Ο Ντίτερ Κόσλικ είναι γύρω στα 60, φοράει πάντα κασκόλ ή φουλάρι –με προτίμηση στο μπορντό χρώμα– χαμογελάει ανοιχτόκαρδα, είναι φιλόξενος και ευγενής, ακαταπόνητος, με γερή μνήμη –που τον βοηθάει να θυμάται τουλάχιστον τη χώρα προέλευσης δεκάδων δημοσιογράφων αν όχι και το μικρό τους όνομα– και κάνει συχνά λογοπαίγνια στα αγγλικά, ορισμένα απο τα οποία πληρώνει ακριβά. Ως διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου, της δεύτερης μεγαλύτερης σε όγκο διεθνούς κινηματογραφικής διοργάνωσης, αμέσως μετά τις Κάννες, στο ίδιο περίπου επίπεδο με τη βενετσιάνικη Μόστρα, δεν τα έχει καταφέρει καθόλου άσχημα. Φέτος, μάλιστα, η Μπερλινάλε σημείωσε ρεκόρ εισιτηρίων. Ολες οι αίθουσες, στη διάρκεια των 10 ημερών, ήταν ασφυκτικά γεμάτες. «Sold out!» αναφωνεί ευτυχής στην τετραμελή ομάδα των ξένων δημοσιογράφων. Μαζί μας, ένας Ρώσος, ένας Γάλλος και ένας δημοσιογράφος από το Ντουμπάι εξ ου και η πρώτη ερώτηση και απάντηση που ακολούθησε: «Αν με ξέρεις λίγο παραπάνω… λέω πολλά και διάφορα μέσα στη μέρα και μερικές φορές παρεξηγούμαι. Τα αγγλικά μου είναι τόσο καλά ώστε τα καταλαβαίνουν ακόμη και στη Γερμανία! Τη βραδιά της έναρξης έκανα ένα λογοπαίγνιο, παραλλάσσοντας την πιο δημοφιλή ρήση του Σαίξπηρ: to buy or not to buy! Το σχόλιο για την οικονομική κρίση που πλήττει και την κινηματογραφική αγορά ήταν σαφές. Ομως στη γλώσσα μου ήχησε σαν Ντου-μπάι. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια τεράστια παρεξήγηση που με ανάγκασε να ζητήσω συγγνώμη»!
Το σύστημα
Ο Ντίτερ Κόσλικ έχει και άλλα παρόμοια περιστατικά να διηγηθεί. Γνωρίζει πολύ καλά ότι ένα διεθνές φεστιβάλ, του μεγέθους του Βερολίνου, έχει ανάγκη από πολλά διαφορετικά συστατικά για να κριθεί επιτυχημένο. Χρειάζεται γκλαμ –γι’ αυτό ποτέ δεν λείπουν οι σταρ από το κόκκινο χαλί– ταινίες που θα συζητηθούν και θα προκαλέσουν και έναν επίκαιρο θεματικό άξονα. Στο εισαγωγικό του σημείωμα στον επίσημο κατάλογο της 59ης Μπερνινάλε, από τις πρώτες κιόλας γραμμές, δίνει τον τόνο: «Βιώνουμε μία ακόμη κρίση. Και όχι απλώς “μία ακόμη” αλλά μια μέγιστη οικονομική κρίση. Ο καθένας μας μπορεί να δει καθαρά πώς τα συστήματα πάνω στα οποία στηρίζεται η κοινωνία, και πάνω απ’ όλα ο καπιταλισμός, έχουν αγγίξει, εδώ και καιρό, τα όριά τους. Η τέχνη προηγήθηκε, προμηνύοντας αυτή την πραγματικότητα. Πολλές από τις ταινίες της φετινής Μπερνινάλε προβάλλουν τις συνέπειες αυτής της κατάρρευσης των οικονομικών συστημάτων: πείνα, φτώχεια, ελλείψεις, πόλεμος, βασανιστήρια».
Ο Κόσλικ ζυγίζει αριστοτεχνικά το χιούμορ με τη σοβαρότητα. Ξέρει να χαλαρώνει αλλά και να βάζει φρένο στην υπερβολή, χωρίς να γίνεται σοβαροφανής. Οι επικριτές του, του καταλογίζουν «ελαφρότητα», αλλά στον τελικό απολογισμό η προσέλευση των θεατών υπερισχύει της –αναπόφευκτης– γκρίνιας.
Μία νίκη
— Το συμβόλαιό σας ανανεώθηκε. Πώς τα καταφέρατε;
— Ο κόσμος με συμπαθεί! Το 2013 θα είμαι 65 χρόνων και ίσως τότε με δείτε για τελευταία φορά. Αλλά η Μπερλινάλε μετριέται με το χρόνο. Κάθε Φεστιβάλ που ολοκληρώνεται είναι μια νίκη.
— Του χρόνου θα γιορτάσετε το 60ό Φεστιβάλ…
— Δεν φαντάζομαι κανένα μεγάλο πάρτι με σαμπάνια, γιατί πρέπει να έχουμε και επαφή με τον κόσμο γύρω μας. Οι καιροί απαιτούν στοχασμό. Δεν μπορεί τα 2/3 του πληθυσμού της γης να πεινούν και εμείς εδώ να πίνουμε σαμπάνια. Η οικονομική κρίση πλήττει ανεπανόρθωτα τους φτωχούς. Πολλοί άνθρωποι στην Αφρική θα χαθούν… Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούμε εμείς να γιορτάζουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
— Επηρεάστηκε το φεστιβάλ από την τρέχουσα κρίση; Σκοπεύετε να κάνετε κάποιες περικοπές στο μέλλον;
— Οχι. Για την ακρίβεια, και ναι και όχι. Από τη μια, δηλαδή, ήταν μια κανονική Μπερλινάλε: με τους ανθρώπους να βλέπουν ταινίες, να πηγαίνουν σε πάρτι (αν και λιγότερα φέτος), να μιλούν με πάθος για τα φιλμ… Από την άλλη, στην αγορά άκουσα ότι δεν προαγοράζονται ταινίες, ούτε καν τα μπλοκ μπάστερ από το Χόλιγουντ. Η κρίση αποτυπώθηκε και στη θεματολογία ευρωπαϊκών, αμερικανικών, κινεζικών παραγωγών.
— Το σύστημα της αγοράς (market) μεταλλάσσεται. Χρειάζεται τόνωση σε όλες τις διεθνείς διοργανώσεις; Τι σκέφτεστε να κάνετε;
— Είχαμε πάντα μια αγορά με πολλή ποικιλία: ταινίες τέχνης, για παιδιά, «ποιοτικές» ταινίες, κ.ο.κ. Από τότε που στεγάστηκε στο Μουσείο Γκρόπιους, μεγάλωσε και ανεξαρτητοποιήθηκε. Είναι μέρος της Μπερλινάλε αλλά λειτουργεί και αυτόνομα. Πρόκειται για ένα business event και έτσι το αντιμετωπίζω. Η πιο στενή σχέση της αγοράς είναι με το Πανόραμα. Ομως πραγματικά προβληματίζομαι. Οταν υπάρχουν οι Κάννες και το Λος Αντζελες, όλες οι άλλες αγορές είναι μοιραία υποβαθμισμένες.
Η οικογένεια
— Ποια ήταν τα σημεία αιχμής στη φετινή Μπερλινάλε; Τι συζητήθηκε περισσότερο;
— Το κύριο θέμα ήταν η παγκοσμιοποίηση. Αλλά δεν είναι κάτι καινούργιο για την Μπερλινάλε. Απλώς φέτος ήταν παρούσα σε μεγαλύτερο βαθμό, από την έναρξη κιόλας του Φεστιβάλ και το οικονομικό θρίλερ του Τομ Τίκβερ «The International». Το πραγματικά καινούργιο νομίζω ότι ήταν η «οικογενειακή επιχείρηση». Πολλές ταινίες πραγματεύονταν την «επιστροφή στην οικογένεια». Είναι τόσο σύνθετα και δύσκολα εκεί έξω στον κόσμο, τα συστήματα είναι εντελώς εκτός ελέγχου. Η εργασία επιστρέφει στη δουλεία, ανεργία και άστεγοι παντού, δεν είναι τίποτα ανθρώπινο πια. Ο,τι συμβαίνει γύρω μας είναι απάνθρωπο. Ετσι το να συγκεντρωθεί και πάλι η οικογένεια γύρω από ένα τραπέζι αποκτά ξεχωριστή σημασία. Το περιβάλλον που μπορείς να «ελέγξεις», να αισθάνεσαι κάπως ασφαλής μέσα σε αυτό.
— Φέτος ακούστηκαν πολλές διαμαρτυρίες για την ποιότητα του διαγωνιστικού προγράμματος…
— Οχι μόνο φέτος. Κάθε χρόνο τα ίδια είναι. Μην ξεχνάτε επίσης ότι οι ίδιοι δημοσιογράφοι κυκλοφορούν σε όλα τα διεθνή φεστιβάλ και γράφουν πάνω κάτω τα ίδια πράγματα. Διαβάζω άρθρα με ίδιες κρίσεις και σχόλια, απλώς αλλάζει το όνομα του Φεστιβάλ και γίνεται από Βενετία, Κάννες και το αντίστροφο! Δεν κρίνω τους δημοσιογράφους. Απλώς λέω ότι πάντα υπάρχουν ακραίες εκτιμήσεις: από το αριστούργημα στην απόλυτη αποτυχία. Για παράδειγμα, η ταινία του Φρανσουά Οζόν «Ricky». Προκάλεσε σύγχυση. Αλλοι, στη Γερμανία, τη χαρακτήρισαν ιδιοφυή, άλλοι μπούρδα. Είναι αδύνατον να βρεις 28 ταινίες διαμάντια για να κάνεις το πρόγραμμα. Εσείς, οι κριτικοί, ψηφίζετε, αλλά εγώ αποφασίζω!
— Πώς σκοπεύετε να διαφοροποιήσετε τη θέση σας από τις Κάννες ή το Βερολίνο;
— Ακολουθώ το ένστικτό μου. Δεν μπορείτε να με αλλάξετε. I’m Dieter and that’s it! Εχουμε ένα εντελώς διαφορετικό Φεστιβάλ. Εάν 270.000 άνθρωποι αγοράζουν εισιτήριο και συνολικά 450.000 θεατές παρακολουθούν ένα Φεστιβάλ στη διάρκεια 10 ημερών, η ταυτότητα είναι αποφασισμένη. Δεν χρειάζεται να την προσδιορίσουμε. Είμαστε ένα τεράστιο φεστιβάλ. Και κυρίως: έχουμε «κανονικό» κοινό που πηγαίνει, στη διάρκειά του, στις αίθουσες. Ομως η οικονομική κρίση πρέπει κάτι να μας διδάξει: ότι το μεγάλο δεν είναι πάντα το καλύτερο.
- Της Μαριας Κατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/02/2009
No comments:
Post a Comment