O Ηλίας, ένας νέος απελπισμένος, έρχεται από μια χώρα που δεν μαθαίνουμε ποτέ, στοιβαγμένος σε ένα καράβι με χιλιάδες άλλους μετανάστες και με όνειρο ζωής να πάει στο Παρίσι. Στην 17η ταινία του -την πρώτη ελληνική παραγωγή στη φιλμογραφία του που γυρίστηκε με ελληνικά κεφάλαια, στην Κρήτη και στο Λαύριο- ο Κώστας Γαβράς χειρίζεται ένα θέμα καυτό: τη μετανάστευση. Χωρίς να καταγγέλλει, αναδεικνύει την αξιοπρέπεια του ξένου και τον βιωμένο κυνισμό της Γηραιάς Ηπείρου.
Ο Κώστας Γαβράς, ξένος στα 19 του, γύρισε μια ταινία για τους περιπλανώμενους του 21ου αιώνα που αναζητούν μια νέα εστία
Διηγείται ο Κώστας Γαβράς ότι όταν πρωτοπήγε στη Γαλλία, πριν από μισόν αιώνα, το λεξικό Larousse, στο λήμμα Ελληνας έγραφε πρώτα χαρτοκλέφτης και ύστερα κάτοικος της Ελλάδος. Ηταν 19 ετών, επεδίωξε να φύγει για τις ΗΠΑ αλλά δεν έγινε δεκτός. Ετσι, ο γεννημένος το 1933 στα Λουτρά Ηραίας, νεαρός, «από πατέρα δημόσιο υπάλληλο και μητέρα οικιακά», με δύσκολη παιδική ηλικία, γιατί ο πατέρας του συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, βρέθηκε στη Σορβόννη να σπουδάζει φιλολογία: «Στη Γαλλία ήταν εύκολο να γραφτείς στο Πανεπιστήμιο. Χρειαζόσουν μόνο τα χαρτιά σου. Τότε, ο φοιτητής μπορούσε να τρώει φτηνά στα φοιτητικά εστιατόρια, να κοιμάται στις εστίες, να σπουδάζει χωρίς λεφτά. Χωρίς αυτό το προτέρημα δεν ξέρω τι θα είχα καταφέρει…». Ο Κώστας Γαβράς είναι, αναμφισβήτητα, ένας προνομιούχος «πολιτιστικο – οικονομικός μετανάστης». «Δεν έγιναν όλοι σκηνοθέτες και με τέτοια επιτυχία, την οποία εξακολουθώ να βρίσκω αναπάντεχη!», λέει σήμερα, προσθέτοντας πως εξακολουθεί «να είναι λίγο σαν ένα… δυστύχημα της κουλτούρας». Κάποιος που πέτυχε κατά λάθος, γιατί οι συνθήκες ήταν εναντίον του. «Οι συγκυρίες, η μία μετά την άλλη, τα μικροδυστυχήματα, το ένα μαζί με το άλλο, έκαναν τελικά ένα μεγάλο δυστύχημα: Κώστας Γαβράς, Γάλλος σκηνοθέτης, γεννηθείς στην Ελλάδα».
Ο Ηλίας δεν έχει επώνυμο. Ερχεται από μια χώρα που δεν μαθαίνουμε ποτέ, στοιβαγμένος σε ένα καράβι με χιλιάδες άλλους μετανάστες και με όνειρο ζωής να πάει στο Παρίσι. Ναυαγός φτάνει στην Κρήτη, περνάει δοκιμασίες, τρικυμίες, «αντιτάσσεται στα μοντέρνα τέρατα και παρασύρει στο πέρασμά του τους μύθους της εποχής του». Με την εξής διαφορά: «Σκοπός του Οδυσσέα ήταν η επάνοδος στην εστία του, ενώ το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας έρχεται στο Παρίσι για να δημιουργήσει μια εστία».
