Η σπαρακτική ερμηνεία του στον «Παλαιστή» συναγωνίζεται σε επίπεδα συγκίνησης τη νέα ταινία του Αντρέι Βάιντα
Καθ΄ όλη τη διάρκεια του «Παλαιστή» («Τhe wrestler», 2008, ΗΠΑ) ο Μίκι Ρουρκ στάζει ιδρώτα, δάκρυ και αίμα. Πληγωμένο, μοναχικό ζώο που προσπαθεί να παραμείνει όρθιο ενώ ξέρει ότι αργοπεθαίνει. Χάρη στη σπαρακτική ερμηνεία του 52χρονου ηθοποιού, η οποία ενδεχομένως να του χαρίσει το Οσκαρ, η ταινία του Αρονόφσκι απογειώνεται. Είναι ωστόσο κάπως ειρωνικό το ότι ο Ρουρκ κατάφερε να ξαναβγεί στην επιφάνεια υποδυόμενος έναν «τελειωμένο» αντιήρωα - όπως τελειωμένος υπήρξε για πολλά χρόνια και ο ίδιος.
Γιατί όπως ο ήρωάς του στον «Παλαιστή», ο Ράντι «Τhe Ram» Ραζίνσκι, έτσι και ο Ρουρκ υπήρξε μια μεγάλη δόξα της δεκαετίας του ΄80 που κατέρρευσε.
Ο Ράντι, θρύλος του wrestling (γνωστό στην Ελλάδα ως κατς, μια μορφή πυγμαχίας-θεάματος όπου οι παλαιστές υποτίθεται ότι δεν τραυματίζονται στ΄ αλήθεια), εργάζεται πλέον ως φορτοεκφορτωτής σε σουπερμάρκετ, υποχρεωμένος να ανέχεται την ταπείνωση.
Δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Θέλει να ξαναδεί την κόρη του ( Ιβαν Ρέιτσελ Γουντ ) την οποία είχε εγκαταλείψει. Θέλει να τα φτιάξει με μια ταλαιπωρημένη στριπτιζέζ ( Μαρίζα Τομέι ), αλλά η προοπτική φαντάζει αδιέξοδη. Πάνω απ΄ όλα όμως ο Ράντι θέλει να συνεχίσει να παλεύει, λαμβάνοντας μέρος έστω και σε αγώνες τελευταίας διαλογής. Μετά το μπαϊπάς του, έρχεται το τελεσίγραφο. Ο Ράντι πρέπει να εγκαταλείψει οριστικά την πάλη. Θα το κάνει;
Ο ρόλος του Ράντι Ραζίνσκι (τον οποίο αρνήθηκε ο Νίκολας Κέιτζ ) ταίριαξε κουτί στον Ρουρκ, ο οποίος μας κάνει να βουρκώσουμε, να πονέσουμε, να μελαγχολήσουμε, να «νιώσουμε». Βλέποντάς τον στον «Πυγμάχο» συγκινείσαι με το θάρρος και το κουράγιο του και αντιλαμβάνεσαι ότι με οποιονδήποτε άλλον ηθοποιό στη θέση του Μίκι Ρουρκ η ταινία αυτή όχι μόνο θα φαινόταν ψεύτικη, αλλά δεν θα υπήρχε καν.
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
▅ «Μongol» (Ρωσία/Καζακστάν/Μογγολία/Γερ- μανία, 2007) του Σεργκέι Μποντρόφ. Ισως η πιο φιλόδοξη ταινία πάνω στον Τζένγκις Χαν, γυρισμένη με όρεξη από τον σκηνοθέτη του «Αιχμαλώτου του Καυκάσου». Πληθωρική, επική αλλά υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια και σε αρκετά σημεία χαοτική. Αφετηρία της δημιουργίας της ήταν το βιβλίο «Ο θρύλος του γαλάζιου βέλους» του ρώσου συγγραφέα Λεβ Γκουμίλεφ από το οποίο εμπνεύστηκε ο Μποντρόφ βλέποντας ότι ο Τζένγκις Χαν, που έχει μείνει στην Ιστορία ως βάρβαρος, ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα. Οπως και το «Κatyn», το «Μongol» προτάθηκε πέρυσι για το ξενόγλωσσο Οσκαρ. Παίζουν: Ταντανόμπου Ασάνο, Χονγκλέι Σουν κ.ά.
