- Γράφει η ΤΖΙΑ ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 21 Γενάρη 2010
Το αστυνομικό θρίλερ «Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά» (σουηδικής παραγωγής) αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Μillennium» («Μιλένιουμ») και είχε προγραμματιστεί για τηλεοπτική παραγωγή. Μετά όμως την τεράστια εμπορική επιτυχία που σημείωσε το πρώτο κομμάτι, «Το κορίτσι με το τατουάζ», τα σχέδια άλλαξαν.
Στο δεύτερο λοιπόν μέρος, που προβάλλεται από σήμερα στους κινηματογράφους, ξαναβρίσκουμε τα πρόσωπα που συνιστούν τη ραχοκοκαλιά της τριλογίας. Τον δημοσιογράφο του περιοδικού «Μιλένιουμ», Μίκαελ Μπλούμκβιστ, και την Λίσμπετ Σαλάντερ, τη νεαρή χάκερ με εμφάνιση «ίμο» που, στο τέλος της προηγούμενης ταινίας, είχαμε αφήσει σε μια πολυτελή βίλα κάπου στην Καραϊβική. Η Λίσμπετ επιστρέφει στη Στοκχόλμη για να κανονίσει τους ανοικτούς της λογαριασμούς με δικηγόρους και ψυχιάτρους που φρόντισαν με ψευδή ιατρικά στοιχεία να την κλείσουν στα 12 της σε ψυχιατρικό ίδρυμα, ισχυριζόμενοι επικίνδυνη πνευματική διαταραχή. Η τύχη θέλησε να την ξαναφέρει στο δρόμο του Μίκαελ Μπλούμκβιστ. Την αφορμή έδωσε νεαρός δημοσιογράφος που, με τη βοήθεια της εγκληματολόγου κοπέλας του, χαρτογράφησε εκτεταμένο δίκτυο ευυπόληπτων πελατών κυκλώματος πορνείας που εμπορεύεται γυναίκες, κύρια από την Ανατολική Ευρώπη. Το ισχυρό κύκλωμα δολοφονεί το ζευγάρι πριν προλάβει να παραδώσει το αποκαλυπτικό άρθρο στο περιοδικό «Μιλένιουμ». Στο όπλο του εγκλήματος βρίσκονται τα δακτυλικά αποτυπώματα της Λίσμπετ. Μετά από μία ακόμη δολοφονία με το ίδιο όπλο, η «ίμο» χάκερ πληροφορείται από τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων ότι καταζητείται για τρεις φόνους. Ως είναι φυσικό κρύβεται, μεταμφιέζεται και ψάχνει για αποδείξεις που θα την απενοχοποιήσουν. Ολες οι ενδείξεις την οδηγούν σε κάποιον που ονομάζεται Σάλα. Ο Μίκαελ Μπλούμκβιστ, που γνωρίζει καλά την Λίσμπετ είναι ο μοναδικός που πιστεύει στην αθωότητά της, ενώ και οι δικές του έρευνες ενισχύουν την πεποίθηση ότι ο αδίστακτος εγκληματίας Σάλα ή μάλλον Σαλασένκο κρύβεται πίσω από τους τρεις φόνους.Η Σουηδία έχει μακρά παράδοση στο αστυνομικό μυθιστόρημα και σημαντικό μέρος της συνολικής παραγωγής έχει κατά καιρούς μεταφερθεί, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχώς, στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Ενδεικτικά αναφέρω τη σειρά των Σεβάλ και Βαλέες όπου πρωταγωνιστεί ο αστυνόμος Μάρτιν Μπεκ και τη σειρά με τον αστυνομικό επιθεωρητή Κουρτ Βαλάντερ που έπλασε η φαντασία του Χένινγκ Μανκέλ.
Η τριλογία «Μιλένιουμ» υπογράφεται από τον συγγραφέα Στιγκ Λάρσον, που πέθανε από ανακοπή το 2004, σε ηλικία 50 μόλις ετών. Ο Λάρσον σχεδίαζε τη συγγραφή 10 συνολικά αστυνομικών μυθιστορημάτων με ήρωα τον δημοσιογράφο Μίκαελ Μπλούμκβιστ, είχε μάλιστα ήδη καταλήξει στο «στόρι» των έξι πρώτων. Πρόλαβε λίγο πριν τον θάνατό του να παραδώσει στον εκδότη του την ολοκληρωμένη τριλογία «Μιλένιουμ», ενώ στον προσωπικό του υπολογιστή βρέθηκαν 320 σελίδες από το τέταρτο βιβλίο της συλλογής, που παραμένει ατελείωτο.
Ο Λάρσον έγινε πολυεκατομμυριούχος μετά θάνατο λόγω της σαρωτικής επιτυχίας που σημείωσαν τα έργα του. Μάλιστα, αυτήν την περίοδο βρίσκονται στα δικαστήρια και ερίζουν, η συμβία από τη μια και ο πατέρας κι αδελφός του συγγραφέα από την άλλη, για το ποιος δικαιούται να κληρονομήσει τα πνευματικά δικαιώματα.
Το πρώτο μέρος της σειράς που έφερε τον τίτλο «Το κορίτσι με το τατουάζ» το σκηνοθέτησε ο Δανός Νιλς Αρντεν Οπλεβ. Σκηνοθέτης της δεύτερης ταινίας «Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά» είναι ο Ντάνιελ Αλφρεντσον, γιος του δημοφιλέστατου ηθοποιού, κωμικού, συγγραφέα και σκηνοθέτη Χάσε Αλφρεντσον και αδελφός τού επίσης σκηνοθέτη Τόμας Αλφρεντσον, γνωστού στην Ελλάδα από την ταινία «Ασε το κακό να μπει».
Η κατά Αλφρεντσον συνταγή της συνέχειας του πρώτου μέρους φαίνεται να συνίσταται στο «ακόμα περισσότερη δράση».
Στο άγαρμπο σενάριο που σφύζει από κλισέ και γραφικότητες τουριστικής τάξης, χρησιμοποιήθηκαν λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα. Καλοί και κακοί (αλήθεια ποιος είναι τι;) στο μεταμοντέρνο χωνευτήρι κι όποιον πάρει ο χάρος, αρκεί οι πωλήσεις να πάνε καλά... Και, ο τερατώδης κατάξανθος κολοσσός με τη γενετική αναλγησία - κάτι ανάμεσα σε απόγονο του Φρανκενστάιν και του γορίλα με την ατσάλινη οδοντοστοιχία στο φιλμ του «Τζέιμς Μποντ» - και, οι συμμορίες των μοτοσικλετιστών τύπου «Χελς Εϊντζελς» και, δικηγόροι σαδιστές και βιαστές και, λεσβίες και, διεστραμμένοι ψυχίατροι και, Σοβιετικός πρώην πράκτορας που αυτομόλησε στον παράδεισο της ελευθερίας το 1940 και συνεχίζουν να καλύπτουν οι μυστικές σουηδικές υπηρεσίες. Μέχρι και ο κοσμικός πυγμάχος Πάολο Ρομπέρτο χώρεσε και υποδύεται τον εαυτό του. Οι ρόλοι που προανέφερα είναι, ας πούμε, δραματουργικά οργανικοί. Παράλληλα όμως υπάρχει έντονη κινητικότητα αδικαιολόγητης πασαρέλας, εμφανίζονται δημοφιλή ονόματα σε ρόλους που αιωρούνται, που έρχονται από το πουθενά, πετούν δυο ατάκες και εξαφανίζονται ανεπιστρεπτί. Ενας τέτοιος είναι ο ρόλος του Αρμάνσκι, όπου βρίσκουμε τον δικό μας Μιχάλη Κουτσογιαννάκη, δημοφιλή ηθοποιό με γερή θεατρική καριέρα στη Σουηδία. Σε αντίστοιχο ρόλο βλέπουμε και τον κλεισμένο σε οίκο ευγηρίας, πάλαι ποτέ σπουδαίο, Περ Οσκαρσον.
Το κύκλωμα σεξουαλικής εμπορίας γυναικών που αρχικά εμφανίζεται ως δομικό στοιχείο, ακολουθεί φθίνουσα πορεία έως την πλήρη εξαφάνισή του, χωρίς καν να γίνει κάποιο τυπικό έστω σχόλιο επί του θέματος. Ψελλίζουν κάτι για τους κακούς, τους πελάτες, που εφόσον προκαλούν ζήτηση, αυτοί ευθύνονται για τη δημιουργία προσφοράς.
Θεωρώ ότι η Λίσμπετ Σαλάντερ αποδίδει αφαιρετικά την ουσία του μοντέλου του ανθρώπου που πλάθεται μέσα στις αξίες της νέας τάξης πραγμάτων. Είναι αυτάρκης, δεν έχει και δε θέλει να έχει ανάγκη κανέναν. Οταν οι περιστάσεις το απαιτούν επικοινωνεί με τους άλλους μέσω κομπιούτερ, όταν το επιβάλλει η περίπτωση εκφράζεται λακωνικά με λεξιλόγιο 200 λέξεων. Ζει σε ένα είδος αποστειρωμένου από ίχνη ζωής περιβάλλον, είναι όμως καλός καταναλωτής και αγοράζει σουηδικά. Συναρμολογούμενα έπιπλα από πλαστικό κι ατσάλι από την ΙΚΕΑ και υψηλή σουηδική τεχνολογία, που την κατάλληλη στιγμή της σώζει τη ζωή. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η καινούργια φεμινιστική εικόνα που η Λίσμπετ συνθέτει, πιστεύει ότι είναι ελεύθερη. Και ευτυχισμένη, χωρίς συναισθήματα!
Θα ήθελα μόνο να σταθώ σ' ένα και μοναδικό σημείο που ένιωσα σφίξιμο στο στομάχι. Ο εφιάλτης της Λίσμπετ για την ψυχιατρική κλινική αναμόχλευσε στη μνήμη μου το καθεστώς των υποχρεωτικών στειρώσεων σε παρεκκλίνοντα, του φυσιολογικού, άτομα, που θεσμοθετήθηκε το 1934 - κατόπιν προτροπής της υπουργού πρόνοιας της κυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατών κυρίας Αλβα Μίρνταλ. Η σχετική νομοθεσία, που καταργήθηκε το 1976, μετρά 63.000 θύματα, μεταξύ αυτών άτομα με σύνδρομο Ντάουν, μειονότητες π.χ. Τάταροι, αλλά και κομμουνιστές... Οι υποχρεωτικές στειρώσεις, κατά τον ΟΗΕ, συνιστούν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Γι' αυτά βέβαια επιμελώς σιωπούν οι οπαδοί του παραδειγματικού σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου.
Οσο για την κινηματογραφική τριλογία... έπεται συνέχεια... Ισως το έσχατο μέρος λύσει τυχόν απορίες σας και ερωτήματα. Ποιος ξέρει...
Σκηνοθεσία: Ντάνιελ Αλφρεντσον
Παίζουν: Νοόμι Ραπάς, Μίκαελ Νίκβιστ, Λένα Εντρε, Περ Οσκαρσον, Μιχάλης Κουτσογιαννάκης κ.ά.
No comments:
Post a Comment