Ο Κώστας Γαβράς αναγνωρίζει στον Ηλία τον εαυτό του. Τον «ξένο που δεν του είναι ξένος». Ο «Παράδεισος στη Δύση», ομολογεί, «είναι η πιο προσωπική μου ταινία». Επιπλέον, στα 42 χρόνια διεθνούς πορείας του σκηνοθέτη, είναι η πρώτη ελληνική παραγωγή στη φιλμογραφία του, η πρώτη που γυρίστηκε με ελληνικά κεφάλαια, στην Κρήτη και στο Λαύριο (κατά το ήμισυ). Χθες, ο «Παράδεισος στη Δύση» («Eden is west») έδωσε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, κλείνοντας την αυλαία της 59ης Μπερλινάλε. Αύριο το βράδυ, η ταινία θα προβληθεί στο Μέγαρο Μουσικής με τη δέουσα επισημότητα και από την ερχόμενη Πέμπτη διανέμεται από την Odeon σε 15 αθηναϊκές αίθουσες (30 σε όλη τη χώρα).
Δημοκρατία, η αξιοπρέπεια του μετανάστη
Αν κάτι χαρακτηρίζει τον Κώστα Γαβρά είναι η συνέπεια. Η σχέση του με την πολιτική δεν είναι διανοητική αλλά «χειρωνακτική». Ακαταπόνητος, εργάζεται εδώ και τέσσερις δεκαετίες, αποκαλύπτοντας, προκαλώντας, αφυπνίζοντας. Χωρίς να στρατεύει την τέχνη του, περνάει από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος, από τοn χιτλερικό ναζισμό στον νέο αμερικανικό φασισμό, ασχολείται με το παλαιστινιακό πρόβλημα, τον ανθρώπινο πόνο, την επώδυνη διαδικασία της μνήμης, το κόστος της ανεργίας. Στη 17η ταινία του, θέμα του είναι η μετανάστευση. Οι περιπλανώμενοι και αποσυνάγωγοι του 21ου αιώνα, άνθρωποι με όνειρα ή χωρίς, με μόνη φιλοδοξία, κατ’ αρχάς, να επιβιώσουν. Ο Παράδεισος μπορεί να περιμένει…
«Τρέφω βαθύ σεβασμό προς τον άνθρωπο που μεταναστεύει», υπογραμμίζει. «Το να εγκαταλείπεις τη χώρα σου, το να πηγαίνεις προς το άγνωστο, συνιστούν μια τρομερή δοκιμασία που απαιτεί μια ψυχική και σωματική αντοχή απέναντι σε όλες τις πιθανές ταλαιπωρίες. Χρειάζεται οξεία αντίληψη, αντίληψη ζωής. Θελήσαμε, με τον Jean Claude Grinberg (σ.σ.: συν-σεναριογράφο), να συνυπογράψουμε ένα φόρο τιμής στους πατέρες μας, στους παππούδες μας και σε εκείνους της γενιάς μας που ήλθαν στη Γαλλία παρά τις ενέδρες και τις τρικυμίες. Νάτοι, να ’μαστε! “We stand”, όπως λένε και οι Αμερικανοί, δηλαδή “στεκόμαστε”. Μου αρέσει πολύ αυτή η απλή έκφραση. Υπάρχει περηφάνια στο να στέκεται κανείς απλώς εκεί, όρθιος».
Ο Ηλίας είναι νέος, αποφασισμένος και απελπισμένος. Και στέκεται όρθιος. Ο σκηνοθέτης χειρίζεται ένα θέμα σκοτεινό και ζοφερό, με χιούμορ, αισιοδοξία, ισορροπώντας ανάμεσα στον ήπιο, αν και πικρό, ρεαλισμό και τον μαγικό ρεαλισμό. Χωρίς απροκάλυπτα καταγγελτικούς τόνους, αναδεικνύοντας την αξιοπρέπεια του ξένου και τον βιωμένο κυνισμό της Γηραιάς Ηπείρου. Απ’ όπου κι αν περνάει ο Ηλίας, το καλό και το κακό που συναντάει, το ηθικό και το ανήθικο που αντιμετωπίζει, είναι όψεις μιας πραγματικότητας δημοκρατικά δομημένης αλλά και μιας δημοκρατίας διόλου δεδομένης. Πρέπει να είμαστε πάντα σε εγρήγορση, υποστηρίζει με κάθε πλάνο του ο Κ. Γαβράς, όχι μόνο σε αυτήν την ταινία αλλά από το 1969 και το θρυλικό «Ζ». Εκτοτε, η πολιτική σκέψη έχει το προβάδισμα, η εξουσία (κάθε μορφής) είναι στο στόχαστρο, η αποκατάσταση ενός αισθήματος δικαίου στον θεατή, «η ικανοποίηση της επιθυμίας του για δικαιοσύνη», όπως έχει γράψει η κριτική, η βασική μέριμνα του.
Η «μπλε μπανάνα»
«Θα ξαναγυρίζατε σήμερα το “Ζ” αναφερόμενος σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα;», ρωτήσαμε τον σκηνοθέτη. «Δεν θα είχε νόημα», απάντησε. «Οι στρατιωτικοί δεν είναι πια απειλητικοί. Αντίθετα, μάλιστα, τους συμβαίνει να είναι επικοινωνιακοί και να ασκούν ανθρωπιστικό έργο! Ωστόσο, η γνώμη μου είναι ότι τα ερωτήματα παραμένουν. Μερικά χρόνια πριν, ο Πιερ Ζοξ, υπουργός Εσωτερικών επί Μιτεράν μου πρότεινε να κάνω μια ταινία για την “μπλε μπανάνα”. Οταν απόρησα, μου εξήγησε ότι είναι η Ευρώπη τη νύχτα φωτογραφημένη από δορυφόρο. Πρόσθεσε ότι τα επόμενα χρόνια πάνω από 25 εκατ. άνθρωποι υπολογίζεται πως θα μετακινηθούν σε αυτήν την μπλε μπανάνα. Οταν βλέπουμε μια μητέρα να απειλείται με απέλαση επειδή ο γιός της πέθανε και χωρίς αυτόν χάνει το δικαίωμά της να παραμείνει στη Γαλλία και κρίνεται αναγκαία η παρέμβαση ενός υπουργού, οφείλουμε να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει στη δημοκρατία μας. Σε μια δημοκρατία που εξαρτάται από την καλή θέληση ενός υπουργού! Πού είναι η δημόσια συζήτηση; Πού είναι η δημοκρατική ζωή όταν πρόκειται για μετανάστη;».
Ο Ηλίας, τον οποίο υποδύεται ο Ιταλός ηθοποιός Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, θυμίζει αγρίμι, μιλάει ελάχιστα –οι φράσεις του είναι μετρημένες στην ταινία– και σε μια γλώσσα άγνωστη. Ηχεί σαν σημιτική, κατασκευάστηκε ειδικά για την ταινία γιατί, κατά τον σκηνοθέτη, «η γλώσσα χαρακτηρίζει αυτομάτως τους ανθρώπους, σχηματίζουμε αμέσως μια γνώμη για τον συνομιλητή μας και αναλόγως τον αποδεχόμαστε ή τον απορρίπτουμε. Θα ήθελα, λοιπόν, ο θεατής να μην έχει μια προκατασκευασμένη άποψη για τον Ηλία».
«Ε, εσύ, έλα εδώ»
Η «Κ» είχε παρακολουθήσει από κοντά τα γυρίσματα της ταινίας στο Παρίσι, την Εδέμ του ήρωα. Ενα κράμα ουτοπίας, αθωότητας και φόβου. Την αργή μεταμόρφωση του Ηλία, την ευστροφία, την ανάγκη του να βρει μιαν άλλη εστία. Την «διακριτική» αλλά καίρια παρουσία της αστυνομίας, μιας διαρκούς μορφής ελέγχου, την οποία συναντάει σε κάθε του βήμα και με διαφορετικούς τρόπους. Είναι η έκφραση μιας διαρκούς απειλής την οποία ο Κ. Γαβράς εγκαθιστά σε αυτόν τον ιδιότυπο «παράδεισο», όπου ο μετανάστης είναι «ξένο σώμα». Σώμα, πάνω στο οποίο εγγράφεται συχνά η ταπείνωση, η απόρριψη, η αποστροφή.
«Οταν οι αστυνομικοί σας λένε “Ε, εσύ, έλα εδώ” είναι ήδη μια ταπείνωση. Επειδή δεν είμαι “εσύ”, είμαι “εσείς”. Οταν ο Ηλίας κοιτάζει μια σαγηνευτική βιτρίνα και νιώθοντας ακατανίκητη έλξη χτυπάει το μέτωπο στο τζάμι, ο ιδιοκτήτης με μια χειρονομία του κάνει σαφές το εξής: “τσακίσου από εδώ! Ούτε να κοιτάς τη βιτρίνα μου δεν είσαι άξιος!”. Είναι κι αυτό επίσης ένας είδος απαράδεκτης βίας, η οποία με το να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα καθίσταται όλο και πιο τετριμμένη στα μάτια μας. Αλλά δημοκρατία σημαίνει ακριβώς αυτό: να αρνείσαι να χάνουν οι άνθρωποι την αξιοπρέπειά τους».
Φιλμογραφία
Στη φιλμογραφία του Κώστα Γαβρά κορυφαίες στιγμές θεωρούνται:
«Ζ» (1969)
Το Αλγέρι μεταμορφώθηκε σε Θεσσαλονίκη των ημερών της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο Γαβράς μεταφέρει στην οθόνη το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, σε σενάριο του Χόρχε Σεμπρούν. Με τους Υβ Μοντάν και Ζαν Λουί Τρεντινιάν.
«Η ομολογία» (1970)
Αναφέρεται στην ιστορία του Αρθουρ Λόντον, ενός αξιωματούχου της Τσεχοσλοβακίας, που έπεσε θύμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων και σύρθηκε στο εδώλιο σε μια στημένη δίκη το 1951. Η αριστερή διανόηση, με επικεφαλής το ζεύγος Σαρτρ – Μποβουάρ, βρίσκεται απέναντί του, υποβαθμίζοντας την αξία της ταινίας και χαρακτηρίζοντάς τη λιποβαρή. Με τους Υβ Μοντάν και Σιμόν Σινιορέ.
«Κατάσταση πολιορκίας (1973)
Ενας υψηλόβαθμος βασανιστής της CIA (Υβ Μοντάν), σύμβουλος στρατιωτικής δικτατορίας κάπου στη Λατινική Αμερική, απάγεται από ένοπλους αντάρτες και εκτελείται
«Αγνοούμενος» (1982)
Πολιτικό θρίλερ με άξονα την αληθινή ιστορία ενός Αμερικανού ακτιβιστή τον οποίο εξαφάνισε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το δικτατορικό καθεστώς μιας λατινοαμερικανικής χώρας. Ο Τζακ Λέμον ενσαρκώνει τον πατέρα που προσπαθεί να ρίξει φως στην εξαφάνιση του γιου του.
«Χάννα Κ» (1983)
Μια Πολωνέζα εβραϊκής καταγωγής (Τζιλ Κλέιμπουργκ), η οποία έχει πολιτογραφηθεί Γαλλίδα, αναλαμβάνει την υπόθεση ενός νεαρού Παλαιστινίου που έχει κάνει αγωγή κατά του Ισραήλ.
«Το στίγμα της προδοσίας» (1988)
Αμερικανός αγρότης, έντιμος πολίτης και καλός πατέρας, γίνεται μέλος μιας νεοναζιστικής οργάνωσης. Με τους Τομ Μπέρεντζερ, Ντέμπρα Γουίνγκερ.
«Μουσικό κουτί» (1989)
Αμερικανίδα δικηγόρος ανακαλύπτει ότι ο πατέρας της (Ούγγρος μετανάστης στις ΗΠΑ) κατηγορείται ως εγκληματίας πολέμου και απειλείται με απέλαση. Με τους Τζέσικα Λανγκ, Αρμιν Μίλερ Σταλ.
«Mad City» (1997)
Η τελευταία ταινία του Γαβρά στο Χόλιγουντ. Θρίλερ με στόχο τα μίντια. Απολυμένος υπάλληλος ασφαλείας σε μουσείο κρατάει ομήρους μια ομάδα παιδιών. Πρωταγωνιστούν ο Ντάστιν Χόφμαν και ο Τζον Τραβόλτα.
«Αμήν» (2002)
Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Ρολφ Χόχουτ «Ο αντιπρόσωπος», αναφέρεται στην κραυγαλέα αδιαφορία του Βατικανού στην εξολόθρευση των Εβραίων στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Το τσεκούρι» (2005)
- Της Μαριας Κατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/02/2009
No comments:
Post a Comment