Από την πρώτη κιόλας σημαντική κινηματογραφική του εμφάνιση, το 2000, στην υποψήφια για Οσκαρ ταινία «Χαμένες αγάπες» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου, ο μεξικανός ηθοποιός Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ έδειξε το ταλέντο του. Στη συνέχεια, καθιερώθηκε σε μια σειρά από εξαιρετικούς ρόλους σε ταινίες σκηνοθετημένες από δημιουργούς όπως οι Αλφόνσο Κουαρόν, Πέδρο Αλμοδόβαρ, Βάλτερ Σάλες, Μισέλ Γκοντρί, Φερνάντο Μεϊρέγες, κ.ά.: «Θέλω και τη μαμά σου» (βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας), «Κακή εκπαίδευση», «Τα ημερολόγια της μοτοσικλέτας», «Σε είδα στο όνειρό μου», «Βαβέλ», «Περί τυφλότητος». Το 2008 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία «Deficit» και τραγούδησε κι έγραψε δίσκο με τον ερμηνευτή φολκ και ροκ Ντεβέντρα Μπάνχαρτ.
-Πώς έτυχε να συναντήσετε ένα σουηδό σκηνοθέτη όπως ο Λούκας Μούντισον;
«Είναι από εκείνα τα τρελά που συμβαίνουν καμιά φορά στη ζωή σου. Επαιζα σ' ένα θεατρικό έργο στο Λονδίνο μαζί μ' έναν ισλανδό ηθοποιό και μία φορά, που είχαμε τρεις μέρες ρεπό, μου πρότεινε να πάω μαζί του στην Ισλανδία. Και βέβαια δέχτηκα. Η χώρα με γοήτευσε. Εμοιαζε να είναι από κάπου αλλού, όχι από τον πλανήτη Γη. Εγινα φίλος με τη θεατρική ομάδα όπου έπαιζε ο φίλος μου. Και με κάλεσαν, πριν από ένα χρόνο περίπου, να παίξω σ' ένα έργο μαζί τους. Εκεί συνάντησα και τον Λούκας, ενώ κάναμε πρόβες. Θαύμαζα τις ταινίες του. Είναι πολύ έξυπνος, μορφωμένος και έχει αίσθηση του χιούμορ».
Γυρίσματα στην Ταϊλάνδη
-Κι ύστερα επιστρέψατε στον πλανήτη Γη, όταν πήγατε στην Ταϊλάνδη για τα γυρίσματα της ταινίας... Πώς ήταν εκεί;
«Ηταν κάτι το φανταστικό! Περάσαμε περισσότερο από ένα μήνα, σ' ένα μικρό νησί, την Κάλαντα. Ηταν πολύ ωραία τόσο με τους Ταϊλανδούς όσο και με τους Σουηδούς του συνεργείου. Εγώ ήμουν ο απόκληρος. Αλλά μου αρέσει να βρίσκομαι έξω από τα νερά μου».
-Πώς ήταν γενικότερα η κοινωνική κατάσταση;
«Οι άνθρωποι έχουν μια πολύ ενδιαφέρουσα κουλτούρα. Η Κάλαντα είναι στο νότο της χώρας και αποτελείται βασικά από μουσουλμάνους. Ηταν όμως αλλόκοτο να βρίσκεσαι στην παραλία, όπου τόσοι πολλοί είχαν χάσει τη ζωή τους στο τσουνάμι. Μέναμε σ' ένα μέρος που είχε καταστραφεί πλήρως. Αλλά οι άνθρωποι ήταν πολύ ευγενικοί και φιλόξενοι. Ηταν παράξενο να ξυπνάς κάθε δύο ώρες, στη ζούγκλα, από τις προσευχές των μουεζίνηδων στο τζαμί».
-Σάς εξήγησε το θέμα της ταινίας ο Λούκας;
«Δεν πρόκειται για συνηθισμένο θέμα. Είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσεις. Πρέπει να δεις ολόκληρη την ταινία για να καταλάβεις προς τα πού πάει. Αν σας πω πως είναι για ένα νεοϋορκέζικο ζευγάρι, αυτό θα ήταν λάθος. Πρόκειται για μια ταινία για την πατρότητα και την κατάσταση των πραγμάτων. Γιατί αυτό; Γιατί δεν υπάρχει καμιά φώτιση, καμιά κάθαρση. Αυτό που συμβαίνει σ' όλους τους χαρακτήρες είναι τρομερό, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά... Ολα αυτά που συμβαίνουν στο επίκεντρο της οικογένειας. Δεν μπορείς να περιμένεις τον τύπο αυτόν στην Ταϊλάνδη να δραπετεύσει με το κορίτσι. Επιστρέφει στην οικογένειά του, στη Νέα Υόρκη, κι εξακολουθεί να ζει στην υποκρισία. Δεν μιλάνε για όσα έκαναν. Απλώς συνεχίζουν τη ζωή τους».
-Τι ακριβώς σας τράβηξε στην ταινία;
«Με συγκίνησε, είχε κάτι το συναρπαστικό, που δεν μπορώ να εξηγήσω. Μου άρεσε η κριτική που έκανε στην κοινωνία. Μου άρεσε πολύ αυτό το ζευγάρι με τα προβλήματα και τις δύο διαφορετικές ηθικές αξίες. Ο Λούκας καταφέρνει να συνδέει την κριτική με την ψυχαγωγία.
-Η ταινία ασχολείται μόνο με την οικογένεια;
«Οχι. Μιλάει και για τη γενικότερη κοινωνική κατάσταση, για την κατάσταση της εργασίας σ' όλο τον κόσμο. Μας μιλάει έμμεσα για την εκπαίδευση και τη διατροφή, αλλά και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η οικογένεια κρατάει αυτούς τους θεσμούς. Προέρχομαι από μια χώρα όπου η οικογένεια είναι το παν. Είναι ίσως λυπηρό, αλλά αυτός είναι ο μόνος λόγος που το Μεξικό εξακολουθεί να υπάρχει».
-Κάποιοι χαρακτήρισαν την ταινία αντιδραστική...
«Το αντίθετο! Είναι αντιδραστικό το να φτιάξεις μια ταινία γύρω από μια γυναίκα που εγκαταλείπει την οικογένειά της για να πάει σε άλλη χώρα να κοιτάει το παιδί μιας άλλης; Η αντίδραση αυτών που το λένε είναι για μένα αντιδραστική».
-Η γυναίκα που αναφέρατε, στην πραγματικότητα, θυσιάζεται για τα παιδιά της...
«Γιατί όμως να θυσιαστεί κανείς; Η οικογένεια και η δουλειά είναι συνδεδεμένα. Αποτελούν τη ζωή μας. Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ούτε την οικογένειά μας ούτε τη δουλειά μας. Δεν αξίζει να εγκαταλείπουμε την οικογένειά μας».
-Τώρα που αποκτήσατε κι εσείς παιδί, βλέπετε τα πράγματα διαφορετικά;
«Οχι. Βασικά τίποτα δεν πρέπει να σε φοβίζει. Ολα είναι μέρος του συνόλου, της ζωής, του ταξιδιού. Δεν πρέπει να το αποφεύγεις. Ακόμη κι όταν λείπουμε για ένα διάστημα από την οικογένειά μας αυτό δεν σημαίνει πως δεν θέλουμε να είμαστε μαζί της. Πρέπει να βρίσκουμε το χρόνο να το κάνουμε. Εγώ έχω την τύχη να ζούνε η γιαγιά και ο παππούς μου. Και θέλω να τους βλέπω κι αυτούς. Είναι μέρος της οικογένειας».
-Ο Λούκας μου ανέφερε πως η ταινία αρχικά κρατούσε τέσσερις ώρες. Εκοψε μήπως σκηνές που θα θέλατε να τις κρατούσε;
«Οχι, νομίζω έκανε πολύ καλά. Δεν θα ήθελα να παρέμβω. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως υπήρχε αρχικά άλλο φινάλε, που το άλλαξε. Πάντως, όλα όσα ήθελε να πει, βρίσκονται στην ταινία».
-Τι άλλο κάνατε έκτοτε;
«Γύρισα μια ταινία με τον Τζιμ Τζάρμους, αλλά δεν ξέρω πότε θα είναι έτοιμη. Θα ήθελα και να σκηνοθετήσω ξανά. Ψάχνω για μια ιστορία, κάτι που να με τραβήξει. Για μένα έχει σημασία η ιστορία και πώς να την αφηγηθείς. Χρειάζεται πολλή δουλειά η προετοιμασία».
- Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 15/02/2009
No comments:
Post a Comment