(ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 25/12/2008, της συνεργάτριάς μας ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΛΑΝΤΖΗ).--
Σε ένα θεσμό με εμφανείς αδυναμίες, δικαίως ασκείται έντονη κριτική. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα έπρεπε να ήταν χώρος καλλιτεχνικών αναζητήσεων και προτάσεων, ιδιαίτερα μάλιστα στις επιλογές ταινιών του διαγωνιστικού τμήματος, από το οποίο θα έπρεπε να βγαίνει και το στίγμα του. Ωστόσο, ακόμα και αυτό το γεμάτο αδυναμίες και χωρίς προσανατολισμό φεστιβάλ είχε, όπως είναι φυσικό, τις λαμπρές αναλαμπές του, τις ευτυχισμένες στιγμές του.
Μια τέτοια ευτυχισμένη περίπτωση ήταν και το αφιέρωμα στον Βρετανό δημιουργό Τέρενς Ντέιβις, ο οποίος έδωσε και μια εξαιρετική διάλεξη. Προβλήθηκαν όλες οι ταινίες του, μαζί και η τελευταία του δουλειά «Για το χρόνο και την πόλη», μια ταινία για τη γενέθλια πόλη του σκηνοθέτη, το Λίβερπουλ. Με ένα μοντάζ αρχειακού υλικού με πλάνα της πόλης από τη δεκαετία του '50, παρακολουθούμε το εργατικό Λίβερπουλ, με τις χαρακτηριστικές τούβλινες πανομοιότυπες κατοικίες, που στις επόμενες δεκαετίες '60 και '70 παραχωρούν τη θέση τους στα μεγάλα συγκροτήματα εργατικών πολυκατοικιών και αργότερα στα σημερινά ψηλά κτίρια τεχνοκρατικής αισθητικής, που αλλάζουν άρδην το τοπίο.
Η απογραφή των μετασχηματισμών της πόλης στο χρόνο εστιάζει και στα σημαντικά δημόσια κτίρια, στα μνημεία και στα αγάλματα, μέσα από μεγάλης διάρκειας πλάνα. Στο οπτικό πεδίο, εκτός από την πλήρη μορφή της αρχιτεκτονικής, καταγράφονται και στιγμές από την καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, στο πέρασμα του χρόνου. Στο ακουστικό πεδίο, οι συμφωνικές μουσικές και τα χορωδιακά μέρη φτιάχνουν μιαν έντονα συγκινησιακή ατμόσφαιρα, που πλαισιώνει την αφήγηση του σκηνοθέτη, με ρήσεις και στίχους σημαντικών ανθρώπων που τον επηρέασαν, αλλά και με προσωπικά του βιώματα, σχολιάζοντας την καταπίεση της Καθολικής Εκκλησίας. Το αποτέλεσμα είναι αριστουργηματικό, εφάμιλλο και άλλων τέτοιων οπτικοακουστικών εγχειρημάτων, όπως το «Κογιανισκάτσι» του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο.
Μια άλλη ευτυχισμένη περίπτωση ήταν και η παρουσία του Αργεντίνου Γκουστάβο Σανταολάγια, συνθέτη μουσικής ταινιών, όπως το «Βαβέλ», τα «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας», το «Μπρόκμπακ Μάουντεν» και τα «21 Γραμμάρια». Ο Σανταολάγια μας ενημέρωσε για την τελευταία του δουλειά, τη μουσική που συνέθεσε στη νέα ταινία «Οριακή Γραμμή» του Βραζιλιάνου Βάλτερ Σάλες, αλλά και τη συμμετοχή του στην παραγωγή ενός μουσικού ντοκιμαντέρ για το αργεντίνικο ταγκό, το «Καφέ ντε λος Μαέστρος» του Μιγκέλ Κοάν. Η ταινία παρουσιάζει τα μεγαλύτερα ονόματα μουσικών του κλασικού ρεπερτορίου του ταγκό, από τις δεκαετίες του '40 και του '50, που βρίσκονται ακόμα εν ζωή, και παρά τη μεγάλη τους ηλικία, κάποιοι άνω των 80 ετών, συγκεντρώθηκαν για μια συναυλία στο φημισμένο Τεάτρο Κολόν του Μπουένος Αϊρες. Το ντοκιμαντέρ αρχικά καταγράφει αποσπάσματα από τις πρόβες των μουσικών, αφήνοντάς τους να μιλάνε ελεύθερα μπροστά στην κάμερα, αποτυπώνοντας την απίστευτη ζωντάνια και το αστείρευτο πάθος τους για τη μουσική. Βλέπουμε εν ώρα δημιουργικού πυρετού κάποιους δεξιοτέχνες να παίζουν μπαντονεόν, κάποιους μαέστρους να συγχρονίζουν τα διαφορετικά μέλη της ορχήστρας, ακούμε τα αστεία και τις ιστορίες τους, μα πάνω από όλα την υπέροχη αυτή μουσική, γεμάτη πάθος και έντονα συναισθήματα.
Παράλληλα, με όψεις του σύγχρονου Μπουένος Αϊρες, παρατηρούμε στις μεγάλες αίθουσες χορού ανθρώπους που στροβιλίζονται ακατάπαυστα στους ρυθμούς του ταγκό, σήμα κατατεθέν για την κουλτούρα ενός ολόκληρου λαού. Ζευγάρια όλων των ηλικιών και συνδυασμών επιδεικνύουν με περηφάνια τη χορευτική τους δεινότητα, αφήνοντας το πάθος να οδηγήσει τις πολύπλοκες φιγούρες τους. Η ηλικία εκεί δεν παίζει κανένα ρόλο, αφού ο ρυθμός και ο χορός είναι βαθιά ριζωμένα στη λαϊκή τους παράδοση, και εκφράζονται με έναν από τους πιο αισθησιακούς χορούς.
Στη διάλεξη που έδωσε στα πλαίσια του Φεστιβάλ, ο Σανταολάγια αποκάλυψε ότι ποτέ δεν κατάφερε να διαβάσει ή να γράψει μουσική σε παρτιτούρες. Από μικρή ηλικία γράφει δικά του τραγούδια και φτιάχνει μικρά συγκροτήματα, βασιζόμενος στο μουσικό του αυτί, ενώ τόνισε ιδιαίτερα πως η μουσική είχε πάντα μεγάλη σχέση με τις πνευματικές του αναζητήσεις.
Σχετικά με τις τεχνικές του, μας πληροφόρησε ότι συνθέτει τη μουσική πριν γυριστεί η ταινία, με οδηγό το σενάριο, ενώ επιλέγει μουσικά όργανα που δε γνωρίζει πώς παίζονται, επιδιώκοντας να ανακαλύψει μέσα από την απειρία του διαφορετικά ακούσματα. Για τον Γκουστάβο Σανταολάγια, η μουσική πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ, καθώς μπορεί να καταστρέψει ή να βελτιώσει μια σκηνή. Θεωρεί πως η χρήση των παύσεων στη μουσική μιας ταινίας είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς οι σιωπές «τραβούν» το θεατή μέσα στην ταινία.
Ο Γκουστάβο Σανταολάγια στάθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος προς το κοινό του, όταν στο τέλος της διάλεξης μας έπαιξε ζωντανά στην κιθάρα του μελωδίες από τη συγκινητική μουσική της ταινίας «Μπρόκμπακ Μάουντεν», μαγεύοντας κυριολεκτικά το πολυπληθές ακροατήριο.
Αλλά και η Ελλάδα είχε τις ευτυχισμένες στιγμές της. Ηταν η προβολή του ντοκιμαντέρ «Μακρόνησος», του Ηλία Γιαννακάκη και της Εύης Καραμπάτσου, το οποίο βασίζεται στις απίστευτες μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στο κολαστήριο κατά την περίοδο 1947-1952, και βρίσκονται ακόμα στη ζωή. Οι αφηγήσεις τους χρειάζονται γερό στομάχι. Εντυπωσιάζει, όμως, η αποστασιοποιημένη γλυκύτητα που επιλέγουν μερικοί, για να εξιστορήσουν τις πιο φριχτές εμπειρίες της ζωής τους, επιβεβαιώνοντας το μεγαλείο των ανθρώπων που τόλμησαν να αντισταθούν, πληρώνοντας με απάνθρωπα βασανιστήρια την πολιτική τους ακεραιότητα.
Η κάμερα περιδιαβαίνει τους στοιχειωμένους εκείνους χώρους, ενώ αρκετές φορές το κολαστήριο περιγράφεται μέσα από τις ζωγραφιές των κρατουμένων, ως βιωμένη και τεκμηριωμένη καταγραφή των γεγονότων. Το σκληρό αυτό ντοκιμαντέρ θίγει και το πολύ λεπτό θέμα της «δήλωσης μετανοίας» και τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης, αφού στις δύσκολες εκείνες εποχές, ο αποκλεισμός και η απομόνωση αυτών που υπέκυπταν ήταν δεδομένα. Οι ανατριχιαστικές αυτές μαρτυρίες, ακόμα και μετά από μισό αιώνα, αποτελούν ένα τεκμήριο ηθικής στάσης και ανεπανάληπτης συντροφικότητας, παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Αλλο ένα πραγματικά αξιόλογο ντοκιμαντέρ είναι το «Μάνος Χατζιδάκις - Είδωλο στον καθρέφτη», του Δημήτρη Βερνίκου, που μας προσφέρει μια ολοκληρωμένη περιγραφή της πορείας του μεγάλου συνθέτη, μέσα από φωτογραφικό και αρχειακό υλικό από τη ζωή του, καθώς και υλικό από τις κινηματογραφικές δουλειές και τις θεατρικές παραστάσεις. Η ταινία είναι γεμάτη από τις αξέχαστες μελωδίες της ευαίσθητης μουσικής του, προσφέροντας ένα ιδιαίτερα συγκινητικό αποτέλεσμα.
Ο σκηνοθέτης προλόγισε στο κοινό την ταινία και εξήγησε ότι χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να καταλήξει στη σημερινή της μορφή, τονίζοντας πως έχει ακόμα στη διάθεσή του μεγάλη ποσότητα έτοιμου, μονταρισμένου υλικού, που δεν μπόρεσε να συμπεριλάβει εδώ.
Κλείνουμε αυτό το σύντομο σημείωμα με την εμπνευσμένη ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη». Πρόκειται για ένα σοβαρό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για μια φανταστική συνάντηση ανάμεσα σε δύο σημαντικές προσωπικότητες, τον Κώστα Καβάφη και τον Φερνάντο Πεσόα.
No comments:
Post a Comment