Saturday, February 28, 2009

Στίβεν Σόντερμπεργκ «Traffic»


File:Soderberghtrafficposter.JPG

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ [Steven Soderbergh] σκηνοθετεί την αστυνομική περιπέτεια «Traffic». Η ταινία παρακολουθεί τέσσερις ιστορίες που αφορούν στον πόλεμο μεταξύ αρχών και εμπόρων ναρκωτικών στα σύνορα ΗΠΑ - Μεξικό. Ενας ανώτατος Αμερικανός δικαστής, που αναλαμβάνει να συντονίσει την επιχείρηση κατά της διακίνησης ναρκωτικών, ανακαλύπτει ότι η δεκαεξάχρονη κόρη του είναι εθισμένη στην ηρωίνη. Στο Μεξικό ένας έντιμος αστυνομικός προσπαθεί μαζί με τον συνάδελφό του να αντιμετωπίσει το εμπόριο, υπό αντίξοες συνθήκες. Δύο εισαγγελείς συνεργάζονται με έναν μεγάλο πληροφοριοδότη που προτίθεται να καταθέσει με αντάλλαγμα την αμνηστία. Μία σύζυγος φυλακισμένου μεγαλέμπορου, μετά το αρχικό σοκ της σύλληψής του, αναλαμβάνει να συνεχίσει τις δουλειές του άντρα της... Παίζουν: Μάικλ Ντάγκλας, Κάθριν Ζέτα - Τζόουνς, Ντένις Κουέιντ, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Αλμπερτ Φίνεϊ, Ερικα Κρίστενσεν (Τετάρτη, 04/03, ΝΕΤ, 23.00).


Steven Soderbergh, July 2007

Η ταινία «Σεραφίν» ο μεγάλος νικητής των βραβείων Σεζάρ 2009

  • Η ταινία «Μεσρίν», που ήταν το φαβορί με 10 υποψηφιότητες, κέρδισε τελικά τρια βραβεία.

Ο μεγάλος νικητής της 34ης τελετής των κινηματογραφικών βραβείων Σεζάρ 2009 είναι η ταινία «Σεραφίν» του Μαρτέν Προβόστ, καθώς απέσπασε συνολικά επτά βραβεία. Μεταξύ αυτών είναι της καλύτερης ταινίας και της καλύτερης ηθοποιού, το οποίο κέρδισε η Γιολάντ Μορό.

Η ταινία «Μεσρίν», που ήταν το φαβορί με 10 υποψηφιότητες, κέρδισε τελικά τρια βραβεία Σεζάρ: αυτό του καλύτερου σκηνοθέτη, το οποίο απονεμήθηκε στον Ζαν-Φρανσουά Ρισέ, του καλύτερου ηθοποιού που κέρδισε ο Βενσάν Κασέλ και του καλύτερου ήχου. Η ταινία «Σεραφίν» κέρδισε επίσης βραβεία Σεζάρ πρωτότυπου σεναρίου, μουσικής, φωτογραφίας, σκηνικών και κοστουμιών.

Η Γιολάντ Μορό, η οποία κέρδισε το δεύτερο Σεζάρ της, τέσσερα χρόνια ύστερα από εκείνο για το ρόλο της στην ταινία «Οταν η θάλασσα ανεβαίνει», υποδύεται στην ταινία «Σεραφίν» μια γυναίκα που εργάζεται ως οικιακή βοηθός, πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να κερδίσει κάποια χρήματα και να αγοράσει τα υλικά που της χρειάζονται για να ασχοληθεί με το πάθος της που είναι η ζωγραφική. Η Σεραφίν θα γίνει γνωστή με τη βοήθεια ενός Γερμανού κριτικού τέχνης και συλλέκτη.

Το βραβείο Σεζάρ καλύτερης ξένης ταινίας απονεμήθηκε στο «Βάλς με τον Μπασίρ» ένα αντιπολεμικό κόμικ για ενήλικες του Ισραηλινού Αρι Φόλμαν.

Η βραδιά επεφύλαξε στιγμές συγκίνησης, καθώς οι παρευρισκόμενοι έδωσαν φόρο τιμής στον παραγωγό, σκηνοθέτη και ηθοποιό Κλοντ Μπετί, ο οποίος πέθανε τον Ιανουάριο, ενώ για την σημαντική καριέρα του στον κινηματογράφο τιμήθηκε ο διάσημος Αμερικανός ηθοποιός Ντάστιν Χόφμαν.

Thursday, February 26, 2009

Κλιντ Ιστγουντ: Η εξιλέωση του επιθεωρητή Κάλαχαν

“Gran Torino”. Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ

Ο 79χρονος σήμερα Κλιντ Ιστγουντ είναι από μόνος του ένα μεγάλο κεφάλαιο, όχι πλήρως αποκωδικοποιημένο, του παγκόσμιου κινηματογράφου, σε μια μοναδική διαδρομή, που ουσιαστικά ξεκινά το 1964, όταν ερμήνευσε τον θρυλικό “Άνθρωπο χωρίς όνομα" στο “Για μια χούφτα δολάρια” του Σέρτζιο Λεόνε, τον μυθολογικό ήρωα που έρχεται από το πουθενά, ως απόλυτος δραματουργικός καταλύτης, περιβεβλημένος με επιτηδευμένο φορμαλισμό, "απελευθερώνοντας το γουέστερν από τα δεσμά της αμερικανικής ηθικολογίας", όπως έγραψε η Αμερικανίδα κριτικός Πωλίν Καέλ, και φτάνει στο προσωπικό του πέρασμα στη σκηνοθεσία το 1971 - “Play misty for me”, “Bird” “Οι Ασυγχώρητοι”, “Οι γέφυρες του Μάντισον”, “Million dollar baby”, “Γράμματα από την Ιβοτζίμα”, κινηματογραφικά διαμάντια σε μια καριέρα με απίστευτες διακυμάνσεις, αλλά και σταθερή ωρίμανση...

Στην τελευταία του ταινία, με τον τίτλο “Gran Torino” (παρεμπιπτόντως, και για όσους έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν για τον... αποκλεισμό της, η ταινία θα είναι υποψήφια για τα Οσκαρ της επόμενης χρονιάς) πρωταγωνιστεί ξανά ο ίδιος, ως συνταξιούχος εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας. Είναι ο Γουόλτ Κοβάλσκι, πολωνικής καταγωγής, δύσθυμος χαρακτήρας και εξαιρετικά συντηρητικός στις απόψεις του βετεράνος του πολέμου της Κορέας, περνάει τις μέρες του επισκευάζοντας το σπίτι του, πίνοντας μπίρα και πηγαίνοντας μια φορά τον μήνα στο κουρείο. Η γυναίκα έχει πεθάνει, με τελευταία της επιθυμία ο Γουόλτ να εξομολογηθεί επιτέλους στον παπά της ενορίας... Εκείνος όμως νιώθει κοντά του πλέον μονάχα το γέρικο σκυλί του, την Νταίζη. Στη γειτονιά του είναι πια εντελώς απομονωμένος: Οι παλιοί γείτονές του έχουν μετακομίσει ή πέθαναν και έχουν αντικατασταθεί από Ασιάτες μετανάστες, τους οποίους ο Γουόλτ απεχθάνεται. Τα πάντα γύρω του φθαρμένα, “ξεπερασμένα”, τα πρόσωπα ξένα, ο Γουόλτ περιμένει μονάχα το τέλος.

Μέχρι τη νύχτα που κάποιος προσπαθεί να κλέψει το κρυφό καμάρι του, ένα Gran Torino του '72 -“Δεν τα φτιάχνουν πια όπως τότε”. Ο υποψήφιος κλέφτης είναι ο ντροπαλός έφηβος γείτονάς του Τάο (Μπι Βανγκ), που μια συμμορία της περιοχής τον υποχρέωσε, σαν “δοκιμασία”, να κλέψει το αυτοκίνητο.

Ο Γουόλτ όμως εμποδίζει την κλοπή, ακυρώνει τα σχέδια της συμμορίας και γίνεται άθελά του ο ήρωας της γειτονιάς - ειδικά στα μάτια της μητέρας και της μεγαλύτερης αδερφής του Τάο, της Σου, η οποία επιμένει ότι ο Τάο πρέπει τώρα να δουλέψει για τον Γουόλτ προκειμένου να εξιλεωθεί. Ο Γουόλτ αρχικά δεν θέλει να έχει καμία σχέση με όλους αυτούς τους ανθρώπους, όμως τελικά υποχωρεί και βάζει τον μικρό να κάνει κάποιες μικροεπισκευές που θα αναμορφώσουν τη γειτονιά...

Μέσα από την φυσική ευγένεια και τον αυθορμητισμό του Τάο και της οικογένειάς του, ο Γουόλτ, αυτός ο “συνταξιούχος Κάλαχαν”, αρχίζει σιγά-σιγά να συνειδητοποιεί πως “αντικειμενικά” βρίσκεται πιο κοντά σε αυτούς τους βασανισμένους ανθρώπους- μετανάστες της διπλανής πόρτας παρά στα ίδια του τα παιδιά και τα εγγόνια. Θα “βγάλει” τελικά έξω, στο φως, το καταπιεσμένο καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, όπως κρυμμένο κρατούσε για χρόνια και το καμάρι του, το Gran Torino. Θα δώσει την απάντηση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι νέοι φίλοι του με έναν φαινομενικά “καουμπόικο” τρόπο -όμως όχι, αυτή τη φορά ο “επιθεωρητής Κάλαχαν” θυσιάζεται, ως μάρτυρας... Η πρώτη σκέψη που έρχεται μετά στο μυαλό είναι ότι ΄'και πάλι” ο Κλιντ Ισγουντ επέλεξε μια “προσωπική”, μοναχική λύση, περιφρονώντας τις συλλογικότητες, έστω με καλές προθέσεις. Πάλι λάθος. Η ακραία “θυσία” του δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει εάν δεν κατάφερνε να αφυπνίσει την κοινότητα των μεταναστών, που καταγγέλλουν πια τους τραμπούκους... Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι το έργο του μεγάλου αυτού δημιουργού συνεχίζει να εξελίσσεται, ανατρέποντας το αξιακό σύστημα που ο ίδιος είχε εγκαθιδρύσει στο παρελθόν. Πόσοι δημιουργοί μπορούν σήμερα να κάνουν κάτι ανάλογο;

“Μικρές ελευθερίες”. Σκηνοθεσία: Κώστας Ζάπας. Να μια ελληνική ταινία που θα σας κάνει να αναθεωρήσετε πολλές από τις απόψεις σας για το ελληνικό σινεμά: Χαρακτήρες στα όρια του ρεαλισμού και της υπέρβασής του, με δάνεια από το ΄”θέατρο της σκληρότητας”. Ένας αυταρχικός άντρας κάπου στην αθέατη πλευρά της ελληνικής επαρχίας εμπορεύεται μετανάστες και νεαρές πόρνες από τις Βαλκανικές χώρες. Δεν διστάζει να εκπορνεύσει και την ανήλικη κόρη του, ενώ σήμερα φαίνεται να έχει σειρά και ο γιος του. Λόγος παραληρηματικός, σώματα που υποφέρουν και βιώνουν τη σεξουαλικότητα σαν βαθιά πληγή, κάμερα στο χέρι, ανορθόδοξα καδραρίσματα, σινεμά με τη λογική της γροθιάς στο στομάχι του θεατή.

“Καρουζέλ”. Σκηνοθεσία: Σταμάτης Τσαρουχάς. Κοινωνικό δράμα, με θέμα την ιστορία μιας νέας γυναίκας που, κουβαλώντας τα ψυχολογικά τραύματα του παρελθόντος (τον βιασμό που υπέστη στα εφηβικά της χρόνια) αγωνίζεται να “κερδίσει” τη ζωή της. Φωτογράφος στο επάγγελμα, αφιερώνει πολύ χρόνο στη φροντίδα ανήλικων παιδιών που έχουν κακοποιηθεί, ενώ συγχρόνως, για βιοποριστικούς λόγους, έχει ανοίξει μαζί με μια φίλη της ένα καφέ. Ομως, κάποιες περίεργες συμπτώσεις αρχίζουν να ξαναφέρνουν στην επιφάνεια τα τραύματα της ηρωίδας... Δυστυχώς η σκηνοθεσία αλλά και το άτεχνο σενάριο δεν μπορούν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στην “εσωτερικότητα” της ιστορίας, και περιορίζονται σε μια “καταγραφή” των εξωτερικών χαρακτηριστικών.

“Επτά ζωές”. Σκηνοθεσία: Γκαμπριέλ Μουτσίνο. Ο Γουίλ Σμιθ ευθύνεται για τον θάνατο επτά ατόμων σε τροχαίο -ανάμεσά τους και η αγαπημένη του γυναίκα. Προσπαθώντας να εξιλεωθεί, και να “χαρίσει” επτά “κομμάτια ζωής” σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη, “κλέβει” την ταυτότητα του αδελφού του που έχει πρόσβαση σε εκατομμύρια φακέλους προσωπικών δεδομένων. Δαιδαλώδης σκηνοθεσία, με αναφορές στα “21 γραμμάρια” που μένουν στα μισά της διαδρομής...

“Γκίνες”. Σκηνοθεσία: Αλέξης Καρδαράς. Ο καλός ηθοποιός Γιώργος Πυρπασόπουλος χαραμίζεται εδώ σε μια, επιεικώς, “σουρεαλιστική” ελληνική ταινία... Γκαντέμης χαρτοπαίχτης με το παρατσούκλι «Γκίνες» αναζητάει χρυσάφι θαμμένο σε κάποια ερημική ταβέρνα..

