Καλτσίκη πέφτει στο κρεβάτι του Βογιατζή. Τι λαμβάνει χώρα στην Κωνσταντινούπολη; Η Καλτσίκη παρατάει τον Βογιατζή και ο Δημήτρης Πουλικάκος τα παίρνει στο κρανίο και με τους δύο. Αν αυτό είναι σενάριο που να δικαιολογεί τέτοιες πεισιθάνατες καταστάσεις και τόση (τεχνητή) μελαγχολία, ε, τότε, εγώ είμαι ο πλανητάρχης.
Στοιχειώδες. Ο Παναγιωτόπουλος εξέλαβε τον «μινιμαλισμό»
Ίχνος εμπάθειας. Σταγόνα προκατάληψης. Δράμι μίσους. Απόδειξη; Με το «Safe sex» ήμουν από τους ελάχιστους της κριτικής που και τους υποστήριξα και νέα, κωμικά στοιχεία βρήκα στη γραφή τους. Και κάτι ακόμα. Όσο και να χαμηλώνουν το ΙQ τους, εγώ εκεί. Θα επιμένω πως ο Θανάσης Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας ανήκουν στα προικισμένα και ταλαντούχα μυαλά που διαθέτει αυτός ο τόπος. Απολογία; Ναι, γιατί σε αυτή τη χώρα που για όλα φταίει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, αλλά ουδέποτε και για τίποτα ο ελληνικός ωχαδερφισμός, πρέπει να αποδεικνύεις διαρκώς πως δεν είσαι ελέφαντας τρομερός. Και προς επίρρωσιν αρχίζω από τα καλά νέα. Μερικές από τις ατάκες μοιάζουν με ξεκαρδιστικές φάπες. Μία σκηνή- εκεί όπου το μπέρδεμα με τα ονόματα των ηρώων της «Άννας Καρένινα» από την πορνοσταρλετίτσα Τζούλη Βίκου (Δήμητρα Στογιάννη)- κάνει την ταινία να λάμπει. Ακόμα, πρώτης γραμμής μερικοί από τους δεύτερους ρόλους με καλύτερη την Πηνελόπη Πιτσούλη, ακολουθούμενη από Αλέξανδρο Αντωνόπουλο, Δημήτρη Τζουμάκη, και τέλος η ιδέα. Η αφορμή της ιδέας. Η σπίθα. Δηλαδή πορνογραφία η ελληνική κοινωνία. Τουρλουμπούκι σωστό. Όμως από εδώ αρχίζει το κακό. Πάμε στο ψητό. Το ντουβάρι τσιμεντένιο και χοντρό. Δηλαδή, αντί ν΄ ανοίξουν την πορνογραφία και να μπερδέψουνευφυώς φυσικάτο σύμπαν της κοινωνίας, κλείνουν τα πάντα στους τέσσερις τοίχους ενός στούντιο και συρρικνώνουν τον στόχο στα στενά όρια του ελληνικού θεάματος. Έξυπνο αλλά μισό. Όπου άρχων της κινηματογραφικής Ελλάδας, ακόμα και της κουλτουριάρικης, είναι πρώην πορνοπαραγωγός (Δημήτρης Τζουμάκης). Εξ αυτής της συρρίκνωσης, γυμνοί οι εγκέφαλοι οι κωμικοί. Το κεφαλαιώδες πρόβλημα της ελληνικής κινηματογραφίας δεν είναι μόνο η πλαστογραφία της καλλιτεχνικής, αλλά και της λεγόμενης «εμπορικής» ταινίας. Και θέλουμε δεν θέλουμε, μόνο ο Αγγελόπουλος- ανεξάρτητα αν οι τελευταίες του ταινίες με βρίσκουν απέναντι και κάθετα εναντίον των επιλογών του- είναι το ελληνικό όνομα που αναγνωρίζεται διεθνώς. Προφανώς για υποκειμενικούς λόγους, επειδή δηλαδή η κριτική τους αντιμετώπισε αρνητικά, η ταινία βάλλει με ριπές εναντίον του καλλιτεχνικού κινηματογράφου. Δογματισμός από την άλλη όχθη. Οι διακρίσεις εκ του πονηρού να ψαρεύουμε σε θολά νερά και στα κουτουρού. Ανεξάρτητα προδιαγραφών και ταμπελών των επιχειρηματιών, το ζήτημα απλό. Η τελευταία ταινία του Γούντι Άλεν «Vicky, Cristina Βarcelona» που πάει για 300.000 και άνω εισιτήρια, τι είναι; Καλλιτεχνική ή εμπορική; Και η «Τροπική καταιγίδα» με τον Μπεν Στίλερ, που σχεδόν βούλιαξε στα ταμεία, τι είναι; Αrt Cinema; Και το «Dogville» του Λαρς φον Τρίερ, με κιμωλίες σε μαύρο φόντο, τι είναι; Παραγωγή Χόλιγουντ; Αστειότητες. Με απλά λόγια: Όσο λαθρεπιβάτης της καλλιτεχνικής ταινίας είναι το πιο άσχετο μει ράκιον κινηματογραφικής σχολής που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες τόσο και η δυάδα των ΠαπαθανασίουΡέππα. Με άλλα λόγια γύρισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!
Και το εξηγώ. Ανεξάρτητα προθέσεων και υποκειμενικών, προσωπικών τους επιλογών. Ακόμα και εμπαθειών. Μέσα στο παιχνίδι και αυτό. Στην Τέχνη, όπως και στον ελληνικό στρατό. Όλα επιτρέπονται, όλα απαγορεύονται. Εξαρτάται από τη διαχείριση, τη γραφή, τους χαρακτήρες, τη δραματουργία, δηλαδή την Αισθητική. Εδώ ακριβώς είναι που ανοίγει καταπακτή και η ταινία σε ελεύθερη πτώση από την πρώτη σκηνή. Με γαμωσταυρίδια οι διάλογοι. Με φωνές οι ηθοποιοί. Με ανέκδοτα οι κωμικές στιγμές. Στο πόδι το ντεκόρ, η φωτογραφία, το κάθε τι που στεγάζεται κάτω από την ίδια μαρκίζα. Που πάει να πει, σαν να τινάζεις από το ρετιρέ μια κουρελού της χειρότερης τηλεοπτικής παραγωγής και της πιο πρόχειρης βιντεοταινίας του ογδόντα και η σκόνη να πέφτει και να επικάθεται παντού. Αυτό ακριβώς που κριτικάρουν, που ξεσκίζουν και που κουρελιάζουν από την πρώτη στιγμή, αυτό ακριβώς αναπαράγουν χωρίς φρένο, χωρίς δισταγμό. Και
«Αυστηρώς κατάλληλο»
Ανέκδοτα; Ναι!
Καφενείο; Οπωσδήποτε Ταινία; Όχι
ΒΑΘΜΟΙ=0
(αυστηρώς για τηλεοπτική χρήση)κάτι ακόμα, εντελώς αναχρονιστικό. Λεπτομέρεια, αλλά είναι χαρακτηριστική. Ουδέποτε στις Κάννες των τελευταίων δεκαπέντε ετών που παρακολουθώ, βραβεύτηκε έστω με μισό βραβείο κάτι το ακατανόητο ή το πορνογραφικό. Αντιθέτως, μόνο ταινίες που δυνητικά μπορούν να έχουν απήχηση σε ένα ευρύτερο κοινό και μόνο ταινίες χωρίς μισή βωμολοχία παρακαλώ. Θα συνιστούσα και στους δύο να σπεύσουν και να δουν το «Ανάμεσα στους τοίχους»- ο τελευταίος Χρυσός Φοίνικας των Καννών- όπου ένας Γάλλος σκηνοθέτης με το όνομα Λοράν Καντέ διπλώνει σε μια κόλλα χαρτί τα 9/10 της σημερινής παγκόσμιας παραγωγής και τα εκσφενδονίζει σαν σαΐτα στη χωματερή. Για να τελειώνω λοιπόν. Όταν με τόση απερίγραπτη προχειρότητα διαχειρίζεσαι και εμπορεύεσαι την ευφυΐα σου, κουρελού στο τέλος θα κάνεις. Πατσαβούρα έδωκες, πατσαβούρα θα λάβεις! Με δυο λόγια: Δύο νέοι σκηνοθέτες (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης και Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) πείθονται να αναθέσουν τα γυρίσματα της φιλόδοξης καλλιτεχνικής τους ταινίας με προορισμό τις Κάννες σε θρυλικό πορνοπαραγωγό (Δημήτρης Τζουμάκης). Εκείνος βρίσκει την ευκαιρία για το δέκα το καλό. Το πρωί θα είναι παραγωγός μιας απαιτητικής ταινίας με θέμα το τέλος του πάθους και το βράδυ θα γυρίζει πορνό. Μ΄ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Το πρωί η πορνοστάρ (Τζούλη Βίκου) θα παριστάνει τη Φαίδρα και την Άννα Καρένινα και το βράδυ θα επιδίδεται στο σπορ της πεολειχίας. Αποτέλεσμα; Όλοι και όλα μπερδεύονται. Ένας από τους δύο διανοούμενους σκηνοθέτες ερωτεύεται την πορνοστάρ, ο δεύτερος πέφτει στο κρεβάτι με τη γυναίκα του πρώτου και στο τέλος οι μπομπίνες που αποστέλλονται στις Κάννες μπερδεύονται και αυτές!
Να σπεύσουν να το δουν όλοι
Απερίφραστα και χωρίς κανένα δισταγμό. Όλοι- γονείς, μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, κινηματογραφιστές, βουλευτές και κάθε πολίτης που στοιχειωδώς σέβεται τον εαυτό του- πρέπει να σπεύσουν να δουν μία και δύο φορές το «Ανάμεσα στους τοίχους» (Εntre les Μurs) του Γάλλου Λοράν Καντέ. Είναι ζήτημα ζωής και ύπαρξης αληθινής!
Αρχίζω από τα κάτω προς τα πάνω. Στη θέση του χθεσινού αλλά και του σημερινού υπουργού Παιδείας θα αυτοκτονούσα. Προσέξτε. Τεντώστε τ΄ αυτιά σας και βγάλτε τα μυωπικά γυαλιά σας. Μπροστά σ΄ αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα ενός σχολείου του 20ύ cartie του Παρισιού, δηλαδή του Περάματος της Αττικής, το οποίο κρίνει αυστηρά ο σκηνοθέτης, όλα τα πρωτοκλασάτα ιδιωτικά της χώρας, τα καλύτερα της Αθήνας, φαντάζουν σαν σχολεία της Μοζαμβίκης. Όχι πανικός, αλλά να «πεθάνεις» σαν Έλληνας και σαν χώρα εντελώς. Προσέξτε τώρα το επίτευγμα το καλλιτεχνικό. Μια απίστευτη συνεύρεση μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ μέσα στο ίδιο πλάνο, στην ίδια σκηνή. Η Αναπαράσταση με κάθε ακρίβεια και σε όλο το μεγαλείο της. Ερασιτέχνες στην πλειονότητά τους οι ηθοποιοί- κυρίως μαθητές της τελευταίας τάξης του γυμνασίουυποδύονται αυθεντικά και βιωματικά τους αληθινούς ρόλους από το ίδιο τους το σχολείο. Από κοντά και η ψιλοβελονιά της σκηνοθεσίας. Χωρίς ίχνος εντυπωσιασμού, χωρίς το παραμικρό εφέ, ο Καντέ, μπαινοβγαίνει στο «πρόβλημα». Από τη μια σαν αντικειμενικός, επιστημονικός παρατηρητής, και την άλλη σαν η ίδια, η πάσχουσα κοινωνία μαζί. Δηλαδή- επί κινηματογραφικού εδάφους- μεταμορφώνει το Σινεμά σε γνωστικό, κριτικό, καλλιτεχνικό εργαλείο την ίδια στιγμή. Απανωτές οι πληροφορίες για το «σύστημα». Απανωτές οι πληροφορίες για κάθε μαθητή χωριστά. Απανωτές- μέσα από τους χαρακτήρες- οι πληροφορίες για τους καθηγητές. Και ταυτόχρονα το ασανσέρ. Δηλαδή το Σχολείο σαν το σύστημα της εξουσίας. Οι μαθητές είναι οι πολίτες. Οι καθηγητές, οι εντεταλμένοι ενδιάμεσοι κρίκοι και λειτουργοί. Έτσι μέσα στην ίδια σκηνή, στο ίδιο πλάνο, συνυπάρχει το Σύμπαν. Το Σχολείο, η κοινωνία, η Δημοκρατία, οι θεσμοί, οι πολίτες, τα πάντα. Πραγματικά με ξεπερνάει. Για να καταλάβετε. Η γνώση μέσα στους τοίχους. Η τιμωρία μέσα στους τοίχους. Η επιβράβευση μέσα στους τοίχους. Τι είναι οι τοίχοι; Μα φυσικά τα όρια του συστήματος. Δηλαδή ομοιομορφία. Δηλαδή υπακοή και αναπαραγωγή. Δηλαδή καθηγητές και μαθητές, δύο διαφορετικές φυλές. Αντίπαλοι και εχθροί. Από το Σχολείο αρχίζει η ενσωμάτωση του μαθητή. Κάθε προσωπικότητα διαφορετική πρέπει να υποταχθεί. Αλλιώτικα θα αποβληθεί. Ταυτόχρονα ο Καντέ κρίνει υπόγεια και χαμηλόφωνα, κάθε «φυλή» και κάθε πολιτική τακτική. Μαθητές και καθηγητές. Και τέλος διαπιστώνει το τέλος της Σοσιαλδημοκρατίας. Ο (βασικός) καθηγητής που προσπαθεί να ακολουθήσει μια πιο ήπια τακτική απέναντι σ΄ έναν μαύρο, (από το Μάλι) απείθαρχο μαθητή, πέφτει πάνω στην ανταρσία των μαθητών και στην αγανάκτηση των καθηγητών . Αδιέξοδο σοσιαλδημοκρατικό Όσο και ν΄ ακούγεται υπερβολικό,
«Ανάμεσα στους τοίχους»
Ο Χρυσός Φοίνικας των Καννών Σύγκρουση σε μια τάξη γυμνασίου Από το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι την κοινωνία
ΒΑΘΜΟΙ=9
(τομή)η ύπαρξη αυτής της ταινίας αλλάζει όλα τα κινηματογραφικά δεδομένα. Ο Καντέ επαναφέρει το Σινεμά στην ουσία. Ένας εξαιρετικός δάσκαλος πρέπει πρώτα να υπάρξει ως εξαιρετικός μαθητής. Πρώτα έμαθε και αφομοίωσε κάθε πλευρά του προβλήματος και ύστερα σκηνοθέτησε. Ο φακός κατ΄ ευθείαν στο ουσιώδες και στο ανθρωποκεντρικό. Γιατί, αγαπητοί μου, η αλήθεια είναι γύρω μας. Αν θέλεις να την αποκαλύψεις και να τη μεταδώσεις, πρέπει πρώτα να τη μάθεις και να την αφομοιώσεις. Φανταστείτε την πρώτη ώρα μπορεί να μην εντυπωσιαστείτε. Απλό. Μα αυτό που βλέπω είναι τόσο μα τόσο αληθινό. Ακριβώς αυτό. Είναι τόσο αληθινό, που η σκηνοθεσία του δεν φαίνεται στιγμή. Υποκλίνομαι σε έναν μεγάλο άνθρωπο και μέγιστο δημιουργό! Με δυο λόγια: Σε μια τάξη γυμνασίου εργατικής συνοικίας του Παρισιού που κατοικείται από μαύρους των πρώην αφρικανικών αποικιών της Γαλλίας, ο νεαρός καθηγητής της Φιλολογίας προσπαθεί να μεταδώσει γνώση και ταυτόχρονα να συνετίσει τα απείθαρχα στοιχεία. Όλοι στριμωγμένοι μέσα στους τοίχους του συστήματος. Η ενσωμάτωση αρχίζει με αντιπαλότητα, εχθρότητα και τιμωρία. Δεν υπάρχουν καλοί, άσχημοι και κακοί. Άνθρωποι υποδύο- νται ρόλους. Όμως οι ρόλοι δεν υπηρετούν την Αλλαγή!
Τρομοκρατία από την αντιτρομοκρατία
«Παγιδευμένοι» (Εagle eye) Θρίλερ επιστημονικής φαντασίας του Ντ. Τζ. Καρούζο με Σάια ΛαΜπεφ, Μισέλ Μόναχαν, Μπίλι Μπομπ Θόρντον. Συνωμοσία στην καρδιά του Λευκού Οίκου. Υπέρτατος ηλεκτρονικός εγκέφαλος, φτιαγμένος από μυστικό πρόγραμμα των ΗΠΑ, ξεφεύγει από τον έλεγχο και σαν αληθινός μεγάλος αδελφός ρυθμίζει το σύμπαν έτσι, ώστε δύο ανύποπτα πλάσματα να κάνουν πραξικόπημα, να δολοφονήσουν τον πλανητάρχη και να ανατρέψουν την αμερικανι- κή κυβέρνη- ση. Τρομοκρατία από την αντιτρομοκρατία! Καταιγιστική δράση με κομμένη την ανάσα αλλά επί της ουσίας αμερικανιά με ένδυμα τη ριζοσπαστική Αριστερά.
ΒΑΘΜΟΙ=5
(περνάει η ώρα)«Genova» Δράμα και θρίλερ από τον Μάικλ Γουιντερμπότομ. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του σε αυτοκινητικό δυστύχη- μα, ένας πατέρας (Κόλιν Φερθ) με τις δύο κόρες του και προκειμένου να επουλώσει διά της λήθης τις οικογενειακές πληγές εγκαθίσταται
ΒΑΘΜΟΙ=4
(φορμαλισμός)στη Γένοβα. Κάθε πλάνο θρίλερ αρχίζει και τελειώνει με σκηνές σε στοές, σοκάκια και με πάσης φύσεως οχήματα που περνάνε ξυστά από τους πρωταγωνιστές. Τεχνητό το σασπένς, τεχνητή η συγκίνηση, συνηθισμένο οικογενειακό δράμα. «Ιγκόρ» (Ιgor) Κινούμενα, σκοτεινά, σχέδια από τον 36χρονο της ελληνικής ομογένειας Άντονι Λεοντίς με συμπαραγωγό τον Τζον Ηρακλής. Δύσμορφο πλασματάκι, σαν λιλιπούτειος Κουασιμόδος, βοηθός ενός σατανικού επιστήμονα, ονειρεύεται να γίνει κι αυτός σαν το αφεντικό. Εξαιρετικά σκίτσα επηρεασμένα από Τιμ Μπάρτον. Μπουκωμένη και χαοτική ιστορία.
ΒΑΘΜΟΙ=5
(μισό μισό)
Ακούνητη, ανθρώπινη φύση
Είπαμε. Γύρισε ο τέντζερης (καλλιτεχνική) και βρήκε το καπάκι (εμπορική ταινία). Και τούμπαλιν. Συμβαίνει. Διαρκώς. Όχι μόνο εις την αλλοδαπή, αλλά κυρίως εν Ελλάδι όπου «είσαι ό,τι δηλώσεις». Παράδειγμα; «Αθήνα- Κωνσταντινούπολη» και Νίκος Παναγιωτόπουλος. Να το πω πιο απλά. Πάνω στην πρώτη ώρα της προβολής κάποιος συνάδελφος αμόλησε ατάκα που τα λέει όλα: Πότε θ΄ αρχίσει η ταινία ρε παιδιά;
Ρεπεράζ ο χρυσός. Που στη γλώσσα του κινηματογράφου σημαίνει «περάσματα στις τοποθεσίες όπου θα γυρίσουμε την ταινία». Κάπως έτσι. Και ενδιαμέσως από το πρώτο λεπτό με τον Σταύρο Τσιώλη, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον Βιμ Βέντερς. Παρεξηγημένα όλα. Ο Ντέιβιντ Λοκ (Τζακ Νίκολσον) στο «Επάγγελμα ρεπόρτερ» του 1975 είναι ολοκληρωμένος χαρακτήρας με στερεωμένη, από τον σεναριογράφο Μark Ρeploe, δραματουργία. Δραπετεύει από την παλιά, δική του, χρεοκοπημένη, σάπια κοινωνία. Κλέβει την ταυτότητα ενός νεκρού. Και τα παίζει όλα υποδυόμενος τον έμπορο όπλων που βοηθάει το αντάρτικο σε μια αφρικανική χώρα. Μόνος εναντίον όλων. Καμένος από χέρι, μελλοθάνατος. Εδώ με το πριόνι όλα κατέβηκαν τόσο χαμηλά, σχεδόν αόρατα και εντελώς σχηματικά. Γιατί ο Λευτέρης Βογιατζής είναι τόσο απελπισμένος; Επειδή τον παράτησε η γυναίκα του. Τι συμβαίνει από Αθήνα μέχρι Κωνσταντινούπολη; Το απόλυτο τίποτα. Α, ξέχασα. Η Αλεξία Καλτσίκη πέφτει στο κρεβάτι του Βογιατζή. Τι λαμβάνει χώρα στην Κωνσταντινούπολη; Η Καλτσίκη παρατάει τον Βογιατζή και ο Δημήτρης Πουλικάκος τα παίρνει στο κρανίο και με τους δύο. Αν αυτό είναι σενάριο που να δικαιολογεί τέτοιες πεισιθάνατες καταστάσεις και τόση (τεχνητή) μελαγχολία, ε, τότε, εγώ είμαι ο πλανητάρχης.
Στοιχειώδες. Ο Παναγιωτόπουλος εξέλαβε τον «μινιμαλισμό»
«Αθήνα - Κωνσταντινούπολη»
Χωρίς ιστορία Χωρίς σενάριο Χωρίς χαρακτήρες Χωρίς τοποθεσίες
ΒΑΘΜΟΙ=0
(χωρίς ταινία)ως το απόλυτο κενό. Προτάσσει τη διάθεση αντί της «ιστορίας». Προτάσσει το σχήμα αντί των χαρακτήρων. Και έτσι υποκαθιστά την ουσία με μια επίσης σχηματική σημειολογία. Μα τα πάντα προκύπτουν από αυτό που θέλεις να πεις και όχι από τον τρόπο που θα τα πεις. Αλλά και ο «τρόπος», σχήμα και αυτός. Απόδειξη; Η νεκροφάνεια. Απόδειξη; Το ακατοίκητο βλέμμα του Βογιατζή. Απόδειξη; Αμηχανία από την πρώτη σκηνή. Απόδειξη; Εξαφανισμένοι οι χώροι, ισοπεδωμένη η Πόλη. Ουδεμία αλληλουχία. Ανύπαρκτη η πλοκή. Αόρατη η ιστορία. Εντελώς «νεκρή» η ερωτική σκηνή. Και το χειρότερο; Ποζάρει. Ο σκηνοθέτης (διά μέσου του φακού). Οι ηθοποιοί (διά μέσου του σκηνοθέτη). Ποζάρει και το κλαρίνο του Πουλικάκου. Στο κεφάλι του σκηνοθέτη η μουσική μυσταγωγία. Τίποτα δεν λειτουργεί, τίποτα δεν είναι αυτό που δηλώνει πως είναι. Με έναν λόγο: ο πλήρης ορισμός της πλήξης. Αδικεί τον εαυτό του ο Παναγιωτόπουλος. Αφόρητα, απροσμέτρητα, ακατάπαυστα. Και ακόμα αδυνατώ να πιστέψω πως ο άνθρωπος που έχει υπογράψει το «Delivery» είναι ο ίδιος που αποφασίζει σήμερα να καταστρέφει το αριστούργημά του! Με δυο λόγια: Μεσήλικος Αθηναίος δικηγόρος φεύγει από την Αθήνα απελπισμένος από τον χωρισμό του. Στον δρόμο θα πέσει σ΄ έναν κλαρινετζή (Δημήτρης Πουλικάκος) και στη νεαρή και ζουμερή συνοδό του (Αλεξία Καλτσίκη). Εκείνη τον φλερτάρει, ο δικηγόρος ενδίδει και στη συνέχεια οι δυο τους καταλήγουν στην Πόλη.
No comments:
Post a Comment