- Συνέντευξη στον ΓΙΑΝΝΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
- ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/02/2009
Το success-story του Ελληνα βασιλιά των home theaters ξεκίνησε από ένα μάλλον παράδοξο μέρος. Σε μια ταράτσα της οδού Κολοκοτρώνη, με θέα την Ακρόπολη, ο έφηβος Θόδωρος Καλομοιράκης προβάλλει τις κινηματογραφικές του αναζητήσεις στο πανί και έχει για... πελάτες του, πέραν των πιτσιρικάδων και των απλών ανθρώπων της γειτονιάς, τον Δαλιανίδη, τη Χέλμη, την Καλογεροπούλου, που συχνά-πυκνά περνούν από αυτόν τον «ιδιωτικό θερινό κινηματογράφο» του φίλου τους Θόδωρου, για να βρεθούν μεταξύ τους και να ψυχαγωγηθούν.
Η Ραχήλ Καπόν, εκδότρια του βιβλίου του Καλομοιράκη «Κινηματογράφοι του ονείρου» στα ελληνικά, μιας πλούσιας και φροντισμένης έκδοσης με τις αντιπροσωπευτικότερες ανά τον κόσμο δουλειές του, ανατρέχει με νοσταλγία σε εκείνη την εποχή: «Συμμαθητές με τον Θόδωρο στη "Σχολή Δοξιάδη", μοιραζόμασταν τους προβληματισμούς και τις συζητήσεις όταν γυρνούσαμε από κινηματογράφο σε κινηματογράφο για να δούμε όσο γινόταν περισσότερες ταινίες μέσα στην ίδια μέρα. Θυμάμαι τους θαυμάσιους δασκάλους εκείνης της εποχής, τις εκδρομές, τις φωτογραφίες. Είναι μια νιότη που κουβαλάμε μέσα μας και με τίποτα δεν θα θέλαμε να τη χάσουμε».
Με αντίστοιχα νοσταλγική διάθεση θυμάται και ο Θόδωρος Καλομοιράκης εκείνα τα χρόνια της ανέμελης νιότης: «Στο κέντρο της Αθήνας, όπου γεννήθηκα, υπήρχαν αρκετές κινηματογραφικές αίθουσες. Ισως να μην μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες της Αμερικής, αλλά για μένα το "Παλλάς" στην οδό Βουκουρεστίου, το "Rex", το "Αττικόν", ο "Απόλλων" και ο "Ορφεύς" στην οδό Σταδίου ήταν το διαβατήριο για εξωτικούς κόσμους και διαφορετικούς τρόπους ζωής. Κάθε φορά που ένας πελάτης μού ζητάει να ζωντανέψω τη λάμψη των κινηματογράφων της νιότης του, φέρνω στα μάτια μου τον εαυτό μου καθισμένο στην κομψή αίθουσα του "Απόλλων", μαγεμένο από το "West Side Story", είτε πάλι σε ένα βελούδινο θεωρείο του "Παλλάς" να φοβάμαι με "Τα Πουλιά" του Χίτσκοκ. Θυμάμαι πόσο έντονα επηρεαζόμουν και από όλη την αρχιτεκτονική ομορφιά της αίθουσας. Από τότε, η κάθε ταινία είναι μια ανάμνηση αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την ατμόσφαιρα της αίθουσας προβολής».
Στα 6 του, τη μανία του Καλομοιράκη με το σινεμά την «πληρώνει» ο παππούς του, ο οποίος αναγκάζεται να διαβάζει καθημερινά στον... πωρωμένο εγγονό τη στήλη των κινηματογράφων στην εφημερίδα. Δυο χρόνια αργότερα, στα 8, η αγάπη του Καλομοιράκη για τον κινηματογράφο εκδηλώνεται με πιο... θερμούς τρόπους: «Η παρ' ολίγον πυρπόληση του πατρικού μου αποτέλεσε μέρος της προσπάθειάς μου να προβάλλω στον τοίχο του δωματίου μου μια ταινία» θυμάται σήμερα γελώντας ο ίδιος. «Αργότερα, διατηρώντας άσβεστη τη φλόγα της ενασχόλησής μου με τον κινηματογράφο σπούδασα στη σχολή Σταυράκου και συμμετείχα στην ίδρυση του "Σύγχρονου Κινηματογράφου", μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Βασίλη Ραφαηλίδη κ.ά. Η πρώτη ταινία που έκανα μετά το σχολείο βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Λεγόταν "Για λίγες μόνο παραστάσεις", παίχτηκε σε κάποια ευρωπαϊκά φεστιβάλ και στη συνέχεια στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης. Ο διευθυντής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης είδε την ταινία, με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι να κάνω το μάστερ μου εκεί, και κάπως έτσι βρέθηκα στην Αμερική».
Η χρονιά είναι το 1976, ο Θόδωρος Καλομοιράκης έχει μόλις τελειώσει τον στρατό και η Αμερική αποτελεί ένα ιδανικό σκηνικό δράσης για τον νέο και φιλόδοξο σκηνοθέτη από την Ελλάδα. Ο οποίος όμως πέφτει θύμα των... κουλτουριάρικων αναστολών του και τελικώς δεν προχωρά στην υλοποίηση του ονείρου του: «Εκείνη την εποχή, το Χόλιγουντ ήταν για μένα εξορκισμένο. Το λάτρευα σαν θεατής αλλά το θεωρούσα πολύ εμπορικό και ντρεπόμουν να κάνω εμπορική ταινία. Επρόκειτο για διάφορες ενοχές που κουβαλούσα από την Ελλάδα. Εάν κάνεις παρέα με τον Αγγελόπουλο, που να τολμήσεις να μιλήσεις για Χόλιγουντ! [γέλια]; Είπα "δεν θα ξεπουληθώ", αν και τώρα που το σκέφτομαι μακάρι να τα είχα καταφέρει και να είχα ξεπουληθεί! Τελικά έκανα μια ταινία και δεν το προσπάθησα καθόλου. Ούτε καν επιχείρησα να κάνω δεύτερη».
Φίλος από την Ελλάδα, ο Σταμάτης Φασουλής, θυμάται τη γνωριμία τους όπως και την πρώτη περίοδο του Θόδωρου στην Αμερική: «Μόλις είχα βγει απ' τη σχολή, με φώναξαν να παίξω ένα ρολάκι, σε μια μικρού μήκους ταινία που τη σκηνοθετούσε ο Καλομοιράκης, νέος σκηνοθέτης που είχε πάρει το πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η ταινία έγινε και πήρε κι αυτή το πρώτο βραβείο, εγώ ένα αίσχος, ο χειρότερος όλων! Ετσι γνωρίστηκα με τον Ακη. Ενα παιδί παθιασμένο με το σινεμά, τον έβλεπες στο γύρισμα κι έλεγες "χωρίς αυτό αποκλείεται να ζήσει". Γι' αυτό και ξαφνιάστηκα όταν έμαθα ότι ο Ακης τα άφησε όλα και πήγε στην Αμερική. Με το πρώτο μου ταξίδι συναντηθήκαμε στη Νέα Υόρκη. "Τι γίνεται;" του λέω. "Δουλεύω σ' ένα περιοδικό, καλά είναι". "Και το σινεμά;". "Μου λείπει ρε Σταμάτη, μου λείπει πολύ".
Ο Καλομοιράκης έχει ακόμη ενδοιασμούς αλλά ο εργοδότης του στο περιοδικό American Heritance, του οποίου εν τω μεταξύ ο συμπατριώτης μας έχει αναλάβει τον σχεδιασμό, ο Μάλκομ Φορμπς, είναι ανένδοτος: «Αγόρι μου, σου χτυπά η ευκαιρία την πόρτα κι εσύ κάνεις τον κουφό, ότι δεν την ακούς!», κραύγαζε. «Ετσι, κατασκεύασα το πρώτο home cinema το 1989, για τον Ρόναλντ Λόντερ, τον γιο της Εστέλ Λόντερ: ονομαζόταν "Sweet potato". Μετά έκανα το δεύτερο, το τρίτο και, κάπου εκεί, κατάλαβα ότι έπρεπε πλέον να ασχοληθώ επαγγελματικά με το όλο ζήτημα. Το μόνο παράπονο που έχω είναι που δεν έκανα κοπιράιτ τη λέξη home theater. Θα είχα βγάλει περισσότερα λεφτά από αυτό, παρά από τα θέατρα» (γέλια).
Εχουν οι πελάτες του Θόδωρου Καλομοιράκη τη διάθεση να ενστερνιστούν τις υποδείξεις του; Οχι πάντα, αλλά ο δημιουργός διαθέτει ισχυρή πειθώ: «Κάποτε έκανα έναν κινηματογράφο στη Μινεάπολις, στο σπίτι του Μελ Σάιμον, που έχει κάποια από τα μεγαλύτερα shopping malls στον κόσμο. Ο Σάιμον μού είχε πει ότι τα είχε κανονίσει όλα αλλά εγώ επέμενα να το δω. Ευτυχώς! Το τι είχε βάλει μέσα δεν περιγράφεται. Μίλησα με τη σύζυγό του, η οποία ήταν "διπλή απειλή", αφού έκανε και τη διακοσμήτρια... Οσοι εργάζονταν εκεί με προειδοποίησαν: "Μην τολμήσεις και της πεις ότι είναι χάλια, θα σε πετάξει έξω!". Εγώ πάλι ήξερα ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να τους χτυπάς εκεί που τους "πονάει". Της είπα λοιπόν: "Αν το κάνεις έτσι, μπορεί να γίνει πολύ κιτς και μετά, όταν θα έρθουν οι φίλες σου, να σε κοροϊδεύουν. Κι εσύ δεν το θέλεις αυτό, έτσι δεν είναι;". Αυτό αμέσως χτύπησε στην ανασφάλειά της. Χρειάζεται διπλωματία. Αυτοί οι άνθρωποι είναι μεν ισχυροί αλλά είναι και μέσα στο παιχνίδι, γίνονται και λίγο παιδιά».
Συχνά η δημιουργία ενός home-cinema εκπορεύεται από τη συναισθηματική πλευρά των πελατών του Θόδωρου Καλομοιράκη: «Πολλοί έχουν στο μυαλό τους έναν αγαπημένο κινηματογράφο της παιδικής τους ηλικίας που ίσως να έχει γκρεμιστεί ή να μην υπάρχει. Ετσι διαλέγουν να αναπλάσουν τον κινηματογράφο στον οποίο έδωσαν το πρώτο ραντεβού πριν παντρευτούν, π.χ. το home theater στο σπίτι του κ.Λάτση, στην Κυανή Ακτή, το ονομάσαμε "Little Rex", γιατί το Rex ήταν το αγαπημένο θέατρο του Σπύρου και της Ντόροθι Λάτση στην Αθήνα».
Αλλωστε η δραστηριότητα του Ελληνα επιχειρηματία, τα τελευταία χρόνια, είναι έντονη. Σημείωσε μάλιστα, μετά την 11/9, σημαντική αύξηση, την οποία ο κ. Καλομοιράκης αποδίδει «στον φόβο που κυριάρχησε στους Νεοϋορκέζους και την επακόλουθη διάθεσή τους να περνούν περισσότερο χρόνο στο σπίτι τους». Οταν τον αποκαλούν «πατέρα της βιομηχανίας των home theaters» δυσφορεί, δηλώνοντας με χιούμορ ότι «κάτι τέτοιοι χαρακτηρισμοί με κάνουν να αισθάνομαι 150 χρόνων!» (γέλια). Τη συνταγή επιτυχίας του, τη θεωρεί απλή: «Να κάνεις πράγματα μέσα από την καρδιά σου. Αν ξεκινήσεις να ασχολείσαι με κάτι θέλοντας να γίνεις εκατομμυριούχος, συνήθως αυτό δεν γίνεται. Και επιπλέον, να τολμάς να κάνεις πράγματα που δεν τα δοκίμασαν άλλοι στο παρελθόν». Οσο για τον ίδιο, ποτέ δεν σταματά να μετουσιώνει τα όνειρά του σε πραγματικότητα, κατασκευάζοντας ιδιωτικούς κινηματογράφους σε όλα τα μέρη του κόσμου. Βασισμένοι άπαντες σε μια λογική, την οποία περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο ο διάσημος μπεστσελερίστας συγγραφέας και φίλος τού Καλομοιράκη, Dean Koontz:
«Οι εκπληκτικοί ιδιωτικοί κινηματογράφοι που δημιουργεί ο Τέο έχουν περισσότερη μαγεία, μυστήριο και χάρη από το 98% των ταινιών που προβάλλονται σε αυτούς. Δεν αποτελούν επομένως μόνο πηγή χαράς για τους ιδιοκτήτες τους, αλλά προσφέρουν υπηρεσίες στην κινηματογραφική τέχνη». Κι όσον αφορά το βιβλίο «Κινηματογράφοι του Ονείρου» (Εκδ. «ΚΑΠΟΝ»), μια πολυτελή έκδοση που περιλαμβάνει τις σημαντικότερες δημιουργίες του Καλομοιράκη, ο Κουντζ σημειώνει: «Μοιάζει με μια καραμέλα που μπορεί να γλυκάνει τη διάθεσή σας μια δύσκολη μέρα. Είναι εξάλλου πάντα γοητευτική μια βόλτα με κάποιον που έχει κατά νου ένα σπουδαίο προορισμό και ξέρει να κρατάει γερά το τιμόνι». *
Με αντίστοιχα νοσταλγική διάθεση θυμάται και ο Θόδωρος Καλομοιράκης εκείνα τα χρόνια της ανέμελης νιότης: «Στο κέντρο της Αθήνας, όπου γεννήθηκα, υπήρχαν αρκετές κινηματογραφικές αίθουσες. Ισως να μην μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες της Αμερικής, αλλά για μένα το "Παλλάς" στην οδό Βουκουρεστίου, το "Rex", το "Αττικόν", ο "Απόλλων" και ο "Ορφεύς" στην οδό Σταδίου ήταν το διαβατήριο για εξωτικούς κόσμους και διαφορετικούς τρόπους ζωής. Κάθε φορά που ένας πελάτης μού ζητάει να ζωντανέψω τη λάμψη των κινηματογράφων της νιότης του, φέρνω στα μάτια μου τον εαυτό μου καθισμένο στην κομψή αίθουσα του "Απόλλων", μαγεμένο από το "West Side Story", είτε πάλι σε ένα βελούδινο θεωρείο του "Παλλάς" να φοβάμαι με "Τα Πουλιά" του Χίτσκοκ. Θυμάμαι πόσο έντονα επηρεαζόμουν και από όλη την αρχιτεκτονική ομορφιά της αίθουσας. Από τότε, η κάθε ταινία είναι μια ανάμνηση αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την ατμόσφαιρα της αίθουσας προβολής».
Στα 6 του, τη μανία του Καλομοιράκη με το σινεμά την «πληρώνει» ο παππούς του, ο οποίος αναγκάζεται να διαβάζει καθημερινά στον... πωρωμένο εγγονό τη στήλη των κινηματογράφων στην εφημερίδα. Δυο χρόνια αργότερα, στα 8, η αγάπη του Καλομοιράκη για τον κινηματογράφο εκδηλώνεται με πιο... θερμούς τρόπους: «Η παρ' ολίγον πυρπόληση του πατρικού μου αποτέλεσε μέρος της προσπάθειάς μου να προβάλλω στον τοίχο του δωματίου μου μια ταινία» θυμάται σήμερα γελώντας ο ίδιος. «Αργότερα, διατηρώντας άσβεστη τη φλόγα της ενασχόλησής μου με τον κινηματογράφο σπούδασα στη σχολή Σταυράκου και συμμετείχα στην ίδρυση του "Σύγχρονου Κινηματογράφου", μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Βασίλη Ραφαηλίδη κ.ά. Η πρώτη ταινία που έκανα μετά το σχολείο βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Λεγόταν "Για λίγες μόνο παραστάσεις", παίχτηκε σε κάποια ευρωπαϊκά φεστιβάλ και στη συνέχεια στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης. Ο διευθυντής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης είδε την ταινία, με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι να κάνω το μάστερ μου εκεί, και κάπως έτσι βρέθηκα στην Αμερική».
Η χρονιά είναι το 1976, ο Θόδωρος Καλομοιράκης έχει μόλις τελειώσει τον στρατό και η Αμερική αποτελεί ένα ιδανικό σκηνικό δράσης για τον νέο και φιλόδοξο σκηνοθέτη από την Ελλάδα. Ο οποίος όμως πέφτει θύμα των... κουλτουριάρικων αναστολών του και τελικώς δεν προχωρά στην υλοποίηση του ονείρου του: «Εκείνη την εποχή, το Χόλιγουντ ήταν για μένα εξορκισμένο. Το λάτρευα σαν θεατής αλλά το θεωρούσα πολύ εμπορικό και ντρεπόμουν να κάνω εμπορική ταινία. Επρόκειτο για διάφορες ενοχές που κουβαλούσα από την Ελλάδα. Εάν κάνεις παρέα με τον Αγγελόπουλο, που να τολμήσεις να μιλήσεις για Χόλιγουντ! [γέλια]; Είπα "δεν θα ξεπουληθώ", αν και τώρα που το σκέφτομαι μακάρι να τα είχα καταφέρει και να είχα ξεπουληθεί! Τελικά έκανα μια ταινία και δεν το προσπάθησα καθόλου. Ούτε καν επιχείρησα να κάνω δεύτερη».
Φίλος από την Ελλάδα, ο Σταμάτης Φασουλής, θυμάται τη γνωριμία τους όπως και την πρώτη περίοδο του Θόδωρου στην Αμερική: «Μόλις είχα βγει απ' τη σχολή, με φώναξαν να παίξω ένα ρολάκι, σε μια μικρού μήκους ταινία που τη σκηνοθετούσε ο Καλομοιράκης, νέος σκηνοθέτης που είχε πάρει το πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η ταινία έγινε και πήρε κι αυτή το πρώτο βραβείο, εγώ ένα αίσχος, ο χειρότερος όλων! Ετσι γνωρίστηκα με τον Ακη. Ενα παιδί παθιασμένο με το σινεμά, τον έβλεπες στο γύρισμα κι έλεγες "χωρίς αυτό αποκλείεται να ζήσει". Γι' αυτό και ξαφνιάστηκα όταν έμαθα ότι ο Ακης τα άφησε όλα και πήγε στην Αμερική. Με το πρώτο μου ταξίδι συναντηθήκαμε στη Νέα Υόρκη. "Τι γίνεται;" του λέω. "Δουλεύω σ' ένα περιοδικό, καλά είναι". "Και το σινεμά;". "Μου λείπει ρε Σταμάτη, μου λείπει πολύ".
- Από το υπόγειο
Ο Καλομοιράκης έχει ακόμη ενδοιασμούς αλλά ο εργοδότης του στο περιοδικό American Heritance, του οποίου εν τω μεταξύ ο συμπατριώτης μας έχει αναλάβει τον σχεδιασμό, ο Μάλκομ Φορμπς, είναι ανένδοτος: «Αγόρι μου, σου χτυπά η ευκαιρία την πόρτα κι εσύ κάνεις τον κουφό, ότι δεν την ακούς!», κραύγαζε. «Ετσι, κατασκεύασα το πρώτο home cinema το 1989, για τον Ρόναλντ Λόντερ, τον γιο της Εστέλ Λόντερ: ονομαζόταν "Sweet potato". Μετά έκανα το δεύτερο, το τρίτο και, κάπου εκεί, κατάλαβα ότι έπρεπε πλέον να ασχοληθώ επαγγελματικά με το όλο ζήτημα. Το μόνο παράπονο που έχω είναι που δεν έκανα κοπιράιτ τη λέξη home theater. Θα είχα βγάλει περισσότερα λεφτά από αυτό, παρά από τα θέατρα» (γέλια).
Εχουν οι πελάτες του Θόδωρου Καλομοιράκη τη διάθεση να ενστερνιστούν τις υποδείξεις του; Οχι πάντα, αλλά ο δημιουργός διαθέτει ισχυρή πειθώ: «Κάποτε έκανα έναν κινηματογράφο στη Μινεάπολις, στο σπίτι του Μελ Σάιμον, που έχει κάποια από τα μεγαλύτερα shopping malls στον κόσμο. Ο Σάιμον μού είχε πει ότι τα είχε κανονίσει όλα αλλά εγώ επέμενα να το δω. Ευτυχώς! Το τι είχε βάλει μέσα δεν περιγράφεται. Μίλησα με τη σύζυγό του, η οποία ήταν "διπλή απειλή", αφού έκανε και τη διακοσμήτρια... Οσοι εργάζονταν εκεί με προειδοποίησαν: "Μην τολμήσεις και της πεις ότι είναι χάλια, θα σε πετάξει έξω!". Εγώ πάλι ήξερα ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να τους χτυπάς εκεί που τους "πονάει". Της είπα λοιπόν: "Αν το κάνεις έτσι, μπορεί να γίνει πολύ κιτς και μετά, όταν θα έρθουν οι φίλες σου, να σε κοροϊδεύουν. Κι εσύ δεν το θέλεις αυτό, έτσι δεν είναι;". Αυτό αμέσως χτύπησε στην ανασφάλειά της. Χρειάζεται διπλωματία. Αυτοί οι άνθρωποι είναι μεν ισχυροί αλλά είναι και μέσα στο παιχνίδι, γίνονται και λίγο παιδιά».
Συχνά η δημιουργία ενός home-cinema εκπορεύεται από τη συναισθηματική πλευρά των πελατών του Θόδωρου Καλομοιράκη: «Πολλοί έχουν στο μυαλό τους έναν αγαπημένο κινηματογράφο της παιδικής τους ηλικίας που ίσως να έχει γκρεμιστεί ή να μην υπάρχει. Ετσι διαλέγουν να αναπλάσουν τον κινηματογράφο στον οποίο έδωσαν το πρώτο ραντεβού πριν παντρευτούν, π.χ. το home theater στο σπίτι του κ.Λάτση, στην Κυανή Ακτή, το ονομάσαμε "Little Rex", γιατί το Rex ήταν το αγαπημένο θέατρο του Σπύρου και της Ντόροθι Λάτση στην Αθήνα».
- Μεγάλη αγάπη
Αλλωστε η δραστηριότητα του Ελληνα επιχειρηματία, τα τελευταία χρόνια, είναι έντονη. Σημείωσε μάλιστα, μετά την 11/9, σημαντική αύξηση, την οποία ο κ. Καλομοιράκης αποδίδει «στον φόβο που κυριάρχησε στους Νεοϋορκέζους και την επακόλουθη διάθεσή τους να περνούν περισσότερο χρόνο στο σπίτι τους». Οταν τον αποκαλούν «πατέρα της βιομηχανίας των home theaters» δυσφορεί, δηλώνοντας με χιούμορ ότι «κάτι τέτοιοι χαρακτηρισμοί με κάνουν να αισθάνομαι 150 χρόνων!» (γέλια). Τη συνταγή επιτυχίας του, τη θεωρεί απλή: «Να κάνεις πράγματα μέσα από την καρδιά σου. Αν ξεκινήσεις να ασχολείσαι με κάτι θέλοντας να γίνεις εκατομμυριούχος, συνήθως αυτό δεν γίνεται. Και επιπλέον, να τολμάς να κάνεις πράγματα που δεν τα δοκίμασαν άλλοι στο παρελθόν». Οσο για τον ίδιο, ποτέ δεν σταματά να μετουσιώνει τα όνειρά του σε πραγματικότητα, κατασκευάζοντας ιδιωτικούς κινηματογράφους σε όλα τα μέρη του κόσμου. Βασισμένοι άπαντες σε μια λογική, την οποία περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο ο διάσημος μπεστσελερίστας συγγραφέας και φίλος τού Καλομοιράκη, Dean Koontz:
«Οι εκπληκτικοί ιδιωτικοί κινηματογράφοι που δημιουργεί ο Τέο έχουν περισσότερη μαγεία, μυστήριο και χάρη από το 98% των ταινιών που προβάλλονται σε αυτούς. Δεν αποτελούν επομένως μόνο πηγή χαράς για τους ιδιοκτήτες τους, αλλά προσφέρουν υπηρεσίες στην κινηματογραφική τέχνη». Κι όσον αφορά το βιβλίο «Κινηματογράφοι του Ονείρου» (Εκδ. «ΚΑΠΟΝ»), μια πολυτελή έκδοση που περιλαμβάνει τις σημαντικότερες δημιουργίες του Καλομοιράκη, ο Κουντζ σημειώνει: «Μοιάζει με μια καραμέλα που μπορεί να γλυκάνει τη διάθεσή σας μια δύσκολη μέρα. Είναι εξάλλου πάντα γοητευτική μια βόλτα με κάποιον που έχει κατά νου ένα σπουδαίο προορισμό και ξέρει να κρατάει γερά το τιμόνι». *
No comments:
Post a Comment