“Push, το επικίνδυνο χάρισμα”. Σκηνοθεσία: Πολ ΜακΓκίγκαν. Μέτριο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, που κινείται στον χώρο της κατασκοπίας, με ήρωες ανθρώπους που διαθέτουν τηλεπαθητικές και “παραφυσικές” ικανότητες.

“Μια ιστορία με θέμα την αγάπη”. Σκηνοθεσία: Όλε Μπόρνενταλ. Μια γυναίκα με απώλεια μνήμης. Ένας άντρας που θέλει να ξεχάσει τη βαρετή ζωή του. Μια γυναίκα που θέλει να κρατήσει τον άντρα που αγαπάει... Είναι βέβαιο ότι ο έρωτας προϋποθέτει την απώλεια της ταυτότητάς σου, την εξιδανίκευση του παρόντος; Ο Δανός σκηνοθέτης Ολε Μπόρνενταλ αναπτύσσει με στοιχεία θρίλερ την ιστορία ενός άντρα που θέλει να αλλάξει τη ζωή του και βρίσκει στον έρωτα μια “έξοδο κινδύνου”... Επιτήδευση στη σκηνοθεσία, που γρήγορα αναγκάζει τον θεατή σε υπερ-προσπάθεια, αν δεν παραιτηθεί γρήγορα...

“Μέρες θυμού”. Σκηνοθεσία: Όλε Κρίστιαν Μάντσεν. Δανέζικη παραγωγή, που εμβαθύνει στο σκοτεινό ιστορικό παρελθόν της χώρας κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, με επίκεντρο την ιστορία των δύο πιο γνωστών αντιστασιακών εκείνης της περιόδου. Μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στις αίθουσες της Δανίας.

“Η ιστορία του Ντεσπερό”. Σκηνοθεσία: Σαμ Φελ, Ρόμπερτ Στίβενχαγκεν. Μέτριο ανιμέισον, με έναν ακόμη ποντικο-ήρωα, στα χνάρια του Ρατατούη.


  • Τερζής Κ., Η Αυγή, 26/02/2009


Η πόλη της τιμά την Πενέλοπε Κρουζ

Και μετά το Οσκαρ; Η «αγαπημένη κόρη». Η Πενέλοπε Κρουζ [Penélope Cruz], η πρώτη Ισπανίδα ηθοποιός που κέρδισε Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου για το «Vicky Cristina Barcelona» του Γούντι Αλεν, τιμήθηκε ως «αγαπημένη κόρη», τίτλος ανάλογος με εκείνον του «επίτιμου δημότη» στη γενέτειρά της, Αλκομπέντας. «Μεγάλωσα σε ένα μέρος που λέγεται Αλκομπέντας, όπου αυτό δεν ήταν ένα εφικτό όνειρο», δήλωσε η Κρουζ στην τελετή απονομής των Οσκαρ. Η πόλη των 107.000 κατοίκων βορείως της Μαδρίτης αντιμετώπισε με ικανοποίηση το γεγονός ότι η Κρουζ την ανέφερε. «Χιλιάδες άνθρωποι έχουν αρχίσει πλέον να αναζητούν την πόλη στο Διαδίκτυο», δήλωσε ο δήμαρχός της Ιγνάσιο Γκαρσία ντε Βινουέσα.

Οι ταινίες της εβδομάδας

Και ξανά τα ίδια, Παντελάκη μου. Πάλι βγάζουν τον αμέτρητο οι διανομείς, μόλις πήραμε μια ανάσα από τα Οσκαρ, αλλά εμείς με τρία θα ασχοληθούμε και πολλά είναι! «Gran Torino» του Κλιντ Ιστγουντ με μπόλικη υπερεκτίμηση από μια σκοπιά, «Μέρες θυμού», που είναι από τα καλύτερα φιλμ που είδα φέτος και μας έρχεται από Δανία (μην τρομάζετε, για πολεμικό σασπένς πρόκειται κι όχι για έργο των «λεσχών») και «Επτά ζωές», που θα γελάσω με τις αντιδράσεις γύρω από αυτό ενώ πρόκειται για δράμα.


Διότι η άγνοια, όπως και στην περίπτωση του «Gran Torino», θα κάνει κι εδώ το θαύμα της. Υπάρχει κι ένα ελληνικό, το «Γκίνες», αλλά δυστυχώς για Μπερλινάλε και Οσκαρ δεν ήταν έτοιμο για προβολή κι έτσι δεν έχω γνώμη. (Ρεπορτάζ στη διπλανή στήλη.)

«Gran Torino»

«Gran Torino»

Κάθε χρόνο, στην περίοδο γύρω από τα Οσκαρ κι αμέσως μετά, ανακαλύπτεται και μία ταινία που κατά τη γνώμη ορισμένων θα έπρεπε να είναι στα Οσκαρ και δεν ήταν. Φέτος το ρόλο αυτό παίζει το «Gran Torino» του «αδικημένου» των Οσκαρ (θα γελάσει κάθε πικραμένος και κάθε παρδαλό κατσίκι) Κλιντ Ιστγουντ.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας.

Προσωπικά η ταινία με συγκίνησε κυρίως ως περίπτωση, γύρω από τον ήρωα, κι επειδή ως ήρωας εμφανίζεται η «μουράκλα» που λέγεται Κλιντ Ιστγουντ. Αυτοί, όμως, που κάνουν ταινίες, δηλαδή στο Λος Αντζελες που το συζήτησα με κινηματογραφιστές και με μέλη της Ακαδημίας, δεν τους είδα να συμμερίζονται την άποψή μου. Κατακεραυνώνουν την ταινία κινηματογραφικά και δεν μπορούν να δεχτούν τη στατικότητα της κάμερας έξω από ένα σπίτι σαν να πρόκειται για φοιτητική ταινία. Την κατακεραυνώνουν διότι έχει γυριστεί με τους κανόνες του Χόλιγουντ, μεγάλου στούντιο κι από ένα σούπερ σταρ. Αν ήταν ταινία του ανεξάρτητου με κάποιο ρολίστα χαμηλής αμοιβής θα μπορούσαν, όπως μου είπαν, να τη δεχτούν. Για ταινία του Κλιντ Ιστγουντ, όμως, είναι κάθετα αντίθετοι. Σαν να την έκανε στο πόδι. Επίσης κακοχαρακτήρισαν τον ίδιο τον Κλιντ διότι μάζεψε γύρω του διάφορους αγνώστους θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα ικανοποιούσε το απωθημένο του, να τον δεχτούν και ως ηθοποιό στην Ακαδημία κι όχι μόνο ως σκηνοθέτη. Και η ματαιοδοξία των ηθοποιών είναι παροιμιώδης. Τελικά αυτούς που ήθελε να πείσει δεν τους έψησε. Στο κοινό, όμως, η ταινία άρεσε. Ανάμεσα σε αυτούς που άρεσε περιλαμβάνομαι κι εγώ. Ωστόσο όφειλα να μεταφέρω τις ενστάσεις.

«Μέρες θυμού»

«Μέρες θυμού»

  • «Μέρες Θυμού» (Flame and Citron). Δανία, 2008. Σκηνοθεσία: Ολε Κρίστιαν Μάντσεν. Παίζουν: Μαντς Μίκελσεν

Αυτή είναι από τις καλύτερες ταινίες φέτος. Και μακάρι να το συνεχίσουν αυτό μερικοί τολμηροί διανομείς, μια και στις μέρες μας τολμηρό θεωρείται να φέρεις ευρωπαϊκές ταινίες που γίνονται για κοινό κι όχι εκείνες των φεστιβάλ που στέλνουν και το λάθος μήνυμα περί ευρωπαϊκού και κάνουν τον κόσμο να τρομάζει.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας.


Το «Μέρες θυμού», μια παραλλαγή τίτλου τού «Μέρες οργής» του Δανού «πατριάρχη» Καρλ Ντράγερ, αφηγείται ένα περιστατικό από την εθνική αντίσταση της Δανίας, κάτι που αγνοούμε πλήρως κι έχουμε μηδαμινή κινηματογραφική αναφορά γι’ αυτό. Κυρίως από το αντάρτικο πόλεων στη γερμανοκρατούμενη Κοπεγχάγη, που, όπως συμπεραίνουμε από την ταινία, ήταν περισσότερο δωσιλογοκρατούμενη. Οι δωσίλογοι είχαν εισχωρήσει παντού κι η ιστορία αναφέρεται σε μια ομάδα που εκτελεί συνεργάτες του κατακτητή.

Πέρα από την εξαιρετική πλοκή, το σενάριο βάζει κι ερωτήματα που ελληνική ταινία ούτε που θα τολμούσε διότι θα έπεφταν πάνω της να της κολλήσουν ρετσινιές εθνικής προδοσίας κ.λπ. Η ελληνική ανεπίσημη λογοκρισία είναι μοναδική στον κόσμο διότι ξεκινάει πάντα από τη ρετσινιά και το διασυρμό. Μόνο που στη Δανία οι άνθρωποι είναι πολιτισμένοι και δημοκρατικοί και μπορεί ο κόσμος και προβληματίζεται καθώς ψυχαγωγείται.

Κινηματογραφικά και σκηνοθετικά εξαιρετική, με υψηλά στάνταρντ παραγωγής, ατμοσφαιρική φωτογραφία και ωραίους ηθοποιούς.

«Επτά ζωές»

«Επτά ζωές»
  • «Επτά ζωές» (Seven pounds). ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Γκαμπριέλε Μουτσίνο. Παίζουν: Γουίλ Σμιθ

Η ταινία αυτή έχει ως κάρμα της το να αγαπηθεί μόνο στην Ιταλία. Επειδή ο σκηνοθέτης είναι Ιταλός, οι Ιταλοί αισθάνονται περήφανοι για τις ταινίες του κι επειδή είναι Ιταλοί οικτίρουν εκείνους που δεν τις γνωρίζουν. Συγχρόνως το ότι τον κάλεσαν στην Αμερική να σκηνοθετήσει τις δύο τελευταίες ταινίες του Γουίλ Σμιθ το παίρνουν ακόμα πιο πολύ πάνω τους. Και βλέποντάς το, επειδή εκεί τα πάντα ντουμπλάρονται, αισθάνονται ότι βλέπουν και ακούν μια ιταλική ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί ο Γουίλ Σμιθ, που επίσης τους είναι αγαπητός.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας.


Οι εκτός Ιταλίας θα αναρωτηθούν τι έπαθε ο Γουίλ Σμιθ και το γύρισε στο δράμα. Οντως ως δράμα παραείναι στενόχωρο και όλο δείχνει να γίνεται στα καλά του καθουμένου. Μόνο μέσω Μουτσίνο μπορείς να καταλάβεις τι παίχτηκε, αλλά πόσοι ξέρουν το ιταλικό σινεμά ώστε να ξέρουν και τι ακριβώς κάνει ο Μουτσίνο, ήτοι ένα τρυφερό ιταλικό δράμα αλλά με τον Γουίλ Σμιθ…
  • Επίσης προβάλλονται

«Μικρές ελευθερίες» και «Καρουσέλ»: Δύο ελληνικά, αντιπροσωπευτικά τού πού βρίσκεται ο κινηματογράφος μιας χώρας που δεν διαθέτει πλατό για να γυρίζονται ελληνικές και ξένες παραγωγές και που παρά τις κρατικές σπατάλες απουσιάζουμε από παντού. Και τα δύο φιλμ είναι ενδεικτικά τού πού βρισκόμαστε.

ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Ελεύθερος Τύπος, Πέμπτη, 26.02.09
Ο Ντάνι Μπόιλ με το Οσκαρ στο ένα χέρι και τον πιτσιρικά Αζαρουντίν Μοχάμεντ Ισμαήλ κοντά του, στο πάρτι που ακολούθησε μετά την απονομή των βραβείων
Ο Ντάνι Μπόιλ με το Οσκαρ στο ένα χέρι και τον πιτσιρικά Αζαρουντίν Μοχάμεντ Ισμαήλ κοντά του, στο πάρτι που ακολούθησε μετά την απονομή των βραβείων

Ο Ντάνι Μπόιλ γράφει στους βρετανικούς «Τάιμς» ένα υστερόγραφο για τα φετινά Οσκαρ. Τι ακολούθησε μέσα στο επόμενο 24ωρο μετά τη μεγάλη του νίκη; Τα 8 Οσκαρ του «Slumdog millionaire» μπορεί να ξεσήκωσαν τους Ινδούς και να κατάφεραν ν' ανεβάσουν την τηλεθέαση της τελετής από τα... βάθη του 2008 (περισσότεροι από 36 εκατομμύρια θεατές παρακολουθήσαν την απονομή των βραβείων Οσκαρ, αυξάνοντας το ποσοστό κατά 13%), εκείνος, ωστόσο, παραμένει μετριοπαθής.

Στο Νέο Δελχί ο Τύπος πανηγύρισε το ανεπανάληπτο σουξέ του «Slumdog millionaire», αφιερώνοντας σε αυτό τα πρωτοσέλιδά του. Ωστόσο, ορισμένα ρεπορτάζ επιμένουν ότι η ταινία συνεχίζει να διχάζει τους Ιν
Στο Νέο Δελχί ο Τύπος πανηγύρισε το ανεπανάληπτο σουξέ του «Slumdog millionaire», αφιερώνοντας σε αυτό τα πρωτοσέλιδά του. Ωστόσο, ορισμένα ρεπορτάζ επιμένουν ότι η ταινία συνεχίζει να διχάζει τους Ινδούς, όχι μόνο λόγω του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζεται η φτώχεια στις παραγκουπόλεις της Βομβάης, αλλά και γιατί τη θεωρούν ξένη παραγωγή. Ολοι, πάντως, στέκονται ενωμένοι απέναντι στην επιτυχία του Ινδού Α.Ρ. Ράχμαν, που πήρε 2 Οσκαρ για τη μουσική επένδυση της ταινίας και το τραγούδι «Jai Ηo».

«Πέρασα 20 λεπτά με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ», συνεχίζει. «Μου θύμισε ότι έπρεπε να περιμένει 16 χρόνια από την πρώτη φορά που ήταν υποψήφιος (το 1977) για να κερδίσει ένα Οσκαρ το 1993. Μου έκανε καλό, μου είπε. Μαθαίνεις περιμένοντας».

«Το επόμενο πρωί όλοι οι νικητές πήγαμε πίσω στο Kodak Theatre για τα γυρίσματα του σόου της Οπρα. Αυτό ήταν σαν τη Μέρα της Μαρμότας», σχολιάζει ο σκηνοθέτης, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε κάτι που του έκανε εντύπωση: «Ηταν ωραία η στιγμή που ο Γουίλ Σμιθ ήρθε στο γκρουπ και αντί να πάει να χαιρετήσει τον Ντεβ Πατέλ, ο οποίος συγκεντρώνει όλο το ενδιαφέρον του Τύπου, πήγε στον Μαντούρ Μιτάλ, που παίζει τον αδερφό του και δεν είναι πολύ γνωστός. Αυτό δείχνει επίπεδο».

«Χάρηκα τόσο πολύ για την Κέιτ», συνεχίζει ο Μπόιλ. «Μου είπε ότι ο πατέρας της ήθελε περισσότερο να απολαύσει τη γνωριμία του με τον Ελβις Κοστέλο σε ένα από τα πάρτι από το να δει την κόρη του να παίρνει το Οσκαρ».

Και τα παιδιά από τις φτωχογειτονιές; Πώς είδαν τον απατηλό κόσμο του Χόλιγουντ; «Τα παιδιά το χάρηκαν με όλο τους το είναι... Είμαι κι εγώ γονιός και ανησυχούσα που θα παίρναμε τα παιδιά -ειδικά τα πιο φτωχά από τα οχτώ, τη Ρουμπίνα Αλι και τον Αζαρουντίν Ισμαήλ. Πώς θα αντεπεξέρχονταν σε έναν κόσμο που στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι ένας παραμορφωτικός φακός για όλους εμάς; Αλλά παρά τις δικές μου και του Κρίστιαν Κόλσον (ο παραγωγός του φιλμ) φιλελεύθερες συμβουλές, ήταν η σωστή απόφαση. Χάρηκαν τη στιγμή. Μόλις έφτασαν στο ξενοδοχείο τους, βούτηξαν στην πισίνα με τα ρούχα. Πήγαν στην Ντίσνεϊλαντ και στα στούντιο της Γιουνιβέρσαλ».

Το Οσκαρ του ο Μπόιλ έχει υποσχεθεί να το πάει στην Καθολική Λέσχη της Παρθένου Μαρίας στο Μάντσεστερ, μέλος της οποίας είναι ο πατέρας του. «Πήγα τα BAFTA εκεί σε μια σακούλα Μαρκς εν Σπένσερ. Εχω προς το παρόν το Οσκαρ σε μια σακούλα παπουτσιών. Τους υποσχέθηκα πριν από λίγες εβδομάδες ότι θα τους το πάω. Θα είμαι εκεί αυτή την Κυριακή».

  • Αντα Δαλιάκα, ΕΘΝΟΣ, 26/02/2009

Η αντίσταση της Δανίας με δυνατές ερμηνείες

Μέρες θυμού ** Ιστορικό δράμα. Σκηνοθεσία: Ολε Κρίστιαν Μάντσεν. Πρωταγωνιστούν: Μαντς Μίκελσεν, Θούρε Λίντχαρντ, Στίνε Στενγκάντε.

ΚΡΙΤΙΚΗ. Ανάμεσα στις μέτριες –στην καλύτερη περίπτωση- ταινίες που πλαισιώνουν την έξοδο του «Gran Torino» στις αίθουσες, περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι η δανική παραγωγή «Μέρες θυμού». Κυρίως εξαιτίας του θέματος και των ερμηνειών. Οι ταινίες με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είναι σπάνιες, όμως κάποιες ιστορίες εξακολουθούν να παραμένουν εντελώς άγνωστες.

Μία από αυτές είναι η ιστορία της δανικής αντίστασης στη ναζιστική Γερμανία. Χώρα γειτονική η Δανία, υπήρξε από τους πρώτους στόχους της Γερμανίας και κατακτήθηκε γρήγορα. Ομως από την αρχή υπήρξε ένα πολύ ισχυρό κίνημα αντίστασης, το οποίο φρόντιζε να «εξαφανίσει» όσους συμπαθούσαν ή συνεργάζονταν με τους κατακτητές. Κεντρικές μορφές της αντίστασης ήταν ένα δίδυμο εκτελεστών, που γρήγορα και αποτελεσματικά δολοφονούσε τους συνεργάτες των Γερμανών. Δεν υπήρχαν πάντα περίπλοκα σχέδια δράσης. Αρκούσε μια ερώτηση επιβεβαίωσης για την ταυτότητα του θύματος και ένας πυροβολισμός. Ο ένας από το δίδυμο ήταν ο εκτελεστής, ο άλλος ο οδηγός. Στην εξέλιξη της δράσης τους, όμως, τα προβλήματα άρχισαν να προκύπτουν όταν δεν ήξεραν πια ποιον μπορούσαν να εμπιστευτούν και ποιον όχι. Οι «Μέρες θυμού» είναι μία από τις πιο ακριβές παραγωγές που έχουν γυριστεί ποτέ στη Δανία και έκανε ρεκόρ εισιτηρίων. Παρά τις καλές στιγμές της όμως, πάσχει και από τη φιλοδοξία της. Ο Ολε Κρίστιαν Μάντσεν δείχνει να μην μπορεί να χειριστεί τα πιο θεαματικά κομμάτια της ταινίας, ενώ περισσότερο οικεία του είναι τα σημεία που εστιάζουν στους κεντρικούς χαρακτήρες και τις σχέσεις ανάμεσά τους. Πολύ καλοί είναι και οι δύο πρωταγωνιστές.

  • Οι άλλες ταινίες

Μια ταινία animation είναι η «Ιστορία του Ντεσπερό» (**). Ενώ όμως το animation είναι καλοσχεδιασμένο, με μια «χειροποίητη» αίσθηση, και το φωνητικό καστ καλό (Μάθιου Μπρόντερικ, Ντάστιν Χόφμαν, Κέβιν Κλάιν και οι φετινοί υποψήφιοι για Οσκαρ Ρίτσαρντ Τζένκινς και Φρανκ Λαντζέλα) το σενάριο υστερεί. Από τη Δανία έρχεται η «Μια ιστορία με θέμα την αγάπη» του Ολε Μπόρενταλ, ανάμεσα στο κοινωνικό δράμα και το ερωτικό θρίλερ. Προβάλλονται ακόμη οι «Επτά ζωές», ένα κοινότοπο δράμα που ούτε η παρουσία του Γουίλ Σμιθ μπορεί να σώσει και το «Push», μια μεταφυσική περιπέτεια, κατώτερη από τις αντίστοιχες τηλεοπτικές σειρές, όπως το «Heroes».

  • Του Παναγιωτη Παναγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/02/2009

Βρώμικος Χάρι χωρίς Μάγκνουμ

Ο Κλιντ Ιστγουντ ταξιδεύει με ένα Ford στον Παράδεισο των Αμερικανών κλασικών

Gran Torino **** Δράμα. Σκηνοθεσία: Κλιντ Ιστγουντ. Ερμηνεία: Κλιντ Ιστγουντ, Μπι Βανγκ, Ανεϊ Χερ, Κρίστοφερ Κάρλεϊ, Μπράιαν Χάλεϊ.

ΚΡΙΤΙΚΗ. Στην τελευταία του ταινία ο Κλιντ Ιστγουντ ενσαρκώνει έναν βετεράνο του αμερικανικού ονείρου σε μια εχθρική Αμερική, απονευρωμένη από τις παραδοσιακές αξίες της. Ο ευθυτενής γέροντας Γουόλτ Κοβάλσκι, ο αντι–ήρωας του «Gran Torino», είναι ένας «ξένος» σε μια χώρα που μόνον οι ξένοι είναι πιστοί στ’ όνειρό της. Είναι ένας ιθαγενής – «βάρβαρος» στη «Γη της Επαγγελίας» στην οποία συρρέουν οι νέοι άποικοι: οι οικονομικοί μετανάστες από την Ασία και από άλλες γωνιές του Τρίτου Κόσμου. Το «Gran Torino» ξεκινάει με μια κηδεία, με τον Κοβάλσκι δίπλα στη σορό της συντρόφου του σαν φρουρός που θέλει να κρατήσει σε απόσταση τα κοράκια: τον γιο του, τη νύφη του και τα εγγόνια του που συμπεριφέρονται σαν μακρινοί κληρονόμοι.

Στην πρώτη επιπόλαιη ματιά το «Gran Torino» μοιάζει σχηματικό, σαν καρικατούρα ενός γερασμένου «Βρώμικού Χάρι» που αυτοσαρκάζεται υπονομεύοντας την ξενοφοβία του. Κοιτώντας πιο προσεκτικά πίσω από τον θυμό και τη συσσωρευμένη οργή αυτού του ζωντανού σκιάχτρου θα ανακαλύψουμε μια σπαρακτική ταινία από τον τελευταίο των Μοϊκανών της κλασικής αφήγησης.

Το σεμνό και λιπόσαρκο «Gran Torino» είναι το πιο γρήγορο εξπρές του Κλιντ Ιστγουντ για τον παράδεισο των μεγάλων κλασικών του αμερικανικού κινηματογράφου με δύο σταθμούς στο ενδιάμεσο: το «Μillion Dollar Baby» και τον «Βρώμικο Χάρι». Το 1956, στην «Αιχμάλωτη της ερήμου», ο Τζον Φορντ έφερε το γουέστερν στο απόγειό του σκηνοθετώντας την εσωτερική μεταμόρφωση ενός τραγικού «χλωμού προσώπου» που ταυτίζεται όλο και πιο πολύ με τον εχθρό του: τον νομάδα Ινδιάνο της ερήμου. (Ο αναχρονιστικός Τζον Γουέιν ενσαρκώνει το ελεύθερο πνεύμα του λευκού πιονιέρου στην Αγρια Δύση το οποίο βρίσκει υλική υπόσταση μόνον μέσα από την περιπέτεια.) Σήμερα, ο Ιστγουντ δανείζεται τα στερεότυπα ενός b–movie (αυτό ήταν επί της ουσίας ο «Βρώμικος Χάρι» για το αμερικανικό σινεμά των αρχών του ’70) για να σκιαγραφήσει την ψυχή ενός ανθρώπου που είναι έωλος.

Ο Κοβάλσκι βρίσκεται ανάμεσα στο πτώμα μιας παχύσαρκης, κυνικής οικογένειας (που καταναλώνει με βουλιμία και χωρίς σεβασμό από τα έτοιμα) και στο δράμα μιας οικογένειας «κίτρινων μιασμάτων» που διατρέχουν πολλούς κινδύνους στη σύγχρονη Αγρια Δύση. Ο ξεροκέφαλος Κοβάλσκι προετοιμάζεται τελετουργικά για τον εξαγνισμό του (την πρώτη και μοναδική εξομολόγηση της ζωής του, που γίνεται έμπρακτα κι όχι στα λόγια) πριν από το τελευταίο μεγάλο ταξίδι.

Βρίζει σαν θερμοκέφαλος ρατσιστής και φτύνει διαρκώς το χώμα της κόλασης που κάποτε ήταν ο παράδεισός του.

Η γειτονιά του, που βρίσκεται σε μια πάλαι ποτέ ακμάζουσα πόλη χάρη στην αυτοκινητοβιομηχανία, είναι μια «βαρετή νεκρή ζώνη» για το κινητό της νεαρής κακομαθημένης εγγονής του (την οποία θα χαστούκιζε ευχαρίστως ο Κοβάλσκι).

Ενα γκέτο μεταναστών, που ο Κοβάλσκι δεν τους αντέχει γιατί ξυπνούν τις ενοχές του για φρικτά πράγματα που διέπραξε στα χρόνια της Κορέας.

«Αυτό που στοιχειώνει περισσότερο έναν άντρα είναι οι πράξεις που έκανε χωρίς να ’χει διαταχτεί από κανέναν να τις κάνει», λέει σ’ έναν ιερέα που βάλθηκε να τον εξομολογήσει.

  • Στις σκιές των ρόλων του

Ο Κοβάλσκι είναι ένας αναχρονιστικός κινηματογραφικός χαρακτήρας, φτιαγμένος από σκιές ρόλων που έχει ενσαρκώσει ο Ιστγουντ στο παρελθόν. Από τη σκιά του επιθεωρητή Κάλαχαν με το Μάγκνουμ στο χέρι. Από τη σκιά του προπονητή πυγμαχίας Φράνκι, στο «Μillion Dollar Baby», που βασανίζεται από τις ενοχές για εξαφανισμένη κόρη του και γίνεται ο πατέρας μιας φτωχής σερβιτόρας. Από τη σκιά του πιστολέρο χωρίς όνομα στα σπαγγέτι του Λεόνε…

Το «Gran Torino» είναι μια ελεγεία για την γκρίζα όψη της λευκής Αμερικής, με έναν γέροντα που κόβει ό, τι τον δένει με τα παιδιά και εγγόνια του για να γίνει ο πατέρας ενός νεαρού σχιστομάτη που βλέπει την Αμερική και τ’ όνειρό της σαν μονόδρομο. O τίτλος της ταινίας είναι δανεισμένος από ένα θρυλικό κουπέ της κραταιάς αμερικανικής βιομηχανίας που σήμερα παραπαίει: το Grand Torino του 1972 της Ford.

  • Του Δημητρη Mπουρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/02/2009

Wednesday, February 25, 2009

Κόσμος απωθητικός, απογυμνωμένος από κάθε τρυφερότητα


ΚΡΙΤΙΚΗ. Τρεις ελληνικές ταινίες αυτήν την εβδομάδα και καμία από τις τρεις δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τους όρους μιας ολοκληρωμένης κινηματογραφικής παραγωγής. Με εξαίρεση τις «Μικρές ελευθερίες» του Κώστα Ζάπα που διερευνούν τα όρια μιας γλώσσας περισσότερο συγγενούς με τη βίντεο αρτ, οι άλλες δύο, το «Carousel» του Σταμάτη Τσαρουχά και το «Γκίνες» του Αλέξη Καρδαρά, θα ήταν προτιμότερο να απουσιάζουν από τη φιλμογραφία των σκηνοθετών τους. Και εδώ προκύπτει ένα ερώτημα οξύ και, μάλιστα, σε περιόδους οικονομικής κρίσης: γιατί γυρίζονται παρόμοιες ταινίες;

Δεν θα έπρεπε (με όρους παραγωγής και μόνο) να προστατεύονται οι δημιουργοί από ένα προδιαγεγραμμένο ολίσθημα; Ποιος διάβασε τα σενάρια (το Κέντρο Κινηματογράφου συμμετέχει στις δύο τελευταίες) και πείστηκε ότι θα προκύψουν «ψυχολογικό θρίλερ» («Carousel») και «κωμωδία» («Γκίνες»);

Τουλάχιστον ο Κώστας Ζάπας υπηρετεί ένα είδος που δεν επιδιώκει και δεν προσποιείται καμία «κανονικότητα» και -κυρίως- δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Η υπόθεση ούτως ή άλλως είναι σκιώδης (όπως και στις προηγούμενες ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη «Uncut family», «Τhe last porn movie»): ένας πατέρας στην ελληνική επαρχία εμπορεύεται μετανάστες, εκπορνεύει την κόρη του, ενώ αναπτύσσεται ερωτική έλξη ανάμεσα στα δύο αδέλφια. Οι «Μικρές ελευθερίες» (**) θα μπορούσαν να είναι μια συρραφή από μικρού μήκους σπουδές με διαφορετικό θέμα: ο βιασμός, το σφαγείο, η έλξη, η κάθαρση… Ο φακός εστιάζει στο σώμα, στις εκκρίσεις, καθηλώνει τον άνθρωπο στα τέσσερα, σχολιάζει την αποκτήνωση, δουλεύει πάνω στο μεταίχμιο: της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, των ηλικιών. Η ταινία αναδίνει μια έντονη σωματικότητα, είναι μια διαρκής υπόμνηση της άγουρης, ενστικτώδους σεξουαλικότητας, της φύσης της διαστροφής. Το πρόσωπο του πατέρα είναι απωθητικό, η έννοια της οικογένειας έχει καταλυθεί εν τη γενέσει της, οτιδήποτε συγκροτεί μια σχέση, όπως η αγάπη, η τρυφερότητα, η φροντίδα, είναι έξω από τον κόσμο του Κ. Ζάπα. Οι ήρωές του επιβιώνουν με φόνους, συμβολικούς και ρεαλιστικούς. Οι άνθρωποι απογυμνωμένοι, εκτίθενται διαρκώς. Μοιάζουν αθύρματα αλλά αποδεικνύονται ισχυροί «παίκτες», μέσα στην κακοποίηση, τον πόνο, την αποστροφή, την ασθένεια, την επανάληψη. Κυρίως, σ’ αυτό, το τελευταίο.

Στο «Carousel» (x), ο Σταμάτης Τσαρουχάς, έχει ως ηρωίδα μια γυναίκα που υποφέρει από το παρελθόν της (ο πατριός της την κακοποιούσε σεξουαλικά) και αδυνατεί να βιώσει το παρόν της. Αμηχανία, αφέλεια, σχηματοποίηση σε βαθμό… κορεσμού.

Στο «Γκίνες» (x) ο Αλέξης Καρδαράς, με καλούς ηθοποιούς (Γιώργος Πυρπασόπουλος, Στέλιος Μάινας, Δημήτρης Αλεξανδρής, Ακης Σακελλαρίου) βυθίζεται στην α-νοησία. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα και τον χαρακτηρισμό του ήρωα που -δείγμα χιούμορ- «απ’ τις πολλές τις γκίνιες, τον γράψαν στο βιβλίο Γκίνες κι από Ευτύχη που τον λέγανε, τώρα τον λένε Γκίνες»... Η συνέχεια δεν θα έπρεπε να βρίσκεται επί της οθόνης.

  • Της Μαριας Kατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/02/2009

Ο καλύτερος Κλιντ Ίστγουντ

«Gran Τorino»: Grande, πολύ Grande Κλιντ Ίστγουντ

Αnd the winner is Κλιντ Ίστγουντ. Αυτό έχει καταγραφεί στη συνείδησή μου. Αυτή η ταινία- το Gran Τorino- θα έπρεπε να είχε σαρώσει στα Όσκαρ. Η απόλυτα ειλικρινής αυτοαναίρεσή του. Σα να μπαίνει για πρώτη φορά στην εκκλησία και να κάνει στριπτίζ στον εξομολογητή του
Από την αρχή. Να μας ευλογήσει με τη μέγιστη αρετή. Αυτογνωσία αγαπητοί. Αυτογνωσία, που προϋποθέτει γενναιότητα, συνειδητότητα, αμφισβήτηση και διαρκή ανησυχία. Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο αυτοαναιρείται και αναιρεί.

Πρώτον λοιπόν, ο τεράστιος αυτός ζωντανός μύθος, ο τελευταίος σοφός, ο Ακίρα Κουροσάβα του Αmerican Cinema, φτιάχνει μια μικρή παραγωγή. Σα να ξεκινάει από την αρχή. Ουδείς γνωστός πλην του Κλιντ. Ουδείς λευκός πλην του Κλιντ και των δύο δικών του αγοριών. Ασιατικής καταγωγής οι συμπρωταγωνιστές σ΄ αυτήν την ιστορία τη μικρή. Έχει σημασία αυτό. Ο Κλιντ γυρίζει την πλάτη του στο Χόλιγουντ το εκσυγχρονιστικό. Και πλαγίως επιστρέφει στις αξίες του Χόλιγουντ του παλιού. Όπως περίπου έκανε ο Ντάλτον Ντράμπο στο γουέστερν «Lonely are the brave» (Μόνοι είναι οι γενναίοι) με τον Κερκ Ντάγκλας.

Δεύτερον, η ιστορία εντελώς προσφυγική. Ποιος είναι ο Γουόλτ Κοβάλσκι; Φυσικά ο Κλιντ. Πού παραπέμπει το όνομα; Στον Στάνλεϊ Κοβάλσκι του «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς και του 1947. Παραπέμπει ακόμα στους Πολωνούς μετανάστες. Και τέλος, παραπέμπει στους ήρωες του «Ελαφοκυνηγού» που βρέθηκαν στην κόλαση του Βιετνάμ. Πολωνοί κι αυτοί. Μ΄ έναν λόγο, λέει ο Ντάνι Ουάλας, συγγραφέας του ομότιτλου μυθιστορήματος, και ο σεναριογράφος Νικ Σενκ, πρόσφυγες και ξένοι η πλειονότητα του πληθυσμού των ΗΠΑ.

Τρίτον, το προφίλ του Γουόλτ Κοβάλσκι μοιάζει με φωτοτυπία του Κλιντ Ίστγουντ και του «Dirty Ηarry». Ρατσιστής μέχρι μυελού οστών. Αντιδραστικός μέχρι τον λαιμό. Μισάνθρωπος από τα παιδιά του μέχρι τον τελευταίο περαστικό. Ένας βετεράνος της Κορέας σε διαρκή πόλεμο με κάθε Αμερικανό. Κυρίως με τον ασιατικό πληθυσμό. Η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα. Υπάρχει λόγος γι΄ αυτό.

Τέταρτον, η ψυχολογία. Ο ρατσισμός του Κοβάλσκι είναι το ανάχωμά του για τη δική του, την ανομολόγητη ενοχή του. Ο ρατσισμός καλύπτει το δικό του στίγμα. Ο πόλεμος είναι το αόρατο πεδίο της ταινίας. Έχει σημασία αυτό. Ο πόλεμος ως εισβολή (Κορέα). Ο πόλεμος ως αμερικανική υπεροχή. Κάτι τρομερό είχε συμβεί. Κάτι αποτρόπαιο και δολοφονικό. Η επιθετικότητα του Κοβάλσκι είναι η άμυνά του. Είναι η μάσκα που φοράει όλα αυτά τα χρόνια. Ο ρατσισμός- λέει ο συγγραφέας- είναι το πιο εύκολο καταφύγιο του αμαρτωλού.

Πέμπτον, η προσφυγιά. Από την Πολωνία οι ρίζες του Κοβάλσκι. Από την Κορέα οι γείτονές του. Πρόσφυγας εναντίον προσφύγων. Ο χειρότερος εργοδότης είναι ένας πρώην αριστερός. Κάπως έτσι. Όλα θαμμένα, κρυμμένα και απωθημένα. Πάει ακόμα πάρα πέρα. Ο Ίστγουντ γκρεμίζει την κυρίαρχη λογική του καλού, κακού και άσχημου. Ας πούμε. Ο Κοβάλσκι από ρατσιστής μεταμορφώνεται σε ήρωα αλτρουιστή. Ας πούμε, δεν είναι όλοι οι Κορεάτες καλοί Ασιάτες. Όχι, λέει ο Κλιντ. Εξαρτάται. Όσοι ενσωματώνονται αμαχητί στην αμερικανική κοινωνία, είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι με κάθε λευκή συμμορία. Απίστευτο.

Έκτον, η βία. Όλες οι αξίες που συγκροτούν τον Dirty Ηarry γκρεμίζονται από τον ίδιο άνθρωπο που έγινε διάσημος απ΄ αυτήν την ταινία. Όλα. Αυτοδικία, επιθετικότητα, προκαταλήψεις, αλαζονεία και ανωτερότητα. Για να καταλάβετε, η ταινία μοιάζει σα ν΄ αρχίζει με συνταξιούχο τον Dirty Ηarry και σα να τελειώνει με την κηδεία του.

Έβδομον, το τέλος του Αmerican dream. Αυτό και το επιμύθιο, αυτή και η ανατροπή. Μόνο ανθρώπινα «σκουπίδια», οι πρόσφυγες, οι κατατρεγμένοι και οι ξένοι, αυτοί το Άλας της Γης. Αυτοί οι ιμάντες των αξιών της Ζωής. Εμείς οι χορτασμένοι οι Αμερικανοί έχουμε εκπέσει από τον ανθρώπινο προορισμό μας σ΄ αυτήν τη Γη. Οι έσχατοι έσονται πρώτοι! Όλα αυτά ακούγονται εγκεφαλικά. Ε, λοιπόν σας λέω κάτι που μου συνέβη πρώτη φορά τον χρόνο αυτό. Στα τελευταία σαράντα λεπτά, τόσο συγκινήθηκα που δάκρυσα αληθινά. Τέτοια ουσία, τόσο ψαχνό, τέτοια λεβεντιά, τόση εκ βαθέων εξομολόγηση και ειλικρινή αυτοκριτική σε μια ιστορία τόσο μικρή και τόσο προσωπική. Αυτή η Άλλη, η πραγματικά μεγάλη Αμερική!

Με δυο λόγια: Συνταξιούχος και χήρος, κακότροπος, μισάνθρωπος ακόμα και προς τα δικά του τα παιδιά. Μετά την κηδεία της γυναίκας του, μένει μόνος παρέα με έναν θηλυκό σκύλο. Δίπλα στη γειτονιά ζωσμένος από πρόσφυγες της Κορέας. Πλάσματα που του θυμίζουν έναν πόλεμο στον οποίο καλύτερα να μην είχε βρεθεί. Ξεχειλίζει από μίσος για κάθε τι που θυμίζει την Κορέα. Όμως ούτε με τα παιδιά του είναι συμφιλιωμένος. Έχει τους λόγους του: Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η περιουσία και τα κειμήλια από το σεντούκι της μητέρας. Ώσπου μια μέρα θ΄ αρχίσει η αλλαγή. Συμμορία θα επιτεθεί σε δύο μικρούς Κορεάτες. Οι μνήμες επιστρέφουν και ο Γουόλτ Κοβάλσκι βρίσκεται σε πόλεμο με τη νέα Αμερική.
«Gran Τorino». Η αυτοαναίρεση του Κλιντ Ίστγουντ Το γκρέμισμα του Dirty Ηarry Ό,τι πιο συγκινητικό έχει υπογράψει
ΒΑΘΜΟΙ=9 (Grande Εastwood)
  • Βροχή από ταινίες, ποιος θα τις δει;
Βροχή οι ταινίες! Ελλάδα, ο ορισμός της παραδοξολογίας ακόμα και στην κινηματογραφική εμπορία!

«Η ιστορία του Ντεσπερό» (Τhe tale of Despereaux). Αnimation των Σαμ Φελ και Ρομπ Στιβενχάγκεν, μεταγλωττισμένο στα ελληνικά με τις φωνές των Σταύρου Σιούλη, Μάντυ Λάμπου, Τάσου Μασμανίδη, Χρήστου Θάνου κ.ά. Όπου αρουραίος που χάλα σε τη σούπα με αποτέλεσμα να τα κακαρώσει η βασίλισσα, καταδιώκεται στα έγκατα. Την ίδια στιγμή ένας μικρός ποντικός με αυτιά σαν τηγανίτες και που δεν φοβάται τίποτα, αποφα- σίζει να ανέλθει στον κόσμο των ανθρώπων κι έτσι γίνεται αγαπητός από την πριγκίπισσα. Έξυπνο, καλοκουρδισμένο, με ιδιαίτερο σκίτσο, ολίγον σκοτεινό και αρκούντως χιουμοριστικό.
ΒΑΘΜΟΙ=7 (ό,τι πρέπει για τον μικρό)
«Μικρές ελευθερίες» του Κώστα Ζάπα. Όπου πατέρας εκδίδει τα δυο του παιδιά και από πάνω τα λοιδορεί και τα χλευάζει. Απόπειρα μείγματος αρχαίας τραγωδίας (ας πούμε «Ηλέκτρα»), ψυχανάλυσης (Φρόιντ) και κινηματογραφικής πρωτοπορίας. Η μηχανή να παίζει, η σκηνή να επιμένει, τα πρόσωπα να υποδύονται κόντρα στον καθιερω- μένο κώδικα ερμηνείας. Έτσι η διαστροφή καταλήγει σωματική εκτροπή. Πολύ σωστά. Καλύτερη όλων η Μάρλεν Σαΐτη. Όμως το εγχείρημα υπονομεύεται από αφέλειες, αμηχανίες και ευκολίες που εκλαμβάνονται ως πρωτοπορίες!
ΒΑΘΜΟΙ=3 (ατελείωτη δυσφορία)
«Carousel». Δραματικό και ψυχολογικό θρίλερ του Σταμάτη Τσαρουχά (η τρίτη ελληνική ταινία της εβδομάδας, από ποσότητα πάμε καλά). Όπου νέα κοπέλα, με τραύμα από βιασμό στα εφηβικά της χρόνια, έχει αναλάβει τη φροντίδα ανήλικων παιδιών και ταυτοχρόνως μαζί με μια φίλη της έχει ανοίξει cafe για βιοπορισμό.
ΒΑΘΜΟΙ=2 (σκέτο δράμα)
Αυτό ως πρόθεση. Το αποτέλεσμα, άσε, καλύτερα να μην πω. Ένα πράγμα συμβουλεύω και το εννοώ. Σταμάτη, σου πάει η κωμωδία. Με το δράμα, δράμα και η ταινία.

«Ρush, το επικίνδυνο χάρισμα» (Ρush). Μεταφυσικό, χάρτινο θρίλερ του Πολ ΜακΓκίγκαν. Όπου άτομα με εξαιρετικές ικανότητες (τηλεκίνηση, προφήτες και άλλοι τέτοιοι) επιδίδονται σε κόλπα μαγικά.

Κάτι σαν τσίρκο με εναέριες πολεμικές τέχνες!
ΒΑΘΜΟΙ=3 (μακριά)
  • Ιδού η αληθινή τρομοκρατία!
Από τη Δανία η δεύτερη καλύτερη ταινία. Μάλιστα. Η πιο αλλιώτικη αντιστασιακή, κατά των Γερμανών, ιστορία. Και πλαγίως ο θρίαμβος της αληθινής τρομοκρατίας. Ο ελληνικός τίτλος- «Μέρες θυμού»- την αδικεί. Προτιμότερος ο αυθεντικός. Με τα παρατσούκλια αυτών των ηρώων τρομοκρατών «Flame and Citron». Φλόγα και λεμόνι.

Αντίσταση λοιπόν στη Δανία τη χιτλερική. Ομολογώ με άφησε με το στόμα ανοικτό. Το περιστατικό που αφηγείται στέρεα και οργανωμένα μέχρι την τελευταία στιγμή ο Όλε Κρίστιαν Μάντσεν, είναι σοκαριστικό. Δύο νέοι, οργανωμένοι στην επίσημη (και όχι κομμουνιστική) αντίσταση, εκτελούν δωσίλογους, συνεργάτες και ναζί. Έτσι, εν ψυχρώ. Φάτσα φόρα. Χωρίς κουκούλες, μάσκες και μεταμορφώσεις. Χτυπάνε- ας πούμε- το κουδούνι και πυροβολούν στο ψαχνό χωρίς να καταλαβαίνουν Χριστό. Κορώνα γράμματα για ελευθερία. Τόσο σπάνιο, τόσο ηρωικό, τόσο απίστευτο και μοναδικό!

Πλαγίως η ιστορία παραπέμπει στη σύγχρονη τρομοκρατία. Τολμηρό αυτό. Ο Μάντσεν «διορθώνει» τις απόψεις που έχουμε για τον τρομοκρατικό συρφετό. Και πάει ακόμα πιο πέρα. Σε μια τέτοια κατάσταση, τίποτα δεν είναι καθαρό. Ο αρχηγός μπορεί να είναι πράκτορας του εχθρού. Και ο πράκτορας του εχθρού μπορεί να είναι σύμμαχος και φίλος του λαού. Γκρίζες ζώνες. Επομένως, το δίλημμα εφιαλτικό. Μπας και σκοτώνουν διπλούς πράκτορες που υπογείως δουλεύουν για τον ίδιο κοινό σκοπό; Μπας και είναι θύματα μιας αόρατης συνωμοσίας που βολεύει τους Γερμανούς; Αυτή η τραμπάλα ανάμεσα στο ψεύτικο και το πραγματικό, το κίβδηλο και το αυθεντικό, ανυψώνει το επίπεδο της ταινίας έξω από κάθε άλλη συνηθισμένη με θέμα την αντίσταση κατά των Γερμανών.

Γι΄ αυτό- και πολύ σωστά- το στυλ της ταινίας μοιάζει με φιλμ νουάρ από την κλασική αμερικανική φιλμογραφία. Γι΄ αυτό η αμφισημία. Γι΄ αυτό η σύγχυση και η αοριστία. Γι΄ αυτό στην κόψη του ξυραφιού η αντιστασιακή τρομοκρατία. Υποδειγματική η επιλογή αυτής της φόρμας. Υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τη φιλοσοφία που πηγάζει απ΄ αυτήν την ταινία. Ταυτόχρονα αναδεικνύει το πορτρέτο ενός αληθινού λαϊκού «τρομοκράτη». Απίστευτη αφοσίωση. Εξωφρενική αποφασιστικότητα. Πρωτοφανής ψυχραιμία. Μοναδική στοχοπροσήλωση. Ο ηρωισμός -λέει ο Μάντσεν- είναι γέννημα θρέμμα της ψυχής. Το σώμα απλώς ακολουθεί. Η πίστη, το αναντικατάστατο όπλο που και βουνά μετακινεί. Ψέματα; Αν διαβάσετε μερικά περιστατικά από την ελληνική Αντίσταση κατά των ναζί, θα νομίσετε πως είναι αποκυήματα μιας φαντασίας μακριά από τη Γη.

Αν τώρα κοντά σ΄ αυτά του περιεχομένου και της φόρμας προσθέσω την εξαιρετική ερμηνεία πρώτα του Θούρε Λίντχαρτ και έπειτα του γνωστού Μαντς Μίκελσεν, καθώς και τα κοστούμια, την ατμόσφαιρα και τους ρυθμούς της ταινίας, τότε οι «Μέρες θυμού» είναι μέσα στις ευχάριστες εκπλήξεις ενός τόσο φτωχού καιρού!

Με δυο λόγια:
Δύο κολλητοί και αχώριστοι νέοι με παρατσούκλια Φλόγα και Λεμόνι, εκτελούν χωρίς ενδοιασμό συνεργάτες, δωσίλογους και ναζί στη Δανία του 1944. Υπογείως και πολύ μακρινά, η διαδρομή αυτή παραπέμπει στον Βutch Cassidy και τον Sundance Κid (Πολ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ του 1969). Όταν όμως αρχίζει να κυκλοφορεί η φήμη πως ο αρχηγός της οργάνωσης είναι αμφιβόλου ηθικής και πατριωτικού σκοπού, τότε μέσα τους αρχίζουν να γκρεμίζονται. Μήπως λειτουργούν σαν προβοκάτορες του εχθρού και μήπως σκοτώνουν ανθρώπους που με κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή υπηρετούν τον ίδιο με εκείνους πατριωτικό σκοπό;
«Μέρες θυμού». Αντίσταση και τρομοκρατία στη Δανία Αληθινή ιστορία Καλοφτιαγμένη σκηνοθεσία
ΒΑΘΜΟΙ=7 (ευχάριστη έκπληξη)
  • Μυστήριο και μελόδραμα
«Μια ιστορία με θέμα την αγάπη» (Just another love story). Από τη Δανία και τον Όλε Μπόρνενταλ αυτή η στυλιστική και μυστηριώδης ιστορία. Όπου φωτογράφος και παντρεμένος με δυο παιδιά, ερωτεύεται το θύμα μιας αυτοκινητικής τραγωδίας. Έτσι και χωρίς να το καταλάβει τον εκλαμβάνουν οι γονείς και οι συγγενείς ως τον επίσημο εραστή της κοπέλας. Ένα πρόσωπο αινιγματικό ο οποίος έχει δολοφονηθεί στο Βιετνάμ. Όταν όμως ο νεκρός εμφανίζεται με το όνομα του φωτογράφου τότε το μπέρδεμα γίνεται εφιάλτης. Καλοφτιαγμένο αλλά το φινάλε έξω από το στυλ της ταινίας.
ΒΑΘΜΟΙ=6 1/2
(καλή σκηνοθεσία, μέτρια ιστορία)
«Επτά ζωές» (Seven Ρounds). Δραματική, καταθλιπτική ιστορία με σκηνοθέτη τον Γκάμπριελ Μουτσίνο και πρωταγωνιστές Γουίλ Σμιθ, Ροζάριο Ντόσον, Γούντι Χάρελσον. Επειδή δεν πρέπει να αποκαλύψω το φινάλε, ένα έχω να πω γι΄ αυτήν την ανθρώπινη τραγωδία. Κάποιος, ο οποίος προφανώς συναντήθηκε με τον θάνατο, έχει επιλέξει επτά πλάσματα προκειμένου να τους αλλάξει τη ζωή προς το καλύτερο. Η ίδια σκηνή με παραλλαγές επαναλαμβάνεται από την αρχή. Σοβαρές προθέσεις, μελοδραματική ιστορία.

ΒΑΘΜΟΙ=6 (ναι μεν, αλλά)
  • Αδελφοί Κόεν made in Greece
Υπερβολικό; Μπορεί. Πάντως το ίδιο σενάριο μ΄ αυτό του «Γκίνες» αλλά με εξαιρετική επεξεργασία, καλύτερη παραγωγή και ανώτερη σκηνοθεσία, θα μπορούσε να έφερε την υπογραφή των αδελφών Κόεν. Το όνομα αυτού Αλέξης Καρδαράς.

Μετράω τα βήματα αυτού του διακριτικού και σπουδαίου γραφιά. Πριν από δέκα χρόνια κατεβαίνει με «Ληστεία» και Αντώνη Καφετζόπουλο με Μάνια Παπαδημητρίου. Ο προάγγελος του «Βank Βang». Μέσα στις ελάχιστες και διαφορετικές κομεντί που έγιναν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Τι έγινε; Γυρίσαμε πλάτη και τον γράψαμε στα παλαιότερα των υποδημάτων μας. Τόσο καταλαβαίνουμε. Και ως Κοινό και ως Κριτική., Το 2005 «Η γυναίκα είναι σκληρός άνθρωπος» με την καλύτερη- και ανώτερη από το χλωμό «Στάκαμαν»- εμφάνιση του Αντώνη Καφετζόπουλου. Τώρα με το «Γκίνες» και εντός των προσεχών μηνών- όπως μαθαίνω- με τη δραματική ιστορία, σε σενάριο δικό του και με προσωρινό τίτλο «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» και σκηνοθέτη τον Φίλιππο Τσίτο. Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.

Από τις γκίνιες θα γράψεις στο Γκίνες. Αυτό το μότο της ιστορίας. Από εδώ και το πνεύμα των Κόεν το οποίο υπερίπταται της ταινίας. Που πάει να πει γκαντεμιά. Φιλόδοξος στόχος. Για να υπηρετηθεί και να πραγματωθεί, τρία πράγματα απαιτεί. Πρώτον, υποδόριο, μαύρο, σαρκαστικό χιούμορ. Δεύτερον, αραχνούφαντη επεξεργασία. Και τρίτον, (κάτι που ισχύει για όλες τις ταινίες) ομοιογένεια στο στυλ και τη σκηνοθεσία. Δηλαδή, από μόνος του ο Καρδαράς τοποθετεί τον πήχυ πολύ, μα πολύ ψηλά. Αυτό το πρόβλημα, αυτή και η προσγείωση.

Γιατί ενίοτε το χιούμορ κάνει τραμπάλα μεταξύ Κόεν και φολκλόρ. Γιατί ο σαρκασμός ροκανίζεται από ένα φινάλε έξω από το ύφος της ιστορίας. Γιατί η επεξεργασία ήθελε περισσότερο χρόνο και ουσία. Και γιατί η ομοιογένεια κλονίζεται από το παροιμιώδες ελληνικό φολκλόρ.

Όμως να μην τον αδικώ. Η ιδέα και η πρώτη, σεναριακή γραφή, αξίζουν περισσότερο, απείρως περισσότερο, απ΄ όλες τις ελληνικές μπαλαφάρες που έχω δει. Και ακόμα, το καστ, με εξαίρεση τον Στέλιο Μάινα, είναι της πρώτης γραμμής. Από τον γκαντέμη Γιώργο Πυρπασόπουλο, μέχρι τον δολοφόνο Δημήτρη Αλεξανδρή, καθώς και τον Αντώνη Καφετζόπουλο (η σκηνή που ψαρεύει στη λίμνη εξαιρετικό αντίγραφο των Κόεν) καθώς και τη Μαρκέλα Γιαννάτου που με την αφέλειά της διαρκώς σε κάνει ν΄ ανησυχείς. Άραγε είναι τόσο χαζή ή το κορίτσι σχεδιάζει από πίσω να τους βγει; Α, ρε Αλέξη. Λίγο ακόμα και θα τους είχες πάρει τα σώβρακα!

Με δυο λόγια: Ένας γκαντέμης της πόκας ακούει τυχαία μια αποκάλυψη τρομερή. Σ΄ ένα χωριό της Ηπείρου έχουν θάψει τούβλα από χρυσάφι. Μια και δυο στο χωριό πηγαίνει αλλά αντί για χρυσάφι πάνω σε γραφική ταβέρνα πέφτει. Η οποία έχει κτιστεί πάνω ακριβώς στον χρυσό τάφο. Έλα όμως που ένας ψυχρός δολοφόνος ακολουθεί. Και έλα που το κορίτσι της ταβέρνας σκοτώνει δυο τρεις κατά λάθος. Όσο ψάχνει για χρυσάφι, τόσο σκάβει τον δικό του τάφο.
«Γκίνες». Μαύρη, σαρκαστική κομεντί Με καλύτερη επεξεργασία, Κόεν από Ελλάδα Με πλοκή αστυνομική Γ καντεμιάς ευαγγέλιο
  • Του Δημήτρη Δανίκα, ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΠΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ «ΜΙΚΡΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ»: «Η αμορφωσιά είναι ο ηγέτης της Ιστορίας»

Μπορεί να κοντεύουν 30 χρόνια που η Ελλάδα έχει μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά  «παραμένουμε μια βαλκανική χώρα, με τον θρησκευτικό φανατισμό των Εμιράτων και τη  διαφθορά της Λατινικής Αμερικής», διαπιστώνει ο Κώστας Ζάπας (κάτω), οι «Μικρές  ελευθερίες» του οποίου αγοράστηκαν για διεθνή διανομή από την εταιρεία του Λαρς Φον Τρίερ
«Το ελληνικό σινεμά νοσεί θεσμικά, διότι το βαθύτερο πρόβλημα των Ελλήνων είναι πολιτισμικό» πιστεύει ο κινηματογραφιστής Κώστας Ζάπας που οι «Μικρές ελευθερίες» του αγοράστηκαν για προώθηση από την εταιρεία του Λαρς φον Τρίερ
Κάνοντας τις τρεις, μέχρι τώρα, «πειραματικές» ταινίες του χωρίς να πάρει επιχορήγηση από κανέναν κρατικό ή ιδιωτικό φορέα, ο Κώστας Ζάπας είδε ξαφνικά το τελευταίο φιλμ του, τις «Μικρές ελευθερίες», να το αγοράζει για διεθνή εκμετάλλευση η Ζentropa, η εταιρεία του Λαρς Φον Τρίερ! Εκ των υστέρων, ήρθε και η αγορά για εσωτερική διανομή... Κάτι που κάνει τον ίδιο να πει: «Στην Ελλάδα όλοι παίρνουν, κανείς δεν δίνει. Αν φυσάει άνεμος δεξιά, πηγαίνουν προς τα δεξιά. Αν φυσάει αριστερά, γίνονται επαναστάτες. Εγώ θέλω να κάνω το έργο μου και φέρω την ευθύνη του. Οι θεσμοί γύρω από τον ελληνικό κινηματογράφο ακολουθούν το σοβιετικό μοντέλο. Υπάρχει κρατισμός, κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός, ιεραρχία και λογοκρισία. Ένα καθεστώς. Κατά κάποιον τρόπο ζητάνε από τον σκηνοθέτη δήλωση φρονήματος»!

Έχουμε λοιπόν, για άλλη μία φορά, το γνωστό «ουδείς προφήτης στον τόπο του»... Ο Κώστας Ζάπας όμως ξέρει: «Αν πω ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν ιμπεριαλιστής, δεν είχε σκοτώσει ούτε κουνούπι και ότι άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, όλοι θα με συμπαθήσουν».

Αλλά δεν τον ενδιαφέρει αυτό. «Η δική μου δουλειά είναι να παίρνω το αόρατο και να το κάνω ορατό. Και το αόρατο έχει νόμο. Γι΄ αυτό η γη συνεχίζει να γυρίζει σε ένα αχανές σύμπαν. Υπάρχει ισορροπία, θέλω να πω. Όταν ασχολούμαστε με την τέχνη, το πρώτο μας μέλημα δεν πρέπει να είναι η αναγνώριση, μπορούμε να υπάρξουμε και χωρίς το μπράβο».
  • Τι είναι εν τέλει οι «Μικρές ελευθερίες»;
Η ιστορία ενός αυταρχικού πατέρα στην ελληνική επαρχία που εκπορνεύει τα ίδια του τα παιδιά. Είναι μια ρεαλιστική ταινία. Εδώ που τα λέμε, πάντα τρώγαμε τα παιδιά μας σε αυτόν τον τόπο. Πόσοι δεν εκπορνεύτηκαν πολιτικά και μετά τους πέταξαν σαν τα κρέατα; Γιατί ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον. Πληρώνει το τίμημα για τις πράξεις του. Από την Ιφιγένεια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας μέχρι και σή μερα, η ίδια θυσία γίνεται, η ίδια απληστία για εξουσία, ο ίδιος φόβος του θεού. Ο αυταρχικός πατέρας της ταινίας είναι δίπλα μας, και τη Φανή, την ηρωίδα της ταινίας, μπορεί να τη χαιρετάμε κάθε πρωί. Όμως σιωπάμε. Προσπερνάμε τον συλλογικό άνθρωπο κι έτσι μας προσπερνάει ο πολιτισμός.
  • Ποιες είναι οι «ρίζες» που κάνουν τον πατέρα να εκπορνεύει την κόρη του στις «Μικρές ελευθερίες»;
Στην ταινία μου, ο πατέρας θύτης εκπορνεύει την κόρη θύμα. Όμως στο τέλος η κόρη γίνεται θύτης και ο πατέρας θύμα. Στη ναζιστική Γερμανία ο θύτης Χίτλερ οδήγησε τον γερμανικό λαό θύμα, όμως ο γερμανικός λαός έγινε θύτης ενάντια στους άλλους λαούς θύματα. Και στην τσαρική Ρωσία το ίδιο. Ο λαός θύμα επαναστατεί κατά του τσάρου θύτη, αλλά ο ίδιος ο λαός στο πρόσωπο του Στάλιν γίνεται θύτης. Ακόμα και σήμερα οι Εβραίοι θύματα του Ολοκαυτώματος, γίνονται θύτες κατά των Αράβων. Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα.
  • Κυριαρχεί ακόμα το μοντέλο «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» στην ελληνική κοινωνία;
Η αμορφωσιά είναι ο ηγέτης της Ιστορίας. Είμαστε μια ανθρωπότητα διαιρεμένη, συνοριακή, που έχει ανάγκη από πατρίδες, αλλά και αλαζονική, χρειαζόμαστε έναν θεό για να έχουμε κάπου να πάμε και μετά, λες και δεν φτάνει όσα καταστρέψαμε εδώ. Και τέλος, μια οικογένεια για να τα φυλάει όλα αυτά. Όσο για την Ελλάδα, είναι ένα εσωτερικό οικόπεδο, εμφυλιακό. Ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει το αίσθημα της δουλείας. Κοιτάξτε στην πολιτική. Η κυβέρνηση μιλάει για την αντιπολίτευση λες και είναι ο αντίχριστος και η αντιπολίτευση για την κυβέρνηση λες και είναι η κόρη του Σατανά!

ΙΝFΟ: Οι «Μικρές ελευθερίες» του Κώστα Ζάπα θα προβάλλονται από την Πέμπτη στους κινηματογράφους.

«Ας αποσυρθούν οι εμφυλιακοί»

  • Στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου είχαμε τρεις ελληνικές ταινίες. Πάει καλά, δηλαδή, το ελληνικό σινεμά;
Η συμμετοχή τριών ελληνικών ταινιών στο Φεστιβάλ του Βερολίνου είναι συμπτωματική. Οι δύο μεγάλοι Έλληνες σκηνοθέτες έχουν κλείσει τον κύκλο τους και όποια συμμετοχή τους στα φεστιβάλ αφορά την προσωπική τους μυθολογία. Όσο για τον νέο Έλληνα σκηνοθέτη (σ.σ. τον Πάνο Χ. Κούτρα), που δεν ενίσχυσαν οικονομικά, τέτοιες αποφάσεις είναι εμφυλιακές και όσοι τις παίρνουν πρέπει να αποσυρθούν από τη δημόσια πολιτική ζωή. Το έχω υποστεί προσωπικά. Το ελληνικό σινεμά νοσεί θεσμικά, διότι το βαθύτερο πρόβλημα των Ελλήνων είναι πολιτισμικό.
  • Του Παύλου Θ. Κάγιου, ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Πενέλοπε Κρουζ: «Γιατί να δίνω λογαριασμό για την προσωπική μου ζωή;»

Η ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΣΚΑΡ

«Όταν ήμουν μικρή, ήμουν δυναμική. Σκέτος μπελάς για τους γονείς μου. Όσο μεγαλώνω γίνομαι όλο και πιο ευσυγκίνητη  και ευαίσθητη. Δακρύζω με τα τραγούδια  του Καετάνο Βελόσο και των Radiohead.  Μπορεί ένα γράμμα ή μια ανάμνηση να  με συγκινήσει», λέει η Πενέλοπε Κρουζ
O ρόλος της ιδιόρρυθμης γυναίκας, που βιώνει με πάθος τον έρωτα και φθάνει στα άκρα μετά τον χωρισμό, στην τελευταία ταινία του Γούντι Άλεν «Vicky Christina Βarcelona», της χάρισε το Όσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου. «Έχει κανένας λιποθυμήσει ποτέ εδώ; Γιατί νομίζω ότι θα είμαι η πρώτη» είπε η Πενέλοπε Κρουζ καθώς παραλάμβανε το χρυσό αγαλματίδιο, ενώ δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τον Πέδρο Αλμοδόβαρ και τη μητρική της γλώσσα, τα ισπανικά...

«Δεν μου αρέσει να μιλάω για τον έρωτα. Οι κάρτες του Αγίου Βαλεντίνου δεν σημαίνουν τίποτα για μένα. Πιστεύω μόνο στην αληθινή αγάπη. Δεν νομίζω ότι είμαι παθιασμένη, ωστόσο είμαι ανοιχτή σε κάθε συναίσθημα και θέλω να γνωρίζω διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Δεν κατακρίνω της επιλογές κανενός. Στην ταινία “Vicky Christina Βarcelona” η Μαρία Ελένα, ο ρόλος που υποδύομαι, συγκατοικεί με τον πρώην της και την ερωμένη του και είναι ευτυχισμένη», λέει η ηθοποιός στους «Sunday Τimes». Αυτήν την περίοδο βρίσκεται στα γυρίσματα της ταινίας «Νine», με συμπρωταγωνίστριες τις Σοφία Λόρεν, Τζούντι Ντεντς και Νικόλ Κίντμαν.

Στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ισπανική ταινία «Jamon Jamon» το 1992, η Πενέλοπε Κρουζ εμφανίστηκε γυμνή. «Δεν μου άρεσε ο ρόλος μου. Ήταν όμως ένα πρώτο βήμα. Η φήμη που απέκτησα αργότερα ήταν κάτι άγνω στο για μένα. Πλέον έχω μάθει να αποφεύγω τις παγίδες». Αργότερα εμφανίστηκε στο βραβευμένο με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας «Βelle Εpoque».

Η γνωριμία της με τον Ισπανό σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ έγινε το 1997, όταν πρωταγωνίστησε στην «Καυτή Σάρκα». «Είμαι ανασφαλής άνθρωπος, όπως όλοι οι ηθοποιοί. Ο Πέδρο με βοήθησε να ξεπεράσω κάποιες από τις ανασφάλειές μου. Ξέρει τα πάντα για μένα. Μιλάμε για τα προσωπικά μας, για κουτσομπολιά, για τη δουλειά».

Η διεθνής αναγνώριση ήρθε με τη δεύτερη συνεργασία τους στην ταινία «Όλα για τη μητέρα μου», ενώ το 2006 ξανασυνεργάστηκαν στην ταινία «Γύρνα πίσω», που της χάρισε υποψηφιότητα για Όσκαρ. Συμμετείχε και σε ταινίες αμερικανικής παραγωγής, όπως οι «Γυναίκα από πάνω», «Βlow», «Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι», «Vanilla sky», «Gothika».

«Δεν μιλάω για τα προσωπικά μου δημοσίως. Φοβάμαι ότι θα παρεξηγήσουν ό,τι κι αν πω. Κυκλοφορούσε μια φήμη για εμένα και τον Ματ Ντέιμον μετά την ταινία “Όλα τα όμορφα άλογα” το 2000. Το διαψεύσαμε και την επόμενη μέρα όλοι έγραφαν ότι είμαστε ζευγάρι. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να δίνω λογαριασμό για το τι κάνω» σχολιάζει.
  • Δ.Κ., ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Ο γερο-Κλιντ Ιστγουντ κερδίζει ξανά το παιχνίδι...

  • Σε μία εβδομάδα γεμάτη ασυνάρτητες και μετριότατες ταινίες το «Gran Τorino» μιλάει απλά, κατανοητά και εν τέλει σοφά

Τέσσερα χρόνια μετά το «Μillion Dollar Βaby», ο Κλιντ Ιστγουντ επανέρχεται μπροστά από τον κινηματογραφικό φακό με το- δικής του σκηνοθεσίας- «Gran Τorino» (ΗΠΑ, 2008). Υποδύεται έναν σπουδαίο κινηματογραφικό ήρωα, ίσως τον σημαντικότερο της φιλμογραφίας του, μαζί με τον Γουίλ Μάνι των δικών του «Ασυγχώρητων».

Το όνομά του Γουόλτ Κοβάλσκι. Συνταξιούχος μηχανικός αυτοκινήτων, βετεράνος του πολέμου της Κορέας (όπως ο ίδιος ο Ιστγουντ), ο Γουόλτ βλέπει πια τον κόσμο του να καταρρέει. Χωρίς ακριβώς να είναι ρατσιστής, δεν κρύβει την αντιπάθειά του απέναντι σε καθετί ξένο. Μασάει ταμπάκο και το φτύνει προκλητικά, το γρανιτένιο πρόσωπό του διαρκώς βλοσυρό. Μουγκρίζει αντί να μιλάει. Προσβάλλει τους πάντες και τα πάντα: γιους, νύφες, εγγόνια, φίλους, ακόμη και τον νεαρό πάστορα που έχει υποσχεθεί στη μακαρίτισσα σύζυγο του Γουόλτ ότι θα τον φροντίζει. Αγαπά μόνο τη σκύλα του και μια Gran Τorino της δεκαετίας του ΄70- το απόλυτο φετίχ του. Ωσπου στη ζωή του «εισβάλλει» ένας βιετναμέζος πιτσιρίκος, γείτονάς του, τον οποίο ο γερο-Γουόλτ σώζει κατά λάθος. Σταδιακά θα βρει ξανά νόημα ύπαρξης, θα ξαναγίνει πατέρας.

Ο Γουόλτ Κοβάλσκι είναι φορέας όλων των στοιχείων που έχουμε αγαπήσει τόσα χρόνια στην κινηματογραφική περσόνα που λέγεται Κλιντ Ιστγουντ. Είναι ο «Dirty Ηarry» στη σύνταξη, αλλά έχει το ίδιο αποφασιστικό βλέμμα που δηλώνει «μην παίζεις με τα σίδερα». Μπορεί να μην τραβάει το πιστόλι τόσο γρήγορα όσο ο «Ανθρωπος δίχως όνομα» των σπαγκέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, το τραβάει όμως. Με τον ίδιο τσαμπουκά. Και έχει μέσα του την αίσθηση του δικαίου, όπως ο «Εκδικητής εκτός νόμου» και ο «Σιωπηλός καβαλάρης». Συγχρόνως είναι ο σοφός σκηνοθέτης που με λίγα λόγια, λίγα χρήματα και σε λίγο χρόνο μπορεί να φτιάξει μια καταπληκτική, ανθρώπινη ταινία, ικανή να σου βγάλει αβίαστα τόσο το χαμόγελο όσο και το δάκρυ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

«Γκίνες» (2009) του Αλέξη Καρδάρα . Το «Γκίνες» του τίτλου πηγάζει από τις γκίνιες ενός μονίμως γρουσούζη τζογαδόρου ( Γιώργος Πυρπασόπουλος )- τόσο που θα μπορούσε να διεκδικήσει θέση στο βιβλίο Γκίνες. Αναζητώντας τον κρυμμένο θησαυρό στην Ηπειρο, γνωρίζεται με την όμορφη αλλά εξίσου γρουσούζα σύζυγο ενός ντόπιου εστιάτορα σε αναδουλειές ( Μαρκέλλα Γιαννάτου,Στέλιος Μάινας ). Μια χαριτωμένη αλλά ασήμαντη «μαύρη» κωμωδία.

«Μικρές ελευθερίες» (2008) του Κώστα Ζάππα. Μετά το «Τhe last porn movie» και το «Uncut family», ο «βαρόνος» του πειραματικού εγχώριου κινηματογράφου Κώστας Ζάππας ολοκληρώνει την «οικογενειακή τριλογία» του με τη στήριξη των Ζentropa Studios. Προαγωγός πατέρας που επίσης εμπορεύεται μετανάστες, τοξικομανής κόρη που εκπορνεύεται για λογαριασμό του, γιος με αυτοκτονικές τάσεις τον οποίο ο πρώτος θέλει επίσης να εκπορνεύσει. Αποτέλεσμα, ένα εφιαλτικό 90λεπτο υπερβατικού κινηματογράφου.

«Καρουζέλ» (2008) του Σταμάτη Τσαρουχά. Τα τραύματα μιας βιασθείσας στην εφηβεία γυναίκας ( Σοφία Σωτηρίου ) την καταδιώκουν ανελέητα και τα πράγματα χειροτερεύουν όταν κάνει την εμφάνισή του ένας μυστηριώδης τύπος.

ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ

▅ Η ταινία κινουμένων σχεδίων «Ιστορία του Ντεσπερό» («Τales of Desperaux») εξιστορεί τα κατορθώματα ενός πανέξυπνου ποντικού, κάτι που καλώς ή κακώς σε αναγκάζει να τη συγκρίνεις με τον «Ρατατούη»- για να δεις ότι βρίσκεται έτη φωτός πίσω του.

▅ Η ακατανόητη, ασυνάρτητη και ανούσια «Ιστορία με θέμα την αγάπη» («Just another love story», Δανία, 2007) του Ολε Μπόντενταλ ακολουθεί τη μόδα της σπαζοκεφαλιάς με τη δαιδαλώδη αφήγηση, τον κατακερματισμό του χρόνου και την ευκολία ότι... όλα μπορούν να συμβούν ανεξαρτήτως εξηγήσεων. Σπατάλη χρόνου.

  • «Μέρες θυμού» (Δανία, 2008)

Από τις ακριβότερες παραγωγές του σύγχρονου δανέζικου κινηματογράφου, οι «Μέρες θυμού» εξιστορούν τα κατορθώματα δύο θρυλικών δανών αντιστασιακών ( Τούρε Λίντχαρτ και Μαντς Μίκελσεν, στη φωτογραφία) οι οποίοι σκότωναν προπαγανδιστές συνεργάτες των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πληθωρική αυτή ταινία, που δεν κρύβει το κόστος της, έχει το ύφος ενός νουάρ έπους, αλλά παράλληλα «σκάβει» βαθύτερα μιλώντας για τα παρασκηνιακά πολιτικά παιχνίδια που έφεραν τους δύο ήρωες αντιμέτωπους με σκευωρίες τις οποίες δεν μπορούσαν να ελέγξουν και την προδοσία του οράματός τους. «Θα χρειαστούμε ήρωες για να τους μνημονεύουν στα σχολεία» ακούγεται κάποια στιγμή κυνικά στην ταινία, στην οποία η έννοια του ήρωα αποδομείται, αφήνοντας στο τέλος έντονη τη γεύση της πίκρας.
  • «Ρush το επικίνδυνο χάρισμα» (2009, ΗΠΑ)
Απίστευτα μπερδεμένο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, μια σαλάτα με συστατικά την τηλεκίνηση, την ιερομαντεία, την τηλεπάθεια και λοιπά υπερφυσικά φαινόμενα, μέσω των οποίων οι κυβερνήσεις διεξάγουν απόρρητα ερευνητικά προγράμματα με το μυαλό στη θέση του πιο θανάσιμου όπλου. Ανθρωποι που βλέπουν το μέλλον, διαβάζουν τη σκέψη του αντιπάλου, δημιουργούν νέες πραγματικότητες και μετακινούν τηλεκινητικώς πιστόλια. Ο σκηνοθέτης Πολ Μακ Γκουίγκαν (που είχε κάνει ένα δυνατό ξεκίνημα με το «Στοίχημα του Σλέβιν») προσπαθεί να βάλει σε τάξη το χάος με φόντο το Χονγκ Κονγκ και κεντρικό ήρωα έναν αποστασιοποιημένο πρώην πράκτορα, ο οποίος διαθέτει τέτοια φυσικά χαρίσματα ( Κρις Εβανς ) και επανέρχεται στη δράση με τη βοήθεια μιας εξίσου υπερφυσικής έφηβης ( Ντακότα Φάνινγκ ).
  • «Επτά ζωές» (2008, ΗΠΑ)
Ακόμη ένα αίνιγμα για αυτή την εβδομάδα, με τον Γουίλ Σμιθ (στη φωτογραφία) στον ρόλο ενός μυστηριώδους «καλού Σαμαρείτη» ο οποίος προσπαθεί να βελτιώσει τη ζωή επτά άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων, κοινό στοιχείο των οποίων είναι η ανάγκη άμεσης βοήθειας (οικονομικής, ιατρικής και ψυχικής). Το ερώτημα που υποτίθεται ότι κινεί το νήμα της ιστορίας είναι από πού πηγάζει το ενδιαφέρον του. Ωστόσο όλες οι καλές προθέσεις των δημιουργών της ταινίας καταρρέουν εξαιτίας της επίδειξης σκηνοθετικού ύφους από τον Γκαμπριέλε Μουτσίνο , ο οποίος περιπλέκοντας αδικαιολόγητα την ιστορία αδυνατεί να βρει τις ισορροπίες που θα κρατούσαν ζωντανό το ενδιαφέρον. Κρίμα, γιατί η αμέσως προηγούμενη συνεργασία των Σμιθ- Μουτσίνο, το «Κυνήγι της ευτυχίας», ήταν ένα μικρό διαμάντι.

  • ΤΟΥ Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ |ΤΟ ΒΗΜΑ, Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Πολλές οι ταινίες ... λίγες οι καλές!

Μάλλιασε η γλώσσα μας! Εννιά πρεμιέρες, και μάλιστα σε περίοδο ισχνών αγελάδων, είναι πολλές! Ο φίλος του κινηματογράφου δεν έχει ούτε το χρόνο ούτε το χρήμα να παρακολουθήσει ούτε καν τις μισές! Τα κελεύσματα, όμως, των Αμερικάνων «Big Brothers», που ελέγχουν την εγχώρια διανομή, άλλα επιτάσσουν. Πολλές ταινίες στις αίθουσες και αμέσως μετά DVD και όπου τσιμπήσει, και όπου τσιμπήσουμε τον πελάτη!

Μαζί με το θεατή, βέβαια, υποφέρει και ο σωστός κριτικός λόγος! Η αλόγιστη ποσότητα αναγκάζει τον κριτικό να γράφει τηλεγραφήματα αντί για αναλυτική και εμπεριστατωμένη κριτική που είναι υποχρεωμένος. Ταινίες, όπως οι πολύ καλές αντιστασιακές «Μέρες Θυμού», του Δανού Ολε Κρίστιαν Μάντσεν, για παράδειγμα, απαιτούν, μαζί με την κριτική, και ένα πλήρες ιστορικό πληροφοριακό σημείωμα. Η Δανία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η δανέζικη αντίσταση είναι αρκετά «μπερδεμένη» για τον απληροφόρητο, κυρίως νεαρό, θεατή! Αλλά και το «απλό» και πολύ «κατανοητό», «Gran Torino», του βετεράνου Κλιντ Ιστγουντ, απαιτεί τις δικές του εξηγήσεις. Βάζει τόσα ζητήματα ο θαυμάσιος Αμερικανός δημιουργός, που χρειάζεται «ψάξιμο» για να καταλήξεις!

Οι παρατηρήσεις για τις δύο παραπάνω ταινίες ισχύουν και για το εξαιρετικά κινηματογραφημένο ψυχολογικό και υπαρξιακό «φιλμ νουάρ», «Μια Ιστορία με Θέμα την Αγάπη», του, επίσης Δανού, Ολε Μπόρνενταλ. Και αυτό βάζει ζητήματα που, χωρίς αμφιβολία, ξεφεύγουν από την απλή αστυνομική ταινία!

Για τις τρεις ελληνικές ταινίες της βδομάδας, «Μικρές Ελευθερίες», του Κώστα Ζάπα, «Γκίνες», του Αλέξη Καρδαρά και «Carousel», του Σταμάτη Τσαρουχά, απαιτείται ...δοκίμιο και όχι απλή κριτική! Ολες οι περιφερικές δορυφορικές κινηματογραφίες προσπαθούν με την ποιότητα και τη θεματολογία τους να επιβιώσουν και να επιβληθούν. Εμείς, ζώντας στον κόσμο μας, παρουσιάζουμε πρωτολειακά πειράματα (Ζάπας), τηλεοπτικές «μαύρες» κωμωδίες (Καρδαράς) επιφανειακά κοινωνικά δράματα (Τσαρουχάς)! Για τις δύο τελευταίες είναι συνυπεύθυνο και το ΕΚΚ και ελέγχεται για τις αστόχαστες επιλογές του, αν όχι, και το πιο πιθανό, τις σκόπιμες κατευθύνσεις του!

Υπάρχει, επίσης, το αρκετά ενδιαφέρον (κυρίως για το σχέδιό του, τα χρώματά του και την έλλειψη βίας) καρτούν, «Η Ιστορία του Ντεσπερό», των Σαμ Φελ & Ρομπ Στίβενχάνγκεν. Θεματολογικά, δυστυχώς, μια από τα ίδια: βασιλιάδες, πριγκίπισσες και ποντικάκια!

Οι ...ανθρωπιστικές, και αρκετά καλών προθέσεων, «Επτά Ζωές», του Γκάμπριελ Μουτσίνο, δεν ξεφεύγουν από μια απλή ταινία! Ενοχος για το θάνατο της γυναίκας του βοηθάει αγνώστους για να εξιλεωθεί! Χαιρετίσματα! Μεταφυσική κωμωδία είναι η τελευταία ταινία της βδομάδας: «Push, Το Επικίνδυνο Χάρισμα», του Πολ ΜακΓκίγκαν. Ανθρωποι που διαθέτουν το «χάρισμα» να προβλέπουν και να σχεδιάζουν το μέλλον, να μετακινούν αντικείμενα, να ακούνε τις σκέψεις των άλλων ...και να μη σκάει χείλη στην αίθουσα!

Παίζονται ακόμα...


Λυπούμαστε που, λόγω χώρου, θα αδικήσουμετις τρεις τελευταίες ταινίες. Σίγουρα άξιζαν κάποιας καλύτερης (πιο εμπεριστατωμένης) μεταχείρισης (τουλάχιστον οι δύο πρώτες). Μην ψέγεστε εμάς! Την οργή σας πρέπει να την εισπράξουν τα γραφεία διανομής με την αλόγιστη ...διανομή τους! Γιατί και οι τρεις (τουλάχιστον οι δύο πρώτες), πέρα από τις όποιες αντιρρήσεις, έχουν αρκετές αρετές! Η ταινία του Γκάμπριελ Μουτσίνο, «Επτά Ζωές», για παράδειγμα, διαθέτει ένα θαυμάσιο θέμα, που αν είχε αναπτυχθεί καταλλήλως, θα είχαμε να κάνουμε με μια «μεγάλη» ταινία! Αλλά και έτσι όπως κινηματογραφήθηκε εξακολουθεί να βγάζει συγκίνηση. Αφήστε που όλοι οι πρωταγωνιστές είναι μαύροι (και πανέμορφοι). Η ταινία είναι, ίσως, η πρώτη «κατάμαυρη» ταινία! Ο Μπεν νιώθοντας ένοχος για το χαμό της γυναίκας του (αυτοκινητιστικό δυστύχημα) αποφασίζει να γίνει ...Καραμουτζούνης! Επιλέγει επτά αγνώστους ανθρώπους και κάνει τα αδύνατα δυνατά να βελτιώσει τη ζωή τους! Και, ...ποιητική αδεία, τα καταφέρνει! Ο αλτρουισμό του, δε, φτάνει μέχρι.... η συνέχεια επί της οθόνης! Το μήνυμα της ταινίας είναι πως οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ευτυχισμένοι (αν «κάποιος» τους λύσει τα προβλήματα)!

Αρκετά καλό είναι και το καρτούν των Σαμ Φελ & Ρομπ Στιβενχάγκεν «Η Ιστορία του Ντεσπερό». Πρώτον, γιατί δεν έχει βία! Δεύτερον, γιατί διαθέτει πολύ καλό σκίτσο (ιδιαίτερα στις φυσιογνωμίες και στη ζωγραφική)! Το μειονέκτημά του, η αχίλλειος πτέρνα του, είναι το πεπαλαιωμένο θέμα του! Στο βασίλειο Ντορ πεθαίνει η βασίλισσα. Ο βασιλιάς και η πριγκίπισσα πέφτουν σε βαθιά μελαγχολία! Και τότε γεννιέται ένα γενναίο ποντικάκι, ο Ντεσπερό! Η συνέχεια, και εδώ, ...επί της οθόνης! Απλώς, αν μου επιτρέπεται, μια παρατήρηση! Τα παιδιά, πια, τα ξέρουν όλα! Αν δεν έχουμε τίποτα καινούριο να τους πούμε, μην τα ξαναγυρίζουμε ολοταχώς πίσω στο παρελθόν! Καμία ανάγκη, πια, δεν επιβάλλει βασιλικές ιστορίες! Ας τελειώνουμε με αυτόν τον ξεπερασμένο θεσμό! Και μη μου πείτε, «εντάξει αδερφέ, για ταινία πρόκειται», γιατί θα σας απαντήσω, «αφού πρόκειται για ταινία, γιατί δεν αναφέρεστε στον ...Σπάρτακο, ας πούμε»!

Ολα τα λεφτά του ψιλοθρίλερ, της ψιλοπεριπέτειας, του ψιλοβιντεογκέιμ, του Πολ ΜακΓκίγκαν, «Push, Το Επικίνδυνο Χάρισμα», είναι η μικρή παιδί - θαύμα πρωταγωνίστρια (που σχεδόν μεγάλωσε πια) Ντακότα Φάνινγκ. Η μικρή διαθέτει ικανότητες να μετακινεί αντικείμενα, να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων, να βλέπει το μέλλον! Από εκεί πέρα, χάος! Η ταινία μπερδεύεται ανάμεσα στο σοβαρό και στο αστείο. Τελικά, χωρίς ταυτότητα περνάει στην αδιαφορία! Σας βεβαιώνω δε θα χάσετε τίποτα αν δεν τη δείτε! Αντίθετα, θα κερδίσετε και χρόνο και χρήμα! Ο γνωστός για τις μεταφυσικές εκπομπές, κύριος Χαρδαβέλλας είναι, σας βεβαιώνω, πιο ...επιστημονικός!

Η Ελλάδα ... δραπετεύει!


Σταμάτη Τσαρούχα «Carousel»
Τρεις νέες ελληνικές ταινίες την ίδια βδομάδα στις αίθουσες, οι οποίες στενάζουν κάτω από τον αμερικάνικο πολιτιστικό ιμπεριαλισμό, θα ήταν, αν οι ταινίες θα ανταποκρίνονταν στοιχειωδώς, μια περήφανη εθνική πολιτιστική νίκη! Δυστυχώς η ποσότητα, κόντρα στη γνωστή φιλοσοφική άποψη, περί ποσότητας και ποιότητας, αυτή τη φορά, και αυτή τη φορά θα έλεγα, ήταν άσφαιρη. Και οι τρεις ταινίες πυροβολούν (με άσφαιρα πυρά) στο αέρα!
  • Η ταινία του Σταμάτη Τσαρουχά, «Carousel», ενώ διαθέτει ένα ενδιαφέρον κοινωνικό θέμα, το βιασμό μιας νέας γυναίκας από τον πατριό της και τις επιπτώσεις στον ψυχισμό της, και στη συνέχεια της ζωής της (στηρίζεται στο ομότιτλο βιβλίο της Σοφίας Σωτηρίου, η οποία έγραψε και το σενάριο), δυστυχώς, δεν ευτύχισε στη μεταφορά του στον κινηματογράφο (ούτε σεναριακά). Ο έμπειρος, θα έλεγα, σκηνοθέτης (το «Carousel» είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του), δεν κατάφερε, ούτε μια στιγμή, να μας «μαγέψει»! Ηταν όλα τόσο κλασικά κακοφτιαγμένα, και κακοπαιγμένα, που σε εξουδετέρωναν και σε αποστασιοποιούσαν! Ούτε μια στιγμή δεν συνέλαβα τον εαυτό μου να πονάει.
  • Ο Κώστας Ζάπας, με τις «Μικρές Ελευθερίες» του, προσπαθεί, με πολύ κοντινά πλάνα, με εγκεφαλική σύλληψη του θέματος, και με γυμνά ταλαιπωρημένα κορμιά, να μας ...ξεγελάσει. Επί 82 ολόκληρα λεπτά ακούμε κραυγές και βλέπουμε όλες τις λεπτομέρειες των κορμιών των ηθοποιών (μαζί και τα γενετήσια όργανά τους) αλλά ιστορία δεν βλέπουμε! Και δεν βλέπουμε ιστορία, γιατί δεν υπάρχει! Στη θέση της ιστορίας, λοιπόν, έχουμε μικρούς και ερασιτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς. Από τους οποίους, αν διαθέτεις μαντικές ικανότητες, μπορείς να συμπεράνεις ότι στην οθόνη διαδραματίζονται εκπορνεύσεις (πατέρας εκπορνεύει την κόρη του και προσπαθεί να κάνει πόρνο και το γιο του), αιμομιξίες (κόρη και γιος), βία, και πολλοί εμετοί! Ο Κώστας Ζάπας, ωστόσο, διαθέτει κινηματογραφική ματιά, η οποία, φυσικά, σκορπάει στον άνεμο, αφού ο ίδιος, φαίνεται, ζει στον κόσμο του!
  • Αλέξη Καρδαρά «Γκίνες»
    Χειρότερη και από τις δύο παραπάνω είναι η ταινία του Αλέξη Καρδαρά, «Γκίνες». Αντικειμενικά είναι η πιο ...επαγγελματική! Ο σκηνοθέτης έχει καταχτήσει τους (εμπορικούς) κανόνες!Το θέμα της, ωστόσο, δε φτάνει ούτε για την τηλεόραση (την οποία αντιγράφει). Νεαρός ψάχνει θησαυρό και μέχρι να τον βρει προλαβαίνει να ερωτευτεί, ενώ γύρω του η οθόνη γεμίζει (από ατυχήματα και όχι από εγκλήματα) πτώματα. Μια «μαύρη» κωμωδία, που δε βγάζει γέλιο! Και δε βγάζει γέλιο, γιατί χάνεται ανάμεσα στην περιπέτεια και στην κωμωδία. Και δε βγάζει γέλιο, επίσης, γιατί είναι μια τετριμμένη ιστορία που ερμηνεύεται (και από καλούς ηθοποιούς, μάλιστα, Αντώνη Καφετζόπουλο, Ακης Σακελαρίου, Στέλιος Μάινας, π.χ.) με πολύ τετριμμένο, κακό και τηλεοπτικό τρόπο!

Κώστα Ζάπα «Μικρές ελευθερίες»

ΟΛΕ ΜΠΟΡΝΕΝΤΑΛ: Μια ιστορία με θέμα την αγάπη


Σίγουρα δεν έχουμε να κάνουμε με κλασική αστυνομική ταινία. Δεν υπάρχει δολοφόνος και κόσμος να κυνηγάει τη σύλληψή του. Το «Μια Ιστορία με Θέμα την Αγάπη», κλείνει περισσότερο στο «φιλμ νουάρ», τουλάχιστον αισθητικά. Δεν έχει συνέχεια στην αφήγηση, η φωτογραφία του είναι πλούσια σε φωτοσκιάσεις, οι θέσεις της μηχανής είναι μια συνεχής έκπληξη, κλπ., κλπ. Στιγμές - στιγμές, και λόγω ...συγγενικής κουλτούρας (η ταινία είναι δανέζικη), πλησιάζει το γερμανικό εξπρεσιονισμό.

Ανέφερα τα παραπάνω ...κολακευτικά, για να σας «παρασύρω» να δείτε την ταινία, παρότι δε συγκεντρώνει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θα την έκαναν ξεχωριστή! Ωστόσο, μας αφορά (έμμεσα)! Το θέμα της δεν είναι από αυτά που θα μας γέμιζε το μάτι και θα μας χόρταινε. Ενας άντρας, παντρεμένος, με δύο παιδιά, που με την πρώτη ματιά δείχνει ευτυχισμένος, με ένα «τσακ» ανακαλύπτει τα κενά του! Κάτω από τραγικές συνθήκες (αυτοκινητιστικό ατύχημα) γνωρίζει μια γυναίκα που θα τον αναστατώσει. Στην αρχή από «περιέργεια» (και από την ανάγκη να δει «τι κρύβεται πίσω από την πόρτα»), στη συνέχεια γιατί μυρίστηκε πάθος (που του έλειπε), της παραδίδεται! Σιγά - σιγά δένεται μαζί της, εισχωρεί στο «εσωτερικό» της, και, τέλος, πληρώνει για την τόλμη του! Μια προσωπική υπαρξιακή ιστορία, η οποία, όπως είναι φυσικό, δημιουργεί θύτες και θύματα, ευτυχισμένους και δυστυχισμένους! Μια, ας πούμε, πολύ δραματική ιστορία!

Ωστόσο, αυτή η προσωπική, υπαρξιακή, πολύ δραματική, έστω, ιστορία, έχει μια τρομερή γοητεία, που σε αναγκάζει να μην μπορείς να της γυρίσεις την πλάτη! Η αξία αυτού του «συνηθισμένου» θέματος που διαπραγματεύεται βρίσκεται στον κινηματογραφικό χειρισμό του! Ο Δανός σκηνοθέτης Ολε Μπόρνενταλ κάνει επίδειξη τεχνικής και αισθητικής. Αυτήν την απλή ιστορία την κινηματογραφεί με τέτοιο τρόπο που την κάνει να μοιάζει, αισθητικά και θεματολογικά, με τις θαυμάσιες ιστορίες του Κάφκα. Στα χέρια του πανέξυπνου και ταλαντούχου αυτού ανθρώπου, το «απλό» αυτό θέμα, γίνεται ένα αξιοπρόσεκτο κινηματογραφικό έργο. Ο θεατής από κάποιο σημείο και μετά μοιάζει να αδιαφορεί για την ιστορία. Δείχνει να τον έχει κερδίσει η εικόνα και η αισθητική! Στο τέλος της ταινίας, ωστόσο, θα επανέλθει στην ιστορία από την οποία, στην ουσία, ποτέ δεν απομακρύνθηκε, και θα βγάλει και αυτός τα δικά του (χρήσιμα) συμπεράσματα.

Παίζουν: Αντρες Γ. Βέρθχελσεν, Ρεμπέκα Χέμσε, Νικολάι Λίε Κας, Σαρλότ Φικχ, Μπέτζαν Κούκικ.