Tuesday, September 30, 2008

Πολ Νιούμαν, ο αψεγάδιαστος ήρωας του Χόλιγουντ

International Herald Tribune

Ο Πολ Νιούμαν πάντοτε αντιμετώπιζε με ελαφρότητα τη φήμη και την ομορφιά του. Την ομορφιά ίσως να ήταν πιο δύσκολο να τη διαχειριστεί όταν ήταν νέος, τη δεκαετία του ’50, και τον αποκαλούσαν ακόμη τον επόμενο Μάρλον Μπράντο, την εποχή που έβαζε τα θεμέλια της αναγνώρισής του στο Actors Studio και το Μπρόντγουεϊ.

Ωστόσο, ο Νιούμαν, που πέθανε την Παρασκευή από καρκίνο στο σπίτι του στο Γουέστπορτ του Κονέκτικατ, σε ηληκία 83 χρόνων, δεν απαρνιόταν την καλή του εμφάνιση. Αντίθετα, φαινόταν να μη δίνει σημασία, χωρίς όμως και να αδιαφορεί. Εμαθε να χρησιμοποιεί αυτό το αψεγάδιαστο πρόσωπο με τέτοιον τρόπο ώστε να μας αφήνει να δούμε την περιπλοκότητα που κρυβόταν από κάτω. Και αργότερα, έμαθε να αξιοποιεί και τον χρόνο, δείχνοντας πώς η ομορφιά μπορεί να πληγεί και να χρησιμοποιηθεί. Βλέπει κανείς την επικίνδυνη πλευρά της ομορφιάς του στο «Αγριος σαν θύελλα», το ακαταμάχητο δράμα που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Ριτ το 1963, με θέμα μια οικογένεια Τεξανών ραντσέρηδων. Ο Νιούμαν παίζει τον γυναικά γιο ενός γελαδάρη (τον υποδύεται ο βετεράνος Μέλβιν Ντάγκλας), που οδηγείται σε μια ζωή που σιγά σιγά ξεφτίζει.

  • Τον λάτρεψε η κάμερα

Ο πατέρας αρνείται να σκάψει για το πετρέλαιο που μπορεί να αλλάξει την τύχη της οικογένειας, επειδή δεν θέλει να στεγνώσει τη γη. Ο Νιούμαν παίζει τον γιο, τον Χαντ, και δουλειά του είναι να χλευάζει την αφέλεια του γέρου και να κάνει τον κακό, κάτι που κάνει τόσο πειστικά, ώστε καταλήγει να είναι το πιο δυνατό σημείο της ταινίας.

Πολλοί κριτικοί στράβωσαν τα χείλη με τον Χαντ και την προσωπικότητα του κακού παιδιού, όμως η κάμερα λατρεύει αυτό τον κακό καουμπόη ή μάλλον τον ηθοποιό που παίζει τον ρόλο, ώστε η στάση του πατέρα να μην έχει καμία τύχη. Οπως και κανείς άλλος άλλωστε. Οταν ο Χαντ την πέφτει στην οικονόμο, πέφτει πίσω στο κρεβάτι της και με τη μύτη χωμένη σε μια μαργαρίτα τη ρωτάει: «Σε τι άλλο είσαι καλή;». Σπάνια έχει φανεί τόσο απολαυστικά βρώμικο το να μυρίζεις ένα λουλούδι. Δεν είναι να απορεί κανείς που η κριτικός Πολίν Κάελ, στην οποία δεν άρεσε τίποτα στην ταινία, παρ’ όλα αυτά, παραδέχτηκε τον Νιούμαν. Οπως έγραψε, «υπάρχουν μερικοί άντρες που προβάλλουν μια τέτοια παραδοσιακή ηρωική ειλικρίνεια και γλυκύτητα, που το κοινό τους λατρεύει, θέλει να τους προστατέψει από το κακό και τον πόνο». Ο Νιούμαν το κατάφερε αυτό με την Κάελ. Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι ότι εκείνο που συνεπήρε την Κάελ, δεν ήταν ο ηθοποιός ή η ερμηνεία του, αλλά ο ίδιος ο άντρας, που έγινε σταρ, επειδή έδειχνε ότι πρόσφερε ένα ασαφές κομμάτι του εαυτού του, κάτι γνήσιο και αληθινό, κάτι που μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας στο σπίτι.

Δεν πιστεύω ότι ο Νιούμαν έχει υπάρξει πιο όμορφος απ’ ό, τι στο «Αγριος σαν θύελλα». Το σφριγηλό, μυώδες σώμα του δείχνει να σκίζει το σινεμασκόπ τοπίο και το ασπρόμαυρο φιλμ δίνει στα γαλάζια του μάτια μιαν απόκοσμη γκρίζα απόχρωση. Ο χαρακτήρας του θα ράγιζε καρδιές. Αν στ’ αλήθεια ενδιαφερόταν να τις ραγίσει παρά να περάσει λίγο χρόνο με τα κορμιά που τις συνοδεύουν.

Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, συχνά μπέρδευαν τον Νιούμαν με τον Μπράντο, σε τέτοιο βαθμό που του ζητούσαν να υπογράψει λάθος αυτόγραφα. Και οι δύο σπούδασαν στο Actors Studio και μετακινήθηκαν στο Χόλιγουντ, αλλά στην πραγματικότητα δεν τους συνδέει τίποτα άλλο πέρα από την απαίτησή μας για το Επόμενο. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς αυτή την ομοιότητα σήμερα, με δεδομένες τις διαφορετικές τροχιές τους και το πόσο διαφορετικά γράφουν στην οθόνη. Ο Μπράντο βράζει, ενώ ο Νιούμαν είναι cool, σαν ξηρός πάγος. Και σε αντίθεση με τον Μπράντο που τον καιρό του θανάτου του όλοι θυμόντουσαν τις μπαρόκ υπερβολές του, ο Νιούμαν φαινόταν να έχει ανοσία, να είναι αλεξίσφαιρος (με μία εξαίρεση: την υποστήριξή του στον Γιουτζίν Μακ Κάρθι, που τον έκανε έναν από τους εχθρούς του Νίξον). Ο Νιούμαν είχε ταλέντο να ξεφεύγει.

Εχοντας υπογράψει συμβόλαιο με τη Warner τη δεκαετία του ’50, ήταν από τις μεταβατικές μορφές ανάμεσα στο παλιό και το νέο Χόλιγουντ. Στην αρχή τού έδιναν ρόλους κατώτερους, όπου αγωνιζόταν να κερδίσει την προσοχή μας.

  • Δύο Οσκαρ

Με τα χρόνια, οι ρόλοι βελτιώθηκαν και ξαφνικά δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ. Είναι μεταξένιος στο «Ο κόσμος είναι δικός μου» του Ρόμπερτ Ρόσεν. Γοητεύει και απωθεί με τη σειρά. Δεν είναι να απορεί κανείς που δεν είχε μείνει τίποτα όταν αναβίωσε τον χαρακτήρα 25 χρόνια μετά στο «Χρώμα του χρήματος».

Κέρδισε ένα Οσκαρ το 1987 για εκείνη την ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, μια ντροπιαστική καθυστερημένη αντίδραση από τους συναδέλφους του, που αγνόησαν έξι υποψηφιότητες πριν να του δώσουν το βραβείο (η Ακαδημία τού είχε δώσει ήδη την προηγούμενη χρονιά ένα τιμητικό Οσκαρ).

Οι ταινίες δεν είναι ευγενείς στους μεγαλύτερους σε ηλικία κι όμως, ο Νιούμαν αποχώρησε από αυτό το αχάριστο επάγγελμα σχεδόν άθικτος. Στις τελευταίες του ταινίες κράτησε την αξιοπρέπειά του παίζοντας ρόλους αντρών που έχασαν τη δική τους από ανοησία ή ματαιοδοξία. Η αξιοπρέπεια χαρακτήριζε και τον ίδιο, μέσα από τις φιλανθρωπικές και πολιτικές δραστηριότητές του, που ποτέ δεν έγιναν μέσο αυτοπροβολής. Ηταν εύκολο να θεωρεί κανείς δεδομένη την ευφυΐα του, όπως και το ταλέντο του, που επέζησε ακόμη και από τα περιστασιακά παραπατήματα. Στο τέλος του «Επιθεωρητή Χάρπερ» μια γυναίκα λέει στον Νιούμαν: «Μακάρι να έμενες λίγο περισσότερο». Ξέρω ακριβώς πώς νιώθει.

Το γαλάζιο βλέμμα του Πολ Νιούμαν καταγράφηκε στην ιστορία του κινηματογράφου και η είδηση του θανάτου του, στα 83 του χρόνια, σκόρπισε συγκίνηση σε όλον τον κόσμο. Ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς στην ιστορία του Χόλιγουντ, κοινωνικά ευαίσθητος καλλιτέχνης.

Η Καθημερινή, Tρίτη, 30 Σεπτεμβρίου 2008


ΒΛΕΠΕ ΚΙ ΑΥΤΑ:

Liz Taylor, George Clooney, Robert Redford Among Those Commemorating the Screen Legend

Newman Remembered as a Good Neighbor and a Good Friend

Paul Newman and A. E. Hotchner lived about 10 minutes from each other in Westport, Conn. The two men, longtime friends, owned boats together. “As a matter of fact,” Mr. Hotchner said Saturday in an interview, “a couple of wretched boats.”

They would go out on Long Island Sound, drinking beer and scaring the fish. “We were terrible fishermen,” he said. Then the motor would stall. “We’d get out there in the middle of the sound and then it would poop out,” Mr. Hotchner said. “The police would say, ‘Those two guys have to be towed in again.’ There’s this major movie star being towed in by the police.”

Remembrances of Mr. Newman, the actor and philanthropist who died on Friday at his home in Westport at the age of 83, poured forth around the country on Saturday. But few remembered Mr. Newman the way his friend and neighbor did in Westport, a Fairfield County town of about 26,000.

Mr. Newman and Mr. Hotchner, 91, a playwright, novelist and biographer, had been friends for more than 50 years.

In 1982, they founded Newman’s Own food company. One night just before Christmas in 1980, they made a batch of salad dressing with oil and vinegar. They poured the dressing into wine bottles and then gave them as gifts to their neighbors. “It was a lark,” Mr. Hotchner said, a lark that would turn into Newman’s Own, which has donated all its millions of dollars of profits to charities.

In 1988, Mr. Newman and Mr. Hotchner founded a different sort of enterprise: the Hole in the Wall Gang Camp in Ashford, Conn., a free camp for children with cancer and other life-threatening diseases. One camp grew into other camps, nationally and globally.

The two men first met in the mid-1950s, when Mr. Hotchner adapted an Ernest Hemingway short story, “The Battler,” for television. James Dean was to play the lead, but he had died in a car crash. So the director, Arthur Penn, gave the role to a little-known actor named Paul Newman.

“Paul was an unadorned man,” Mr. Hotchner said. “He was simple and direct and honest and off-center and mischievous, and romantic and very handsome. All of these qualities became the generating force behind him.” He added: “He was the same man in 2008 that he was in 1956 — unchanged, despite all the honors and the movie stardom, not a whisper of a change. And that’s something, the constancy of the man.”

Mr. Newman was the best man at Mr. Hotchner’s wedding in 1970. When Mr. Hotchner remarried last June, Mr. Newman was the best man again. “He’s the best man in my life, so why wouldn’t he be at my wedding?” he said.

Mr. Hotchner said he last saw Mr. Newman at the actor’s house in Westport a few days ago, when Mr. Newman was losing strength in his battle with cancer. “We didn’t really talk about anything other than some funny things that happened,” Mr. Hotchner said. “As I was leaving, I said, ‘Well, I’ll keep in touch.’ He said, ‘Yeah, it’s been a hell of a ride.’ I guess I’ll always remember that.”

Paul Newman, a Magnetic Titan of Hollywood, Is Dead at 83

The New York Times: September 27, 2008,

Paul Newman, one of the last of the great 20th-century movie stars, died Friday at his home in Westport, Conn. He was 83.

Skip to next paragraph
Fred R. Conrad/The New York Times

Paul Newman in 2006. More Photos »

Warner Brothers/Seven Arts

In the 1967 film “Cool Hand Luke,” a pivotal scene captured Paul Newman’s charm. More Photos >


The cause was cancer, said Jeff Sanderson of Chasen & Company, Mr. Newman’s publicists.

If Marlon Brando and James Dean defined the defiant American male as a sullen rebel, Paul Newman recreated him as a likable renegade, a strikingly handsome figure of animal high spirits and blue-eyed candor whose magnetism was almost impossible to resist, whether the character was Hud, Cool Hand Luke or Butch Cassidy.

He acted in more than 65 movies over more than 50 years, drawing on a physical grace, unassuming intelligence and good humor that made it all seem effortless.

Yet he was also an ambitious, intellectual actor and a passionate student of his craft, and he achieved what most of his peers find impossible: remaining a major star into a craggy, charismatic old age even as he redefined himself as more than Hollywood star. He raced cars, opened summer camps for ailing children and became a nonprofit entrepreneur with a line of foods that put his picture on supermarket shelves around the world.

Mr. Newman made his Hollywood debut in the 1954 costume film “The Silver Chalice.” Stardom arrived a year and a half later, when he inherited from James Dean the role of the boxer Rocky Graziano in “Somebody Up There Likes Me.” Mr. Dean had been killed in a car crash before the screenplay was finished.

It was a rapid rise for Mr. Newman, but being taken seriously as an actor took longer. He was almost undone by his star power, his classic good looks and, most of all, his brilliant blue eyes. “I picture my epitaph,” he once said. “Here lies Paul Newman, who died a failure because his eyes turned brown.”

Mr. Newman’s filmography was a cavalcade of flawed heroes and winning antiheroes stretching over decades. In 1958 he was a drifting confidence man determined to marry a Southern belle in an adaptation of “The Long, Hot Summer.” In 1982, in “The Verdict,” he was a washed-up alcoholic lawyer who finds a chance to redeem himself in a medical malpractice case.

And in 2002, at 77, having lost none of his charm, he was affably deadly as Tom Hanks’s gangster boss in “Road to Perdition.” It was his last onscreen role in a major theatrical release. (He supplied the voice of the veteran race car Doc in the Pixar animated film “Cars” in 2006.)

Few major American stars have chosen to play so many imperfect men.

As Hud Bannon in “Hud” (1963) Mr. Newman was a heel on the Texas range who wanted the good life and was willing to sell diseased cattle to get it. The character was intended to make the audience feel “loathing and disgust,” Mr. Newman told a reporter. Instead, he said, “we created a folk hero.”

As the self-destructive convict in “Cool Hand Luke” (1967) Mr. Newman was too rebellious to be broken by a brutal prison system. As Butch Cassidy in “Butch Cassidy and the Sundance Kid” (1969) he was the most amiable and antic of bank robbers, memorably paired with Robert Redford. And in “The Hustler” (1961) he was the small-time pool shark Fast Eddie, a role he recreated 25 years later, now as a well-heeled middle-aged liquor salesman, in “The Color of Money” (1986).

That performance, alongside Tom Cruise, brought Mr. Newman his sole Academy Award, for best actor, after he had been nominated for that prize six times. In all he received eight Oscar nominations for best actor and one for best supporting actor, in “Road to Perdition.” “Rachel, Rachel,” which he directed, was nominated for best picture.

“When a role is right for him, he’s peerless,” the film critic Pauline Kael wrote in 1977. “Newman is most comfortable in a role when it isn’t scaled heroically; even when he plays a bastard, he’s not a big bastard — only a callow, selfish one, like Hud. He can play what he’s not — a dumb lout. But you don’t believe it when he plays someone perverse or vicious, and the older he gets and the better you know him, the less you believe it. His likableness is infectious; nobody should ever be asked not to like Paul Newman.”

But the movies and the occasional stage role were never enough for him. He became a successful racecar driver, winning several Sports Car Club of America national driving titles. He even competed at Daytona in 1995 as a 70th birthday present to himself. In 1982, as a lark, he decided to sell a salad dressing he had created and bottled for friends at Christmas. Thus was born the Newman’s Own brand, an enterprise he started with his friend A. E. Hotchner, the writer. More than 25 years later the brand has expanded to include, among other foods, lemonade, popcorn, spaghetti sauce, pretzels, organic Fig Newmans and wine. (His daughter Nell Newman runs the company’s organic arm.) All its profits, of more than $200 million, have been donated to charity, the company says.

Much of the money was used to create a string of Hole in the Wall Gang Camps, named for the outlaw gang in “Butch Cassidy.” The camps provide free summer recreation for children with cancer and other serious illnesses. Mr. Newman was actively involved in the project, even choosing cowboy hats as gear so that children who had lost their hair because of chemotherapy could disguise their baldness.

Several years before the establishment of Newman’s Own, on Nov. 28, 1978, Scott Newman, the oldest of Mr. Newman’s six children and his only son, died at 28 of an overdose of alcohol and pills. His father’s monument to him was the Scott Newman Center, created to publicize the dangers of drugs and alcohol. It is headed by Susan Newman, the oldest of his five daughters.

Mr. Newman’s three younger daughters are the children of his 50-year second marriage, to the actress Joanne Woodward. Mr. Newman and Ms. Woodward both were cast — she as an understudy — in the Broadway play “Picnic” in 1953. Starting with “The Long, Hot Summer” in 1958, they co-starred in 10 movies, including “From the Terrace” (1960), based on a John O’Hara novel about a driven executive and his unfaithful wife; “Harry & Son” (1984), which Mr. Newman also directed, produced and helped write; and “Mr. & Mrs. Bridge” (1990), James Ivory’s version of a pair of Evan S. Connell novels, in which Mr. Newman and Ms. Woodward played a conservative Midwestern couple coping with life’s changes.

When good roles for Ms. Woodward dwindled, Mr. Newman produced and directed “Rachel, Rachel” for her in 1968. Nominated for the best-picture Oscar, the film, a delicate story of a spinster schoolteacher tentatively hoping for love, brought Ms. Woodward her second of four best-actress Oscar nominations. (She won the award on her first nomination, for the 1957 film “The Three Faces of Eve,” and was nominated again for her roles in “Mr. & Mrs. Bridge” and the 1973 movie “Summer Wishes, Winter Dreams.”)

Mr. Newman also directed his wife in “The Effect of Gamma Rays on Man-in-the-Moon Marigolds” (1972), “The Glass Menagerie” (1987) and the television movie “The Shadow Box” (1980). As a director his most ambitious film was “Sometimes a Great Notion” (1971), based on the Ken Kesey novel.

In an industry in which long marriages might be defined as those that last beyond the first year and the first infidelity, Mr. Newman and Ms. Woodward’s was striking for its endurance. But they admitted that it was often turbulent. She loved opera and ballet. He liked playing practical jokes and racing cars. But as Mr. Newman told Playboy magazine, in an often-repeated quotation about marital fidelity, “I have steak at home; why go out for hamburger?”

Beginnings in Cleveland

Sara Krulwich/The New York Times
Paul Newman with his wife, Joanne Woodward, in 2002 outside the Westport Country Playhouse in Westport, Conn. More Photos >

Paul Leonard Newman was born on Jan. 26, 1925, in Cleveland. His mother, the former Teresa Fetzer, was a Roman Catholic who turned to Christian Science. His father, Arthur, who was Jewish, owned a thriving sporting goods store that enabled the family to settle in affluent Shaker Heights, Ohio, where Paul and his older brother, Arthur, grew up.

Teresa Newman, an avid theatergoer, steered her son toward acting as a child. In high school, besides playing football, he acted in school plays, graduating in 1943. After less than a year at Ohio University at Athens, he joined the Navy Air Corps to be a pilot. When a test showed he was colorblind, he was made an aircraft radio operator.

After the war Mr. Newman entered Kenyon College in Ohio on an athletic scholarship. He played football and acted in a dozen plays before graduating in 1949.

Arthur Newman, a strict and distant man, thought acting an impractical occupation, but, perhaps persuaded by his wife, he agreed to support his son for a year while Paul acted in small theater companies.

In May 1950 his father died, and Mr. Newman returned to Cleveland to run the sporting goods store. He brought with him a wife, Jacqueline Witte, an actress he had met in summer stock. But after 18 months Paul asked his brother to take over the business while he, his wife and their year-old son, Scott, headed for Yale University, where Mr. Newman intended to concentrate on directing.

He left Yale in the summer of 1952, perhaps because the money had run out and his wife was pregnant again. But almost immediately, the director Josh Logan and the playwright William Inge gave him a small role in “Picnic,” a play that was to run 14 months on Broadway. Soon he was playing the second male lead and understudying Ralph Meeker as the sexy drifter who roils the women in a Kansas town.

Mr. Newman and Ms. Woodward were attracted to each other in rehearsals of “Picnic.” But he was a married man, and Ms. Woodward has insisted that they spent the next several years running away from each other.

In the early 1950s roles in live television came easily to both of them. Mr. Newman starred in segments of “You Are There,” “Goodyear Television Playhouse” and other shows.

He was also accepted as a student at the Actors Studio in New York, where he took lessons alongside James Dean, Geraldine Page, Marlon Brando and, eventually, Ms. Woodward.

Then Hollywood knocked. In 1954 Warner Brothers offered Mr. Newman $1,000 a week to star in “The Silver Chalice” as the Greek slave who creates the silver cup used at the Last Supper. Mr. Newman, who rarely watched his own films, once gave out pots, wooden spoons and whistles to a roomful of guests and forced them to sit through “The Silver Chalice,” which he called the worst movie ever made.

His antidote for that early Hollywood experience was to hurry back to Broadway. In Joseph Hayes’s play “The Desperate Hours,” he starred as an escaped convict who holds a family hostage. The play was a hit, and during its run, Jacqueline Newman gave birth to their third child.

On his nights off Mr. Newman acted on live television. In one production he had the title role in “The Death of Billy the Kid,” a psychological study of the outlaw written by Gore Vidal and directed by Robert Mulligan for “Philco Playhouse”; in another, an adaptation of Ernest Hemingway’s short story “The Battler,” he took over the lead role after James Dean, who had been scheduled to star, was killed on Sept. 30, 1955.

Mr. Penn, who directed “The Battler,” was later sure that Mr. Newman’s performance in that drama, as a disfigured prizefighter, won him the lead role in “Somebody Up There Likes Me,” again replacing Dean. When Mr. Penn adapted the Billy the Kid teleplay for his first Hollywood film, “The Left Handed Gun,” in 1958, he again cast Mr. Newman in the lead.

Even so, Mr. Newman was saddled for years with an image of being a “pretty boy” lightweight.

“Paul suffered a little bit from being so handsome — people doubted just how well he could act,” Mr. Penn told the authors of the 1988 book “Paul and Joanne.”

By 1957 Mr. Newman and Ms. Woodward were discreetly living together in Hollywood; his wife had initially refused to give him a divorce. He later admitted that his drinking was out of control during this period.

With his divorce granted, Mr. Newman and Ms. Woodward were married on Jan. 29, 1958, and went on to rear their three daughters far from Hollywood, in a farmhouse on 15 acres in Westport, Conn.

That same year Mr. Newman played Brick, the reluctant husband of Maggie the Cat, in the film version of Tennessee Williams’s “Cat on a Hot Tin Roof,” earning his first Academy Award nomination, for best actor. In 1961, with “The Hustler,” he earned his second best-actor Oscar nomination. He had become more than a matinee idol.

Directed by Martin Ritt

Many of his meaty performances during the early ’60s came in movies directed by Martin Ritt, who had been a teaching assistant to Elia Kazan at the Actors Studio when Mr. Newman was a student. After directing “The Long, Hot Summer,” Mr. Ritt directed Mr. Newman in “Paris Blues” (1961), a story of expatriate musicians; “Hemingway’s Adventures of a Young Man” (1962); “Hud” (1963), which brought Mr. Newman a third Oscar nomination; “The Outrage” (1964), with Mr. Newman as the bandit in a western based on Akira Kurosawa’s “Rashomon”; and “Hombre” (1967), in which Mr. Newman played a white man, reared by Indians, struggling to live in a white world.

Among his other important films were Otto Preminger’s “Exodus” (1960), Alfred Hitchcock’s “Torn Curtain” (1966) and Jack Smight’s “Harper” (1966), in which he played Ross Macdonald’s private detective Lew Archer.

In 1968 — after he was cast as an ice-cold racecar driver in “Winning,” with Ms. Woodward playing his frustrated wife — Mr. Newman was sent to a racing school. In midlife racing became his obsession. A Web site — newman-haas.com — details his racing career, including his first race in 1972; his first professional victory, in 1982; and his co-ownership of the Newman/Haas Indy racing team, which won eight series championships.

A politically active liberal Democrat, Mr. Newman was a Eugene McCarthy delegate to the 1968 Democratic convention and appointed by President Jimmy Carter to a United Nations General Assembly session on disarmament. He expressed pride at being on President Richard M. Nixon’s enemies list.

When Mr. Newman turned 50, he settled into a new career as a character actor, playing the title role — “with just the right blend of craftiness and stupidity,” Janet Maslin wrote in The New York Times — of Robert Altman’s “Buffalo Bill and the Indians” (1976); an unscrupulous hockey coach in George Roy Hill’s “Slap Shot” (1977); and the disintegrating lawyer in Sidney Lumet’s “Verdict.”

Most of Mr. Newman’s films were commercial hits, probably none more so than “The Sting” (1973), in which he teamed with Mr. Redford again to play a couple of con men, and “The Towering Inferno” (1974), in which he played an architect in an all-star cast that included Steve McQueen and Faye Dunaway.

After his fifth best-actor Oscar nomination, for his portrait of an innocent man discredited by the press in Sydney Pollack’s “Absence of Malice” (1981), and his sixth a year later, for “The Verdict,” the Academy of Motion Picture Arts and Sciences in 1986 gave Mr. Newman the consolation prize of an honorary award. In a videotaped acceptance speech he said, “I am especially grateful that this did not come wrapped in a gift certificate to Forest Lawn.”

His best-actor Oscar, for “The Color of Money,” came the next year, and at the 1994 Oscars ceremony he received the Jean Hersholt Humanitarian Award. The year after that he earned his eighth nomination as best actor, for his curmudgeonly construction worker trying to come to terms with his failures in “Nobody’s Fool” (1994). In 2003 he was nominated as best supporting actor for his work in “Road to Perdition.” And in 2006 he took home both a Golden Globe and an Emmy for playing another rough-hewn old-timer, this one in the HBO mini-series “Empire Falls.”

Besides Ms. Woodward and his daughters Susan and Nell, he is survived by three other daughters, Stephanie, Melissa and Clea; two grandchildren; and his brother.

Mr. Newman returned to Broadway for the last time in 2002, as the Stage Manager in a lucrative revival of Thornton Wilder’s “Our Town.” The performance was nominated for a Tony Award, though critics tended to find it modest. When the play was broadcast on PBS in 2003, he won an Emmy.

This year he had planned to direct “Of Mice and Men,” based on the John Steinbeck novel, in October at the Westport Country Playhouse in Connecticut. But in May he announced that he was stepping aside, citing his health.

Mr. Newman’s last screen credit was as the narrator of Bill Haney’s documentary “The Price of Sugar,” released this year. By then he had all but announced that he was through with acting.

“I’m not able to work anymore as an actor at the level I would want to,” Mr. Newman said last year on the ABC program “Good Morning America.” “You start to lose your memory, your confidence, your invention. So that’s pretty much a closed book for me.”

But he remained fulfilled by his charitable work, saying it was his greatest legacy, particularly in giving ailing children a camp at which to play.

“We are such spendthrifts with our lives,” Mr. Newman once told a reporter. “The trick of living is to slip on and off the planet with the least fuss you can muster. I’m not running for sainthood. I just happen to think that in life we need to be a little like the farmer, who puts back into the soil what he takes out.”

An Actor Whose Baby Blues Came in Shades of Gray

Paul Newman always wore his fame lightly, his beauty too. The beauty may have been more difficult to navigate, when he was young in the 1950’s and still being called the next Marlon Brando, establishing his bona fides at the Actors Studio and on Broadway

Yet Mr. Newman, who died at his home in Westport, Conn., on Friday, never seemed to resent his good looks, as some men did; instead, he shrugged them off without letting them go. He learned to use that flawless face, so we could see the complexities underneath. And later, when age had extracted its price, he learned to use time too, showing us how beauty could be beaten down and nearly used up.

You see the dangerous side of his beauty in “Hud,” Martin Ritt’s irresistible if disingenuous 1963 drama about a Texas ranching family in which Mr. Newman plays the womanizing son of a cattleman (the Hollywood veteran Melvyn Douglas), who’s hanging onto a fast-fading way of life. The movie traffics in piety: the father refuses to dig for the oil that might change the family’s fortunes because he doesn’t approve of sucking the land dry. Mr. Newman plays the son, Hud, and it’s his job to sneer at the old man’s naïveté and to play the villain, which he does so persuasively that he ends up being the film’s most enduring strength.

A lot of reviewers clucked about Hud and Mr. Newman’s grasping bad-boy ways (the word they used then was materialism), but the camera loves this cowboy Lothario so much — or, rather, the actor playing him — that his father’s high-and-mighty ways don’t stand a chance. Nobody else much does, either: when Hud hits on the family housekeeper (a smoky-voiced, smoking Patricia Neal), he sinks back in her bed and, with his nose deep in a daisy, asks with a leer, “What else you good at?” Rarely has the act of smelling a flower seemed as delectably dirty. It’s no wonder that Pauline Kael, who refused to buy just about anything else this movie was selling, gave Mr. Newman his due.

There are some men, Kael wrote, who “project such a traditional heroic frankness and sweetness that the audience dotes on them, seeks to protect them from harm or pain.” Mr. Newman did that for Kael, enough so that she was inspired to write about her own past and the California town that she “and so many of my friends came out of” — and, here, I think she means girlfriends — “escaping from the swaggering small-town hotshots like Hud.”

What’s striking is that what got Kael going wasn’t the actor or his performance but the man, who, because he seemed to offer up an intangible part of himself, something genuine and real, something we could take home, became a true movie star.

I don’t think Mr. Newman was ever as beautiful as he is in “Hud.” His lean, hard-muscled body seems to slash against the wide-screen landscape, evoking the oil derricks to come, and the black-and-white cinematography turns his famous baby blues an eerie shade of gray. The character would be a heartbreaker if he were interested in breaking hearts instead of making time with the bodies that come with them. That’s supposed to make Hud a mean man, but mostly he seems self-interested. No one is tearing him apart and Mr. Newman doesn’t try to plumb the depths with the role, which makes the character and the performance feel more contemporary than many of the head cases of the previous decade. He finds depths in these shallows.

Early in his career, Mr. Newman was often mistaken for Brando, so much so that he took to signing the other man’s autograph. Both studied at the Actors Studio and jumped to Hollywood, but there’s not much else to connect them beyond our demand for the Next Big Thing. The resemblance seems hard to grasp now, given their trajectories and how differently the two register onscreen: Brando sizzles, while Mr. Newman is as cool as dry ice. And unlike Brando, who at his death was often unkindly remembered for his baroque excesses, Mr. Newman seemed immune, bulletproof. (An exception: his support for Eugene McCarthy, which landed him on Nixon’s enemies list.) He had a talent for evasion.

It was a talent that served him well during the 1960s, the decade in which he picked up the mantle of Hollywood stardom that Brando had shrugged off. Mr. Newman was one of the dominating male screen figures of that decade, appearing in critical and commercial successes like “Cool Hand Luke,” a 1967 prison movie-cum-religious-allegory, and the 1969 western “Butch Cassidy and the Sundance Kid,” in which he found a partner in charm in Robert Redford. These days, 1969 is more often remembered for another buddy movie, “Easy Rider,” but “Butch Cassidy” may have had more lasting impact on the so-called New Hollywood, which struck gold with two photogenic male leads whose easy, breezy rapport helped transform rebellion into a salable, lucrative package.

Mr. Newman, who signed a contract with Warner Brothers in the 1950s, was a transitional figure between the old Hollywood and the new. Warners foolishly put him in a ludicrous 1954 costume extravaganza called “The Silver Chalice.” He did better as the boxer Rocky Graziano in the 1956 biopic “Somebody Up There Likes Me.” His Lower East Side accent is so thick it could have been served on rye at Katz’s Delicatessen, but he holds the screen with his pretty-boy kisser and an intense, at times wild physical performance that suggests a terrific will behind that impeccable facade. He seems to be hurling himself at the camera, as if desperate to get our attention.

The roles improved, as did the performances, and suddenly he didn’t seem to be trying as hard. He’s silky smooth as a pool shark named Fast Eddie in Robert Rossen’s 1961 high-key drama “The Hustler,” in which Jackie Gleason, Piper Laurie and George C. Scott each take turns stealing scenes. At first Mr. Newman seems outclassed by his co-stars — the film asks the actor, a nibbler rather than an outright thief, to do too much big acting. But he’s still awfully good. He seduces and repels by turn, pulling you in so you can watch him peel Fast Eddie’s defenses like layers of dead skin. It’s a wonder there was anything left by the time he revived the character 25 years later in “The Color of Money.”

He won an Oscar in 1987 for best actor for resurrecting Fast Eddie in that Martin Scorsese film, a piteously delayed response from his peers, who dangled six such nominations before giving up the prize. (Hedging its bets, the Academy of Motion Picture Arts and Sciences had tossed Mr. Newman an honorary Oscar the year before.) He’s superb in “The Color of Money,” gracefully navigating its slick surfaces and periodically scratching beneath them, playing a variation on what had by then in movies like “The Drowning Pool” (1975), “Slap Shot” (1977) and “The Verdict” (1982) become a defining Newman type: the guy on the hustle who seems to have nothing much left but keeps his motor running, just in case.

The movies are not kind to older actors and yet Mr. Newman walked away from this merciless business seemingly unscathed. During his second and third acts, he kept his dignity partly by playing men who seemed to have relinquished theirs through vanity or foolishness. Some of them were holding on to decency in an indecent world; others had nearly let it slip through their fingers.

Decency seems to have come easily to Mr. Newman himself, as evidenced by his philanthropic and political endeavors, which never devolved into self-promotion. It was easy to take his intelligence for granted as well as his talent, which survived even the occasional misstep. At the end of “The Drowning Pool,” a woman wistfully tells Mr. Newman, I wish you’d stay a while. I know how she feels

Η ιδιοφυΐα του Πολ Νιούμαν

ΤΗΕ TIMES, από το κύριο άρθρο

Το σημαντικό δεν είναι ότι ο Πολ Νιούμαν ήταν σπουδαίος ηθοποιός, ότι ήταν όμορφος, ότι είχε μάτια μπλε σαν το Αιγαίο και χαμόγελο που ζέσταινε τις καρδιές, ότι είχε κερδίσει βραβεία ηθοποιίας και βραβεία στους αγώνες ράλι. Το σημαντικότερο δεν είναι ότι ήταν πολιτικός ακτιβιστής που κέρδισε τον θαυμασμό όταν μπήκε στη λίστα των εχθρών του Νίξον. Δεν είναι το γεγονός ότι με τη διακριτική του φιλανθρωπική εκστρατεία είχε συγκεντρώσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Ούτε ότι ήταν παντρεμένος με την Τζόαν Γούντγουορντ για 50 χρόνια στο Χόλιγουντ, όπου οι περισσότεροι γάμοι έχουν ημερομηνία λήξης παρόμοια με αυτή του φρέσκου γάλακτος. «Οταν στο σπίτι έχεις φιλέτο γιατί να φας έξω χάμπουργκερ», απαντούσε όταν τον ρωτούσαν εάν ποτέ θέλησε να απιστήσει.(...) Το σημαντικό είναι ότι ο Πολ Νιούμαν κατάφερε να κάνει όλα αυτά τα πράγματα διατηρώντας την αξιοπρέπειά του, διαφυλάσσοντας την ιδιωτική του ζωή και την αξιοπιστία του. Ηταν, όπως άλλωστε τον αποκαλούσε ο φίλος του Γκορ Βιντάλ, «ένας άνθρωπος με συνείδηση». (...) Ο Πολ Νιούμαν ήταν ένας ηθοποιός της παλιάς σχολής του Χόλιγουντ, ωστόσο ποτέ δεν πήρε τον εαυτό του πολύ σοβαρά και απέδιδε μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στην... «τύχη του Νιούμαν».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 30/09/2008

Νύχτες Πρεμιέρας: Τα βραβεία του φεστιβάλ



Σκηνή από το «Παραλογιστάν» του Γερμανού Βάιτ Χέλμερ, βραβείο σκηνοθεσίας. Χιουμοριστική ταινία εμπνευσμένη από τη Λυσιστράτη
Η χουμοριστική ταινία «Ο βασιλιάς του Πινγκ Πονγκ» του Σουηδού Γενς Γιόνσον, με ήρωα έναν 16χρονο, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια προβληματική οικογενειακή ζωή και σε ένα δύσκολο σχολικό περιβάλλον, έφυγε προχθές από τις «Νύχτες Πρεμιέρας-Conn Χ» με το βραβείο καλύτερης ταινίας «Χρυσή Αθηνά». Το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας απονεμήθηκε στη χιουμοριστική ερωτική ταινία -εμπνευσμένη από τη «Λυσιστράτη»- «Παραλογιστάν» του Γερμανού Βάιτ Χέλμερ.

Η animated «Η Σίτα τραγουδάει τα μπλουζ» πήρε το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου. Οι θεατές έδωσαν το Βραβείο Κοινού στη βελγική ταινία «Rumba» των Φιόνα Γκόρντον και Ντομινίκ Αμπελ. Τη «Χρυσή Αθηνά» του τμήματος «Μουσική και Φιλμ» κέρδισε το ντοκιμαντέρ «Largo» για το θρυλικό κλαμπ του Λος Αντζελες.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 30/09/2008

Σπάρτακος των τεμπέληδων


Θα μπορούσε να λέγεται και Μάικλ Μουρ «Το Κήρυγμα»
«Το μόνο κακό με τις ταινίες μου είναι πως οι άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν οκτώ ή εννιά δολάρια και να βρουν μπέιμπι σίτερ για να έρθουν στην αίθουσα να μάθουν πράγματα που θα έπρεπε να παίρνουν τζάμπα καθιστοί στους καναπέδες τους μασουλώντας Τοστίτος». Αυτό είχε δηλώσει το 2004 ο Μάικλ Μουρ («Φαρενάιτ 9/11», «Σίκο» κ.ά.), κατηγορώντας τα κυρίαρχα ΜΜΕ και χαρακτηρίζοντας τις ταινίες του «αντιπροπαγάνδα».

Τέσσερα χρόνια μετά κάνει τα λόγια του πράξεις. Η τελευταία του δουλειά, με τίτλο «Slacker Uprising» («Η Εξέγερση των Οκνηρών»), αντί να βγει στις αίθουσες, προβάλλεται τζάμπα στο Διαδίκτυο στην ιστοσελίδα SlackerUprising.com.

Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ 100 λεπτών που μοντάρισε από το υλικό που είχε τραβήξει το 2004 σε κολέγια και πανεπιστήμια της Αμερικής. Τότε προσπαθούσε να σηκώσει τους «slackers» από την αφασία τους, για να πάνε να ψηφίσουν Δημοκρατικούς και να στείλουν τον Μπους σπίτι του. Οι κάμερες τον ακολούθησαν τότε σε 62 πόλεις όπου κήρυσσε τον λόγο του Τζον Κέρι.

«Δεν κάνει κακό να βγάζεις κάποιο κήρυγμα πότε πότε», είπε σχετικά στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», «ειδικά όταν η δική μας πλευρά του φράχτη έχει αποκαρδιωθεί».

Είπαν στον Μάικλ Μουρ να κηρύξει και αυτός... το παράκανε. Εθισμένος στο ντοκιμαντέρ, εκτός από πλατείες γέμισε και ένα DVD
Το συγκεκριμένο υλικό κάθισε στο ράφι για χρόνια. Αρχικά το μοντάρισε στο φιλμ «Captain Mike Across America», που έδειξε πέρυσι στο φεστιβάλ του Τορόντο. Μετά αποφάσισε να το ξαναρίξει στο χειρουργικό τραπέζι για βελτιώσεις. Του προσέθεσε κωμικά επεισόδια, σκηνές με τους αντιπάλους του να προσπαθούν να τον σταματήσουν, φραστικές μονομαχίες με συντηρητικούς και τη σχετική ρητορική περί ελευθερίας του λόγου.

Σήμερα διαβεβαιώνει πως οι παραγωγοί εκτίμησαν την αξία του φιλμ στις αίθουσες στα 20 με 40 εκατομμύρια δολάρια (το «Σίκο» έκανε 24,5 μόνο στην Αμερική ). Οταν τους ανακοίνωσε την απόφασή του να το βγάλει τζάμπα στο Διαδίκτυο, του είπαν «να πάει να κοιταχτεί σε κάνα γιατρό».

Ο Μουρ δεν έχει τίποτα με τις αίθουσες. «Η ειρωνεία είναι πως πιστεύω ότι ο κόσμος εκεί πρέπει να βλέπει τις ταινίες», λέει εξυμνώντας τη συλλογική αυτή εμπειρία όπου «όλοι παίρνουν πολύ περισσότερα από το έργο, σε μια διαδικασία κάθαρσης». Αλλά ελπίζει πως η ταινία του θα χρησιμοποιηθεί για να μαζευτούν χρήματα για τους Δημοκρατικούς υποψηφίους με προβολές της σε όλη τη χώρα. Η πρώτη ετοιμάζεται ήδη στην Αλάσκα. Προσφέρει και δωρεάν κόπιες της σε όποια βιβλιοθήκη τις ζητήσει. Πωλούνται πάντως και DVD προς 10 δολάρια.

Γιατί, όπως εξηγεί, μπορεί το τέλος της ταινίας να είναι πικρό -ο Κέρι χάνει από τον Μπους- αλλά αυτοί οι νέοι, «που κοιμήθηκαν ώς το μεσημέρι και πάλι πρόλαβαν να ψηφίσουν» και, αντίθετα με τους γονείς τους, ψήφισαν Δημοκρατικούς, ξεκίνησαν το νέο πολιτικό ρεύμα που έφερε στο προσκήνιο τον Ομπάμα.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 30/09/2008

Ρέκβιεμ για τον άνδρα με τα γαλάζια μάτια

Φωτογραφία

Ο Πολ Νιούμαν σε σκηνές από τέσσερις ταινίες-σταθμούς στη μεγάλη πορεία του (από αριστερά): «Ο δραπέτης των επτά Πολιτειών» (1958), μαζί με τη Λίτα Μίλαν, «Οι δύο ληστές» (1969), με τον φίλο του Ρόμπερτ Ρέντφορντ (αριστερά), «Τo κεντρί» (1973) και «Το χρώμα του χρήματος» (1986)

Εκτός από σπουδαίος ηθοποιός, ήταν και μαχητικός ακτιβιστής
Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ,ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη, 30 Σεπτεμβρίου 2008
«Oταν έρχεται η ώρα για να αφήσεις κάτι πίσω σου,πρέπει να το αφήσεις». Τάδε έφη Πολ Νιούμαν τον Φεβρουάριο του 2006. Λίγο προτού αρχίσουν να προβάλλονται στις αίθουσες τα κινούμενα σχέδια «Cars», όπου ο Νιούμαν έδωσε τη φωνή του σε μια Πλίμουθ του ΄51, ο θρυλικός ηθοποιός που την περασμένη Παρασκευή έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 χρόνων ανακοίνωνε ότι θα εγκαταλείψει τα κινηματογραφικά πλατό. Εγκατεστημένος μονίμως στο ράντσο του στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, ο γεννημένος στο Οχάιο το 1925 από ούγγρους μετανάστες Πολ Νιούμαν θεωρούσε ότι οι διαφορετικού τύπου αγώνες του είχαν πια μεγαλύτερη σημασία από το κινηματογραφικό του ίματζ.

Εκτός από σπουδαίος ηθοποιός με εννέα υποψηφιότητες για Οσκαρ και ένα βραβείο α΄ ρόλου για το «Χρώμα του χρήματος», ήταν ένας από τους σημαντικότερους «επώνυμους» ακτιβιστές που αφοσιώθηκαν εμπράκτως στην καταπολέμηση του καρκίνου, του ΑΙDS και άλλων ασθενειών. Το κτήμα του Double Η Ranch ήταν η βάση της προσπάθειας που αφορούσε τη δημιουργία βοηθητικών κέντρων για τα ταλαιπωρημένα παιδιά. Ανέκαθεν οι ευεργετικές κινήσεις του Νιούμαν ήταν αξιοθαύμαστες. Πριν από μερικά χρόνια είχε δωρίσει 250.000 δολάρια στις Υπηρεσίες Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Καθολικής Εκκλησίας με σκοπό τα χρήματα να διατεθούν στους πρόσφυγες του Κοσσυφοπεδίου. Ο Νιούμαν δεν είχε κανένα απολύτως προσωπικό όφελος από την πράξη του. Στον κινηματογράφο είχε επίσης δουλέψει ως σκηνοθέτης και παραγωγός. Η δική του παραγωγή «Ραχήλ, Ραχήλ», την οποία και σκηνοθέτησε, ήταν υποψήφια για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας το 1969. Παντρεμένος επί 41 χρόνια με την ηθοποιό Τζόαν Γούντγουορντ απέκτησε μαζί της τρεις κόρες. Από το 1982 δε, ήταν ιδιοκτήτης τής Νewman΄s own, εταιρείας προϊόντων μαγειρικής εξαιρετικά δημοφιλούς στις ΗΠΑ, ενώ παροιμειώδες έχει μείνει το πάθος του για την οδήγηση σε αγώνες ταχύτητας.

Οι ηλικιωμένοι ηθοποιοί που συνεχίζουν να παίζουν προκαλούν συχνά οίκτο. Οχι ο Πολ Νιούμαν. Ισως αυτό οφειλόταν στην εικόνα που μας είχε αφήσει το παρελθόν του. Γεγονός πάντως είναι ότι δεν έπαψε ποτέ να εκπέμπει αυτή την κάθε άλλο παρά επιτηδευμένη σταθερότητα του άνετου, cool άνδρα, έτοιμου να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία κάθε κατάσταση. Είναι η εικόνα που έφερε τελικά τον Νιούμαν στη θέση όπου βρέθηκε. Υπάρχουν ηθοποιοί που γερνούν άσχημα και ηθοποιοί που γερνούν φυσιολογικά. Τα γαλανά μάτια του Νιούμαν έλαμπαν πάντα από σπιρτάδα πείθοντας ότι ανήκε στη δεύτερη κατηγορία.

Φωτογραφία
Ο (ζιγκολό) Πολ Νιούμαν κρατάει στην αγκαλιά του την (ξεπεσμένη σταρ του Χόλιγουντ) Τζέραλντιν Πέιτζ στην περίφημη κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού έργου του Τενεσί Γουίλιαμς «Το γλυκό πουλί της νιότης» (1962)
Ο θάνατός του συγκίνησε ακόμη και το Ιράν
«Πολ Νιούμαν: Ο θάνατος του Κουλ Βασιλιά» έγραφαν στο πρωτοσέλιδό τους οι «Sunday Τimes», ενώ ο κυριακάτικος «Ιndependent» παραμέρισε όλη την οικονομική κρίση για μια ολοσέλιδη φωτογραφία του κινηματογραφικού θρύλου. Εκτός, όμως, από τα πολυσέλιδα αφιερώματα των «δυτικών» εφημερίδων και τις συγκινητικές δηλώσεις πολλών συμπρωταγωνιστριών του, όπως η Σοφία Λόρεν και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τα νέα για τον θάνατο του ηθοποιού είχαν τρομερή απήχηση ακόμη και στο θεοκρατικό Ιράν.

Η κρατική εφημερίδα «Ιran» αφιέρωσε μεγάλο μέρος του πρωτοσέλιδού της στον θάνατο του Νιούμαν, «παραβαίνοντας» τις... συνήθεις αρχές της που απαγορεύουν κάθε σχέση με την αμερικανική λαϊκή κουλτούρα. Το παράδειγμά της ακολούθησαν όμως σχεδόν όλες οι εφημερίδες της χώρας, από την πιο φιλελεύθερη «Ηamshahri», που είναι και αυτή με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία, ως τις ανεξάρτητες «Εtemaad» και «Κargozaran» οι οποίες έκαναν λόγο για «το τέλος του τελευταίου κλασικού σταρ» και «το τέλος του παιδιού με τα γαλάζια μάτια». Τι και αν η κυβέρνηση συνηθίζει να κλείνει κινηματογράφους και ό,τι έχει σχέση με τη «διεφθαρμένη κουλτούρα»; Ο Νιούμαν είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα πριν από την Ιρανική Επανάσταση του 1979 και απ΄ ό,τι φαίνεται οι θαυμαστές του δεν τον ξέχασαν ποτέ.

Η κόρη του ηθοποιού, πάντως, Λίζι Νιούμαν ζήτησε από τους ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να τιμήσουν τον πατέρα της είτε να δωρίσουν χρήματα σε φιλανθρωπίες είτε να ψηφίσουν στις εκλογές! Η φιλανθρωπική δράση του, άλλωστε, ήταν αυτή για την οποία θα ήθελαν να τον θυμούνται, όπως τόνισαν οι φίλοι του Ρόμπερτ Φόρεστερ και Ντέιβιντ Χόρβιτς. Μαζί ίδρυσαν τον οργανισμό Ηole in the Wall, ο οποίος βοηθάει πολύ σοβαρά άρρωστα παιδιά. Κύριο μέλημα του Νιούμαν όσο ζούσε ήταν να εξασφαλίσει ότι όλα τα κέρδη από την εταιρεία Νewman΄s Οwn, τη δημοφιλέστατη αλυσίδα τροφίμων την οποία ίδρυσε, θα συνεχίζουν να πηγαίνουν σε φιλανθρωπίες. Τα τελευταία χρόνια ο Νιούμαν και η εταιρεία του είχαν δωρίσει σε φιλανθρωπίες πάνω από 171 εκατ. ευρώ.

ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
«Ο δραπέτης των επτά Πολιτειών» (1958)
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Νιούμαν μετά το φιάσκο του «Ασημένιου δισκοπότηρου», που το 1953 υπήρξε το αποκαρδιωτικό κινηματογραφικό του ντεμπούτο (το είχε αποκηρύξει). Στο γουέστερν του Αρθουρ Πεν υποδύεται τον παράνομο Βilly the Κid. Την ίδια χρονιά βγήκε στις αίθουσες η «Λυσσασμένη γάτα».

«Ο κόσμος είναι δικός μου» (1961)
Αριστουργηματικό φιλμ νουάρ του Ρόμπερτ Ρόσεν με ατμόσφαιρα, υπέροχους β΄ ρόλους ( Τζορτζ Σ.Σκοτ, Μάικλ Κόνστανταϊν, Μάρεϊ Χάμιλτον ) και τον Νιούμαν στην καλύτερη ίσως ερμηνεία της καριέρας του, ως χαρισματικός μπιλιαρδόρος που πέφτει θύμα της φιλοδοξίας του. Δεύτερη υποψηφιότητά του για το Οσκαρ α΄ ρόλου.

«Το γλυκό πουλί της νιότης» (1962)
Μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές διασκευές θεατρικών έργων του Τενεσί Γουίλιαμς, ο «καταραμένος» έρωτας ανάμεσα σε έναν ζιγκολό (Πολ Νιούμαν) και σε μια ξεπεσμένη σταρ του Χόλιγουντ ( Τζέραλντιν Πέιτζ ). Ο φακός του Ρίτσαρντ Μπρουκς τούς παρακολουθεί με όρεξη και τρυφερότητα.

«Λιουκ Τζάκσον, ο μεγάλος δραπέτης» (1967 )
Ενας καταπληκτικός ρόλος, με τον Νιούμαν σε μεγάλη φόρμα ενώ υποδύεται έναν μοναχικό αντικομφορμιστή που όχι μόνο δεν μπορεί να μείνει μέσα στη φυλακή (γι΄ αυτό και δραπετεύει συνέχεια) αλλά ούτε και να συμβιβαστεί με τις συνθήκες εγκλεισμού του. Ακόμη μία υποψηφιότητα για Οσκαρ.

«Οι δύο ληστές» (1969)
Ο Νιούμαν μαζί με τον φίλο του τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ υποδύθηκαν αντιστοίχως τους παράνομους Μπουτς Κασίντι και Σαν Ντανς Κιντ σε ένα από τα πλέον διασκεδαστικά αλλά και τελευταία θρυλικά γουέστερν του αμερικανικού κινηματογράφου, που σκηνοθετήθηκε με κέφι από τον Τζορτζ Ρόι Χιλ.

«Τo κεντρί» (1973)
Το επιτυχημένο ντεκόρ των ΗΠΑ του οικονομικού κραχ, οι σεναριακές εκπλήξεις και η παρουσία του Νιούμαν στον ρόλο του «εγκεφάλου» της σπείρας (με τσιράκι τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ) είχαν αποτέλεσμα μία από τις πιο ψυχαγωγικές ταινίες όλων των εποχών, η οποία τιμήθηκε με τρία Οσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας- Τζορτζ Ρόι Χιλ -, σεναρίου).

«Το χρώμα του χρήματος» (1986)
Ο Μάρτιν Σκορσέζε σκηνοθέτησε τον Πολ Νιούμαν και τον Τομ Κρουζ στους αντίστοιχους ρόλους του έμπειρου μπιλιαρδόρου (τζογαδόρου) και του ταλαντούχου «μαθητή» του. Η ταινία ήταν «συνέχεια» τού «Ο κόσμος είναι δικός μου» και χάρισε στον Νιούμαν το Οσκαρ α΄ ρόλου. Ηταν η έβδομη υποψηφιότητά του.

«Ο δρόμος της απώλειας» (2002)
Ο Σαμ Μέντες έφτιαξε έναν έξοχο συνδυασμό οικογενειακού δράματος και γκανγκστερικού έπους της περιόδου της ποτοαπαγόρευσης με τον Τομ Χανκς προστατευόμενο του μεγαλοκακοποιού Πολ Νιούμαν, σε έναν ρόλο που οδήγησε τον ηθοποιό για τελευταία φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ.

Monday, September 29, 2008

Το βραβείο στον «Βασιλιά»

Υστερα από 11 ημέρες προβολών, πάρτι, συνεντεύξεων, συζητήσεων και τρεχαλητών με βροχή ή χωρίς, η 14η διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Conn-X αποχαιρέτησε χθες το βράδυ κοινό και καλεσμένους με την απονομή των βραβείων της.
Το βραβείο στον «Βασιλιά»

Γεμάτη ήταν η αίθουσα του «Αττικόν Cinemax Class» από όσους είχαν προνοήσει να προμηθευτούν από νωρίς τα εισιτήριά τους (μια ανακοίνωση από τις αρχές κιόλας της περασμένης βδομάδας προειδοποιούσε ότι δεν υπήρχαν πια θέσεις) για να απολαύσουν την κομεντί του Μάικ Λι «Τυχερή κι ευτυχισμένη», η οποία και σήμανε το τέλος για τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας Conn-X.

Το βραβείο στον «Βασιλιά»

Ο μεγάλος νικητής του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος -κατά τις προτιμήσεις της κριτικής επιτροπής νέων- στέφθηκε ο σουηδός «Βασιλιάς του πινγκ πονγκ» του Γιενς Γιόνσον, που ως καλύτερο φιλμ κέρδισε τη Χρυσή Αθηνά και, μαζί, το χρηματικό έπαθλο των 10.000 ευρώ.

Παρών στην τελετή για να παραλάβει το βραβείο ήταν ο παραγωγός Γιαν Μπλόμγκρεν. Με το βραβείο καλύτερου σεναρίου βραβεύτηκε η Νίνα Πέιλι για την εντυπωσιακή ταινία κινουμένων σχεδίων «Η Σίτα τραγουδάει τα μπλουζ», ενώ το βραβείο σκηνοθεσίας κέρδισε ο Φάιτ Χέλμερ της ξεκαρδιστικής κωμωδίας «Παραλογιστάν» από τη Γερμανία. Το βραβείο παρέλαβε ο συν-σεναριογράφος του φιλμ Ζάζα Μπουάτζε.

Στο μουσικό διαγωνιστικό τμήμα, τη Χρυσή Αθηνά, που συνοδεύεται από το χρηματικό ποσό των 10.000 ευρώ, πήρε στα χέρια του ο Αντριου Βαν Μπάαλ, σκηνοθέτης του «Largo» σε συνεργασία με τον Μαρκ Φλάναγκαν.

Οι θεατές, από τη μεριά τους, έδωσαν την ψήφο τους στη γαλλοβελγική σαρκαστική κωμωδία «Rumba» των Ντομινίκ Αμπέλ, Φιόνα Γκόρντον και Μπρούνο Ρόμι (οι δύο πρώτοι ήταν στην τελετή για να παραλάβουν το Βραβείο Κοινού).

Το «Rumba» κέρδισε και το Βραβείο ΙΟΜ, που δίνεται για πρώτη φορά από το Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων σε μια ευρωπαϊκή ταινία που επιλέγει το κοινό (συνοδεύεται από 2.000 ευρώ).

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ

Διεθνές Διαγωνιστικό

  • Χρυσή Αθηνά «Ο βασιλιάς του πινγκ πονγκ»
  • Βραβείο καλύτερου σεναρίου «Η Σίτα τραγουδάει τα μπλουζ» (Νίνα Πέιλι)
  • Βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας «Παραλογιστάν» (Φάιτ Χέλμερ)

Μουσικό Διαγωνιστικό

  • Χρυσή Αθηνά «Largo»

Βραβείο Κοινού «Rumba»

Βραβείο ΙΟΜ «Rumba»

  • ΚΡΙΣΤΟΦ ΜΠΑΡΑΤΙΕ: Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΟΥ

Απορίες, αυτόγραφα και φωτογραφίες με ενθουσιώδεις μαθητές μοιράστηκε ο Κριστόφ Μπαρατιέ το πρωί της Παρασκευής στο Γαλλικό Ινστιτούτο, μετά το τέλος της ειδικής προβολής της ταινίας του, «Τα παιδιά της χορωδίας».

«Η μουσική για μένα είναι κάτι βασικό και με βοήθησε να ξεπεράσω τα προβλήματα που είχα στη ζωή μου», σχολίασε ο υποψήφιος για Όσκαρ Γάλλος σκηνοθέτης, που κατέφτασε στις Νύχτες Πρεμιέρας Conn-X με αφορμή την Ημέρα Γαλλοφωνίας, μαζί με τον Ζεράρ Ζινιό, πρωταγωνιστή και δάσκαλο της «...Χορωδίας». Οι δυο τους, στη συνέχεια, μας μίλησαν πριν από την παρουσίαση της νέας ταινίας του Μπαρατιέ, «Ρaris 36».

Εμπνευση για τούτη τη μελοδραματική κομεντί εποχής, που μας ταξιδεύει στο Παρίσι του 36, στάθηκε η μουσική του Ράινερ Βάγκνερ και η γενικότερη αισθητική του 30. «Η μουσική δεν είναι εμμονή, είναι το πάθος μου», σχολίασε ο δημιουργός.

«Είναι σαν να ρωτάτε τον Κώστα Γαβρά γιατί έχει εμμονή με την πολιτική ζωή.... Με συγκινεί η μουσική γιατί υπήρξα μουσικός. Ξέρω πώς να μεταδίδω συναισθήματα μέσω αυτής...».

Αντα Δαλιάκα, ΕΘΝΟΣ, 29/09/2008

Ο «σπουδαίος ταπεινός γίγαντας» του Χόλιγουντ

«Θα ήθελα να με θυμούνται σαν έναν άντρα που προσπάθησε να βοηθήσει τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, που προσπάθησε να είναι ευπρεπής στη ζωή του, που προσπάθησε να επεκτείνει τον εαυτό του ως ανθρώπινο ον. Σαν κάποιον που δεν εφησυχάζει και δεν κωλώνει», είχε πει κάποτε ο Πολ Νιούμαν περί θανάτου. Κι έτσι θα τον θυμούνται όλοι όσοι τον γνώρισαν εντός και εκτός οθόνης.

Ο βραβευμένος με Οσκαρ ηθοποιός πέθανε την Παρασκευή, σε ηλικία 83 ετών, στη φάρμα του, κοντά στο Γουέστπορτ του Κονέκτικατ. Το μεγάλο αστέρι του κινηματογράφου τους τελευταίους μήνες έδινε μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα.

Ο «σπουδαίος ταπεινός γίγαντας» του Χόλιγουντ

Ο Νιούμαν είχε ανακοινώσει ότι αποσύρεται από τα φώτα της δημοσιότητας τον περασμένο Μάιο και πως τελικά δεν θα σκηνοθετούσε το έργο του Τζον Στάινμπεκ «Ανθρωποι και Ποντίκια» λόγω της επιδείνωσης της υγείας του. «Αρχίζεις να χάνεις τη μνήμη σου, αρχίζεις να χάνεις την αυτοπεποίθησή σου, αρχίζεις να χάνεις την εφευρετικότητά σου», έλεγε.

Στο πλευρό του όλο αυτό διάστημα βρισκόταν η σύζυγός του και επίσης βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιός Τζόαν Γούντγουορντ, καθώς και στενοί φίλοι και συγγενείς.

«Εχασα έναν αληθινό φίλο. Κάποιες στιγμές τα συναισθήματα ξεπερνούν τις λέξεις», δήλωσε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο Ρέντφορντ και ο Νιούμαν άφησαν εποχή ως πρωταγωνιστικό δίδυμο στο «Κεντρί» και στους «Δύο ληστές».

Ο «σπουδαίος ταπεινός γίγαντας» του Χόλιγουντ

Ο Πολ Νιούμαν ξεκίνησε την καριέρα από το θέατρο και την τηλεόραση, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 50 αναδείχτηκε σε έναν πραγματικό θρύλο της Εβδομης Τέχνης, συμμετέχοντας σε περισσότερες από εξήντα ταινίες.

Προτάθηκε εννέα φορές για Οσκαρ καλύτερης ανδρικής ερμηνείας, κερδίζοντας τελικά ένα, το 1987, για τον ρόλο του στο «Χρώμα του Χρήματος», με συμπρωταγωνιστή του τον ανερχόμενο ακόμη -τότε- Τομ Κρουζ. Το 1986, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τού είχε απονείμει τιμητικό Οσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του στον Κινηματογράφο.

Στη διάρκεια της καριέρας του συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του 20ού αιώνα, αλλά και με σπουδαίους ηθοποιούς.

Ανάμεσά τους οι σκηνοθέτες Αλφρεντ Χίτσκοκ, Τζον Χιούστον, Ρόμπερτ Αλτμαν, Μάρτιν Σκορσέζε και οι αδερφοί Κοέν. Οσον αφορά τους ηθοποιούς, έπαιξε στο πλάι των Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Λορίν Μπακόλ, Τομ Χανκς κ.ά.

Στα γυρίσματα της ταινίας «Τhe Long, Hot Summer» γνώρισε την γυναίκα του Τζόαν Γούντγουορντ, με την οποία έζησε μαζί από το 1958 και επί πενήντα χρόνια, μέχρι τη στιγμή που ο Πολ έφυγε από τη ζωή.

Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος και τίποτα δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Οταν είχε ερωτηθεί το 1990, όταν αναδείχτηκε από το «Ρeople» ως ένας από τους πενήντα ωραιότερους άνδρες του κόσμου, εάν σκέφτηκε ποτέ να απατήσει τη σύζυγό του, είπε πει: «Εχω φιλέτο στο σπίτι, γιατί να πάω έξω για χάμπουργκερ;»

Ο Νιούμαν, πέρα από ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός, ήταν ένας άνθρωπος με πολύ χιούμορ, με πάθος και γενναιοδωρία ψυχής.

Επαιξε σημαντικό ρόλο στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, συμμετείχε σε ορισμένες εκστρατείες του Δημοκρατικού Κόμματος, καθώς και σε διασκέψεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό.

Τη δεκαετία του '80 κυκλοφόρησε στην αγορά μια σειρά προϊόντων διατροφής με το όνομά του τα έσοδα από τα οποία διέθετε σε φιλανθρωπίες.

«Εβαζε όλη του την καρδιά και όλη του την ψυχή στην υπηρεσία ενός καλύτερου κόσμου», τόνισε ο αντιπρόεδρος του ιδρύματος Ρόμπερτ Φόρεστερ.

Τη δεκαετία του 1970 ο Νιούμαν άρχισε να βαριέται την ηθοποιία και αφιερώθηκε σε ένα ακόμη πάθος του: τους αγώνες αυτοκινήτων.

Το 1977 μάλιστα δημιούργησε τη δική του αγωνιστική ομάδα. «Οι αγώνες είναι ο καλύτερος τρόπος που ξέρω για να απομακρυνθώ από τα σκουπίδια του Χόλιγουντ», είχε πει σε συνέντευξή του το 1979. Παρ όλα αυτά δεν σταμάτησε ούτε να εμφανίζεται σε ταινίες, αλλά ούτε και να είναι υποψήφιος για Οσκαρ.

«ΤΖΕΝΤΛΕΜΑΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», «ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΜΟΛΙΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ»...
Ο κόσμος του Χόλιγουντ δεν θρηνεί τον χαμό μόνο ενός σπουδαίου ηθοποιού, αλλά και ενός ανθρώπου με ζεστή καρδιά.

«Κάποιες φορές ο Θεός δημιουργεί τέλειους ανθρώπους και ο Πολ Νιούμαν ήταν ένας από αυτούς», δήλωσε η ηθοποιός Σάλι Φιλντ. «Πιστεύω ότι όλοι γνώριζαν το εκπληκτικό φιλανθρωπικό του έργο και τον τρόπο που κατάφερνε να μεταμορφώνεται από θρυλικός κινηματογραφικός αστέρας σε ανθρωπιστή και εργάτη της φιλανθρωπίας», είπε ο σκηνοθέτης Σαμ Μέντες.

Ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί απέτισε με ανακοίνωσή του φόρο τιμής στον ηθοποιό, χαιρετίζοντας τον «ηθοποιό και τον φιλάνθρωπο», που ήταν η ενσάρκωση της «ευτυχισμένης μεταπολεμικής Αμερικής», αλλά και «των αμφιβολιών της». «Ο παγκόσμιος κινηματογράφος πενθεί τον θάνατο του Πολ Νιούμαν, του θρύλου του Χόλιγουντ, του οποίου το περίφημο γαλανό βλέμμα θα φωτίζει πλέον τις σκοτεινές αίθουσες, όπου το κινηματογραφικό του έργο θα συνεχίσει να προβάλλεται», γράφει ο Σαρκοζί.

Συλλυπητήρια προς την οικογένεια του ηθοποιού έστειλαν και οι Μπιλ και Χίλαρι Κλίντον, χαρακτηρίζοντας τον Νιούμαν ως «πρότυπο, φιλάνθρωπο και υπερασπιστή των παιδιών».

«Ο Πολ Νιούμαν ήταν ένας σπουδαίος, ταπεινός γίγαντας. Ελεγε ότι όλα οφείλονται στην τύχη, αλλά εμείς οι υπόλοιποι γνωρίζουμε ότι ήταν το ταλέντο του, το πνεύμα και η γενναιόδωρη καρδιά του που τον έκαναν τον σταρ που ήταν», σημείωσε ο Κέβιν Σπέισι.

Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο επεσήμανε: «Ερχεται από την εποχή των ηθοποιών, μαζί με τον Τζέιμς Ντιν, τον Μπράντο και τον Κλιφτ, που εγώ, όλοι μας, θαυμάζαμε, ως ηθοποιούς που άλλαξαν τη μορφή της τέχνης».

Ο Κένεθ Μπράνα χαρακτήρισε τον Πολ ως «τζέντλεμαν του κόσμου». «Ηταν ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς όλων των εποχών και ένας σπουδαίος άνθρωπος. Πιστεύω ότι μια εποχή μόλις τελείωσε», ανέφερε ο ηθοποιός Ντάνιελ Κρεγκ.

Ο Πολ Νιούμαν είχε γεννηθεί το 1925, στο Κλίβελαντ του Οχάιο. Αφησε πίσω του τη γυναίκα του, πέντε παιδιά, δύο εγγόνια, καθώς και τον μεγαλύτερό του αδερφό Αρθουρ. «Επαιξε πολλούς αξέχαστους ρόλους. Αλλά αυτοί για τους οποίους ένιωθε περισσότερο περήφανος δεν βρέθηκαν ποτέ στη μαρκίζα. Αφοσιωμένος σύζυγος. Τρυφερός πατέρας. Λατρεμένος παππούς. Αφοσιωμένος φιλάνθρωπος. Πάντοτε, αλλά και κοντά στο τέλος, ο μπαμπάς ήταν απίστευτα ευγνώμων για την καλή του τύχη», ανακοίνωσαν οι πέντε κόρες του ηθοποιού.

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ
Η μνήμη του γοητευτικού ηθοποιού με τα γαλανά μάτια θα μείνει ζωντανή μέσα από τις επιτυχημένες ταινίες που έκανε επί σειρά δεκαετιών. Μερικές από τις πιο γνωστές του εμφανίσεις ήταν στις παρακάτω ταινίες:

  • Το ασημένιο Δισκοπότηρο, 1955
  • Λυσσασμένη Γάτα, 1958
  • Εξοδος, 1960
  • Ο Κόσμος Είναι Δικός Μου, 1961
  • Αγριος σαν Θύελλα, 1963
  • Ο Μεγάλος Δραπέτης, 1967
  • Rachel Rachel (σκηνοθεσία), 1968
  • Οι δύο ληστές (συμπαραγωγός),1969
  • Το Κεντρί, 1973
  • Ο Πύργος της Κολάσεως, 1974
  • Χωρίς Δόλο, 1981
  • Η Ετυμηγορία, 1982
  • Το Χρώμα του Χρήματος, 1986
  • Δεν είμαι κορόιδο κανενός, 1994
  • Ο δρόμος της απώλειας, 2002
  • Αυτοκίνητα (φωνή), 2006
Ντέμη Αυλωνίτη, ΕΘΝΟΣ, 29/09/2008