▅ «Sukiyaki Western Django» (Ιαπωνία, 2008) του Τακάσι Μίκε. Διασκεδαστικός συνδυασμός της αισθητικής των γουέστερν σπαγκέτι και του jidaigeki- ιαπωνικό δράμα εποχής- με τη σφραγίδα ενός «άρχοντα» των ιαπωνικών ταινιών δράσης χαμηλού προϋπολογισμού (έχει παραπάνω από 60 τίτλους στο ενεργητικό του). Τεράστιος φαν των σπαγκέτι γουέστερν, ο Κουέντιν Ταραντίνο κάνει την πλάκα του με έναν χαρακτηριστικό ρόλο, την ώρα που η ταινία θυμίζει σουρεαλιστική παρωδία του «Για μια χούφτα δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε (που με τη σειρά του ήταν η γουέστερν απάντηση στο ιαπωνικό «Γιοζίμπο» του Ακίρα Κουροσάβα ).
Η εθνική τραγωδία της Πολωνίας
- Το «Κatyn» (Πολωνία, 2007) του έμπειρου πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα αναφέρεται σε μία από τις μεγαλύτερες εθνικές τραγωδίες της Πολωνίας: το 1940, όταν η χώρα βρισκόταν υπό την κατοχή του γερμανικού και του ρωσικού στρατού, περίπου 20.000 πολωνοί αξιωματικοί (ανάμεσά τους και ο πατέρας του Βάιντα) συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν στο δάσος Κατίν της Δυτικής Ρωσίας, όπου και ετάφησαν. Το 1943, δύο χρόνια μετά την εισβολή του Χίτλερ στη Ρωσία, οι Γερμανοί ανακάλυψαν τις σορούς και διέδωσαν ότι τα εγκλήματα είχαν γίνει από τους Ρώσους. Το 1945 όμως, όταν έληξε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Σοβιετικοί έριξαν την ευθύνη της μαζικής δολοφονίας στους Γερμανούς. «Στην Πολωνία όλοι γνώριζαν ότι η ευθύνη για τις δολοφονίες ήταν των Ρώσων» δήλωσε ο σκηνοθέτης. «Κανείς όμως δεν τολμούσε να πει κάτι. Το έγκλημα έδωσε τη θέση του στο ψέμα». Ολα αυτά ως την αυγή της δεκαετίας του ΄90, όταν η Ρωσία πήρε επιτέλους την ευθύνη για την τραγωδία του δάσους Κατίν. Και ήταν φυσικό: η αλήθεια μπόρεσε να βγει στην επιφάνεια μόνο κάτω από τα συντρίμμια του καθεστώτος του ψεύδους. Οι αρκετές παράπλευρες ιστορίες με τις οποίες ο Βάιντα «ντύνει» το θέμα αφήνουν την εντύπωση τηλεοπτικού σίριαλ, ωστόσο το «Κatyn» σε κρατάει χάρη στη δύναμη της εικόνας και στη σκηνoθετική στιβαρότητά του. Στις σκηνές των εκτελέσεων μάλιστα η ταινία γίνεται γροθιά στο στομάχι. Γιατί, ανεξαρτήτως εθνοσήμων, επισημαίνει την αδικαιολόγητη βαρβαρότητα του πολέμου. Εν κατακλείδι το «Κatyn», που πέρυσι είχε προταθεί για το ξενόγλωσσο Οσκαρ, είναι μια ταινία που δείχνει την ανάγκη ενός σημαντικού δημιουργού να εκφραστεί για ένα θέμα που τον πονάει επί χρόνια.
- «Πώς να χάσετε τους φίλους σας» (ΗΠΑ, 2007) του Ρόμπερτ Μπ.Γουέιντ
- «Μπολτ» (ΗΠΑ, 2008) των Μπάιρον Χάουαρντ- Κρις Γουίλιαμς
No comments:
Post a Comment