«Βαλς με τον Μπασίρ» του Αρι Φόλμαν |
Ιδιαίτερα τολμηρό, αλλά και επίκαιρο τώρα με την αιματηρή επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα αποδεικνύεται το ντοκιμαντέρ κινουμένων σχεδίων του Ισραηλινού, μέχρι πρόσφατα τηλεοπτικού ντοκιμαντερίστα, Αρι Φόλμαν. Το πρωτοείδαμε στις Κάνες και τώρα αρχίζει να προβάλλεται και σε μας. Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει από τις προσωπικές αναμνήσεις του σκηνοθέτη στην προσπάθειά του να εξορκίσει τους εφιάλτες του από την εποχή της στρατιωτικής θητείας του στον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου το 1982. Εποχή, όπου η πολιτοφυλακή των Χριστιανών Φαλαγγιτών, με την ανοχή και την ενθάρρυνση της τότε ισραηλινής κυβέρνησης, και συγκεκριμένα του τότε υπουργού Αμυνας, Αριέλ Σαρόν, επιδόθηκε ανενόχλητη στη σφαγή των κατοίκων -αθώων γυναικόπαιδων, νέων και ηλικιωμένων αντρών- στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα. Σφαγή που ο ίδιος ο Φόλμαν χαρακτηρίζει «γενοκτονία», παραλληλίζοντάς την με τις εξοντώσεις στα ναζιστικά στρατόπεδα και παραλληλίζοντας τους υπαίτιους με ναζί!
Η ταινία παίρνει τον τίτλο της από μια ποιητική, σουρεαλιστική σκηνή, κάπου στην αρχή, όταν ένας Ισραηλινός στρατιώτης, στη διάρκεια μιας αψιμαχίας, αρχίζει ξαφνικά να χορεύει σ' ένα σταυροδρόμι της Βηρυτού κάτω από τις τεράστιες αφίσες του τότε προέδρου του Λιβάνου Μπασίρ Τζεμαγιέλ. Η ταινία αρχίζει με το επαναλαμβανόμενο όνειρο-εφιάλτη ενός άντρα που τον κυνηγούν 26 σκυλιά, όνειρο που αφηγείται αργότερα σ' έναν φίλο του κινηματογραφιστή, για να φτάσουν στο συμπέρασμα πως αυτό έχει σχέση με τη συμμετοχή τους στον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου και τη σφαγή που ακολούθησε στους προσφυγικούς καταυλισμούς των Παλαιστινίων.
Γεγονός που τους σπρώχνει να συναντήσουν και να συζητήσουν με παλιούς φίλους και συντρόφους του πολέμου, με αποτέλεσμα ν' αποκαλυφθεί σταδιακά όλη η φρίκη της σφαγής. Σφαγή που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη διεθνή κοινότητα, με αποτέλεσμα το Ισραήλ να διατάξει έρευνα κατά την οποία ένοχος βρέθηκε ο Σαρόν, ο οποίος όχι μόνο εκδιώχθηκε από τη θέση του αλλά και του απαγορεύτηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση -πράγμα που δεν τον εμπόδισε, 20 χρόνια μετά, να εκλεγεί πρόεδρος της χώρας!
Η ταινία είναι γυρισμένη με το σύστημα του animation, με τους χάρτινους χαρακτήρες να βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα που ο σκηνοθέτης αρχικά κατέγραψε σε βίντεο και τα οποία θυμούνται λεπτομέρειες από τη σφαγή. Τα κινούμενα σχέδια, με τις διάφορες αφηγήσεις και τις συχνά ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της σφαγής (ορισμένοι από τους συνεντευξιαζόμενους παραδέχονται ότι έβλεπαν ή γνώριζαν τι γινόταν χωρίς να επεμβαίνουν, αντίθετα περιμένοντας άλλους, ανώτερούς τους, να παρέμβουν!), δίνουν μιαν άλλη υπόσταση στην ταινία. Κάτι που σίγουρα δεν θα το πετύχαινε το ίδιο η όποια ρεαλιστική αναπαράσταση, ενώ οι αληθινές σκηνές από επίκαιρα της εποχής, με τις οποίες ο σκηνοθέτης τελειώνει, τα τελευταία πέντε λεπτά, την ταινία του, υπογραμμίζουν με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο τη φρικαλεότητα της σφαγής. Πρόκειται για μια θαυμάσια, σπάνια στο είδος της ταινία, σημαντικό κατόρθωμα στον χώρο τόσο του πολιτικού κινηματογράφου όσο και σ' εκείνον του κινούμενου σχεδίου, που δεν πρέπει, για κανένα λόγο, να χάσετε.
«Λυκόφως» της Κάθριν Χάρντγουικ |
Με τον τρελό, αν και ανικανοποίητο, έρωτα ανάμεσα σ' ένα όμορφο, κάπως ονειροπαρμένο, 17χρονο κορίτσι κι ένα νεαρό βαμπίρ, συμμαθητή της στην τάξη της βιολογίας, με βάση ένα μπεστ-σέλερ, πρώτο βιβλίο μιας τετραλογίας, της Στέφανι Μέγερ, καταπιάνεται στην ταινία της «Λυκόφως» η σκηνοθέτρια Κάθριν Χάρντγουικ («Δεκατριών», «Lords of Dogtown»).
Στις ιστορίες με βρικόλακες, από το «Δράκουλα» του Μπραμ Στόουκερ ώς τις πιο σύγχρονες ιστορίες, το βασικό στοιχείο ύπαρξης των βαμπίρ είναι το αίμα (και ο τρόμος που συνδέεται μ' αυτό) που ρουφάνε οι απέθαντοι για να μπορούν να συνεχίσουν την τρομερή τους ύπαρξή τους. Στο βιβλίο της Μέγερ, εκείνο που σίγουρα συνέβαλε στην εμπορική επιτυχία του, όπως και στην ταινία της Χάρντγουικ, είναι, από τη μια ο τρελός, χωρίς όρια έρωτας της νεαρής Μπέλα Σουάν (κυριολεκτικά «κύκνου», όπως υποβάλλει το επίθετό της), που είναι έτοιμη να δώσει και το αίμα της γι' αυτό, και η προσπάθεια του διψασμένου για αίμα βρικόλακα και αιώνιου σπουδαστή, Εντουαρντ Κάλεν, από την άλλη, να συγκρατήσει τη δίψα του για αίμα (και σεξ) και να υπερασπιστεί από την «οικογένειά» του αλλά και από άλλες, χειρότερες οικογένειες, το κορίτσι που και ο ίδιος έχει ερωτευτεί το ίδιο τρελά και που ταυτόχρονα προσπαθεί με κάθε τρόπο να το κρατήσει μακριά του.
Στην όμορφα φωτογραφημένη ταινία της, η Χάρντγουικ πιάνει κάτι από την ατμόσφαιρα και τον παλμό του κόσμου των τινέιτζερ, όπου τοποθετεί την ιστορία της, ιστορία που μπορεί να είναι απλά ένας συνηθισμένος έρωτας ανάμεσα σε νέα παιδιά, με την Μπέλα να είναι έτοιμη να δοθεί σεξουαλικά, αντίθετα με τον Εντουάρντ που προσπαθεί να είναι εγκρατής. «Σκότωσέ με, αν χρειάζεται», είναι αυτό που σκέφτεται και κυριολεκτικά το λέει, η Μπέλα, ώσπου τελικά, οι δυο τους, αφήνονται στον (έστω και ρομαντικό) έρωτά τους, με την πιο τολμηρή ερωτικά σκηνή τους να είναι εκείνη -και η πιο όμορφη της ταινίας- όπου πηδάνε από δέντρο σε δέντρο για ν' ανεβούν και να καθίσουν αγκαλιασμένοι, κάπου ψηλά. Κι αν ο Εντουάρντ (Ρόμπερτ Πάτινσον) είναι περισσότερο χλωμός, απ' όσο χρειάζεται, θα έλεγα σχεδόν νεκρός, η Μπέλα (μια πολύ καλή Κρίστεν Στούαρτ, που είχαμε απολαύσει σ' ένα μικρό ρόλο στο «Ταξίδι στην άγρια φύση») είναι τόσο ζωντανή, όμορφη και... τραγανή για τα δόντια του βρικόλακα -αληθινός κύκνος έτοιμος να κατασπαραχθεί από έναν λύκο- που μετατρέπει μια κατά τα άλλα συνηθισμένη ιστορία, σε μια όμορφη, αρκετά συναρπαστική, διανθισμένη με χιουμοριστικούς διαλόγους («είσαι η δική μου μάρκα ηρωίνης», λέει σε κάποια στιγμή ο Εντουάρντ στην Μπέλα) ταινία, που σίγουρα θα γοητεύσει τους τινέιτζερ.
Ενας άντρας, φανατικός φαν τριών διάσημων γυναικών σταρ, με τις οποίες «ζει» καθημερινά σε σημείο να έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά του, καταφέρνει μέσω του Διαδικτύου να μάθει τις κινήσεις τους και αρχίζει να τις ακολουθεί παντού. Η Λετίσια Κολομπάνι έφτιαξε μιαν αρκετά διασκεδαστική κωμωδία, με μερικές ευρηματικές σκηνές, αν και θα μπορούσε να έδινε μεγαλύτερο βάθος στο πολύ ενδιαφέρον αυτό θέμα της. Πολύ καλοί όλοι οι ηθοποιοί, ιδιαίτερα η Κατρίν Ντενέβ, απολαυστική στο ρόλο μιας από τις τρεις σταρ. *
«Ο γιος του παντοπώλη» του Ερίκ Γκιραντό |
(Le fils del' epicier). Γαλλία, 2007. Σκηνοθεσία: Ερίκ Γκιραντό. Σενάριο: Ερίκ Γκιραντό, Φλοράνς Βινιόν. Ηθοποιοί: Νικολά Γκαζαλέ, Κλοντίντ Εσμέ, Ντανιέλ Ντίβα. 96'. Οταν ο παντοπώλης πατέρας του μεταφέρεται στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό, ο γιος του Αντουάν, ένας 30χρονος άντρας, που δέκα χρόνια πριν είχε εγκαταλείψει το χωριό του αναζητώντας καλύτερη ζωή στη μεγάλη πόλη, επιστρέφει σ' αυτό διστακτικά, μαζί με την αγαπημένη του Κλερ, για να βοηθήσει τη μητέρα του στο μπακάλικο, αντικαθιστώντας τον πατέρα του στις καθημερινές βόλτες του για να πουλήσει το εμπόρευμά του. Λεπτή κωμωδία ηθών γύρω από την «ενηλικίωση» ενός 30χρονου άντρα.
(Passengers). ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Ροντρίγκο Γκαρσία. Σενάριο:Ρόνι Κρίσρτενσεν. Ηθοποιοί: Αν Χάθαγουεϊ, Πάτρικ Γουίλσον, Νταϊάν Γουίστ, Αντρέ Μπράουγκερ, Ντέιβιντ Μορς. *Μια νεαρή ψυχίατρος (Αν Χάθαγουεϊ) αναλαμβάνει να βοηθήσει τους επιζήσαντες από συντριβή αεροπλάνου επιβάτες να ξεπεράσουν τα ψυχικά τους τραύματα για ν' ανακαλύψει πως οι επιβάτες αρχίζουν σταδιακά να εξαφανίζονται. Ταινία τρόμου που χάνει το ρυθμό της όταν αρχίζει να στρέφεται στο ρομάντζο που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα στην ψυχίατρο κι έναν από τους επιβάτες...
(Beverly Hills Chihuahua). ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Ράζια Γκόσνελ. Σενάριο: Αναλίζα ΛαΜπιάνκο, Τζέφρι Μπούσελ. Ηθοποιοί: Πάιπερ Περάμπο, Τζέιμι Λι Κέρτις και οι φωνές των Ντρου Μπάριμορ, Αντι Γκαρσία, Τζορτζ Λόπεζ, Πλάσιντο Ντομίνγκο. 91' *Μπορεί η Αμερική να περνά περίοδο οικονομικής κρίσης, στο Λος Αντζελες όμως ασχολούνται, σύμφωνα με την Ντίσνεϊ, με τα σκυλιά πλούσιων ιδιοκτητών και τις παράλογες περιπέτειές τους. Στην κωμωδία αυτή για παιδιά, η Χλόη, ένα χαριτωμένο, κακομαθημένο σκυλί «τσιουάουα» (με τη φωνή της Ντρου Μπάριμορ) και η σκυλο-σίτερ του (κατά το μπέιμπι-σίτερ) καταφέρνουν, ξεκινώντας από το Λος ?ντζελες, να χαθούν κάπου στο Μεξικό. Στις εκεί περιπλανήσεις τους θα συναντήσουν κι έναν μπάτσο-σκυλί (Αντι Γκαρσία) και μια λαϊκιά τσιουάουα (Τζορτζ Λόπεζ).