- Συζητήθηκε όσο λίγες ταινίες νέων ελλήνων σκηνοθετών και ανέδειξε έναν ταλαντούχο και τολμηρό σκηνοθέτη που έβαλε στο στόχαστρό του το μικροαστισμό και τη βία της ελληνικής καθημερινότητας, χωρίς να «χαϊδεύει» τον θεατή.
Την ερχόμενη Κυριακή 10 του μηνός η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» προσφέρει μια ταινία που αξίζει να έχουμε στην ταινιοθήκη μας: το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη. Και μαζί, το τρίτο και τελευταίο cd με τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Νίκου Παπάζογλου.
Ο Γιάννης Οικονομίδης γύρισε το low budget «Σπιρτόκουτο» το 2002 με ψηφιακή κάμερα. Η ταινία, που βγήκε στις αίθουσες το 2003, απέσπασε πολύ θετικές κριτικές και δημιούργησε έναν πυρήνα φανατικών θαυμαστών του σκηνοθέτη που τον ακολούθησε και στην επόμενη ταινία του: την εξόχως βίαιη «Ψυχή στο στόμα» που έφτασε μέχρι τις Κάνες, προσελκύοντας ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Στο «Σπιρτόκουτο», με την κάμερα σε απόσταση αναπνοής από τα πρόσωπά του, που απαρτίζουν μια τυπική μικροαστική οικογένεια του Κορυδαλλού, ο σκηνοθέτης τα παρακολουθεί να αλληλοσπαράσσονται: άνθρωποι που φωνασκούν και «ασελγούν» λεκτικά αντλώντας ικανοποίηση με τον εξευτελισμό του άλλου. Ερμηνευμένοι από ηθοποιούς που παίζουν με τέτοια ένταση ώστε έχεις την αίσθηση ότι κινδυνεύουν.
Κεντρικό πρόσωπο ο πατέρας, τον οποίο ενσαρκώνει εκπληκτικά ο Ερρίκος Λίτσης. Ενας απολυταρχικός πάτερ φαμίλιας, με υπόστρωμα καλοσύνης που τον εξανθρωπίζει, από τον οποίο εξαρτώνται όλοι - και ίσως γι'αυτό τον μισούν τόσο. Η γυναίκα του, βίαιη, άτεγκτη και απηυδισμένη από τη ζωή της, τον «τιμωρεί» όπως μόνο μια γυναίκα μπορεί να τιμωρήσει έναν άντρα: λέγοντας του πως το παιδί που μεγάλωσε δεν είναι δικό του. Αλήθεια ή ψέματα; Δεν έχει σημασία. Ο σπόρος της αμφιβολίας έχει φυτευτεί μέσα του για πάντα. Ο «πόλεμος σε τέσσερις τοίχους» συνεχίζεται...
Ο ίδιος ο Οικονομίδης, που στο παρελθόν έχει χαρακτηρίσει τον μικροαστισμό «πηγή όλων μας των δεινών», βλέπει σήμερα την ταινία του αυτή ως ένα φιλμ «που έχει πάρα πολλή τρέλα, τόλμη, ιδρώτα, ρυθμό, πολλά στοιχήματα, πολύ νεύρο και έντονη επαναστατική διάθεση να αποκαλύψουμε τα ψέματα, να σπάσουμε νόρμες. Εχει μια επιθετική διάθεση σε όσα μας καταπλακώνουνε».
Θεωρεί δε πως η ταινία είναι «πιο επίκαιρη από ποτέ. Διότι τώρα μπαίνουμε πραγματικά στα "κόκκινα". Η οικονομική ανέχεια βγάζει στην επιφάνεια όλη την ασφυξία της καθημερινότητάς μας, μεγεθύνοντας όλες τις πληγές: προσωπική και κοινωνική βία, σοβινισμό, ξενοφοβία, απελπισία. Τα νεύρα του απλού ανθρώπου είναι σήμερα κουρέλια».
Κι επειδή το ενδιαφέρον του «ήταν είναι και θα είναι πάντα η Ελλάδα και ο Ελληνας», αυτό θα είναι και το θέμα της επόμενης ταινίας του, του «Μαχαιροβγάλτη», που σε μερικές εβδομάδες θα είναι έτοιμη. Ηρωας εκεί είναι «ένας επαρχιώτης, ένας χαμένος χωρίς παρόν και μέλλον, που πηγαίνει να ζήσει με τον θείο του στην Αθήνα και αναλαμβάνει να φυλάει τα δύο ντόπερμαν του σπιτιού. Η ταινία είναι η διαδρομή ενός ανόητου με άδειο βλέμμα. Μέσα από το βλέμμα του αυτό περνάει όλη η Ελλάδα. Ανόητοι δεν είναι και αυτοί που μας κυβερνούν; Ανθρωποι με χέρια βαμμένα από το αίμα δεν είναι αυτοί που πάντα τη βγάζουν καθαρή;».
Ηθοποιοί στα άκρα
Βλέπει, λοιπόν, και εδώ τον Ελληνα με τα ίδια μελανά χρώματα; «Μα μπορείς να δεις την Ελλάδα με χρώματα; Γι' αυτό γύρισα τον "Μαχαιροβγάλτη" μαυρόασπρο. Αλλά και το "Σπιρτόκουτο" μοιάζει αποχρωματισμένο. Σαν να έχει ρουφήξει κάποιος τα χρώματα από τη ζωή αυτών των ανθρώπων». Κι όμως έχει και χιούμορ.
Η δεύτερη ταινία του, η «Ψυχή στο στόμα» είχε για ήρωα έναν καθημερινό βιοπαλαιστή (Ε. Λίτσης) που υπομένει πολλά: τη χυδαία συμπεριφορά του αφεντικού του (Β. Μουρίκης), την άπιστη γυναίκα του, τους τοκογλύφους... Και τελικά εκρήγνυται. Ο Οικονομίδης χρησιμοποίησε ακόμα και τη φινετσάτη Μαρία Ναυπλιώτου σε κόντρα ρόλο «χυδαίας γκόμενας». Και έφτασε τους ηθοποιούς του σε τέτοια άκρα, ώστε ο παραγωγός του, ο Πάνος Παπαχατζής, αναγκάστηκε να τους βάλει να υπογράψουν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό σύμφωνα με το οποίο όλα γίνονται υπ' ευθύνη τους. Ο Ερρίκος Λίτσης έφαγε, αδιαμαρτύρητα, πολύ ξύλο. «Είμαι σαν σάκος του μποξ», μας είχε πει τότε.
«Το Σπιρτόκουτο» ήταν μια διαφορετική ταινία, εξηγεί ο Οικονομίδης. «Πιο ροκ εν ρολ. Αναδείκνυε τη γελοιότητα του μικρομεσαίου. Ενώ η "Ψυχή" ήταν ακόμα πιο σκοτεινή και ζοφερή».
Πολλοί τον κατηγόρησαν για υπερβολή. Και ενοχλήθηκαν από την χωρίς μέτρο, όπως υποστήριξαν, χρήση βωμολοχιών. Ο ίδιος απαντά: «Προς θεού, δεν βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας; Τη λεκτική φτώχεια των Ελλήνων, τη βία; Αυτό που σοκάρει τον κόσμο είναι απλώς ότι δεν έχει συνηθίσει να βλέπει στο ελληνικό σινεμά μια τέτοιου τύπου αναπαράσταση...» *
Saturday, January 2, 2010
Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment