Η σφαγή του μισού πληθυσμού της Ναγκίν από τους Ιάπωνες το '37 έγινε μια αποκαλυπτική ταινία
Οταν το σινεμά αποφασίζει να αφήσει στην άκρη τον ρόλο του διασκεδαστή και αναλαμβάνει να ρίξει φως σε σκοτεινές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, γεννιούνται ταινίες όπως η «Πόλη της ζωής και του θανάτου», που προβάλλεται σε λίγες μέρες.
Θέλοντας να υπογραμμίσει την ανάγκη συντήρησης της συλλογικής μνήμης, ο κινέζος σκηνοθέτης Λου Τσουάν εμπνεύστηκε ένα αποκαλυπτικό έπος που αναφέρεται σε ένα από τα πιο απεχθή εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος της χώρας του κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα: τη σφαγή του μισού πληθυσμού της πόλης Νανγκίν από τον ιαπωνικό αυτοκρατορικό στρατό, τον Δεκέμβρη του 1937.
Εχοντας ως σκοπό την εξουδετέρωση όσο το δυνατόν περισσότερων Κινέζων και Κορεατών- λαών τους οποίους θεωρούσαν υποδεέστερους, οι Ιάπωνες εισέβαλαν στην Κίνα τον Ιούλιο του 1931, επιβάλλοντος σκληρή κατοχή που κράτησε παραπάνω από μια δεκαετία και στοίχισε τη ζωή σε 15 εκατομμύρια κατοίκους της. Τριακόσιες χιλιάδες από τους ανθρώπους αυτούς βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια των έξι εβδομάδων που ο ιαπωνικός στρατός εισέβαλε στη Νανγκίν, τότε κινεζική πρωτεύουσα, η οποία είχε γίνει καταφύγιο για όσους επαρχιώτες έφταναν εκεί νομίζοντας ότι θα τους πρόσφερε μεγαλύτερη ασφάλεια σε καιρό πολέμου. Μόνο που η Νανγκίν πνίγηκε στο αίμα, καθώς η είσοδος των ιαπωνικών στρατευμάτων μετατράπηκε σε μια ανελέητη εκστρατεία εξόντωσης.
Είκοσι χιλιάδες γυναίκες έπεσαν θύματα διαδοχικών βιασμών, κινέζοι στρατιώτες θάφτηκαν ζωντανοί σε μαζικούς τάφους ή εκτελέστηκαν κατά εκατοντάδες, αμέτρητοι άμαχοι θανατώθηκαν σε απανωτές αποτεφρώσεις ή χρησίμευσαν για να εξασκούν επάνω τους τις ξιφολόγχες τους οι γιαπωνέζοι φαντάροι. Υπολογίζεται ότι μόνο στα βίαια επεισόδια της πρώτης μέρας εξολοθρεύτηκαν 57 χιλιάδες άνθρωποι.
Αντιπολεμική μαρτυρία
Μετά το πέρας του πολέμου, οι διαστάσεων γενοκτονίας στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ιαπώνων στη Νανγκίν αποτέλεσαν αντικείμενο προστριβών μεταξύ των δύο χωρών. Εβδομήντα δύο χρόνια μετά τα τραγικά συμβάντα κι ενώ η Ιαπωνία εξακολουθεί να μην έχει απολογηθεί ποτέ επισήμως γι' αυτά, ο 39χρονος σκηνοθέτης μετατρέπει την περιγραφή της σφαγής σε μια συγκλονιστική αντιπολεμική μαρτυρία. Μπορεί το φιλμ να είναι γυρισμένο με συναισθηματική φόρτιση, όμως ο Λου Τσουάν καταφέρνει να σκιαγραφήσει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές όσο το δυνατόν πιο ακριβοδίκαια. Μάλιστα επιλέγει να αναγορεύσει έναν συμπονετικό και συμπαθή ιάπωνα στρατιώτη σε έναν από τους βασικότερους χαρακτήρες ολόκληρου του φιλμ, επιχειρώντας μέσω αυτού να αντιπροσωπεύσει μια λιγότερο αποκρουστική πλευρά του εχθρού. Ομως ο σκηνοθέτης δεν φανταζόταν τι αντιδράσεις έμελλε να προκαλέσει η συγκεκριμένη του απόφαση στους συμπατριώτες του...
Η «Πόλη της ζωής και του θανάτου» προβλήθηκε στην Κίνα τον περασμένο Απρίλιο και προξένησε δικαιολογημένο θόρυβο, ανοίγοντας εκ νέου τον φάκελο με τις κτηνωδίες που διαπράχθηκαν εν καιρώ πολέμου, την ίδια ώρα που φάνηκε να αναζωπυρώνει το πατριωτικό και εθνικιστικό πνεύμα της χώρας. Παρά την εισπρακτική επιτυχία που γνώρισε και τις ενθαρρυντικές ως επί το πλείστον κριτικές που έλαβε, η ταινία στάθηκε αιτία να δεχτεί ο σκηνοθέτης πολυάριθμες ανώνυμες απειλές εναντίον της ζωής του και να απαξιωθεί από μερίδα της κοινής γνώμης. Οπως διηγείται, άλλωστε, ο ίδιος, «από την πρώτη εβδομάδα προβολής οι θεατές μοιράστηκαν σε δυο πλευρές: με τη μία μεριά τάχθηκαν όσοι υποστήριξαν εξαρχής την ταινία και με την άλλη μεριά όσοι τη μίσησαν, ζήτησαν να εξαφανιστεί από την επίσημη ιστορία της κινεζικής κινηματογραφίας και αποφάσισαν μαζί της να μισήσουν κι εμένα. Επιπλέον φρόντισαν να μας αποκλείσουν εντελώς από τα ετήσια κρατικά βραβεία. Ευτυχώς που καταφέραμε να στείλουμε την ταινία σε αρκετά φεστιβάλ, εξασφαλίζοντας έτσι την καριέρα της εκτός των κινεζικών συνόρων».
Πώς ερμηνεύει ο Λου Τσουάν τις ακραίες αντιδράσεις που συνόδεψαν την κυκλοφορία του φιλμ στις αίθουσες; «Δεν είναι όλοι οι θεατές στη χώρα μου ανοιχτόμυαλοι και σίγουρα δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν ότι οι ιάπωνες στρατιώτες ήταν κι αυτοί ανθρώπινα όντα» δηλώνει με πικρία. «Ηταν αφέλειά μου να νομίζω ότι την σημερινή εποχή, χάρη και στην πρόοδο που έχει συντελεστεί, είμαστε πλέον σε θέση να θεωρούμε δεδομένο πως όλοι οι άνθρωποι σε αυτό τον κόσμο είναι ίσοι. Προφανώς, για μερικούς συμπατριώτες μου, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Ο εθνικισμός, όπως αποδεικνύεται, βρίσκεται βαθιά ριζωμένος ακόμη στη χώρα μου. Ελπίζω μόνο ότι οι νεότερες γενιές των Κινέζων και των Ιαπώνων θα δουν την ταινία και θα συνειδητοποιήσουν ίσως κάτι από το μέγεθος της φρίκης γύρω από τα όσα έγιναν στη Νανγκίν. Ευτυχώς ο κινηματογράφος έχει αυτή τη δύναμη». *
No comments:
Post a Comment