- Τερζής Κ., Η ΑΥΓΗ: 17/01/2010
Πώς αποτυπώνεις σε κινηματογραφικές εικόνες το εσωτερικό σύμπαν ενός ανθρώπου σε απόγνωση; Το "Ricordi mi" της Στέλλας Θεοδωράκη είναι μια ταινία για τη «βαθύτερη» απώλεια, τη μνήμη που στοιχειώνει, την αγάπη με τα πολλαπλά πρόσωπα... Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που συντρίβεται συναισθηματικά και προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή της μετά από μια περίοδο μεγάλου πόνου. «Σβήνει» από το μυαλό της τον θάνατο του συντρόφου της, αλλά το φανταστικό μπερδεύεται με το πραγματικό, ο "παλιός" και ο "νέος" σύντροφος έχουν το ίδιο πρόσωπο... "Ιχνη" του ρεαλισμού μαζί με συναισθήματα σε εικόνες: ονόματα δρόμων, κυνήγι των λέξεων και των στιγμών στον χρόνο... Η Θεοδωράκη κάνει ένα σινεμά «ανοιχτό», χωρίς βεβαιότητες, με την κάμερα στο χέρι να πολιορκεί τα πρόσωπα, τη λεπτομέρεια, το φευγαλέο…
* "Ricordi mi" - "Να με θυμάσαι": Ποια ήταν η "αφετηριακή στιγμή" για την ταινία σου, που είναι "προσωπική", αλλά ταυτόχρονα "ακουμπάει" στη σύγχρονη Αθήνα, σε χαρακτήρες ενταγμένους στο αστικό πλαίσιο; Πώς ξεκίνησε αυτή η "περιπέτεια" και πώς δούλεψες το σενάριο;
Το σενάριο, θυμάμαι, ξεκίνησε κοιτάζοντας χριστουγεννιάτικες μπάλες... Η ιστορία εν μέρει εκτυλίσσεται τις ημέρες των εορτών. Το σενάριο του "Ricordi mi" ήταν πράγματι μια "περιπέτεια", ένα ταξίδι σε περιοχές που μας πονάνε. Γι' αυτό και ο τρόπος που δουλεύτηκε ήταν από τη μια συγκινησιακός και "αυτόματος" και από την άλλη οργάνωνε μια πραγματικότητα του φανταστικού. Βασικός στόχος, ν' ακολουθήσει την απλή, τελικά, λογική που φέρνει το φανταστικό στην καθημερινότητα.
* "Έρωτας - θάνατος - μνήμη" είναι κατά κάποιο τρόπο τα συστατικά στοιχεία της ιστορίας... Κάπου είπες ότι δούλεψες το θέμα μ' έναν τρόπο που διαφέρει από τη συνήθη ελληνική "κουλτούρα του θανάτου"... Ποια είναι αυτή, αλήθεια, κατά τη γνώμη σου, και τι σήμαινε η δική σου διαφοροποίηση;
Δεν ξέρω αν υπάρχει "κουλτούρα θανάτου", υπάρχει ίσως μια εξωστρεφής ή εξωστρεφής αντιμετώπιση του πένθους. Μπορεί το πένθος να "δείχνεται", μπορεί κάποτε εκτός από τη "βαριά" διάθεση οι γυναίκες να φορούσαν μαύρα ρούχα και οι άνδρες πένθος στα μανίκια. Μπορεί να μην έπρεπε να βγουν να διασκεδάσουν ή να συμμετάσχουν στην καθημερινότητα εκείνων που δεν πενθούσαν. Είμαστε μια χώρα που με κάποιο τρόπο εξωτερικεύει το πένθος της, σκέψου, για παράδειγμα, το μοιρολόι πόσο έχει εμπνεύσει την τέχνη. Το "Ricordi mi" εντάσσεται σε ένα αστικό σύγχρονο τοπίο και η αντιμετώπιση του πένθους που επέλεξα είναι πιο εσωστρεφής, βωβή. Συνυπάρχει βέβαια με την όρεξη για ζωή, είναι μέρος της ζωής.
* "Απόγνωση, αυτή είναι η λέξη που έψαχνα", λέει σε κάποια στιγμή η ηρωίδα σου... "Απόλυτος έρωτας" - "απόλυτη μοναξιά"... Τι νόημα μπορεί να αποδώσει σε αυτές τις έννοιες, σε αυτό το δίπολο, όχι απλώς ο κινηματογραφιστής αλλά γενικότερα ένας καλλιτέχνης σήμερα, σε μια τόσο τρικυμισμένη, σκληρή και "αμήχανη" εποχή;
Ξεκινάμε, πιστεύω, από τα σημεία που δεν κατανοούμε, ή που θα θέλαμε να είναι αλλιώς. Η γυναίκα στην ταινία νιώθει απόγνωση όταν συνειδητοποιεί πως ο έρωτάς της έχει μείνει μετέωρος, πως η ίδια βρίσκεται σε ένα κενό μοναξιάς. Νομίζω πως και ο καλλιτέχνης νιώθει ακριβώς την ίδια απόγνωση απέναντι σ' αυτά τα θέματα. Αυτήν ένιωσα και προσπάθησα με κάποιον τρόπο να μεταφέρω. Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά παραπάνω. Μόνο μια απλή, "άλυτη" μεταφορά έκφρασης...
* Γιατί "Να με θυμάσαι" και όχι "Θα σε θυμάμαι";
Γιατί για να στο ζητώ, σίγουρα σε θυμάμαι.
* Μεθοδολογικά, σε επίπεδο σκηνοθετικής πρακτικής, ποιες ήταν οι επιλογές που προσδιόρισαν τη δουλειά σου;
Ήθελα μια ενιαία κατεύθυνση που να ενώνει όλους τους βασικούς καλλιτεχνικούς τομείς της ταινίας μέσα από ένα χλωμό φως. Ο κινηματογράφος είναι φως. Ηθελα ένα ρυθμό που να ακολουθεί τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων. Ο ρυθμός ταράζει τις αισθήσεις μας. Όλοι οι βασικοί συνεργάτες της ταινίας εστίασαν πάνω σε αυτά τα δυο σημεία. Η τεχνική ή η τεχνολογία υπηρέτησαν αυτόν τον σκοπό.
* Ο ελληνικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια αλλά ιδιαίτερα φέτος φαίνεται να κατακτά ξανά το κοινό στις αίθουσες, αλλά κυρίως με "εύπεπτα" σενάρια και εμπορικές προδιαγραφές... Εσύ επιμένεις σε έναν άλλο δρόμο, με ιδιαίτερη "δουλειά" στην κινηματογραφική γλώσσα -κάποιοι ίσως να μιλήσουν για στοιχεία αβανγκάρντ συγκριτικά με το κύριο σώμα της ελληνικής παραγωγής... Πώς βιώνεις αυτή τη "συνύπαρξη" με ένα τόσο διαφορετικό -και κυρίαρχο- μοντέλο κινηματογράφου;
Αναρωτιέμαι... Υπάρχει κάποια δύναμη μέσα μας που επιμένει να εκφράζει τη ζωή μας. Μέχρις ενός σημείου ξεπερνά τις αντιξοότητες της παραγωγής και των συμφερόντων διανομής. Είναι μια απόλυτη ανάγκη να μιλήσεις μέσα από μια τέχνη, να ερευνήσεις τον λόγο σου μέσα απ αυτήν. Όσο αντέξεις. Βέβαια, σε όλες τις τέχνες συνυπάρχουν διαφορετικά προϊόντα. Ευνοούνται τα πιο "εύπεπτα". Αλλά κάποιος λόγος συνηγορεί στο να μην είναι τα πράγματα μόνο έτσι. Κάποια υπαρξιακή ανάγκη ίσως. Προσωπικά βαριέμαι κιόλας όταν δεν ψάχνω. Φέτος φαίνεται πως το κοινό άρχισε να "κινείται" και προς ταινίες με πιο ανατρεπτική ιδιοσυγκρασία.
* Υπάρχουν νύξεις στην ταινία σου για τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη "νέα φτώχεια"... Τι σημαίνει για σένα πολιτική συνείδηση ενός καλλιτέχνη, σήμερα;
Σημαίνει ειλικρινής στάση απέναντι στο θέμα του και στον τρόπο που το εκφράζει. Να μετατρέψει την επικοινωνία του με τον κόσμο σε ένα έργο που έχει μια ειλικρινή πρόταση, όποια κι αν είναι αυτή.
* Πέρα από τις όψεις της πολιτικής στράτευσης, παλιάς ή καινούργιας, φαίνεται να διαμορφώνεται σε κάποιους χώρους και ένα "αίτημα" για έναν σύγχρονο, ριζοσπαστικό ρεαλισμό στην τέχνη. Πώς απαντάς σε αυτό, από την πλευρά σου;
Πάντα η τέχνη κάνει "κύκλους", όπως και η οικονομία. Δεν ξέρω αν περνάμε τη φάση του ρεαλισμού, γιατί τα έργα που βγαίνουν διεθνώς φλερτάρουν και με άλλα είδη. Πολιτική συνείδηση δεν σημαίνει ριζοσπαστικός ρεαλισμός. Είναι σαν να λέγαμε σε μια άλλη εποχή, απλοϊκά πως πολιτική συνείδηση ίσον σοσιαλιστικός ρεαλισμός.
* Ποιος ήταν ο τρόπος δουλειάς με τους ηθοποιούς; Πώς συνεισέφεραν στην ταινία;
Θα έλεγα πως ήταν ένας τρόπος που στόχευε να ενώσει το ανθρώπινο στοιχείο με τον χώρο και το φως. Με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και τη Θεοδώρα Τζήμου δεν κάναμε αυτό που λέμε κλασικές πρόβες, παρ' όλο που δουλέψαμε πολύ. Προσπάθησαν και οι δύο να είναι οι χαρακτήρες του έργου. Να μπαίνουν και να βγαίνουν σε αυτό χωρίς να το σκέφτονται. Δεν δουλέψαμε τους διαλόγους, δεν διαβάζαμε μαζί το σενάριο. Δουλέψαμε "περιφερειακά" με άλλα πράγματα, ή, αν επικεντρωνόμασταν σε σκηνές, το κάναμε σε άλλο χώρο και με διαφορετικό ύφος από αυτό που καταλήξαμε στα γυρίσματα. Η σχέση είχε αμοιβαία πάρε - δώσε και προτάσεις.
* Συμμετέχεις ενεργά στους "Κινηματογραφιστές στην ομίχλη", μια "ανατρεπτική" συλλογικότητα στον χώρο του κινηματογράφου μας, που συγκρούστηκε ήδη με κυρίαρχες αντιλήψεις, διεκδικώντας από την πολιτεία τα αυτονόητα... Πώς γεννήθηκε, αλήθεια; Ποια είναι τα βαθύτερα αίτια που την προκάλεσαν; Και, μια και κλείνει χρόνος από τη γέννησή της, πώς αξιολογείς τη μέχρι τώρα πορεία της;
Επιτέλους έπρεπε να γίνει κάτι σε ένα χώρο που ασφυκτιούσε. Δεν είναι τυχαίο πως συνέπεσε με μια συνολική δυσφορία της ελληνικής κοινωνίας. Υπήρχε ένα βαθύτατο πρόβλημα, που ξεκινάει από την παιδεία και καταλήγει στα σοβαρά προβλήματα της παραγωγής και της διανομής. Αν η "Ομίχλη" πέτυχε κάτι με την αποχή της από τα βραβεία και το αίτημα για έναν καινούργιο νόμο για τον κινηματογράφο, είναι να συνειδητοποιήσουμε τα προβλήματα και ν' αρχίσουμε έναν ουσιαστικό και επίπονο διάλογο για να βρεθούν λύσεις.
Πέτυχε όμως, στη διάρκεια των προβολών στην "Έλλη", κι ένα δέσιμο των κινηματογραφιστών πρωτόγνωρο σ' αυτόν τον χώρο. Ούτως ή άλλως ένα μεγάλο κομμάτι των αποτελεσμάτων της είναι θετικό. Πέσαμε σε μια κακή οικονομική συγκυρία, θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι καλύτερα, πιο ευέλικτα, με λιγότερες καθυστερήσεις και περισσότερη ανοχή στο αναπτυξιακό μέρος ή στην ανάληψη του πολιτικού κόστους. Η Ακαδημία, αν δουλέψει σωστά, μπορεί να δώσει κι αυτή κάποιες λύσεις στον προτεινόμενο νόμο. Όλα είναι σε μια φάση δοκιμής. Θα δείξει. Είναι πάντα δύσκολο να κρατηθεί μια "ανατρεπτική ζωντάνια".
* Από την "Plumeria Rubra", το 1988, την πρώτη σου μικρού μήκους ταινία, μέχρι το "Ricordi mi", σχεδόν είκοσι δύο χρόνια μετά, πώς θα όριζες εσύ αυτή τη διαδρομή;
Δύσκολη. Σαν να πρέπει κάθε φορά να αρχίσεις πάλι από την αρχή. Θα ήθελα να μπορούσα να κάνω περισσότερα. Χάνεται τόσος χρόνος σε πράγματα που εμποδίζουν απλώς την εξέλιξη με έναν αυθαίρετο τρόπο.
* Και πώς "τοποθετείς" το "Ricordi mi", σε συνάρτηση με την αμέσως προηγούμενη δουλειά σου, σχεδόν οκτώ χρόνια πριν;
Νομίζω, κάθε ταινία είναι συνάρτηση των προηγούμενων. Δεν θα υπήρχε αν δεν κάναμε μια πορεία. Σε σχέση με το "Παρά λίγο, παρά πόντο παρά τρίχα", είναι μια άλλη άποψη των ανθρώπινων σχέσεων. Η μία άποψη δηλώνει μια ανικανότητα σχέσεων και η άλλη μια απόλυτη συμφιλίωση του άνδρα και της γυναίκας. Για να φτάσεις στη συμφιλίωση όμως πρέπει να έχεις βιώσει και την αντίθεση.
* Θά 'θελα να μου μιλήσεις γενικότερα για τα προβλήματα υλοποίησης μιας ταινίας αλλά και συγκεκριμένα για τους ανθρώπους που σε βοήθησαν...
Τα προβλήματα μιας ταινίας ξεκινούν από την παραγωγή και τη διανομή από τη μια και, από την άλλη, έχουν σχέση με την αμεσότητα αυτών που παράγουν το καλλιτεχνικό έργο. Τα πρώτα είναι εξαιρετικά φθοροποιά, τα δεύτερα είναι δημιουργικά, δεν είναι προβλήματα, είναι εμπόδια που μας φέρνουν κοντά σ' ένα σκοπό που μας γεμίζει. Η ομάδα που δουλέψαμε το "Ricordi mi" δημιούργησε μια ευτυχή συγκυρία. Ήταν πράγματι ομάδα.
Το φως του Ηλία Κωνσταντακόπουλου συνομιλούσε με το σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη, οι ηθοποιοί κυκλοφορούσαν στον χώρο και εντάσσονταν σε αυτόν. Η μουσική του Πέτρου Κορέλη ξεκίνησε από το σενάριο. Το ρούχο της Τ. Παπαδάκη έδενε χρωματικά με τον εικαστικό χώρο. Στον ήχο υπήρχε μετά μια άλλη συνεργασία, από τον Νίκο Παπαδημητρίου, που ανέλαβε το σύγχρονο και βοήθησε στην αμεσότητα της ερμηνείας. Ο απλός τρόπος του μακιγιάζ (Εύη Ζαφειροπούλου) ή της οπτικής αλλαγής του Λάζαρου Γεωργακόπουλου σε δύο διαφορετικούς ρόλους (Χ. Τζήμος) συμπλήρωναν το παζλ της συνεργασίας στα γυρίσματα.
Το μοντάζ του Αλέξη Πεζά βοήθησε ώστε ο ρυθμός να σεβαστεί τον τρόπο που η κάμερα (Δ. Κασιμάτης) ακολουθούσε τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων και συνολικά την αφήγηση. Ο Θ. Φατούρος επεξεργάστηκε κάποιες εικόνες προς την κατεύθυνση του φανταστικού. Στη συνέχεια, δουλέψαμε πολύ καιρό τους ήχους, με συνδυασμό φυσικών και ηλεκτρονικών ήχων, με την Α. Παναγή και τον Κ. Βαρυμποπιώτη. Κι όλους αυτούς μαζί και με τους άλλους τεχνικούς μας άντεξε σιωπηλά η Δ. Δημητρακέλλου, που έκανε τη διεύθυνση παραγωγής.
Sunday, January 17, 2010
"Ricordi mi" της Στέλλας Θεοδωράκη
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment