Ο Περικλής Χούρσογλου γνωρίζει πολύ καλά τους συμπρωταγωνιστές στη νέα του ταινία: είναι η γυναίκα του και τα παιδιά του
Ο Περικλής Χούρσογλου πήρε ένα μεγάλο ρίσκο στη νέα του ταινία, τον «Διαχειριστή». Αποφάσισε να παίξει ο ίδιος το βασικό ρόλο. «Πρόσεξε», του είχε πει η στενή συνεργάτριά του, η ενδυματολόγος Αναστασία Αρσένη, «γιατί κινδυνεύεις να καταστρέψεις και την ταινία και την καριέρα σου τη σκηνοθετική».
Ο Χούρσογλου έμεινε ξάγρυπνος πολλά βράδια. Αλλά το αποφάσισε. Και έδωσε μια ερμηνεία μετρημένη και ανθρώπινη. Το φιλμ βγαίνει στις αίθουσες στις 25 Φεβρουαρίου και παρουσιάζει μια πρωτοτυπία: ο σκηνοθέτης συμπρωταγωνιστεί με τη γυναίκα του, την καλή ηθοποιό Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, και τα δύο τους παιδιά!
«Ηθελα να κάνω μια ταινία που να μοιάζει με την ζωή, όχι με ταινία» μας λέει. Αλλά ξεκαθαρίζει: «Οχι, πάντως, ένα προσωπικό ημερολόγιο που θα μας εκθέτει δημόσια».
Ο πάντα ανθρωποκεντρικός Χούρσογλου («Μάτια από νύχτα», «Ο κύριος με τα γκρι», «Λευτέρης Δημακόπουλος») ενσαρκώνει έναν πενηντάρη που έχει να αντιμετωπίσει συζυγικά αδιέξοδα, μια ξεχαρβαλωμένη αποχέτευση, τα μπλεξίματα της πρώην διαχειρίστριας μητέρας του (Κατερίνα Γιουλάκη) και έναν υδραυλικό που ξέρει καλά τα «κόλπα» (Κώστας Βουτσάς). Απέναντι σε όλα αυτά νομίζει πως βρίσκει την απάντηση στο πρόσωπο μιας όμορφης εικοσάρας (Ευσταθία Τσαπαρέλη).
Ο Χούρσογλου είναι σήμερα επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Ως δάσκαλος κερδίζω το ένα πέμπτο απ' όσα θα έβγαζα στη διαφήμιση. Ομως, πολλές φορές ένα καλό μάθημα είναι τόσο καλό όσο ένα καλό γύρισμα», λέει.
Ο «Διαχειριστής» είναι η πιο προσωπική του ταινία. «Η μητέρα μου, στα 75 της, ανέλαβε την επισκευή της κεντρικής αποχέτευσης. Επρεπε να διαχειριστεί ένα μεγάλο ποσό. Ομως είχε συνηθίσει δίνει 500.000 δρχ. και να το γράφει σε χαρτομαντηλάκι. Και η πολυκατοικία είχε πια αλλάξει πολύ. Οι άνθρωποι ήταν πιο δύσπιστοι. Κάποια στιγμή λοιπόν, που βρίσκομαι στο γραφείο μου, ακούω απ' έξω να να τηβρίζουν κλέφτρα. Δεν βγήκα να την υπερασπιστώ. "Τα 'θελε και τα 'παθε", σκεφτόμουν. Υστερα όμως ντράπηκα. Και ανέλαβα διαχειριστής. Είχα μάλιστα και όραμα. Πίστευα πως και στο χειρότερο άνθρωπο, αν φερθείς με διαφάνεια, θα τον κερδίσεις. Οντως έγινε καλύτερη η πολυκατοικία. Οταν όμως έφυγα, σε μια βδομάδα έγινε χειρότερη κι από πριν».
-Ο ήρωάς σας λοιπόν κι εσείς έχετε πολλά κοινά...
