Το «I love Karditsa», που προβάλλεται στους κινηματογράφους, είναι το πιο πρόσφατο δείγμα σεξοκωμωδίας.Το σεξ, το τσίγκλισμα του θεατή με εξωσυζυγικές περιπέτειες, «παρεκκλίσεις» και βαθιά ντεκολτέ και η απερίγραπτη χυδαιότητα στους διαλόγους είναι η βασική συνταγή μιας σύγχρονης ελληνικής κωμωδίας. Η μόνιμη δικαιολογία για την παραγωγή αυτών των ταινιών είναι ότι «κάνουν εισιτήρια, άρα τις θέλει το κοινό». Βλέποντας τις ελληνικές κωμωδίες του παλιού κινηματογράφου, το συμπέρασμα που βγάζουμε για τους Ελληνες εκείνης της περιόδου είναι ότι ήταν καταφερτζήδες με το όνειρο του διαμερίσματος, της εύκολης ζωής και της κατάκτησης της γυναικάρας της γειτονιάς. Αν κάποιος δει στο μέλλον τις σύγχρονες ελληνικές κωμωδίες, τι συμπέρασμα θα βγάλει πέραν του ότι οι σημερινοί Ελληνες είναι κακομοίρηδες και ξελιγωμένοι για σεξ;
Ο συνδυασμός σεξ και τηλεοπτικών σταρ φέρνει εισιτήρια και εύκολο κέρδος στους Ελληνες κινηματογραφιστές
- Του Παναγιωτη Παναγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24/01/2010
Ενα από τα δημοφιλέστερα κινηματογραφικά είδη και με μεγάλη παράδοση στο «παλιό» ελληνικό σινεμά, η κωμωδία, εξακολουθεί να αποτελεί κράχτη για το κοινό και να γεμίζει τις αίθουσες, ακόμη και με τα ευτελέστερα δείγματα του είδους που κυριαρχούν στη σύγχρονη παραγωγή. Διότι η κωμωδία αντιμετωπίζεται ως μηχανή παραγωγής εισιτηρίων και εύκολου κέρδους από την πλειοψηφία των Ελλήνων κινηματογραφιστών.
Η προτίμηση του κοινού για την ελληνική ταινία εμπορικών προδιαγραφών, δηλαδή κυρίως την κωμωδία, έχει πολλαπλασιάσει τις παραγωγές τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, οι παραγωγές αυτές είναι συγκεκριμένων προδιαγραφών, με πολύ συγκεκριμένο στόχο και ακόμη πιο στενή προσέγγιση του είδους.
Το σεξ και το τσίγκλισμα του θεατή με εξωσυζυγικές περιπέτειες, «παρεκκλίσεις» και βαθιά ντεκολτέ είναι η βασική συνταγή για το γράψιμο του σεναρίου μιας σύγχρονης ελληνικής κωμωδίας. Η μόνιμη δικαιολογία για την παραγωγή αυτών των ταινιών είναι ότι «κάνουν εισιτήρια, άρα τις θέλει το κοινό». Με την επιθυμία του, όμως, να δει ελληνική ταινία, το κοινό πηγαίνει να δει ό, τι του προσφέρεται, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει ότι αυτές οι ταινίες αντιπροσωπεύουν και το γούστο του.
Είναι μια κατάσταση αντίστοιχη με τις εξαιρετικά αμφιλεγόμενες μετρήσεις τηλεθέασης, όπου τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν αμφίβολης αισθητικής σειρές, απλώς επειδή οι διευθύνσεις προγράμματος των καναλιών θεωρούν ότι «αυτό θέλει το κοινό», τις τοποθετούν στο prime time και αναγκαστικά έρχονται στις πρώτες θέσεις. Και ο κύκλος επαναλαμβάνεται...
Ιδια συνταγή με παραλλαγές
Τη ζημιά μάλλον την έκανε το «Safe sex», που περνώντας στον κινηματογράφο τηλεοπτικά πρόσωπα και σκανδαλιστική θεματολογία, σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Από τότε, η πλειοψηφία των ταινιών με εμπορικές διαθέσεις χρησιμοποιούν την ίδια συνταγή με παραλλαγές. Το «Straight story» των Βλαδίμηρου Κυριακίδη και Εφης Μουρίκη χρησιμοποίησε την ομοφυλοφιλία ως τσίγκλισμα και με την πρόφαση να κάνει πιο προσιτό το θέμα, χρησιμοποίησε όλα τα κλισέ για να βγάλει εύκολο γέλιο.
Το «Μόλις χώρισα» και το «Σούλα έλα ξανά» (με τον εύγλωττο υπότιτλο Σ.Ε.Ξ.) του Βασίλη Μυριανθόπουλου βασίστηκαν στις ερωτικές παρεξηγήσεις, τα ξενοπηδήματα και το ντεμοντέ άγχος μιας τριαντάρας να παντρευτεί όποιον να ‘ναι. Στην πρώτη του, θεατρική μορφή, το «Μόλις χώρισα» είχε τη φρεσκάδα μιας νεανικής, παιχνιδιάρικης, σχεδόν ερασιτεχνικής παράστασης. Στην κινηματογραφική του εκδοχή, με ζαλιστικό μοντάζ και υστερικές φωνές από όλο το καστ, προκαλεί ημικρανία. Τον ίδιο δρόμο επέλεξε ο Μυριανθόπουλος και για τη «Σούλα», όπου οι ηθοποιοί τρέχουν πέρα δώθε στα σοκάκια ενός νησιού, επιδεικνύοντας τις σεξουαλικές διαθέσεις τους.
Το «Φιλί της ζωής» του Νίκου Ζαπατίνα ήταν μια ακόμη ταινία που στηρίχτηκε στο τρίπτυχο, κακομοίρης πρωταγωνιστής - σεξουαλική πρωταγωνίστρια - νησί, όπως είχε κάνει και στο «Εφάπαξ», και παλιότερα στο «Ενας κι ένας». Οι πρωτεργάτες του είδους, Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου, έφτασαν τη συνταγή τους στα όρια της χυδαιότητας στο «Αυστηρώς κατάλληλο», μπλέκοντας το «καλλιτεχνικό» σινεμά, που ειρωνεύονται, με τις τσόντες, τις οποίες χρησιμοποιούν για να προκαλέσουν γέλιο.
Οχι σεξουαλική, αλλά μάλλον σεξιστική είναι η σεναριακή προσέγγιση της «Κληρονόμου», που στήριξε την επιτυχία της αποκλειστικά στο πρωταγωνιστικό χάρισμα της Σμαράγδας Καρύδη. Η ιστορία της χήρας πρώην αεροσυνοδού που υποχρεώνεται να ασχοληθεί με μια ποδοσφαιρική ομάδα, είχε δυνατότητες να βγάλει γέλιο. Είναι όμως σαν να γυρίστηκε με αυτόματο πιλότο και καταστρέφει όλες τις ευκαιρίες.
Οι δικαιολογίες των συντελεστών
Στην πρεμιέρα της «Κληρονόμου» μού έλεγαν ότι δεν θα έπρεπε να είμαι τόσο αυστηρός με την ταινία και ειδικά με τον σκηνοθέτη της, τον καλό μικρομηκά Παναγιώτη Φαφούτη, αφού ετοιμάζεται να κάνει «τη δική του ταινία». Ομως αυτό είναι το πρόβλημα της σύγχρονης ελληνικής κωμωδίας. Οτι δηλαδή όλοι όσοι συμμετέχουν, τη χρησιμοποιούν για κάποιον άλλο λόγο και όχι για να γυρίσουν μια καλή ταινία. Ο παραγωγός για να κάνει μια ταινία που δεν θα του στοιχίσει ένα χαμένο σπίτι. Ο διανομέας για να γεμίσει τις αίθουσές του. Ο νέος σκηνοθέτης για να αποκτήσει εμπειρία και οι ηθοποιοί για μια επιταγή και μια εμπορική επιτυχία. Οι μόνοι που δικαιολογούνται είναι ο παραγωγός και ο διανομέας, καθώς το κέρδος γι’ αυτούς είναι ο πρωταρχικός στόχος. Ποια όμως είναι η δικαιολογία για έναν σκηνοθέτη, ο οποίος δέχεται να αναλάβει μια σκηνοθεσία - παραγγελία και φέρεται στην ταινία με απαξίωση ενώ φέρει την υπογραφή του;
Και ποια είναι η δικαιολογία για τους ηθοποιούς που διάβασαν το σενάριο του «I love Karditsa», του πιο πρόσφατου δείγματος σεξοκωμωδίας, και δέχθηκαν να παίξουν, παριστάνοντας τους χωριάτες με βλάχικη προφορά, που σκέφτονται μόνο πώς θα ξεμοναχιαστούν; Οι ατάκες που θα μπορούσαν να μεταφέρουν το κλίμα των διαλόγων είναι πολύ χυδαίες για να γραφτούν. Τις ίδιες ατάκες όμως διάβασαν στο χαρτί οι ηθοποιοί και δέχτηκαν να τις πουν χωρίς ντροπή, συμμετέχοντας σε μια ταινία που ίσως έκανε χρυσή καριέρα στην εποχή της βιντεοκασέτας. Τουλάχιστον η εταιρεία που διένειμε το «I love Karditsa» γνώριζε τι είχε στα χέρια της και δεν έκανε καν δημοσιογραφική προβολή, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Αμερική με τις γ’ κατηγορίας ταινίες τρόμου, που συχνά φτάνουν στις πρώτες θέσεις του box office αλλά είναι πέραν κριτικής.
Οι εξαιρέσεις
Τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει και ταινίες που έχουν σεβαστεί το κοινό, ενώ προσπάθησαν να είναι και προσιτές. Το έκαναν όμως χωρίς να καταφύγουν σε ευκολίες και χυδαιότητα. Το «Bank Bang» με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο (σε δικό του σενάριο), η «Νήσος» του Χρήστου Δήμα, το «Πεθαίνω για σένα» με την Ελένη Ράντου σε δικό της σενάριο, το «Μια μέλισσα τον Αύγουστο» του Θοδωρή Αθερίδη, το ριμέικ του «Ηλία του 16ου» που σκηνοθέτησε ο Νίκος Ζαπατίνας, ήταν κάτι περισσότερο από αξιοπρεπείς λαϊκές κωμωδίες, που δεν βασίστηκαν στα σεξουαλικά υπονοούμενα και τις ψευτοαισθησιακές ερμηνείες.
Καταφερτζήδες ή ξελιγωμένοι;
Δυστυχώς, οι ταινίες που –ανεξάρτητα αν το τελικό αποτέλεσμα ήταν περισσότερο ή λιγότερο καλό– αντιμετώπισαν με σεβασμό τον θεατή, δεν αποτελούν τον κανόνα. Ο κανόνας αυτός δεν ίσχυε ούτε στο αγιοποιημένο σήμερα παλιό ελληνικό σινεμά. Η πρωτοτυπία και η λεπτότητα δεν ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της πλειονότητας των ελληνικών κωμωδιών ούτε εκείνη την εποχή. Οπως άλλωστε είχε πει κάποτε η Μελίνα Μερκούρη, οι περισσότερες ελληνικές ταινίες ήταν αντίγραφα των γερμανικών ταινιών της UFA, ενώ πολύ συχνά, στις πιο φροντισμένες παραγωγές, μπορεί να δει κανείς τη σκηνοθεσία του Φρανκ Κάπρα, για παράδειγμα, να μεταφέρεται αυτούσια σε μια ελληνική κωμωδία.
Υπάρχει όμως ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κωμωδιών που έχει επιβιώσει, καθώς βασίζεται στις ευφυείς ατάκες και κυρίως στο ταλέντο των ηθοποιών, ενώ επιπλέον οι ταινίες αυτές μεταφέρουν μια νοσταλγική εικόνα για το παρελθόν, κάτι που αποτελεί σταθερό παράγοντα επιτυχίας. Αυτό που ξεχώριζε τις παλιές καλές ελληνικές κωμωδίες, παρά τη φτηνή παραγωγή και τη συνήθως διεκπεραιωτική σκηνοθεσία, είναι ότι πριν από τη μεγάλη οθόνη είχαν δοκιμαστεί εξαντλητικά στο θέατρο. Πριν να γυριστούν σε ταινία, είχαν παραμείνει για πολύ χρόνο στις θεατρικές σκηνές, είχαν δικαιωθεί και είχαν φτιάξει ένα καλό όνομα.
Στη σύγχρονη εποχή, η ελληνική κινηματογραφική κωμωδία βασίζεται στο θέατρο σε ελάχιστες εξαιρέσεις. Το μέσο στο οποίο βασίζεται είναι η τηλεόραση. Τους δικούς της ηθοποιούς αξιοποιεί, το δικό της κοινό προσπαθεί να προσελκύσει, τη δική της θεματολογία επιχειρεί να χρησιμοποιήσει, με μια περισσότερο ελεύθερη σεξουαλικά (βλ. πρόστυχη) γλώσσα.
Βλέποντας τις ελληνικές κωμωδίες του παλιού κινηματογράφου, το συμπέρασμα που βγάζουμε για τους Ελληνες εκείνης της περιόδου είναι ότι ήταν καταφερτζήδες με το όνειρο του διαμερίσματος, της εύκολης ζωής και της κατάκτησης της γυναικάρας της γειτονιάς. Αν κάποιος δει στο μέλλον τις σύγχρονες ελληνικές κωμωδίες, τι συμπέρασμα θα βγάλει πέρα από το ότι οι σημερινοί Ελληνες είναι κακομοίρηδες, ξελιγωμένοι για σεξ; Πόσο –και για πόσο ακόμη– άραγε θα θέλει το κοινό να ταυτίζεται με αυτή την εικόνα;
Sunday, January 24, 2010
Η κωμωδία της χυδαιότητας. Ελληνικές ταινίες με πρότυπο τη φτηνή τηλεόραση
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment