Thursday, December 11, 2008

Οι Γερμανοί ξανάρχονται

Ύστερα από χρόνια σιωπής ο γερμανικός κινηματογράφος αναστήθηκε. Πώς κατάφερε να θεωρείται- και να είναι- ο καλύτερος σήμερα στην Ευρώπη;

του ΓΙΑΝΝΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Στη δεκαετία του ΄90 η φράση «γερμανικός κινηματογράφος» έμοιαζε με ανέκδοτο.

Μετά τον θάνατο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και την κόπωση του Βιμ Βέντερς (δύο εκ των χαρακτηριστικότερων εκπροσώπων του γερμανικού Νέου Κύματος της δεκαετίας του ΄70) το γερμανικό σινεμά είχε χάσει τη θέση του από τον χάρτη και είχε σχεδόν εξαφανιστεί όχι μόνο από τις ελληνικές αίθουσες αλλά ολόκληρου του κόσμου. Εδώ και μερικά χρόνια, όμως, το παραπάνω σκηνικό έχει αλλάξει. Ταινίες της τρέχουσας σεζόν όπως το «Σύμπλεγμα Μπάαντερ- Μάινχοφ» του Ούλι Εντελκαι το «Κύμα» του Ντένις Γκάνσελαν αδεικνύονται μεγάλες επιτυχίες όχι μόνο εντός Γερμανίας αλλά- κυρίως- εκτός. Μέχρι σήμερα οι δύο ταινίες έχουν σημειώσει πολύ καλή πορεία με περίπου 30.000 εισιτήρια εκάστη σε σχετικά λίγες αίθουσες της Ελλάδας.

  • Τρέξε, Γερμανία, τρέξε

Το νέο πρόσωπο του γερμανικού κινηματογράφου άρχισε να σχηματίζει δειλά δειλά τη μορφή του όταν μια «μικρή» ταινία ονόματι «Τρέξε, Λόλα, τρέξε» γινόταν η κινηματογραφοφιλική έκπληξη της χρονιάς της (1999). Δεν χρειάστηκε πολύ ώστε ο Τομ Τίκβερ να κερδίσει τον τίτλο του σημαιοφόρου της τελευταίας αναγεννησιακής φάσης του γερμανικού κινηματογράφου, ενώ πριν από μερικά χρόνια προήχθη... στα βαθύτερα νερά, αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία του «Αρώματος» από το μπεστ σέλερ του Πασκάλ Ζίσκιντ στην οποία συμπαραγωγός χώρα είναι η Γερμανία.

Αν όμως η «Λόλα» ήταν μια «μικρή» ταινία απευθυνόμενη κυρίως στους κινηματογραφοφιλικούς κύκλους, το «Goodbye Lenin!» του Βόλφγκανγκ Μπέκερ, γυρισμένο περίπου τρία χρόνια μετά τη «Λόλα», ανέβασε ψηλότερα τον πήχη. Πώς; Με μια μικρή ανθρώπινη ιστορία τοποθετημένη σε φτωχογειτονιά του άλλοτε Ανατολικού Βερολίνου λίγο μετά την πτώση του Τείχους. Παρά τον τοπικό χαρακτήρα της η ταινία κατάφερε να αγγίξει τις καρδιές εκατοντάδων χιλιάδων θεατών σε όλον τον κόσμο.

«Ορισμένες φορές όσο πιο ντόπιος γίνεσαι με το να παρακολουθείς τον κόσμο μέσα σε μια σταγόνα νερό τόσο πιο παγκόσμια ταινία μπορείς να φτιάξεις» είχε τονίσει ο Μπέκερ στο «Βήμα», με αφορμή την παρουσίαση της ταινίας του στην Ελλάδα.

Το «Goodbye Lenin!» έστρωσε το έδαφος και τρία χρόνια αργότερα οι «Ζωές των άλλων» το καλλιέργησαν. Οχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού η πορεία της ταινίας του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ υπήρξε κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Στη Γερμανία έσπασε ταμεία με 1,6 εκατ. θεατές και σάρωσε στα Βραβεία Γερμανικού Κινηματογράφου. Στην Αμερική κέρδισε το ξενόγλωσσο Οσκαρ. Στη χώρα μας, σε μια περίοδο περίπου έντεκα εβδομάδων, έκοψε 120.000 εισιτήρια πανελλαδικώς, νούμερο αστρονομικό αν λάβουμε υπ΄ όψιν τον μικρό αριθμό αιθουσών. Ήταν η ταινία που έφερε στην αίθουσα κόσμο ο οποίος δεν πηγαίνει καν στον κινηματογράφο, αποκτώντας τεράστια φήμη «από στόμα σε στόμα», υπήρξε το απόλυτο σινε-must της σεζόν της και άγγιξε θεατές κάθε ηλικίας. Και ήταν γερμανική!

  • Η αναγέννηση

«Goodbye Lenin (2003)
Τόσο οι «Ζωές των άλλων» όσο και το «Goodbye Lenin!» άντλησαν τη θεματολογία τους από την περίοδο της διχοτομημένης Γερμανίας, σχολιάζοντας την Ιστορία όχι πολιτικά αλλά ανθρωποκεντρικά και με καθαρά εμπορικούς όρους. Με δεδομένο ότι κάθε μεγάλο πολιτισμικό κύμα είναι το αποτέλεσμα έκρυθμων πολιτικών αλλαγών, η κινηματογραφική έκρηξη των τελευταίων χρόνων στη Γερμανία οφείλεται, πρώτον, στις μεγάλες αλλαγές που προέκυψαν από την ενοποίηση των δύο Γερμανιών μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, δεύτερον, στη συστηματοποιημένη προσπάθεια του γερμανικού κράτους, το οποίο αύξησε τις επιχορηγήσεις ταινιών και, τρίτον, στη σκληρή δουλειά των ιδίων των κινηματογραφιστών.

Μεγάλες επενδυτικές εταιρείες έδωσαν μάχη για τη διεκδίκηση της ΡroSiebenSat 1, της μεγαλύτερης διαφημιστικής εταιρείας της χώρας όταν η μέχρι πρότινος κλονισμένη αγορά της διαφήμισης είχε αρχίσει να αναρρώνει και πολλές εταιρείες αποφάσισαν να επενδύσουν στον οπτικοακουστικό τομέα. Τα αποτελέσματα βέβαια δεν φάνηκαν από τη μια μέρα στην άλλη. Αντιθέτως, χρειάστηκε να μεσολαβήσει περίπου μια δεκαετία ώστε το νέο κύμα της γερμανικής κινηματογραφίας να ωριμάσει και να ανδρωθεί.

«Βρισκόμουν στο Βερολίνο τη νύχτα που έπεσε το Τείχος και πιστέψτε με εκείνη την εποχή κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφθεί ότι κάποτε θα γυριζόταν μια ταινία για όλη αυτή την κατάσταση» μας είχε αναφέρει ο Μπέκερ. «Η πραγματικότητα ήταν σκέτη πολιτική και οι αλλαγές ραγδαίες. Χρειάζεσαι απόσταση για να αποκτήσεις μια αντικειμενική ματιά πάνω σε τόσο σοβαρά γεγονότα, γιατί όταν βρίσκεσαι στη μέση τους την ώρα ακριβώς που συμβαίνουν δεν μπορείς να τα δεις με καθαρότητα, με χαλαρότητα και φυσικά με χιούμορ».

Από την πλευρά του ο Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ αφιέρωσε περίπου τέσσερα χρόνια προετοιμασίας στη διεξαγωγή εντατικών ερευνών για την περίοδο στην οποία οι «Ζωές των άλλων» αναφέρονται. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο εμπειρότερος Ούλι Εντελ για να γυρίσει το «Σύμπλεγμα Μπάαντερ- Μάινχοφ».

Ο παραγωγός Ντερκ Σέρχοφ της Βeta Cinema είναι της γνώμης ότι η ιδέα της Γερμανίας ως διοργανώτριας χώρας του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2006 «απελευθέρωσε στον γερμανικό λαό πατριωτική ζέση», διαμορφώνοντας κλίμα αισιοδοξίας και αύξησης του ενδιαφέροντος για γερμανικά ζητήματα.

Διόλου τυχαία, αμέσως μετά τη λήξη της ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, όσες γερμανικές ταινίες προβλήθηκαν στις αίθουσες βρέθηκαν στην κορυφή των charts. Το γερμανικό κοινό έχει ξαναβρεί τη χαμένη εμπιστοσύνη του προς το δικό του κινηματογραφικό προϊόν.
  • Μνήμες και πληγές
Στα Φεστιβάλ Βερολίνου των τελευταίων χρόνων όποια πέτρα και αν σήκωνες κάποιο γερμανικό αποτύπωμα θα έβρισκες. Το 2007 μία από τις καλύτερες ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος ήταν οι «Παραχαράκτες» του Στέφαν Ρουζοβίτσκι. Ο τίτλος αναφέρεται σε ομάδα Εβραίων στους οποίους οι ναζιστές επέτρεψαν να ζήσουν με την προϋπόθεση τη δημιουργία πλαστών βρετανικών μετοχών και αμερικανικών δολαρίων ώστε να προκληθεί κατάρρευση της οικονομίας σε Βρετανία και ΗΠΑ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό που σήμερα οι Γερμανοί κινηματογραφιστές δεν διστάζουν να κοιτάξουν θαρραλέα την τραγική ιστορία της χώρας τους. Οι τελευταίες ημέρες του Αδόλφου Χίτλερ έτσι όπως απεικονίζονται στην «Πτώση» του Όλιβερ Χίρσμπιγκελ, με έναν φοβερό Μπρούνο Γκαντζ στον ρόλο του Φύρερ, είχαν ως αποτέλεσμα η γερμανική παραγωγή να προκαλέσει τρομερές αντιδράσεις και να γίνει τεράστια επιτυχία σε όλο τον κόσμο. Σε διαφορετικό κλίμα η γερμανικής παραγωγής «Σόφι Σολ Οι τελευταίες μέρες» του Μαρκ Ρότεμουντ αναφέρεται στη Γερμανίδα φοιτήτρια Σόφι Σολ η οποία μετά το τέλος του πολέμου ανακηρύχθηκε ηρωίδα για τη δράση της εναντίον του Εθνικοσοσιαλισμού- για την οποία εκτελέστηκε από την Γκεστάπο.
  • Από τον «Δρα Καλιγκάρι» στις «Ζωές των άλλων»
1895: Οι αδελφοί Σκλαντανόφσκι παρουσιάζουν έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό προβολής στο Βιντεργκάρντεν του Βερολίνου. Η προβολή προηγείται εκείνης των αδελφών Λιμιέρ στο Παρίσι (28 Δεκεμβρίου).

1917: Ιδρύεται το θρυλικό κινηματογραφικό στούντιο Universum Film Αu (UFΑ).

1920: Παρουσιάζεται ο «Δρ Καλιγκάρι» του Ρόμπερτ Βίνε, χάρη στον οποίο ο γερμανικός εξπρεσιονισμός αποκτά τεράστια δημοτικότητα με ταινίες όπως το «Νοσφεράτου» του Φ.Γ.Μουρνάου (1922). Το εξπρεσιονιστικό κύμα κλείνει τον κύκλο του τη δεκαετία του ΄30, αλλά επηρεάζει τον παγκόσμιο κινηματογράφο.

1927: Προβάλλεται η «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ. Η ταινία εντυπωσίασε σε τέτοιο βαθμό τον Γιόζεφ Γκέμπελς ώστε μερικά χρόνια αργότερα ο υπουργός Προπαγάνδας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ζήτησε από τον σκηνοθέτη να αναλάβει το τμήμα κινηματογραφικής προπαγάνδας. Ο Λανγκ όχι μόνο αρνήθηκε αλλά εγκατέλειψε την πατρίδα του για την Αμερική. Περί τους 1.500 ηθοποιούς και σκηνοθέτες, παραγωγούς και τεχνικούς άρχισαν να εγκαταλείπουν τη Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ, συνεχίζοντας την καριέρα τους στο Χόλιγουντ.

1930: Ο «Γαλάζιος άγγελος» του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, πρώτη ομιλούσα ταινία του γερμανικού κινηματογράφου, μετατρέπει σε διεθνή σταρ την πρωταγωνίστριά του Μαρλένε Ντίτριχ, η οποία θα γίνει μούσα του σκηνοθέτη και θα κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ.

1933-1945: Κατά τη διάρκεια του ναζισμού γυρίζονται αποκλειστικώς ταινίες πατριωτικής και αντισημιτικής προπαγάνδας. Εξέχουσα θέση χάρη στην καλλιτεχνική αρτιότητά τους κατέχουν τα αμφιλεγόμενα ντοκιμαντέρ «Ο θρίαμβος της θέλησης» και «Ολυμπιάς» της Λένι Ρίφενσταλ.

1950-1960:
Ο γερμανικός κινηματογράφος ανθεί, αλλά περιορίζεται εντός συνόρων της Γερμανίας. Ελάχιστες ταινίες αποκτούν διεθνή φήμη. Ανάμεσά τους, η «Γέφυρα» του Μπέρναρντ Βίκι αποκτά μια υποψηφιότητα ξενόγλωσσου Οσκαρ.

1960-1970: Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της κινηματογραφικής βιομηχανίας οδηγεί στον κορεσμό και με την άνθηση της τηλεόρασης πολλά στούντιο κλείνουν. Το 1962 ομάδα νέων σκηνοθετών ιδρύει το Μανιφέστο Οπερχάουζεν, ανακοινώνοντας τον «θάνατο του παλιού γερμανικού κινηματογράφου» και την ίδρυση του νέου.

1970-1980: Ο Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος ωριμάζει. Ανάμεσα στους βασικούς εκπροσώπους του οι σκηνοθέτες Βιμ Βέντερς («Ο αμερικανός φίλος»), Βέρνερ Χέρτσογκ («Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού»), Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ («Ο φόβος τρώει τα σωθικά») και Φόλκερ Σλέντορφ («Το ταμπούρλο»).

1982:
Το «Υποβρύχιο» του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν προτάσσεται για έξι Οσκαρ.

1986: Ο παραγωγός Μπερντ Αϊχινγκερ, ένας από τους σημαντικότερους γερμανούς παραγωγούς του σύγχρονου ευρωπαϊκού κινηματογράφου- και ο άνθρωπος πίσω από το «Σύμπλεγμα Μπάαντερ- Μάινχοφ»- υλοποιεί τη δημιουργία του «Ονόματος του Ρόδου».

1987: Ο Βιμ Βέντερς παρουσιάζει την πιο ποιητική ταινία του «Τα φτερά του έρωτα».

1990-1998: Οι αλλαγές που προκύπτουν μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου παγώνουν τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία.

1999: Έπειτα από πολύ καιρό, γερμανική ταινία προκαλεί αίσθηση: «Τρέξε, Λόλα, τρέξε» του Τομ Τίκβερ.

2003: Το «Goodbye Lenin!» του Βόλφγκανγκ Μπέκερ γίνεται διεθνής επιτυχία.

2004: Το «Μαζί/Ποτέ» του Γερμανού τουρκικής καταγωγής Φατίχ Ακίν κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου και το βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας.

2005: Η γαλλική κριτική θεσπίζει τον όρο Νouvelle Vague Αllemande (Νέο Γερμανικό Κύμα) που αναφέρεται στους νέους Γερμανούς σκηνοθέτες οι οποίοι έχουν έδρα τους το Βερολίνο.Ανάμεσά τους, ο Κρίστιαν Πέτσχολντ, ο Τόμας Αρσαν και η Βαλέσκα Γκρίσεμπαχ.

2006: Οι «Ζωές των άλλων» τοποθετούν και πάλι τον γερμανικό κινηματογράφο στον παγκόσμιο χάρτη.
  • Η Γερμανία στα Οσκαρ
Η πιο έμπρακτη απόδειξη της φόρας του σύγχρονου γερμανικού κινηματογράφου είναι- καλώς ή κακώς η αναγνώρισή του στα κορυφαία βραβεία κινηματογράφου, όπου κατά καιρούς εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας:

«Πουθενά στην Αφρική» (2001)
«Πουθενά στην Αφρική» (2001) της Καρολίνε Λίνκε. Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

«Η πτώση» (2004)
«Η πτώση» (2004) του Όλιβερ Χίρσμπιγκελ. Υποψηφιότητα για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

«Οι τελευταίες μέρες της Σόφι Σολ» (2005)
«Οι τελευταίες μέρες της Σόφι Σολ» (2005) του Μαρκ Ρότεμουντ. Υποψηφιότητα για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

«Οι ζωές των άλλων» (2006)
«Οι ζωές των άλλων» (2006) του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ. Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

«Οι παραχαράκτες» (2007)
«Οι παραχαράκτες» (2007) του Στέφαν Ρουζοβίτσκι. Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

▅ Από την Πέμπτη 22 ως και την Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009 το κινηματοθέατρο «Παλλάς» της οδού Βουκουρεστίου θα φιλοξενήσει ένα μεγάλο αφιέρωμα στον σύγχρονο γερμανικό κινηματογράφο με τίτλο «Βλέμμα στη Γερμανία: Η σχολή του Βερολίνου». Το αφιέρωμα αποτελεί παραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε και την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει ο Μιχάλης Δημόπουλος. Οι τίτλοι των ταινιών που θα προβληθούν δεν έχουν ανακοινωθεί προς το παρόν.

No comments: