«Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης». Αυτή την απάντηση έδωσε ο ποιητής Νίκος Καρούζος στην ερώτηση που είχε θέσει ο ίδιος «Τι είναι τα ποιήματα;». Ενθύμια φρίκης. Ακριβώς αυτό είναι οι δύο ταινίες που προβάλλονται στις κινηματογραφικές αίθουσες: «Ελα να δεις» του Ρώσου Ελεγκ Κλίμοφ, και «Κατίν» του Αντρέι Βάιντα. Το πρώτο γυρίστηκε το 1985, το δεύτερο πέρσι, όμως η δράση των δύο φιλμ απέχει ιστορικά μόλις τρία χρόνια: το «Κατίν» τοποθετείται στα 1940, το «Ελα να δεις» στα 1943. Και γεωγραφικά όμως, τα δύο φιλμ πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο, καθώς τα ιστορικά γεγονότα που αφηγούνται διαδραματίστηκαν στη Λευκορωσία. Επίσης, και τα δύο έχουν ως θέμα δύο αιματηρά σκηνικά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου: τη σφαγή αιχμαλώτων και αμάχων από τους Σοβιετικούς και από τους Ναζί αντίστοιχα.
Με λίγα λόγια, οι δύο ταινίες έχουν κοινά. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο όμως, έχουν πολλές διαφορές.
Ο πατέρας του Βάιντα
Το «Κατίν» πραγματεύεται τη μοίρα χιλιάδων Πολωνών αξιωματικών που σφαγιάστηκαν το 1940 από τους Σοβιετικούς. Ενας από αυτούς ήταν και ο πατέρας του Βάιντα. Θυμίζουμε ότι την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία από τα δυτικά και δεκαπέντε ημέρες αργότερα η ΕΣΣΔ από τα ανατολικά. Ηταν το αποτέλεσμα μυστικής συμφωνίας που είχε συνάψει η Σοβιετική Ενωση με τη Γερμανία, στο πλαίσιο του περίφημου Συμφώνου Γερμανοσοβιετικής φιλίας – που έσπασε το 1941 ο Χίτλερ με την επίθεση που εξαπέλυσε. Συνεπώς, ο πολωνικός στρατός, σε μια εποχή που η ΕΣΣΔ παραμένει ουδέτερη στον πόλεμο ανάμεσα στη Γερμανία και τους Αγγλογάλλους, θεωρείται εχθρικός. Ετσι, με την παράδοση της χώρας, χιλιάδες αξιωματικοί αιχμαλωτίζονται από τους Σοβιετικούς.
Η ταινία του Βάιντα παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που διαδραματίζονται στους χώρους της αιχμαλωσίας τους, κυρίως όμως την αγωνία των συζύγων και συγγενών τους. Μολονότι άρτια παραγωγή, με καλές ερμηνείες, η ταινία περνάει από μπροστά μας μάλλον αδιάφορα – με εξαίρεση το τελευταίο ημίωρο, όπου ο Βάιντα αναπαριστά με κλινικό ρεαλισμό τις μαζικές εκτελέσεις, θυμίζοντας τον μεγάλο δημιουργό του «Κανάλ» ή του «Δαντών». Μέχρι όμως να φτάσουμε εκεί, ο Πολωνός σκηνοθέτης δείχνει κουρασμένος, δίχως έμπνευση.
Προπαγάνδα;
Μερίδα της εγχώριας κριτικής κατηγόρησε τον Βάιντα για «αντισοβιετική προπαγάνδα», άγνωστο γιατί. Η σφαγή στο δάσος του Κατίν διαπράχθηκε από τη σοβιετική μυστική αστυνομία, κατόπιν πρότασης του Μπέρια προς τον Στάλιν, σε έγγραφο που φέρει την ημερομηνία 5 Μαρτίου 1940. Ο Στάλιν υπέγραψε το σχετικό έγγραφο και η αφρόκρεμα του πολωνικού στρατού, γύρω στις 22.000 ανθρώπους, δολοφονήθηκε, σε μια ανακλαστική συνέχιση της σταλινικής τρομοκρατίας, που τρία χρόνια πριν είχε οδηγήσει στον αφανισμό της ελίτ των αξιωματικών του ίδιου του Κόκκινου Στρατού.
Η ειρωνεία είναι ότι οι πρώτοι μαζικοί τάφοι 4.500 αξιωματικών ανακαλύφθηκαν το 1943 από τους Γερμανούς που εισέβαλαν τότε στη Λευκορωσία διαπράττοντας τις θηριωδίες που περιγράφονται στο «Ελα να δεις». Οι δυτικοί Σύμμαχοι, παρότι ήξεραν τι είχε συμβεί, επίσημα απέδωσαν το έγκλημα στους Γερμανούς – χρειάζονταν τη συμμαχία με τον Στάλιν.
Οπως γράφει ο ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις στο «Heart of Europe. The past in Poland’s Present» (Oxford University Press), το 1945, στις δίκες της Νυρεμβέργης, οι Σοβιετικοί επέτυχαν να μη γίνει οποιαδήποτε αναφορά στο Κατίν, ενώ, ακριβώς επειδή στην ευρύτερη περιοχή του Κατίν διαπράχθησαν και οι ωμότητες των Ναζί, έσπευσαν να αναρτήσουν μνημείο, επικαλύπτοντας το «άλλο Κατίν».
Σύμφωνα με τον Ντέιβις, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι Πολωνοί αδημονούσαν για την απελευθέρωσή τους από τους Γερμανούς. Ωστόσο, με νωπές ακόμα τις μνήμες από τον Ρωσοπολωνικό πόλεμο του 1920 και, κυρίως, τις αγριότητες των Σοβιετικών στρατιωτών που εισέβαλαν από τα ανατολικά το 1939, αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο της απελευθέρωσής τους από τον Κόκκινο Στρατό με ανάμεικτα συναισθήματα. Χρειάστηκε πάντως να φτάσουμε στα 1990 για να αποδεχθεί επίσημα η Ρωσία το έγκλημα στο Κατίν. Εως τότε, στην ιδιωτική ζωή των Πολωνών, στους κόλπους των απλών οικογενειών, το Κατίν ήταν κοινό μυστικό.
Με το «Κατίν», ο Βάιντα παραθέτει τα γεγονότα χωρίς να προπαγανδίζει, ούτε υπαινίσσεται πουθενά ότι οι σφαγές ακυρώνουν την τεράστια προσφορά της ΕΣΣΔ στη νίκη κατά του ναζισμού. Το «Κατίν» είναι μέτρια ταινία αλλά δεν είναι προπαγάνδα.
Αποκάλυψη του Ιωάννη
Αντίθετα, το «Ελα να δεις» του Κλίμοφ είναι ένα αριστούργημα. Γυρισμένο το 1985, αφηγείται την ιστορία ενός αγοριού, του Φλόρια, στη Λευκορωσία το 1943, την περίοδο της γερμανικής εισβολής, οπότε και οι Ναζί έκαψαν 628 χωριά, μαζί με τους κατοίκους τους. Τρία εκατομμύρια άνθρωποι χάθηκαν.
Αυτό που βιώνει ο Φλόρια μοιάζει με εσχατολογικό όραμα. Ο σκηνοθέτης πήρε τον τίτλο από το «Ερχου και βλέπε» της Αποκάλυψης του Ιωάννη και κινηματογραφεί τη φρίκη σα να πρόκειται για Αποκάλυψη: ο ωμός ρεαλισμός συμβαδίζει με έναν τρομακτικό σουρεαλισμό, και ορθώς ειπώθηκε ότι οι εικόνες του θυμίζουν τα εφιαλτικά οράματα του Ιερώνυμου Μπος.
Η ιστορία του μικρού Φλόρια που γερνάει μέσα σε λίγες ημέρες μετά τον φόνο της οικογένειάς του και την ισοπέδωση ενός ολόκληρου χωριού, έχει κάτι από τα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ταρκόφσκι. Ο Κλίμοφ μεταφέρει την ποίηση ενός Ταρκόφσκι, ειδικά στο πρώτο μέρος του «Ελα να δεις» (που πρέπει να ενέπνευσε και τον Τέρενς Μάλικ της μεγαλόπνοης «Λεπτής κόκκινης γραμμής), αλλά και τα πιο δυναμικά στοιχεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, γενικά μια σχολή σινεμά που χωρίς να έχει τον αφηγηματικό οίστρο των Αμερικανών (ο Σπίλμπεργκ είχε ως πρότυπο το «Ελα να δεις» για τον «Στρατιώτη Ράιαν»), δημιουργεί έναν κόσμο συμπαγή, πειστικό, μοναδικό μέσα στη φρίκη του. Ο τρόπος με τον οποίο η κάμερα κινείται και ακολουθεί τους αντάρτες μέσα στα δέντρα, οι αριστοτεχνικές σκηνές του πλήθους στην αποθήκη, οι σκηνές με τους χωρικούς, που θύμιζαν ιταλικό νεορεαλισμό χωρίς τη μεσογειακή αλαφράδα του όμως, η εκπληκτική ηχητική μπάντα, κάτι ανάμεσα σε Λίγκετι και Πεντερέτσκι, η συγκλονιστική ερμηνεία του 13χρονου Αλιόσα Κραβτσένκο στον ρόλο του Φλόρια και, τέλος, μια παραγωγή τόσο άρτια που σπάνια συναντά κανείς σε ρωσικό σινεμά, είναι μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν το «Ελα να δεις» μια πραγματικά μεγάλη ταινία.
Ο Κλίμοφ έζησε ως παιδί τη μάχη του Στάλινγκραντ, ο σεναριογράφος του ο Λευκορώσος Αλες Αντάμοβιτς ήταν βετεράνος του πολέμου. Οπως είπε σε μια συνέντευξή του ο Κλίμοφ: «Η ταινία είναι αρκετά συγκρατημένη. Θα μπορούσαμε να έχουμε δείξει τόσες φρικαλεότητες εκεί. Κανείς όμως δεν θα άντεχε να τις δει… Αν ο κόσμος είχε πιο γερά νεύρα, το κοινό μας θα ήταν πολύ μεγαλύτερο». Το ευτυχές πάντως είναι ότι οι εμπειρίες των Κλίμοφ-Αντάμοβιτς δεν στάθηκαν εμπόδιο από το να πάρουν αρχικά τις απαραίτητες αποστάσεις και εν συνεχεία να βουτήξουν στο υλικό τους, καταλήγοντας σε ένα έργο ποιητικό και επικό μαζί, ένα μακροσκελές, πεζό ποίημα, αληθινό «ενθύμιο φρίκης» που σε στοιχειώνει.
Του Ηλια Μαγκλινη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/02/2009
No comments:
Post a Comment