«Με τον ίδιο ιδεαλισμό ξεκινά κι αυτός. Αλλά προσγειώνεται. Γρήγορα συνειδητοποιεί από τον υδραυλικό, τον Βουτσά, την πραγματικότητα. Ακόμα και η μητέρα του έπαιρνε μίζα... Θυμάμαι πως κι εγώ τότε ένιωθα συνεχώς θυμωμένος. Ετσι σκέφτηκα να γυρίσω μια ταινία για το θυμό. Ο συνεργάτης μου στο σενάριο, ο Γιαν Φλάισερ, με βοήθησε να συνειδητοποιήσω τις αιτίες αυτού του θυμού. Τη σύνδεσή του με την κρίση της μέσης ηλικίας. Ετσι, ενώ το πρώτο χέρι του σεναρίου εστίαζε περισσότερο στο μικρόκοσμο της πολυκατοικίας, στην πορεία η ταινία έγινε πιο υπαρξιακή».
Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας
-Αλήθεια, πόσο έχει αλλάξει αυτός ο μικρόκοσμος;
«Αν πάρουμε ως τυπικό παράδειγμα τη μέση αστική πολυκατοικία της μητέρας μου στην Καλλιθέα, πολύ. Παλιά υπήρχε ένας σεβασμός μεταξύ των ιδιοκτητών, γνωριζόντουσαν. Σήμερα οι περισσότεροι ένοικοι είναι ξένοι. Γιατί να σέβεται την κ. Χούρσογλου κάποιος που έχει έρθει από το Μπανγκλαντές; Η ζωή του είναι μια διαρκής πίεση. Αλλά και οι Ελληνες σήμερα έχουν άλλη αντίληψη περί ιδιοκτησίας. Ο άλλος "φορτώνει" όλη μέρα. Κι επειδή δεν μπορεί να τσακωθεί με το αφεντικό του και τον τροχονόμο, τσακώνεται με το γείτονα για μια γλάστρα».
-Βλέπω πως συνεχίζετε σταθερά να ενδιαφέρεστε για «μικρές» ανθρώπινες ιστορίες. Κι όχι για θεαματικές πλοκές...
«Ποτέ δεν με τράβαγε η χλιδή. Ούτε το περιθώριο. Μια τυχαία γκαρσόνα ή υπάλληλος με ενδιαφέρει. Θα ήθελα να τη δω να γυρνάει το βράδυ στο σπίτι της. Με ενδιαφέρει αν κάνει μπάνιο, αν μαγειρεύει, πώς βγάζει τα παπούτσια της. Αυτό, σιγά σιγά θα με οδηγήσει στις ελπίδες, τις απογοητεύσεις της. Ετσι δουλεύω και με τους ηθοποιούς μου. Προσπαθώ να ξεχάσω τι έχω γράψει στο σενάριο. Θέλω να ψαρέψω στοιχεία του καθενός. Οταν βλέπω 15 ανθρώπους για ένα ρόλο, το κριτήριό μου είναι: Ποιον θέλω να ξαναδώ; Είναι αυτός με την τσιριχτή φωνή; Αυτό διδάσκω και στους μαθητές μου: αν ο ηθοποιός σάς ρωτάει "αυτό πώς να το κάνω;", να λέτε δεν ξέρω. Οι χαρακτήρες μ' ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από την πλοκή. Μπορεί κανείς να πει πως αφηγούμαι αφόρητα μικροαστικές ιστορίες!» (γελάει).
-Θα ήταν το ίδιο αν η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη δεν ήταν γυναίκα σας;
«Το ένστικτό μου με οδήγησε να παίξουμε όχι μόνο εγώ και η Βαγγελιώ αλλά και τα παιδιά μας. Εκείνη, βέβαια, είχε σοβαρές αντιρρήσεις. Το ίδιο και μια φίλη μας ψυχαναλύτρια. Τα παιδιά, μας εξήγησε, δύσκολα ξεχωρίζουν την πραγματικότητα από τη φαντασία. Αλλά το ήθελαν και τα ίδια τόσο, που τελικά το τολμήσαμε. Αργότερα, στην προβολή, ο μεγάλος έκλεινε τα μάτια του μικρού για να μη βλέπει τις ερωτικές μου σκηνές με την Ευσταθία!»
Συμφιλιώνεται με τον θάνατο
-Που είναι στην πραγματικότητα πρώην φοιτήτριά σας...
«Αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Επρεπε να πάψω να τη βλέπω σαν δάσκαλος. Ημουν μάλλον ντροπαλός. Αλλά έτσι είναι και ο ήρωας. Η άλλη μεγάλη δυσκολία ήταν ότι εκεί που έπαιζα έπρεπε ξαφνικά να βγαίνω από το πετσί του ρόλου, να πηγαίνω να δω στο μόνιτορ τη σκηνή και να διορθώνω πράγματα».
-Πάντως, και στην προηγούμενη ταινία σας μπαίνει ένα νεαρό κορίτσι στην εξίσωση...
«Εχει να κάνει με την κρίση που λέγαμε. Ο καθένας ίσως κάποια στιγμή αποζητήσει τη νεανική σάρκα. Για να ακουμπήσει λίγο πάνω της. Να αυτοεπιβεβαιωθεί. "Κι αν γυρίσω το κοντέρ στο μηδέν;" σκέφτεται. Στα πενήντα ίσως το κάνεις. Στα εξήντα δύσκολα. Ο "Κύριος με το γκρι" δεν το κάνει τελικά».
-Και τώρα, όμως, ο ήρωάς σας επιστρέφει τελικά στην οικογενειακή εστία. Νίκη ή ήττα;
«Η ζωή δεν μπαίνει σε ταμπέλες. Ομως, το τέλος είναι αισιόδοξο. Διότι τολμά να συμφιλιωθεί με αυτό που φοβάται: τον θάνατο».
-Την ταινία σας την πρωτοδείξατε στη Θεσσαλονίκη. Διαφωνήσατε εξ αρχής με τους «Ομιχλιστές» για το αν πρέπει η αποχή από το φεστιβάλ να είναι το μέσο πίεσης για νέο νόμο...
«Η προβολή ήταν εξαιρετική. Αλλά γενικότερα κυριαρχούσε ένα κλίμα απαξίωσης απέναντι στις ελληνικές ταινίες που τελικά προβλήθηκαν. Η "Ομίχλη" είχε επισκιάσει τα πάντα. Πήγα όμως γιατί ταυτόχρονα ήθελα να υποστηρίξω το θεσμό του φεστιβάλ. Στα κρατικά ασφαλώς και δεν διαγωνίστηκα. Ομως οι ταινίες μας είναι προϊόν μεγάλων κόπων. Εχει νόημα να παιχτούν. Εξάλλου, πιστεύω πως σε μια χρονιά τόσο σημαντικών ταινιών, όπως η "Στρέλλα", η "Ακαδημία Πλάτωνος", η "Ψυχή βαθιά",ο «Κυνόδοντας» το αίτημα για νέο νόμο θα μπορούσε να στηριχθεί ακριβώς στην ποιότητά τους».
-Πάντως, μέλος της νεοσύστατης Ακαδημίας Κινηματογράφου γίνατε...
«Μα η Ακαδημία δεν είναι μόνο των "Ομιχλιστών". Και οφείλω να σας πω πως, μετά το φεστιβάλ, ζήτησα να μπω στην "Ομίχλη". Γιατί ήθελα να δουλέψω στις ομάδες για την εκπαίδευση και το 1,5%, τομείς που ξέρω καλά. Ομως, υπήρξαν φοβερές αντιδράσεις. Φοβάμαι πως μέσα στην ιστορία αυτή υπάρχουν κινηματογραφιστές με καθαρούς στόχους για έναν καλύτερο κινηματογράφο, όμως ελλοχεύει ένας κίνδυνος: να ισχυροποιήσουν ακόμα περισσότερο τη θέση τους οι διανομείς και οι παραγωγοί. Σας θυμίζω πως σήμερα οι ταινίες που κάνουν τα πολλά λεφτά είναι ταινίες που έχουν φτιαχτεί εξ αρχής από διανομείς».
-Εσείς δυσκολευτήκατε να βρείτε διανομή;
«Κανείς διανομέας δεν σε παίρνει πια. Ακόμα και η "Στρέλλα", στο κύκλωμα του Filmcenter βγήκε. Η ελληνική κοινωνία δεν θέλει πια να καθρεφτίζεται μέσα από το ελληνικό σινεμά. Ή μάλλον προτιμά έναν παραμορφωτικό καθρέφτη που έχει διαμορφωθεί από όλα αυτά τα ελληνικά σίριαλ που υποτίθεται πως την εκφράζουν. Γι' αυτό και επιβραβεύονται οι κινηματογραφικές τους κόπιες...».*
Saturday, January 30, 2010
Μια οικογένεια στο πλατό
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment