- Ευρωπαϊκές διακρίσεις σε τρεις ταινίες συγχρόνων Ελλήνων δημιουργών
Eυρωπαϊκό σινεμά made iGreece. Τρεις, τουλάχιστον, από τις ταινίες του επερχόμενου χειμώνα προοιωνίζονται μια ελληνική κινηματογραφική άνοιξη: ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου κέρδισε τις εντυπώσεις και το βραβείο του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα» στις Κάννες. Η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα διακρίθηκε στο Βερολίνο. Η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου βραβεύθηκε για την ερμηνεία του Αντώνη Καφετζόπουλου στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Kαι οι τρεις ταινίες σκιαγραφούν τον σημερινό άνθρωπο έωλο σε έναν κόσμο που αλλάζει, σε ένα ρευστό περιβάλλον όπου οι έννοιες της ρίζας, της ταυτότητας και της ενηλικίωσης αποκτούν κρίσιμη σημασία.
Ευρωπαϊκό σινεμά made in Greece
- Νέοι δημιουργοί, απαλλαγμένοι από τις εμμονές του παρελθόντος, προκαλούν με τις ταινίες τους αίσθηση και πέραν των συνόρων
- Του Δημητρη Mπουρα, Η Καθημερινή, 04/10/2009
Ενα νέο ελληνικό σινεμά φαίνεται πως γεννιέται. Ενα σινεμά ανήσυχο, χωρίς απωθήσεις και εμμονές, που δεν εξαντλείται σε προθέσεις και σε «αξιέπαινες προσπάθειες» των δημιουργών του – στην πλειοψηφία τους νέοι. Ενα σινεμά μικρών μεγεθών και ανοιχτών οριζόντων. Συμπαγές αφηγηματικά, στηριγμένο στο σώμα του ηθοποιού που είναι σε αρμονία με το περιβάλλον του και όχι σε αφηρημένες ιδέες. Ενα ευρωπαϊκό σινεμά made in Greece με αρκετό ενδιαφέρον για να τραβήξει την προσοχή και πέραν των ελληνικών συνόρων. Τρεις, τουλάχιστον, από τις ταινίες του επερχόμενου χειμώνα προοιωνίζονται μια ελληνική κινηματογραφική άνοιξη: Ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου κέρδισε εκτός από τις εντυπώσεις και το βραβείο του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα» στις Κάννες. Η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα προκάλεσε αίσθηση στην τελευταία Μπερλινάλε. Η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Λοκάρνο και βραβεύτηκε για την ερμηνεία του Αντώνη Καφετζόπουλου.
Οι τρεις αυτές ταινίες σκιαγραφούν τον σημερινό άνθρωπο αίολο σε έναν κόσμο που αλλάζει, σε ένα νεφέλωμα όπου οι έννοιες της ρίζας, της ταυτότητας και της ενηλικίωσης έχουν ένα υπαρξιακό βάρος.
Μυθοπλασία
Η θεματολογία και η αισθητική διαφέρουν στην καθεμία. Μοναδικό κοινό στοιχείο και στις τρεις είναι ο άξονας της μυθοπλασίας, η οικογένεια, αλλά και η άμεση και βίαιη σχέση τους με την πραγματικότητα.
Στον παράλογο «Κυνόδοντα», όπου ένας πατέρας συμπεριφέρεται σαν εκτροφέας σκύλων, ο εφιάλτης και η μαύρη κωμωδία μοιάζουν με συγκοινωνούντα δοχεία.
Στην «Στρέλλα», όπου ο πρωταγωνιστής είναι τρανσέξουαλ και το οικογενειακό δράμα αλμοδοβαρικού τύπου, το σχόλιο για τη διαφορετικότητα αναδύεται μέσα από τη σιλικόνη, το κιτς και τα αληθινά αισθήματα και απέχει από το πολιτικώς ορθόν. Στην άλλοτε εύθυμη κι άλλοτε μελαγχολική «Ακαδημία Πλάτωνος», όπου ένας μεσήλικας πέφτει από τα σύννεφα όταν ακούει την ηλικιωμένη μητέρα του να μιλάει άπταιστα αλβανικά, η περιθωριοποίηση και η μοναξιά είναι καταστάσεις που υπερβαίνουν την ψυχολογία ενός «Ελληνάρα» και αγγίζουν την κοινωνία.
Η Εδέμ του σωλήνα
Σχηματικά και με μια δόση υπερβολής και αυθαιρεσίας ο «Κυνόδοντας» του Λάνθιμου είναι κάτι αντίστοιχο της μπρεχτικής «Σκυλόπολης» του Λαρς φον Τρίερ. Ο Δανός σκηνοθέτης χάραξε μια πόλη με κιμωλία στο δάπεδο μιας τεράστιας θεατρικής σκηνής για να αποκαλύψει τη βία στο πρωταρχικό κύτταρο της κοινωνίας, στην οικογένεια. Ο Ελληνας συνάδελφός του κλείνει τα πρόσωπα μιας σύγχρονης αποδραματοποιημένης τραγωδίας σε ένα σκηνικό που παραπέμπει σε ριάλιτι τύπου Big Brother.
Ενας πατέρας–αφέντης, διευθυντής σε ένα εργοστάσιο, μεγαλώνει τα παιδιά του σε πλήρη απομόνωση σε μια βίλα στις παρυφές μιας μεγαλούπολης. Τα παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι που βρίσκονται στην εφηβεία, δεν έχουν βγει ποτέ από την αυλή του σπιτιού και αγνοούν τα πάντα για τη ζωή πέρα από τον ψηλό φράχτη του κήπου τους. Μοναδικός επισκέπτης στη βίλα, που παρομοιάζεται ευθέως με εκτροφείο σκύλων, είναι μια νεαρή γυναίκα φρουρός στο εργοστάσιο του πατέρα. Αυτός την φέρνει τακτικά στο σπίτι του με το αυτοκίνητό του μετά το τέλος της βάρδιας για να ικανοποιεί έναντι αμοιβής τις σεξουαλικές ορμές του γιου του. Η πίστη και η τάξη που επικρατούν στο «σκυλοτροφείο» θα διασαλευτούν όταν η νεαρή γυναίκα αυτονομείται από το αφεντικό της επιχειρώντας παρόμοιες «συναλλαγές» και με την μεγάλη κόρη της οικογένειας.
Σε αυτό το σκηνικό, που θυμίζει θέατρο του παραλόγου, η γυναίκα υπάρχει μόνον για την αναπαραγωγή. Τα παιδιά, που εκπαιδεύονται σαν σκύλοι σύμφωνα με τις οδηγίες του πατέρα, έχουν πιστέψει πως τα αεροπλάνα που πετούν στον ουρανό είναι παιχνίδια και ότι τα κίτρινα λουλούδια που φυτρώνουν στον κήπο είναι ζόμπι. Πιστεύουν, επίσης, πως θα είναι έτοιμα να διαβούν την πόρτα του φράχτη όταν πέσει ο παλιός κυνόδοντάς τους.
Σουρεαλιστική φάρσα
Ο Λάνθιμος επιμένει στη σχέση εξουσίας πατέρα - παιδιών κλιμακώνοντας έναν υπόκωφο εφιάλτη με πρωταγωνίστρια την μεγάλη κόρη της οικογένειας. Ο «Κυνόδοντας», που εξελίσσεται μη γραμμικά, είναι σαν ένα ριάλιτι με τους παίκτες άλλοτε να βιώνουν νοσηρές καταστάσεις και άλλοτε να ακροβατούν σε μια σουρεαλιστική φάρσα. Οι λέξεις που εκφέρουν αντιστοιχούν σε λάθος αντικείμενα και από τις φράσεις τους δεν προκύπτει νόημα. Ο Λάνθιμος είχε μια εξαιρετική ιδέα την οποία διαχειρίστηκε άριστα. Τοποθέτησε την οικογένεια σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα διαπιστώνοντας μια παθογένεια που αρχίζει από τις σχέσεις εξουσίας μέσα στην οικογένεια και φτάνει στα άκρα: στην εκπόρνευση και την αιμομειξία. Εν αρχή δεν είναι ο λόγος, αλλά το παράλογο σε αυτήν την Εδέμ του δοκιμαστικού σωλήνα.
Και στο βάθος δράμα
Η «Ακαδημία Πλάτωνος» αρχίζει σαν κωμωδία με στυλ που φέρνει στο νου τις ταινίες του Τζιμ Τζάρμους, και τελειώνει σαν ένα μινιμαλιστικό ερωτικό δράμα σε ένα ασανσέρ στο οποίο χωρούν μόνον δυο άτομα. Ο Φίλιππος Τσίτος ξεκινάει σαν ακροβάτης σε ένα τεντωμένο σχοινί πάνω από τον αφρό μιας ηθογραφίας. Στη συνέχεια βουτάει στο βυθό της, όπου κρύβεται ένας μικρός θησαυρός του ελληνικού κινηματογράφου: η «Φωτογραφία» του Νίκου Παπατάκη.
Σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας, τέσσερις φίλοι από παιδιά, ρατσιστές μέχρι το κόκαλο, ξημεροβραδιάζονται μπροστά στο ψιλικατζίδικο του ενός της παρέας. Μιλούν για ροκ συναυλίες και για την επαναστατημένη νιότη τους, όπου τα ’σπαγαν με υπόκρουση τον Ρόρι Γκάλαχερ ή τους Police. Κλωτσούν μια μπάλα σαν έφηβοι που δεν θα μεγαλώσουν ποτέ, ενώ μπροστά τους, στο γήπεδο της αληθινής ζωής, «παίζουν μπάλα» οι Κινέζοι. Κραυγάζουν διαρκώς κατά των Αλβανών, τους οποίους αντιμετωπίζουν σαν κατώτερα όντα. Ο ένας από την παρέα έχει μπροστά στο ετοιμόρροπο ψιλικατζίδικό του ένα λαγωνικό της συμφοράς, ένα σκύλο, τον Πατριώτη ή Πάτριοτ, που οσφραίνεται τους Αλβανούς που περνούν και τους γαβγίζει. Είναι ολοφάνερο πως δεν μπορούν να πάρουν στα σοβαρά τη ζωή, που τους έχει ξεπεράσει. Αν τα αστεία τους δεν ήταν επικίνδυνα και τόσο μπανάλ, θα μπορούσαμε να τους εκλάβουμε σαν θλιβερές καρικατούρες των «εντιμότατων φίλων» του Μονιτσέλι.
Ο Πάτριοτ γαυγίζει
Κεντρικό πρόσωπο ανάμεσα στους σύγχρονους αμπελοφιλόσοφους της Ακαδημίας Πλάτωνος είναι ένας χωρισμένος άντρας που ζει με την μητέρα του. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που πάσχει από μια μορφή άνοιας μετά από ένα εγκεφαλικό. Μια μέρα που ο Πάτριοτ γαβγίζει έναν Αλβανό, η γυναίκα αίφνης ζωντανεύει. Αρχίζει να μιλάει αλβανικά σε έναν ξένο που κοντοστέκεται αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του ένα γιο που έχει αφήσει πίσω της στην Αλβανία. Ο «Ελληνάρας» γιος της παθαίνει σοκ. «Αντε ξύπνα ένα πρωί και να μην ξέρεις ποιος είσαι», μονολογεί ο εξαιρετικός Καφετζόπουλος.
Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα; O Τσίτος αφήνει διακριτικά αυτό το ερώτημα να πλανάται ανάμεσα στις εικόνες της «Ακαδημίας Πλάτωνος». Η μνήμη της ηλικιωμένης γυναίκας που εξιστορεί πρωτόγνωρα πράγματα είναι μια ασαφής ένδειξη που σπρώχνει τον Ελληνα στη θέση του Αλβανού. Το ίδιο και η φθαρμένη οικογενειακή φωτογραφία που κρατάει στα χέρια του ο Αλβανός μετανάστης. Οι δυο τους τείνουν να ταυτιστούν σε μια Ελλάδα που φαντάζει στα μάτια τους σαν ένας ου-τόπος καθώς κλιμακώνεται ένα δράμα στο βυθό μιας κωμωδίας.
Μια παράξενη οικογένεια
Η ψυχολογία ευθύνεται για μια παρεξήγηση. Προβάλλοντας το οιδιπόδειο σύμπλεγμα απομάκρυνε άθελά της από το οπτικό μας πεδίο το σύνολο του μύθου του Οιδίποδα: το παιδί που έχουν απορρίψει και τραυματίσει οι γονείς του, επιστρέφει και βλάπτει με τη σειρά του την οικογένεια, αλλά και τον εαυτό του. Στις τραγωδίες του Σοφοκλή, το παιδί ασυνείδητα κι ακούσια τιμωρεί τους γονείς, κι έπειτα τιμωρεί τον εαυτό του. Οικογενειακοί δεσμοί αναπτύσσονται στην επόμενη γενιά, στην Αντιγόνη. Η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα, που ίσως φανεί προκλητική και ακραία σε μια μερίδα του κοινού, αναδεικνύει αυτήν την πλευρά του μύθου: το παιδί που έχει τραυματιστεί από τους γονείς κι επιστρέφει το τραύμα. Ο Κούτρας λατρεύει τον Αλμοδόβαρ αλλά δεν τον αντιγράφει απερίσκεπτα. Ξέρει καλά το μελόδραμα και το χρησιμοποιεί για να φτιάξει μια ταινία με ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και με ήρωες ένα εξωφρενικό ζευγάρι.
Ενας λιγομίλητος άντρας βγαίνει από τη φυλακή μετά από 15 χρόνια και πέφτει στην αγκαλιά ενός τρανσέξουαλ. Ωσονούπω διαπιστώνει με έκπληξη πως έχει πέσει σε μια παγίδα. Ο γιος του, με τον οποίο δεν είχε καμιά επαφή όλα αυτά τα χρόνια που ήταν έγκλειστος, του την είχε «στημένη» για λόγους εκδίκησης. Στη συνέχεια ο γιος μετανοιώνει. Συνειδητοποιεί πως έχει διαπράξει μια ύβρι, όμως, δεν νιώθει ενοχές γιατί δεν αισθάνεται τίποτα που να τον συνδέει με τον πατέρα του.
Ο Κούτρας κόβει τεχνηέντως τον δεσμό ανάμεσα στον πατέρα και το παιδί μεταθέτοντας τη λύτρωση στην επόμενη γενιά. Μια παράξενη οικογένεια συγκροτείται ατύπως ένα βράδυ πρωτοχρονιάς δίπλα σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ο συνεκτικός δεσμός της δεν είναι το αίμα αλλά τα αληθινά αισθήματα ανθρώπων ξένων που συναντήθηκαν βίαια λόγω της μοίρας. Ο Κούτρας δεν είναι και τόσο σίγουρος για το αν το μελόδραμα οδηγεί σε χάπι εντ. Ολα αυτά μπορεί να ’ναι ένα όνειρο υπαινίσσεται με σαρκασμό λίγο πριν τους τίτλους του τέλους.
Sunday, October 4, 2009
Μια ελληνική κινηματογραφική άνοιξη
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment