Του Δημήτρη Δανίκα, ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008
Very young ο πιτσιρικάς. Μόλις 32 και με την πρώτη και το «Βank Βang» γκρεμίζει το σύμπαν του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Σκόνη, σκουριά, τηλεοπτική οπτική και κάθε ευκολία νεοελληνική. Με τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο στη σκηνοθεσία και τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στο σενάριο, το ελληνικό σινεμά πάει ένα βήμα μπροστά!
Γελάνε και τα μουστάκια μου. Επιτέλους μια παραγωγή made in Greece που σέβεται τον εαυτό της και ως εκ τούτου σέβεται τον θεατή. Επιτέλους μια κωμωδία που ανεβάζει τον πήχυ κοιτώντας στα μάτια κάθε ανάλογη παραγωγή made in USΑ or in France. Επιτέλους μια ταινία που ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις προδιαγραφές του σύγχρονου σινεμά. Δηλαδή με story, που σημαίνει μπράβο στον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, τον σεναριογράφο αυτού του Βig Βang. Με σκηνοθεσία που καθαρίζει τη μούχλα και την ατελείωτη σκουριά. Δηλαδή, μπράβο στον πρωτοεμφανιζόμενο Αργύρη Παπαδημητρόπουλο. Με χαρακτήρες, με δεύτερους ρόλους, με παράπλευρα, χαριτωμένα περιστατικά. Δηλαδή, μπράβο στο καστ. Και όλα αυτά πακεταρισμένα σε μια παραγωγή που δεν έχει σχέση με τη συνηθισμένη αρπαχτή. Μπράβο στον Γιάννη Ιακωβίδη που έφερε σε αίσιο πέρας μια ευεργετική επιχείρηση σαν κι αυτή και έβαλε τα πράγματα σε τάξη και αξιολογική σειρά.
Και όλα αυτά έναν μήνα μετά το νεκροταφείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Επομένως τρία bang. Πρώτο bang η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ταινίες που σάρωσαν στο φεστιβάλ και σ΄ αυτή την κωμωδία που σχεδόν ήρθε από το πουθενά. Δεύτερο bang η κατεδάφιση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Οτιδήποτε προέρχεται από αυτόν τον γραφειοκρατικό μηχανισμό είναι μείγμα σοβαροφάνειας, χάους και σκουριάς. Και τρίτο bang προς κάθε παραγωγό που έχει εκλάβει το σινεμά σαν προέκταση των τηλεοπτικών καναλιών και καφενείο ανέκδοτων αφασικών.
Πώς συνέβη αυτό; Απλό. Μη βιάζεστε. Η τέχνη της απλότητας, η πιο δύσκολη δουλειά. Απλό και αυτονόητο είναι πως το χιούμορ δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με γυναικεία ξεκατινιάσματα, λεκτικά πορνογραφήματα και σεξουαλικά ευτράπελα. Έλεος πια. Απλό και αυτονόητο πως η κωμωδία δεν είναι η κουρελού του Σινεμά. Απλό και αυτονόητο πως επιτέλους πρέπει να διαχειριστούμε τη σκηνοθεσία με τα δικά του εργαλεία και τη δική του γλώσσα. Όλα αυτά ακούγονται εντελώς θεωρητικά και πολύ υπερβολικά. Συμφωνώ. Ούτε αριστούργημα μοναδικό, ούτε η ταινία όλων των εποχών, Απλώς κανονική, χα ριτωμένη, σωστά φτιαγμένη, με αφομοιωμένα δάνεια από τα τρέχοντα αμερικανικά και πολύ γνωστά. Όμως, όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα τα ελληνικά, από τους δρόμους μέχρι τα δημόσια και γραφειοκρατικά, έτσι και εδώ. Από τη χαρά μας που κάτι λειτουργεί κανονικά, κάνουμε την τρίχα τριχιά. Για να καταλάβετε, είναι σαν να μπαίνεις σε μια δημόσια υπηρεσία και βλέποντας έναν από τους δέκα υπαλλήλους να δουλεύει και όχι να λύνει σταυρόλεξα, πετάς την σκούφια σου και φωνάζεις δυνατά: Επιτέλους υπάρχει ελπίδα και για εμάς!
Με δυο λόγια: Ο Μιχάλης (Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, το σοφό παιδί), άρτι απολυθείς από μεγάλη εταιρεία, πέφτει πάνω στον αδελφό του, τον Νώντα, (Δημήτρης Ήμελος, καλύτερος δεν γίνεται) και ακούει πρόταση εφιαλτική. Επειγόντως πρέπει να βρει έναν σκασμό λεφτά να πληρώσει τη μαφία, αλλιώτικα θα βρεθεί ten feet under στο χώμα. Πώς; Απλό. Με ψεύτικα πιστόλια θα μπουκάρουν και θα ξαφρίζουν υποκαταστήματα τραπεζών. Τι να κάνει ο καλός αδελφός; Αναγκάζεται να ακολουθήσει τον δρόμο τον κακό για να σώσει τον κακό του αδελφό. Και έτσι σε μια τέτοια επιδρομή πέφτει πάνω σε μια γοητευτική ταμία με το όνομα Λένα (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, επιτέλους γυναικείος χαρακτήρας χωρίς τηλεοπτική αναγωγή). Κι έτσι αρχίζει να της στέλνει λουλούδια μη γνωρίζοντας την αληθινή ιδιότητα αυτού του πλάσματος των ονείρων του, που δεν είναι άλλη παρά μυστική μπατσίνα. Η οποία στην ιδιωτική της ζωή είναι αναγκασμένη να διαχειριστεί δύο οικογενειακά προβλήματα. Το πρώτο, ο αθεράπευτος κατά φαντασίαν αυτόχειρ πατέρας της (Κώστας Βουτσάς, σταθερή αξία). Το δεύτερο, η ατίθαση κόρη της. Στο μεταξύ, ντουέτο γκέι μπάτσων που ορέγεται τη λεία των τραπεζών (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης και Μιχάλης Ιατρόπουλος γράφουν ιστορία) θέτει το απλό ερώτημα: Γιατί αυτοί και όχι εμείς; Εδώ ακριβώς αρχίζουν να τέμνονται τρία πράγματα μεταξύ τους εχθρικά: Οι μπάτσοι, ο έρωτας και τα κλεφτρόνια!
Εμπορικό ατού των χριστουγεννιάτικων εορτών η «Απόδραση από τη χαμένη πόλη» (City of Εmber) του Λονδρέζου Τζιλ Κέναν από ένα μυθιστόρημα φαντασίας με την υπογραφή της Ζαν Ντι Προ. Ο Κέναν διαχειρίστηκε την ιστορία με έναν τρόπο διαφορετικό. Μπόλικα οπτικά εφέ σε έναν κόσμο σκουριασμένο και παλιό. Παλιομοδίτικο το ντεκόρ, αλλά μοντέρνο το αποτέλεσμα το αισθητικό. Το στόρι αλληγορικό. Η πόλη Έμπερ κλειστή, κλειδωμένη και στα Τάρταρα βυθισμένη. Έτσι είναι και όποιου του κοτάει ας δραπετεύσει. Η πολιτική ηγεσία διεφθαρμένη, οι άνθρωποι κουρασμένοι. Η παρακμή αποτυπωμένη σε κάθε γωνιά ενός κόσμου χωρίς ελπίδα καμιά. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Εμένα πολλά. Οι γεννήτριες αρχίζουν να στερεύουν από ενέργεια και το σκοτάδι μοιάζει να καταφθάνει για να καταπιεί την πόλη με μια χαψιά. Τότε δύο ανήσυχα παιδιά θα σκαλίσουν τα σεντούκια, θα βρουν τα κείμενα των αρχαίων κτιστών και θα επιχειρήσουν να βρουν διέξοδο στο φυσικό φως. Το όνειρο δεν πέθανε. Υπάρχει έξοδος, αρκεί να κοιτάξεις πέρα από τη μύτη σου, μακριά στον ουρανό. Τίποτα δεν έχει τελειώσει και τίποτα δεν έχει πεθάνει. Φύγε απ΄ αυτόν τον κόσμο τον χρεοκοπημένο και παλιό. Μοναδική μου ένσταση η ατελείωτη σειρά από γκάτζετ που μετατρέπουν την ταινία σε βιντεογκέιμ για μεγαλύτερα παιδιά. Έτσι, από τα αλλεπάλληλα περιστατικά πνίγεται η ουσία. Και έτσι με την αλλόκοτη ενδυματολογία που παραπέμπει σε παραμύθι του Μεσαίωνα και της παλιάς Αγγλίας, η αισθητική μοιάζει να μην έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Τέλος από το καστ τέσσερα ονόματα γνωστά: Μπιλ Μάρεϊ (ο δολοπλόκος δήμαρχος), Τιμ Ρόμπινς (ο εφευρέτης, δηλαδή ο επιστήμονας που όλο βρίσκει, αλλά σε αδιέξοδο και αυτός όπως όλοι οι κάτοικοι της πόλης), Μάρτιν Λαντάου (ο αναμαλλιασμένος και υπερήλικος φύλακας της ΔΕΗ) και η νεαρή Σάουαρς Ρόναν, το κορίτσι που κέρδισε υποψηφιότητα Όσκαρ για την ερμηνεία της στην «Εξιλέωση».
«Μια νύχτα Χριστουγέννων» (Un Conte de Νoel): Χαοτικό, οικογενειακό δράμα του Αρνό Ντεπλεσέν. Ο αθεόφοβος είναι τόσο ταλαντούχος, τόσο ευέλικτος και απαιτητικός και την ίδια στιγμή τόσο περίπλοκος και «δυσλεκτικός».
Η αγελάδα που κλωτσάει το γάλα. Ανάθεμα και αν κατάλαβα τίποτα. Επί 150 λεπτά, όσο δηλαδή διαρκούν δυόμισι ώρες, μια οικογένεια βυθισμένη στους θανάτους, τους καρκίνους και τα πλακώματα. Και από πάνω να παρελαύνει η μισή αφρόκρεμα του γαλλικού σινεμά: Κατρίν Ντενέβ, Ματιέ Αμαλρίκ (πάντα να δίνει τα ρέστα του), Εμανουέλ Ντεβός, Κιάρα Μαστρογιάνι, Ιπολίτ Ζιραρντό. Συμφορά από το πολύ μυαλό.
Από το μακρινό Ιράν η δεύτερη καλύτερη επιλογή της εβδομάδας. Που σημαίνει πρώτη με διαφορά το «Βank Βang» από Ελλάδα. Από το Ιράν, με τίτλο «Και τα σπουργίτια τραγουδούν», δηλαδή το «Αvaze gonjeshkha» με σκηνοθέτη τον επιδέξιο και πρωτοκλασάτο Ματζίντ Ματζιντί.
Εμείς την κρίνουμε αυστηρά. Που πάει να πει «γραφική και συνηθισμένη ιστορία από μια χώρα τριτοκοσμική». Όμως- για να καταλάβετε τη διαφορά- έτσι και την έβαζα πλάι πλάι με τον μέσο όρο των ελληνικών ταινιών του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τότε από στοιχειώδη ευθιξία έπρεπε άπαντες οι ιθύνοντες να παραιτηθούν. Αυτή η αλήθεια η τραγική. Τέλος πάντων. Ο Ματζιντί επιχειρεί να συσχετίσει τον Γολγοθά ενός φουκαρά με το σημερινό Ιράν. Όπου εργάτης σε εκτροφείο στρουθοκαμήλων εγκαταλείπει τη δουλειά του και με ένα ξεχαρβαλωμένο δίκυκλο προσπαθεί να βγάλει μεροκάματο της προκοπής παριστάνοντας τον ταξιτζή. Από τη μια πρέπει να βρει λεφτά για να αγοράσει ακουστικό βαρηκοΐας για τη μεγάλη κόρη του. Από την άλλη και προκειμένου να αναπαλαιώσει το φτωχικό σπιτικό του κουβαλάει σκουπίδια, μετατρέποντας την αυλή του σε μάντρα χρησιμοποιημένων υλικών: από χαλασμένες κεραίες τηλεοράσεων μέχρι σκοροφαγωμένες πόρτες. Η αλληγορία ορατή διά γυμνού οφθαλμού. Στρουθοκάμηλος ο φουκαράς. Ο δικός του, ο παλιός κόσμος έχει τελειώσει πια. Χωμένος στα σκουπίδια μέχρι τ΄ αυτιά. Και ταυτόχρονα με όλα αυτά, ο μικρός του γιος να κοιτάει μακριά. Μαζί με συνομήλικούς του, καθαρίζουν μια γούβα από τον βούρκο και τη λάσπη για να τη μεταμορφώσουν σε λίμνη για χρυσόψαρα μικρά. Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα και ονειρεύεται έναν καινούργιο κόσμο χωρίς μιζέρια, φτώχεια και σκουπίδια από τα παλιά Η ιδεολογία του Ματζιντί χωρισμένη στα δύο. Από τη μια ο ρεαλισμός του ανθρώπινου σκουπιδοτενεκέ (πατέρας). Από την άλλη ο ιδεαλισμός μιας καθαρής λίμνης (γιος). Χάος απροσμέτρητο ανάμεσα στα δύο αφηγηματικά επίπεδα. Απόλυτος διχασμός. Όμως ο ιμάντας που παράγει απίστευτη ενέργεια και απέραντο θαυμασμό ακούει στο όνομα Μοχαμάντ Αμίρ Νατζί. Ηθοποιάρα μεγάλου βεληνεκούς. Βάζει κάτω πολλά από τα θηρία του παγκόσμιου σινεμά. Μερικές φορές θυμίζει τον Γιλμάζ Γκιουνέι από το «Κοπάδι» μια από τις απόλυτες ταινίες του λαϊκού σινεμά. Η ζωντανή τραμπάλα ανάμεσα στο γελοίο και το τραγικό. Με πρόσωπο άγριο και σκυθρωπό. Με καρδιά μαρουλιού. Αναμαλλιασμένος, ταλαίπωρος, ιδρωμένος και διαρκώς της αγάπης και της προσφοράς. Η ελεύθερη πτώση ενός ταλαίπωρου Αγά. Η ανθρώπινη επιτομή του Ιράν... Και μόνο γι΄ αυτό αξίζει τα λεφτά!
Γελάνε και τα μουστάκια μου. Επιτέλους μια παραγωγή made in Greece που σέβεται τον εαυτό της και ως εκ τούτου σέβεται τον θεατή. Επιτέλους μια κωμωδία που ανεβάζει τον πήχυ κοιτώντας στα μάτια κάθε ανάλογη παραγωγή made in USΑ or in France. Επιτέλους μια ταινία που ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις προδιαγραφές του σύγχρονου σινεμά. Δηλαδή με story, που σημαίνει μπράβο στον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, τον σεναριογράφο αυτού του Βig Βang. Με σκηνοθεσία που καθαρίζει τη μούχλα και την ατελείωτη σκουριά. Δηλαδή, μπράβο στον πρωτοεμφανιζόμενο Αργύρη Παπαδημητρόπουλο. Με χαρακτήρες, με δεύτερους ρόλους, με παράπλευρα, χαριτωμένα περιστατικά. Δηλαδή, μπράβο στο καστ. Και όλα αυτά πακεταρισμένα σε μια παραγωγή που δεν έχει σχέση με τη συνηθισμένη αρπαχτή. Μπράβο στον Γιάννη Ιακωβίδη που έφερε σε αίσιο πέρας μια ευεργετική επιχείρηση σαν κι αυτή και έβαλε τα πράγματα σε τάξη και αξιολογική σειρά.
Και όλα αυτά έναν μήνα μετά το νεκροταφείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Επομένως τρία bang. Πρώτο bang η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ταινίες που σάρωσαν στο φεστιβάλ και σ΄ αυτή την κωμωδία που σχεδόν ήρθε από το πουθενά. Δεύτερο bang η κατεδάφιση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Οτιδήποτε προέρχεται από αυτόν τον γραφειοκρατικό μηχανισμό είναι μείγμα σοβαροφάνειας, χάους και σκουριάς. Και τρίτο bang προς κάθε παραγωγό που έχει εκλάβει το σινεμά σαν προέκταση των τηλεοπτικών καναλιών και καφενείο ανέκδοτων αφασικών.
Πώς συνέβη αυτό; Απλό. Μη βιάζεστε. Η τέχνη της απλότητας, η πιο δύσκολη δουλειά. Απλό και αυτονόητο είναι πως το χιούμορ δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με γυναικεία ξεκατινιάσματα, λεκτικά πορνογραφήματα και σεξουαλικά ευτράπελα. Έλεος πια. Απλό και αυτονόητο πως η κωμωδία δεν είναι η κουρελού του Σινεμά. Απλό και αυτονόητο πως επιτέλους πρέπει να διαχειριστούμε τη σκηνοθεσία με τα δικά του εργαλεία και τη δική του γλώσσα. Όλα αυτά ακούγονται εντελώς θεωρητικά και πολύ υπερβολικά. Συμφωνώ. Ούτε αριστούργημα μοναδικό, ούτε η ταινία όλων των εποχών, Απλώς κανονική, χα ριτωμένη, σωστά φτιαγμένη, με αφομοιωμένα δάνεια από τα τρέχοντα αμερικανικά και πολύ γνωστά. Όμως, όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα τα ελληνικά, από τους δρόμους μέχρι τα δημόσια και γραφειοκρατικά, έτσι και εδώ. Από τη χαρά μας που κάτι λειτουργεί κανονικά, κάνουμε την τρίχα τριχιά. Για να καταλάβετε, είναι σαν να μπαίνεις σε μια δημόσια υπηρεσία και βλέποντας έναν από τους δέκα υπαλλήλους να δουλεύει και όχι να λύνει σταυρόλεξα, πετάς την σκούφια σου και φωνάζεις δυνατά: Επιτέλους υπάρχει ελπίδα και για εμάς!
Με δυο λόγια: Ο Μιχάλης (Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, το σοφό παιδί), άρτι απολυθείς από μεγάλη εταιρεία, πέφτει πάνω στον αδελφό του, τον Νώντα, (Δημήτρης Ήμελος, καλύτερος δεν γίνεται) και ακούει πρόταση εφιαλτική. Επειγόντως πρέπει να βρει έναν σκασμό λεφτά να πληρώσει τη μαφία, αλλιώτικα θα βρεθεί ten feet under στο χώμα. Πώς; Απλό. Με ψεύτικα πιστόλια θα μπουκάρουν και θα ξαφρίζουν υποκαταστήματα τραπεζών. Τι να κάνει ο καλός αδελφός; Αναγκάζεται να ακολουθήσει τον δρόμο τον κακό για να σώσει τον κακό του αδελφό. Και έτσι σε μια τέτοια επιδρομή πέφτει πάνω σε μια γοητευτική ταμία με το όνομα Λένα (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, επιτέλους γυναικείος χαρακτήρας χωρίς τηλεοπτική αναγωγή). Κι έτσι αρχίζει να της στέλνει λουλούδια μη γνωρίζοντας την αληθινή ιδιότητα αυτού του πλάσματος των ονείρων του, που δεν είναι άλλη παρά μυστική μπατσίνα. Η οποία στην ιδιωτική της ζωή είναι αναγκασμένη να διαχειριστεί δύο οικογενειακά προβλήματα. Το πρώτο, ο αθεράπευτος κατά φαντασίαν αυτόχειρ πατέρας της (Κώστας Βουτσάς, σταθερή αξία). Το δεύτερο, η ατίθαση κόρη της. Στο μεταξύ, ντουέτο γκέι μπάτσων που ορέγεται τη λεία των τραπεζών (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης και Μιχάλης Ιατρόπουλος γράφουν ιστορία) θέτει το απλό ερώτημα: Γιατί αυτοί και όχι εμείς; Εδώ ακριβώς αρχίζουν να τέμνονται τρία πράγματα μεταξύ τους εχθρικά: Οι μπάτσοι, ο έρωτας και τα κλεφτρόνια!
«Βank Βang»
Έξυπνη ιστορία, Ευέλικτη σκηνοθεσία, Εξαιρετικό καστ, Όλοι ανέβασαν τον πήχη ψηλά
ΒΑΘΜΟΙ=7
(υπερβολή από ανακούφιση τρελή)Πεθαίνει ο κόσμος ο παλιός
Εμπορικό ατού των χριστουγεννιάτικων εορτών η «Απόδραση από τη χαμένη πόλη» (City of Εmber) του Λονδρέζου Τζιλ Κέναν από ένα μυθιστόρημα φαντασίας με την υπογραφή της Ζαν Ντι Προ. Ο Κέναν διαχειρίστηκε την ιστορία με έναν τρόπο διαφορετικό. Μπόλικα οπτικά εφέ σε έναν κόσμο σκουριασμένο και παλιό. Παλιομοδίτικο το ντεκόρ, αλλά μοντέρνο το αποτέλεσμα το αισθητικό. Το στόρι αλληγορικό. Η πόλη Έμπερ κλειστή, κλειδωμένη και στα Τάρταρα βυθισμένη. Έτσι είναι και όποιου του κοτάει ας δραπετεύσει. Η πολιτική ηγεσία διεφθαρμένη, οι άνθρωποι κουρασμένοι. Η παρακμή αποτυπωμένη σε κάθε γωνιά ενός κόσμου χωρίς ελπίδα καμιά. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Εμένα πολλά. Οι γεννήτριες αρχίζουν να στερεύουν από ενέργεια και το σκοτάδι μοιάζει να καταφθάνει για να καταπιεί την πόλη με μια χαψιά. Τότε δύο ανήσυχα παιδιά θα σκαλίσουν τα σεντούκια, θα βρουν τα κείμενα των αρχαίων κτιστών και θα επιχειρήσουν να βρουν διέξοδο στο φυσικό φως. Το όνειρο δεν πέθανε. Υπάρχει έξοδος, αρκεί να κοιτάξεις πέρα από τη μύτη σου, μακριά στον ουρανό. Τίποτα δεν έχει τελειώσει και τίποτα δεν έχει πεθάνει. Φύγε απ΄ αυτόν τον κόσμο τον χρεοκοπημένο και παλιό. Μοναδική μου ένσταση η ατελείωτη σειρά από γκάτζετ που μετατρέπουν την ταινία σε βιντεογκέιμ για μεγαλύτερα παιδιά. Έτσι, από τα αλλεπάλληλα περιστατικά πνίγεται η ουσία. Και έτσι με την αλλόκοτη ενδυματολογία που παραπέμπει σε παραμύθι του Μεσαίωνα και της παλιάς Αγγλίας, η αισθητική μοιάζει να μην έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Τέλος από το καστ τέσσερα ονόματα γνωστά: Μπιλ Μάρεϊ (ο δολοπλόκος δήμαρχος), Τιμ Ρόμπινς (ο εφευρέτης, δηλαδή ο επιστήμονας που όλο βρίσκει, αλλά σε αδιέξοδο και αυτός όπως όλοι οι κάτοικοι της πόλης), Μάρτιν Λαντάου (ο αναμαλλιασμένος και υπερήλικος φύλακας της ΔΕΗ) και η νεαρή Σάουαρς Ρόναν, το κορίτσι που κέρδισε υποψηφιότητα Όσκαρ για την ερμηνεία της στην «Εξιλέωση».
«Απόδραση από τη χαμένη πόλη»
Πεθαίνει ο κόσμος ο παλιός Μοναδική ελπίδα δύο παιδιά Αλληγορική ιστορία φαντασίας
ΒΑΘΜΟΙ=5
(τα γκάτζετ δεν κάνουν τη διαφορά)Εποχικά και άλλα
«Μια νύχτα Χριστουγέννων» (Un Conte de Νoel): Χαοτικό, οικογενειακό δράμα του Αρνό Ντεπλεσέν. Ο αθεόφοβος είναι τόσο ταλαντούχος, τόσο ευέλικτος και απαιτητικός και την ίδια στιγμή τόσο περίπλοκος και «δυσλεκτικός».
Η αγελάδα που κλωτσάει το γάλα. Ανάθεμα και αν κατάλαβα τίποτα. Επί 150 λεπτά, όσο δηλαδή διαρκούν δυόμισι ώρες, μια οικογένεια βυθισμένη στους θανάτους, τους καρκίνους και τα πλακώματα. Και από πάνω να παρελαύνει η μισή αφρόκρεμα του γαλλικού σινεμά: Κατρίν Ντενέβ, Ματιέ Αμαλρίκ (πάντα να δίνει τα ρέστα του), Εμανουέλ Ντεβός, Κιάρα Μαστρογιάνι, Ιπολίτ Ζιραρντό. Συμφορά από το πολύ μυαλό.
ΒΑΘΜΟΙ= ΑΔΥΝΑΤΩ!«Μια ιστορία για τον Αϊ-Βασίλη» (Christmas story): Συμπαθητικό και «ρεαλιστικό» παραμύθι του Juha Wuolijoki από Φινλανδία. Ας πούμε η αληθινή ιστορία του ΑϊΝικόλα που στα καθ΄ ημάς μετονομάστηκε σε ΑϊΒασίλη. Όπου ορφανός και έτσι κάθε χρόνο άλλαζε οικογένεια στο μικρό του χωριό. Με χάρισμα μοναδικό, να σκαλίζει σε ξύλο παιχνίδια για τα παιδιά. Και όταν πια έγινε μεγάλος και από τον τελευταίο «πατέρα» του κληρονόμησε πολλά λεφτά, αφοσιώθηκε να φτιάχνει παιχνίδια και να δίνει χαρά. Ευπρεπέστατη πρόταση για μικρά παιδιά.
ΒΑΘΜΟΙ=5
(καλύτερο από μπόλικα παιδικά και χολιγουντιανά)«Μαδαγασκάρη 2»: Το δεύτερο μέρος από το γνωστό animation, όπου στην αυθεντική βερσιόν ακούγονται οι φωνές των Μπεν Στίλερ, Κρις Ροκ, Ντέιβιντ Σουίμερ, Άλεκ Μπόλντουιν, Τζέντα Πίνκετ και στη μεταγλωττισμένη ελληνική Σ. Ζουπανος, Γεράσιμος Γεννατάς, Θάνος Καλλίρης, Διαμαντής Καραναστάσης, Ορέστης Ανδρεαδάκης και άλλοι.
ΒΑΘΜΟΙ=ΑΝΙΜΑΤΙΟΝ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ«Η πρώτη μου φορά»: Ντοκιμαντέρ της Μαρίας Λεωνίδα για την εγκυμοσύνη. Ειλικρινά χάρηκα το «θέμα», αλλά με απογοήτευσε η σκηνοθεσία. Όλα τόσο επίπεδα, τόσο αναμενόμενα, τόσο ερασιτεχνικά και τόσο ρηχά. Παρεξήγηση από παλιά. Τι είναι ντοκιμαντέρ; Συνεντεύξεις και μπλα μπλα μπλα.
ΒΑΘΜΟΙ=3
(επιεικώς)Ύμνος στον φουκαρά
Από το μακρινό Ιράν η δεύτερη καλύτερη επιλογή της εβδομάδας. Που σημαίνει πρώτη με διαφορά το «Βank Βang» από Ελλάδα. Από το Ιράν, με τίτλο «Και τα σπουργίτια τραγουδούν», δηλαδή το «Αvaze gonjeshkha» με σκηνοθέτη τον επιδέξιο και πρωτοκλασάτο Ματζίντ Ματζιντί.
Εμείς την κρίνουμε αυστηρά. Που πάει να πει «γραφική και συνηθισμένη ιστορία από μια χώρα τριτοκοσμική». Όμως- για να καταλάβετε τη διαφορά- έτσι και την έβαζα πλάι πλάι με τον μέσο όρο των ελληνικών ταινιών του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τότε από στοιχειώδη ευθιξία έπρεπε άπαντες οι ιθύνοντες να παραιτηθούν. Αυτή η αλήθεια η τραγική. Τέλος πάντων. Ο Ματζιντί επιχειρεί να συσχετίσει τον Γολγοθά ενός φουκαρά με το σημερινό Ιράν. Όπου εργάτης σε εκτροφείο στρουθοκαμήλων εγκαταλείπει τη δουλειά του και με ένα ξεχαρβαλωμένο δίκυκλο προσπαθεί να βγάλει μεροκάματο της προκοπής παριστάνοντας τον ταξιτζή. Από τη μια πρέπει να βρει λεφτά για να αγοράσει ακουστικό βαρηκοΐας για τη μεγάλη κόρη του. Από την άλλη και προκειμένου να αναπαλαιώσει το φτωχικό σπιτικό του κουβαλάει σκουπίδια, μετατρέποντας την αυλή του σε μάντρα χρησιμοποιημένων υλικών: από χαλασμένες κεραίες τηλεοράσεων μέχρι σκοροφαγωμένες πόρτες. Η αλληγορία ορατή διά γυμνού οφθαλμού. Στρουθοκάμηλος ο φουκαράς. Ο δικός του, ο παλιός κόσμος έχει τελειώσει πια. Χωμένος στα σκουπίδια μέχρι τ΄ αυτιά. Και ταυτόχρονα με όλα αυτά, ο μικρός του γιος να κοιτάει μακριά. Μαζί με συνομήλικούς του, καθαρίζουν μια γούβα από τον βούρκο και τη λάσπη για να τη μεταμορφώσουν σε λίμνη για χρυσόψαρα μικρά. Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα και ονειρεύεται έναν καινούργιο κόσμο χωρίς μιζέρια, φτώχεια και σκουπίδια από τα παλιά Η ιδεολογία του Ματζιντί χωρισμένη στα δύο. Από τη μια ο ρεαλισμός του ανθρώπινου σκουπιδοτενεκέ (πατέρας). Από την άλλη ο ιδεαλισμός μιας καθαρής λίμνης (γιος). Χάος απροσμέτρητο ανάμεσα στα δύο αφηγηματικά επίπεδα. Απόλυτος διχασμός. Όμως ο ιμάντας που παράγει απίστευτη ενέργεια και απέραντο θαυμασμό ακούει στο όνομα Μοχαμάντ Αμίρ Νατζί. Ηθοποιάρα μεγάλου βεληνεκούς. Βάζει κάτω πολλά από τα θηρία του παγκόσμιου σινεμά. Μερικές φορές θυμίζει τον Γιλμάζ Γκιουνέι από το «Κοπάδι» μια από τις απόλυτες ταινίες του λαϊκού σινεμά. Η ζωντανή τραμπάλα ανάμεσα στο γελοίο και το τραγικό. Με πρόσωπο άγριο και σκυθρωπό. Με καρδιά μαρουλιού. Αναμαλλιασμένος, ταλαίπωρος, ιδρωμένος και διαρκώς της αγάπης και της προσφοράς. Η ελεύθερη πτώση ενός ταλαίπωρου Αγά. Η ανθρώπινη επιτομή του Ιράν... Και μόνο γι΄ αυτό αξίζει τα λεφτά!
«Και τα σπουργίτια τραγουδούν»
Στέρεο αλλά ενίοτε γραφικό Από το μακρινό Ιράν Ρεσιτάλ ερμηνείας αντάξιο με Όσκαρ Ανδρικού ρόλου
ΒΑΘΜΟΙ=6
(και για τα παιδιά)
No comments:
Post a Comment