Gran Torino **** Δράμα. Σκηνοθεσία: Κλιντ Ιστγουντ. Ερμηνεία: Κλιντ Ιστγουντ, Μπι Βανγκ, Ανεϊ Χερ, Κρίστοφερ Κάρλεϊ, Μπράιαν Χάλεϊ.
ΚΡΙΤΙΚΗ. Στην τελευταία του ταινία ο Κλιντ Ιστγουντ ενσαρκώνει έναν βετεράνο του αμερικανικού ονείρου σε μια εχθρική Αμερική, απονευρωμένη από τις παραδοσιακές αξίες της. Ο ευθυτενής γέροντας Γουόλτ Κοβάλσκι, ο αντι–ήρωας του «Gran Torino», είναι ένας «ξένος» σε μια χώρα που μόνον οι ξένοι είναι πιστοί στ’ όνειρό της. Είναι ένας ιθαγενής – «βάρβαρος» στη «Γη της Επαγγελίας» στην οποία συρρέουν οι νέοι άποικοι: οι οικονομικοί μετανάστες από την Ασία και από άλλες γωνιές του Τρίτου Κόσμου. Το «Gran Torino» ξεκινάει με μια κηδεία, με τον Κοβάλσκι δίπλα στη σορό της συντρόφου του σαν φρουρός που θέλει να κρατήσει σε απόσταση τα κοράκια: τον γιο του, τη νύφη του και τα εγγόνια του που συμπεριφέρονται σαν μακρινοί κληρονόμοι.
Στην πρώτη επιπόλαιη ματιά το «Gran Torino» μοιάζει σχηματικό, σαν καρικατούρα ενός γερασμένου «Βρώμικού Χάρι» που αυτοσαρκάζεται υπονομεύοντας την ξενοφοβία του. Κοιτώντας πιο προσεκτικά πίσω από τον θυμό και τη συσσωρευμένη οργή αυτού του ζωντανού σκιάχτρου θα ανακαλύψουμε μια σπαρακτική ταινία από τον τελευταίο των Μοϊκανών της κλασικής αφήγησης.
Το σεμνό και λιπόσαρκο «Gran Torino» είναι το πιο γρήγορο εξπρές του Κλιντ Ιστγουντ για τον παράδεισο των μεγάλων κλασικών του αμερικανικού κινηματογράφου με δύο σταθμούς στο ενδιάμεσο: το «Μillion Dollar Baby» και τον «Βρώμικο Χάρι». Το 1956, στην «Αιχμάλωτη της ερήμου», ο Τζον Φορντ έφερε το γουέστερν στο απόγειό του σκηνοθετώντας την εσωτερική μεταμόρφωση ενός τραγικού «χλωμού προσώπου» που ταυτίζεται όλο και πιο πολύ με τον εχθρό του: τον νομάδα Ινδιάνο της ερήμου. (Ο αναχρονιστικός Τζον Γουέιν ενσαρκώνει το ελεύθερο πνεύμα του λευκού πιονιέρου στην Αγρια Δύση το οποίο βρίσκει υλική υπόσταση μόνον μέσα από την περιπέτεια.) Σήμερα, ο Ιστγουντ δανείζεται τα στερεότυπα ενός b–movie (αυτό ήταν επί της ουσίας ο «Βρώμικος Χάρι» για το αμερικανικό σινεμά των αρχών του ’70) για να σκιαγραφήσει την ψυχή ενός ανθρώπου που είναι έωλος.
Ο Κοβάλσκι βρίσκεται ανάμεσα στο πτώμα μιας παχύσαρκης, κυνικής οικογένειας (που καταναλώνει με βουλιμία και χωρίς σεβασμό από τα έτοιμα) και στο δράμα μιας οικογένειας «κίτρινων μιασμάτων» που διατρέχουν πολλούς κινδύνους στη σύγχρονη Αγρια Δύση. Ο ξεροκέφαλος Κοβάλσκι προετοιμάζεται τελετουργικά για τον εξαγνισμό του (την πρώτη και μοναδική εξομολόγηση της ζωής του, που γίνεται έμπρακτα κι όχι στα λόγια) πριν από το τελευταίο μεγάλο ταξίδι.
Βρίζει σαν θερμοκέφαλος ρατσιστής και φτύνει διαρκώς το χώμα της κόλασης που κάποτε ήταν ο παράδεισός του.
Η γειτονιά του, που βρίσκεται σε μια πάλαι ποτέ ακμάζουσα πόλη χάρη στην αυτοκινητοβιομηχανία, είναι μια «βαρετή νεκρή ζώνη» για το κινητό της νεαρής κακομαθημένης εγγονής του (την οποία θα χαστούκιζε ευχαρίστως ο Κοβάλσκι).
Ενα γκέτο μεταναστών, που ο Κοβάλσκι δεν τους αντέχει γιατί ξυπνούν τις ενοχές του για φρικτά πράγματα που διέπραξε στα χρόνια της Κορέας.
«Αυτό που στοιχειώνει περισσότερο έναν άντρα είναι οι πράξεις που έκανε χωρίς να ’χει διαταχτεί από κανέναν να τις κάνει», λέει σ’ έναν ιερέα που βάλθηκε να τον εξομολογήσει.
Στις σκιές των ρόλων του
Ο Κοβάλσκι είναι ένας αναχρονιστικός κινηματογραφικός χαρακτήρας, φτιαγμένος από σκιές ρόλων που έχει ενσαρκώσει ο Ιστγουντ στο παρελθόν. Από τη σκιά του επιθεωρητή Κάλαχαν με το Μάγκνουμ στο χέρι. Από τη σκιά του προπονητή πυγμαχίας Φράνκι, στο «Μillion Dollar Baby», που βασανίζεται από τις ενοχές για εξαφανισμένη κόρη του και γίνεται ο πατέρας μιας φτωχής σερβιτόρας. Από τη σκιά του πιστολέρο χωρίς όνομα στα σπαγγέτι του Λεόνε…
Το «Gran Torino» είναι μια ελεγεία για την γκρίζα όψη της λευκής Αμερικής, με έναν γέροντα που κόβει ό, τι τον δένει με τα παιδιά και εγγόνια του για να γίνει ο πατέρας ενός νεαρού σχιστομάτη που βλέπει την Αμερική και τ’ όνειρό της σαν μονόδρομο. O τίτλος της ταινίας είναι δανεισμένος από ένα θρυλικό κουπέ της κραταιάς αμερικανικής βιομηχανίας που σήμερα παραπαίει: το Grand Torino του 1972 της Ford.
- Του Δημητρη Mπουρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/02/2009
No comments:
Post a Comment