Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η νέα κινηματογραφική βδομάδα, προσφέρει έναν ανανεωμένο και απολαυστικό Γούντι Αλεν, με την ταινία «Vicky Cristina Barcelona», ένα Νορβηγό σκηνοθέτη που θυμίζει τον Ζακ Τατί, με την ταινία του «Η καινούργια ζωή του κ. Χόρτεν» και τον Ρώσο Μιχαήλ Καλατόζοφ που με την επανέκδοση της ταινίας του «Είμαι η Κούβα» μάς θυμίζει πως ο κινηματογράφος είναι πάνω απ' όλα ποίηση και ομορφιά. Το πρόγραμμα συμπληρώνεται με την περιπέτεια «Μούμια: ο τάφος του αυτοκράτορα Δράκου» και την ταινία κινουμένων σχεδίων «Ο πόλεμος των άστρων: Οι πόλεμοι των κλώνων».
Vicky Cristina Barcelona
Χαβιέ Μπαρντέμ και Σκάρλετ Γιόχανσον στην ταινία του Γούντι Αλεν «Vicky Cristina Barcelona» |
Σκηνοθεσία-σενάριο: Γούντι Αλεν. Ηθοποιοί: Χαβιέ Μπαρντέμ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Πενέλοπε Κρουζ, Ρεμπέκα Χολ, Πατρίσια Κλάρκσον. 96 λεπτά.
**** 1/2
Θαυμάσια, με απολαυστικούς διαλόγους, ρομαντική, με μια δόση πίκρας, κωμωδία γύρω από το ειδύλλιο δύο νεαρών Αμερικανίδων που περνούν τις διακοπές τους στη Βαρκελώνη. Από τις καλύτερες κωμωδίες που μας έδωσε τα τελευταία χρόνια ο Γούντι Αλεν.
Μετά το Παρίσι, τη Βενετία και το Λονδίνο ήρθε η σειρά της Βαρκελώνης να προσφέρει την έμπνευση για τη νέα ταινία, και μία από τις πιο απολαυστικές, του Γούντι Αλεν. Πρωταγωνίστριες δύο νεαρές Αμερικανίδες, η Βίκι (Ρεμπέκα Χολ), μονογαμική, πιστή, όπως τουλάχιστον πιστεύει, στον αρραβωνιαστικό της, και η Κριστίνα (Σκάρλετ Γιόχανσον), απελευθερωμένη σεξουαλικά, αν και αναποφάσιστη για τη μελλοντική πορεία της, οι οποίες φτάνουν στη Βαρκελώνη για καλοκαιρινές διακοπές. Εκεί συναντιούνται με τον χαρισματικό Ισπανό ζωγράφο Χουάν Αντόνιο (ο Χαβιέ Μπαρντέμ σ' έναν από τους πιο απολαυστικούς του ρόλους), που, ενώ εξακολουθεί να σκέφτεται την πρώην γυναίκα του, Μαρία-Ελένα (έξοχη η Πενέλοπε Κρουζ σ' έναν από τους καλύτερους ρόλους της ταινίας), καταφέρνει ν' αναστατώνει τη ζωή των δύο γυναικών που γεύονται μαζί του, αλλά και με την πρώην γυναίκα του, διάφορες σεξουαλικές εμπειρίες.
Υστερα από ένα πρώτο μέρος που κινείται στον χώρο της καθαρής κωμωδίας (εμποτισμένης με έξυπνα φαρσικά στοιχεία), ο Γούντι δίνει μια άλλη, πιο πολύπλοκη και σημαντική, στροφή στην ιστορία, εστιάζοντας στον έρωτα στις διάφορες μορφές του - αμοραλιστικός από την πλευρά του Χουάν, καθαρά σωματικός από την πλευρά της Κριστίνα, παθιασμένος (αν και κρυφός μέχρι σχεδόν στο φινάλε) από την πλευρά της Βίκι, έρωτα που χρησιμοποιεί για να κάνει μια σε βάθος τομή στους διάφορους χαρακτήρες και τη συμπεριφορά τους. Κι αν η πορεία, παρά τις ανατροπές και τις εκπλήξεις της, δείχνει, μέχρι σ' ένα βαθμό, να παραμένει ρόδινη, κάποια στιγμή, πίσω από τη χαρά και την απόλαυση του έρωτα που προσφέρει στις Αμερικανίδες η Γηραιά Ευρώπη στο πρόσωπο της Βαρκελώνης (παλιότερα ήταν το Παρίσι), η μοναξιά τις περιμένει στη γωνία και ο αντίκτυπος του ρομαντικού, όπως περίμεναν, έρωτα δεν αφήνει παρά μια πικρή γεύση, που κάποτε στο μέλλον ίσως μετατραπεί σε νοσταλγία. Με τη γνωστή μεθοδικότητά του, με έξυπνους διαλόγους και μερικές, όπως πάντα, απλαυστικές ατάκες, με μια αέρινη, θα έλεγα, άνεση στην αφήγηση και εκμεταλλευόμενος με τον καλύτερο τρόπο τις ομορφιές και τους χώρους της Βαρκελώνης (μαζί και την περίφημη La Pedrera του Γκαουντί), ένας ανανεωμένος Γούντι έφτιαξε μια κωμωδία-ψυχογράφημα πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, ταυτόχρονα από τις πιο απολαυστικές, φρέσκες, μαζί και αισθησιακές κωμωδίες του, εμποτισμένες με μια δόση πίκρας και λεπτής ειρωνείας, φέρνοντας στον νου τις κλασικές κωμωδίες των Ερνστ Λούμπιτς και Γκρέγκορι Λα Κάβα.
Μετά το Παρίσι, τη Βενετία και το Λονδίνο ήρθε η σειρά της Βαρκελώνης να προσφέρει την έμπνευση για τη νέα ταινία, και μία από τις πιο απολαυστικές, του Γούντι Αλεν. Πρωταγωνίστριες δύο νεαρές Αμερικανίδες, η Βίκι (Ρεμπέκα Χολ), μονογαμική, πιστή, όπως τουλάχιστον πιστεύει, στον αρραβωνιαστικό της, και η Κριστίνα (Σκάρλετ Γιόχανσον), απελευθερωμένη σεξουαλικά, αν και αναποφάσιστη για τη μελλοντική πορεία της, οι οποίες φτάνουν στη Βαρκελώνη για καλοκαιρινές διακοπές. Εκεί συναντιούνται με τον χαρισματικό Ισπανό ζωγράφο Χουάν Αντόνιο (ο Χαβιέ Μπαρντέμ σ' έναν από τους πιο απολαυστικούς του ρόλους), που, ενώ εξακολουθεί να σκέφτεται την πρώην γυναίκα του, Μαρία-Ελένα (έξοχη η Πενέλοπε Κρουζ σ' έναν από τους καλύτερους ρόλους της ταινίας), καταφέρνει ν' αναστατώνει τη ζωή των δύο γυναικών που γεύονται μαζί του, αλλά και με την πρώην γυναίκα του, διάφορες σεξουαλικές εμπειρίες.
Υστερα από ένα πρώτο μέρος που κινείται στον χώρο της καθαρής κωμωδίας (εμποτισμένης με έξυπνα φαρσικά στοιχεία), ο Γούντι δίνει μια άλλη, πιο πολύπλοκη και σημαντική, στροφή στην ιστορία, εστιάζοντας στον έρωτα στις διάφορες μορφές του - αμοραλιστικός από την πλευρά του Χουάν, καθαρά σωματικός από την πλευρά της Κριστίνα, παθιασμένος (αν και κρυφός μέχρι σχεδόν στο φινάλε) από την πλευρά της Βίκι, έρωτα που χρησιμοποιεί για να κάνει μια σε βάθος τομή στους διάφορους χαρακτήρες και τη συμπεριφορά τους. Κι αν η πορεία, παρά τις ανατροπές και τις εκπλήξεις της, δείχνει, μέχρι σ' ένα βαθμό, να παραμένει ρόδινη, κάποια στιγμή, πίσω από τη χαρά και την απόλαυση του έρωτα που προσφέρει στις Αμερικανίδες η Γηραιά Ευρώπη στο πρόσωπο της Βαρκελώνης (παλιότερα ήταν το Παρίσι), η μοναξιά τις περιμένει στη γωνία και ο αντίκτυπος του ρομαντικού, όπως περίμεναν, έρωτα δεν αφήνει παρά μια πικρή γεύση, που κάποτε στο μέλλον ίσως μετατραπεί σε νοσταλγία. Με τη γνωστή μεθοδικότητά του, με έξυπνους διαλόγους και μερικές, όπως πάντα, απλαυστικές ατάκες, με μια αέρινη, θα έλεγα, άνεση στην αφήγηση και εκμεταλλευόμενος με τον καλύτερο τρόπο τις ομορφιές και τους χώρους της Βαρκελώνης (μαζί και την περίφημη La Pedrera του Γκαουντί), ένας ανανεωμένος Γούντι έφτιαξε μια κωμωδία-ψυχογράφημα πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, ταυτόχρονα από τις πιο απολαυστικές, φρέσκες, μαζί και αισθησιακές κωμωδίες του, εμποτισμένες με μια δόση πίκρας και λεπτής ειρωνείας, φέρνοντας στον νου τις κλασικές κωμωδίες των Ερνστ Λούμπιτς και Γκρέγκορι Λα Κάβα.
Είμαι η Κούβα
Η προεπαναστατική Κούβα στην ταινία των Μιχαήλ Καλατόζοφ, Ενρίκε Πινέδα Μπάρνετ και Γιεφγκένι Γεφτουσένκο «Είμαι η Κούβα» |
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Καλατόζοφ. Ενρίκε Πινέδα Μπάρνετ, Γεφγκένι Γεφτουσένκο. Ηθοποιοί: Σέρτζιο Κοριέρι, Σαλβαδόρ Γουντ, Χοσέ Γκαλάρντο, Ραούλ Γκαρσία. 141 λεπτά.
*** 1/2
Η Κούβα πριν από την επανάσταση του Κάστρο μέσα από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες, σε μια εκπληκτικής τεχνικής και ομορφιάς ταινία, σε επανέκδοση, που δεν έχασε τίποτα από τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία της.
Η ανάγκη της επανάστασης στο υπό αμερικανικές ευλογίες (και βοήθεια) δικτατορικό καθεστώς του Μπατίστα είναι στο επίκεντρο της θαυμάσιας αυτής, μοντέρνας στη γραφή της, ταινίας που ο Ρώσος Μιχαήλ Καλατόζοφ («Οταν περνούν οι γερανοί»), με βάση ένα ποιητικό κείμενο του Γεφγκένι Γεφτουσένκο, γύρισε το 1964 στην Κούβα. Από την πρώτη κιόλας από αέρος λήψη με τα δάση του νησιού να εμφανίζονται, ο θεατής έχει την αίσθηση πως έχει να κάνει μ' ένα δημιουργό που όχι μόνο ξέρει να κινηματογραφεί με έμπνευση τις σκηνές του αλλά και να φτιάχνει εικαστικά έξοχες, πρωτότυπες εικόνες. Δεν είναι τυχαίο το ότι η ταινία αναπαλαιώθηκε και παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Αμερική από τους Μάρτιν Σκορσέζε και Φράνσις Φορντ Κόπολα, στη μορφή που σήμερα φτάνει και σε μας.
Μέσα από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες, ο Καλατόζοφ παρουσιάζει την κατάσταση στην προεπαναστατική Κούβα, δείχνοντας μέσα από τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα (η εξευτελιστική κατάσταση της γυναίκας, η αρπαγή της γης για λογαριασμό της αμερικανικής Γιουνάιτεντ Φρουτ, τα απάνθρωπα, κατασταλτικά αστυνομικά μέτρα ενάντια στους διαμαρτυρόμενους φοιτητές, η αμερικανική παρουσία στο νησί με ό,τι χειρότερο είχε να παρουσιάσει) την ανάγκη μιας αλλαγής που μόνο μια επανάσταση (που παρουσιάζεται στο τέταρτο επεισόδιο) μπορούσε να επιφέρει.
Ο Καλατόζοφ χρησιμοποιεί μια εκπληκτική τεχνική για να αφηγηθεί τις ιστορίες του. Εκτός από το πλάνο της εισαγωγής που ανέφερα, η ταινία περιέχει και άλλα εκπληκτικά, μονοχρωματικά πλάνα: όπως το μεγάλης διάρκειας και με πολύπλοκο τράβελινγκ μονοπλάνο που ξεκινά από την κορυφή ενός ξενοδοχείου για να καταλήξει στην πισίνα κάτω από το νερό ή εκείνο που ξεκινάει στους δρόμους με τους διαδηλωτές για να καταλήξει σ' ένα εργοστάσιο κατασκευής πούρων. Σκηνές διαποτισμένες με ποίηση, που τονίζεται τόσο από το ωραίο κείμενο του Γεφτουσένκο όσο και από την κουβανέζικη μουσική. Ενας ύμνος αγάπης και θαυμασμού στην Κούβα του Κάστρο, που δεν έχασε τίποτα -μα τίποτα- από την ομορφιά και τη συγκίνησή της. Μην τη χάσετε!
Η ανάγκη της επανάστασης στο υπό αμερικανικές ευλογίες (και βοήθεια) δικτατορικό καθεστώς του Μπατίστα είναι στο επίκεντρο της θαυμάσιας αυτής, μοντέρνας στη γραφή της, ταινίας που ο Ρώσος Μιχαήλ Καλατόζοφ («Οταν περνούν οι γερανοί»), με βάση ένα ποιητικό κείμενο του Γεφγκένι Γεφτουσένκο, γύρισε το 1964 στην Κούβα. Από την πρώτη κιόλας από αέρος λήψη με τα δάση του νησιού να εμφανίζονται, ο θεατής έχει την αίσθηση πως έχει να κάνει μ' ένα δημιουργό που όχι μόνο ξέρει να κινηματογραφεί με έμπνευση τις σκηνές του αλλά και να φτιάχνει εικαστικά έξοχες, πρωτότυπες εικόνες. Δεν είναι τυχαίο το ότι η ταινία αναπαλαιώθηκε και παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Αμερική από τους Μάρτιν Σκορσέζε και Φράνσις Φορντ Κόπολα, στη μορφή που σήμερα φτάνει και σε μας.
Μέσα από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες, ο Καλατόζοφ παρουσιάζει την κατάσταση στην προεπαναστατική Κούβα, δείχνοντας μέσα από τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα (η εξευτελιστική κατάσταση της γυναίκας, η αρπαγή της γης για λογαριασμό της αμερικανικής Γιουνάιτεντ Φρουτ, τα απάνθρωπα, κατασταλτικά αστυνομικά μέτρα ενάντια στους διαμαρτυρόμενους φοιτητές, η αμερικανική παρουσία στο νησί με ό,τι χειρότερο είχε να παρουσιάσει) την ανάγκη μιας αλλαγής που μόνο μια επανάσταση (που παρουσιάζεται στο τέταρτο επεισόδιο) μπορούσε να επιφέρει.
Ο Καλατόζοφ χρησιμοποιεί μια εκπληκτική τεχνική για να αφηγηθεί τις ιστορίες του. Εκτός από το πλάνο της εισαγωγής που ανέφερα, η ταινία περιέχει και άλλα εκπληκτικά, μονοχρωματικά πλάνα: όπως το μεγάλης διάρκειας και με πολύπλοκο τράβελινγκ μονοπλάνο που ξεκινά από την κορυφή ενός ξενοδοχείου για να καταλήξει στην πισίνα κάτω από το νερό ή εκείνο που ξεκινάει στους δρόμους με τους διαδηλωτές για να καταλήξει σ' ένα εργοστάσιο κατασκευής πούρων. Σκηνές διαποτισμένες με ποίηση, που τονίζεται τόσο από το ωραίο κείμενο του Γεφτουσένκο όσο και από την κουβανέζικη μουσική. Ενας ύμνος αγάπης και θαυμασμού στην Κούβα του Κάστρο, που δεν έχασε τίποτα -μα τίποτα- από την ομορφιά και τη συγκίνησή της. Μην τη χάσετε!
Η καινούργια ζωή του κ. Χόρτεν
Ο Μπαρτ Οβε στην ταινία «Η καινούργια ζωή του κ. Χόρτεν» του Μπεντ Χάμερ |
Σκηνοθεσία-σενάριο: Μπεντ Χάμερ. Ηθοποιοί: Μπαρτ Οβε, Εσπεν Σκιένμπεργκ, Χένι Μόαν. 89 λεπτά.
***
Η μοναξιά ενός συνταξιούχου οδηγού τρένου αλλά και η δίψα του για ανανέωση της ζωής του, σε μια τρυφερή, διανθισμένη με άφθονο χιούμορ, δραματική ταινία.
Το χιούμορ και η ζεστασιά είναι τα βασικά στοιχεία με τα οποία αντιμετωπίζει την ιστορία του συνταξιούχου οδηγού τρένου στην ταινία του «Η καινούργια ζωή του κ. Χόρτεν» ο Νορβηγός σκηνοθέτης Μπεντ Χάμερ. Στο επίκεντρο, όπως και στην προηγούμενη ταινία του, «Factotum», το θέμα της μοναξιάς, εδώ του συνταξιούχου που ξαφνικά βρίσκεται μόνος, μακριά από ό,τι γνώριζε εδώ και 40 χρόνια, κι ενώ συγγενείς και γνωστοί του είτε έχουν χάσει κάθε επαφή με τους γύρω τους (όπως η μητέρα του) είτε πεθαίνουν (όπως ο καπνοπώλης φίλος του ή ο άγνωστος άντρας που πεθαίνει λίγο μετά που γνωρίζονται).
Παρ' όλο που ο κ. Χόρτεν κινείται σε μια πόλη άλλοτε χιονισμένη κι άλλοτε βροχερή, που μοιάζει πολύ με τη δική του ψυχολογία, ο σκηνοθέτης δεν αποφεύγει να καταγράψει τις διάφορες συναντήσεις του συμπαθητικού ήρωά του (με τον Μπαρτ Οβε να φτιάχνει ένα είδος ηλικωμένου κ. Ιλό), με χιούμορ και φρεσκάδα, μ' ένα στιλ που θυμίζει εκείνο του Φινλανδού Ακι Καουρισμάκι: όπως εκείνες στο απομονωμένο καφέ με τα απρόοπτα συμβάντα (όπως όταν, κάποια στιγμή, η αστυνομία εισβάλλει και συλλαμβάνει τον μάγειρα, χωρίς ποτέ να μάθουμε τι έγινε) ή εκείνη με τους περαστικούς να γλιστράνε καθιστοί, περνώντας πλάι από τον Χόρτεν, στους καλυμμένους με χιόνι δρόμους. Παρά την παγερή εξωτερικά ατμόσφαιρα, ο Χάμερ αντιμετωπίζει την κάθε σκηνή της ταινίας με ξεχωριστή αγάπη, δίνοντας στον κ. Χόρτεν την ευκαιρία να κάνει το ανέλπιστο πήδημα αναγκαίο για ν' αλλάξει τη ζωή του, σε μία από τις πιο ποιητικές σκηνές της ταινίας. Είναι με τέτοιες ταινίες που αισθάνεσαι πως, πέρα από την οικονομικο-εμπορική πλευρά, ο κινηματογράφος είναι πάνω απ' όλα τέχνη, μια τέχνη για τον άνθρωπο.
Το χιούμορ και η ζεστασιά είναι τα βασικά στοιχεία με τα οποία αντιμετωπίζει την ιστορία του συνταξιούχου οδηγού τρένου στην ταινία του «Η καινούργια ζωή του κ. Χόρτεν» ο Νορβηγός σκηνοθέτης Μπεντ Χάμερ. Στο επίκεντρο, όπως και στην προηγούμενη ταινία του, «Factotum», το θέμα της μοναξιάς, εδώ του συνταξιούχου που ξαφνικά βρίσκεται μόνος, μακριά από ό,τι γνώριζε εδώ και 40 χρόνια, κι ενώ συγγενείς και γνωστοί του είτε έχουν χάσει κάθε επαφή με τους γύρω τους (όπως η μητέρα του) είτε πεθαίνουν (όπως ο καπνοπώλης φίλος του ή ο άγνωστος άντρας που πεθαίνει λίγο μετά που γνωρίζονται).
Παρ' όλο που ο κ. Χόρτεν κινείται σε μια πόλη άλλοτε χιονισμένη κι άλλοτε βροχερή, που μοιάζει πολύ με τη δική του ψυχολογία, ο σκηνοθέτης δεν αποφεύγει να καταγράψει τις διάφορες συναντήσεις του συμπαθητικού ήρωά του (με τον Μπαρτ Οβε να φτιάχνει ένα είδος ηλικωμένου κ. Ιλό), με χιούμορ και φρεσκάδα, μ' ένα στιλ που θυμίζει εκείνο του Φινλανδού Ακι Καουρισμάκι: όπως εκείνες στο απομονωμένο καφέ με τα απρόοπτα συμβάντα (όπως όταν, κάποια στιγμή, η αστυνομία εισβάλλει και συλλαμβάνει τον μάγειρα, χωρίς ποτέ να μάθουμε τι έγινε) ή εκείνη με τους περαστικούς να γλιστράνε καθιστοί, περνώντας πλάι από τον Χόρτεν, στους καλυμμένους με χιόνι δρόμους. Παρά την παγερή εξωτερικά ατμόσφαιρα, ο Χάμερ αντιμετωπίζει την κάθε σκηνή της ταινίας με ξεχωριστή αγάπη, δίνοντας στον κ. Χόρτεν την ευκαιρία να κάνει το ανέλπιστο πήδημα αναγκαίο για ν' αλλάξει τη ζωή του, σε μία από τις πιο ποιητικές σκηνές της ταινίας. Είναι με τέτοιες ταινίες που αισθάνεσαι πως, πέρα από την οικονομικο-εμπορική πλευρά, ο κινηματογράφος είναι πάνω απ' όλα τέχνη, μια τέχνη για τον άνθρωπο.
Μούμια: ο τάφος του αυτοκράτορα Δράκου
The Mummy: Tomb of the Dragon Emperor. ΗΠΑ, 2008.
Σκηνοθεσία: Ρομπ Κοέν. Σενάριο: Αλφρεντ Γκαφ, Μάιλς Μίλαρ. Ηθοποιοί: Μπρένταν Φρέιζερ, Τζετ Λι, Μαρία Μπέλο, Μισέλ Γέο, Λουκ Φορντ. 112 λεπτά. *
Τρίτη, αδιάφορη, επιστροφή της «Μούμιας», τη φορά αυτή με φόντο την Κίνα και με μόνο θετικό τα πλούσια, εντυπωσιακά ειδικά εφέ.
Για μία ακόμη φορά οι νεκροί, μουμιοποιημένοι βασιλιάδες ξαναζωντανεύουν για να κυβερνήσουν τον κόσμο. Ευτυχώς που υπάρχει η οικογένεια των Ο'Κόνελ (Μπρένταν Φρέιζερ και Μαρία Μπέλο), τη φορά αυτή, μάλιστα, μαζί με τους δύο γιους τους, που βρίσκουν τρόπους για να αντισταθούν, έστω κι αν αυτό σημαίνει να επαναφέρουν στη ζωή τους σκελετούς των κοιμώμενων σκλάβων. Στην πλοκή -που προσπαθεί να αντιγράψει πολλά από τα στοιχεία της σειράς του «Ιντιάνα Τζόουνς»- αναμιγνύονται μάγισσες και πριγκίπισσες, εκείνο όμως που τελικά ξεχωρίζει είναι οι εντυπωασικές μάχες και τα ειδικά εφέ - από τα καλύτερα της σειράς. Δυστυχώς παραμένει η πιο αδιάφορη από τις τρεις ταινίες της σειράς. Εκτός κι αν έχετε καιρό για χάσιμο. *
Σκηνοθεσία: Ρομπ Κοέν. Σενάριο: Αλφρεντ Γκαφ, Μάιλς Μίλαρ. Ηθοποιοί: Μπρένταν Φρέιζερ, Τζετ Λι, Μαρία Μπέλο, Μισέλ Γέο, Λουκ Φορντ. 112 λεπτά. *
Τρίτη, αδιάφορη, επιστροφή της «Μούμιας», τη φορά αυτή με φόντο την Κίνα και με μόνο θετικό τα πλούσια, εντυπωσιακά ειδικά εφέ.
Για μία ακόμη φορά οι νεκροί, μουμιοποιημένοι βασιλιάδες ξαναζωντανεύουν για να κυβερνήσουν τον κόσμο. Ευτυχώς που υπάρχει η οικογένεια των Ο'Κόνελ (Μπρένταν Φρέιζερ και Μαρία Μπέλο), τη φορά αυτή, μάλιστα, μαζί με τους δύο γιους τους, που βρίσκουν τρόπους για να αντισταθούν, έστω κι αν αυτό σημαίνει να επαναφέρουν στη ζωή τους σκελετούς των κοιμώμενων σκλάβων. Στην πλοκή -που προσπαθεί να αντιγράψει πολλά από τα στοιχεία της σειράς του «Ιντιάνα Τζόουνς»- αναμιγνύονται μάγισσες και πριγκίπισσες, εκείνο όμως που τελικά ξεχωρίζει είναι οι εντυπωασικές μάχες και τα ειδικά εφέ - από τα καλύτερα της σειράς. Δυστυχώς παραμένει η πιο αδιάφορη από τις τρεις ταινίες της σειράς. Εκτός κι αν έχετε καιρό για χάσιμο. *
Οι άλλες ταινίες
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ:
ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΩΝ ΚΛΩΝΩΝ (Star Wars: The Clone Wars). ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Ντέιβ Φιλόνι. Σενάριο: Χένρι Γκίλροϊ,Στίβεν Μέμτσινγκ, Σκοτ Μέρφι. Με τις φωνές των: Ματ Μάντερ, Κάθριν Τέιμπερ, Κρίστοφερ Λι, Σάμιουελ Τζάκσον. 98 λεπτά.
Συνέχεια, στην πραγματικότητα, της τηλεοπτικής σειράς κινούμενων σχεδίων είναι αυτοί «Οι πόλεμοι των κλώνων», που παρουσιάζουν τους γενναίους Τζεντάι να προσπαθούν, στη διάρκεια των πολέμων των κλώνων (ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο επεισόδιο της κινηματογραφικής σειράς), να επαναφέρουν την ειρήνη και τη δημοκρατία στο Διάστημα.
No comments:
Post a Comment