Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ
Υστερα από πολλά προβλήματα και πολλά χρόνια απουσίας, ο Μίκι Ρουρκ βρίσκει τη δικαίωσή του μεσ' από τον «Παλαιστή» του Ντάρεν Αρονόφσκι, που βραβεύθηκε με το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας. Παίζει έναν ξεπεσμένο, μοναχικό παλαιστή που προσπαθεί να παραμείνει όσο περισσότερο μπορεί στο ρινγκ. Είναι ο καλύτερος ρόλος της καριέρας του και δίκαια του χάρισε, μόλις πρόσφατα, τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ερμηνείας.
Ερασιτέχνης μποξέρ από μικρή ηλικία, επαγγελματίας ανάμεσα στα 1991 και 1995, ώσπου, σε ηλικία 39 χρόνων, τα σοβαρά σωματικά του τραύματα τον ανάγκασαν να αποσυρθεί, ο ηθοποιός, πρωταγωνιστής σε ταινίες όπως «Οι ατσίδες της Νέας Υόρκης» του Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ, «Η χρονιά του δράκου» του Μάικλ Τσιμίνο, «Μπάρφλαϊ» του Μπάρμπετ Σρέντερ (στον ρόλο του Τσαρλς Μπουκόφσκι), δέχτηκε να υποστεί μιαν άλλη σωματική δοκιμασία: να γυρίσει δύσκολες σκηνές πάλης, πέφτοντας σε γυαλιά και συρματοπλέγματα, για να ερμηνεύσει ρεαλιστικά τον ρόλο του παλαιστή για την ταινία αυτή του Αρονόφσκι.
Συναντήσαμε τον 52χρονο Μίκι Ρουρκ στη Βενετία, με αφορμή την εκεί προβολή της ταινίας του, και είχαμε μαζί του μια ιδιαίτερα οικεία συζήτηση για τις δυσκολίες του ρόλου του, τη ζωή του και τα διάφορα προβλήματα της καριέρας του.
«Οχι, στα 39 μου. Υπάρχει, όμως, διαφορά ανάμεσα στο μποξ και την πάλη. Αρχισα να ασκούμαι στο μποξ από τότε που ήμουν 9 χρόνων κι έδωσα τον τελευταίο αγώνα στα 39 μου. Δεν σεβόμουν την πάλη. Η πάλη είναι θέαμα, ψυχαγωγία. Οταν άρχισα να κάνω πρόβες για τον "Παλαιστή", δεν είχα την παραμικρή ιδέα πως ένας που ζυγίζει 125 κιλά μπορούσε να σε σηκώσει και να σε πετάξει κάτω. Πονάς πολύ, γιατί το σώμα σου πέφτει και χτυπά στο έδαφος. Δεν είμαι πια παιδί. Κι ύστερα ο σκηνοθέτης σου λέει: Ξανακάν' το. Να πάει να γαμηθεί... (γέλιο) Δεν μπορούσα να κινηθώ. Πέρασα δυόμισι μήνες ταλαιπωρίας. Για δυο μήνες δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου».
- Δηλαδή, δεν θα το ξανάκανες;
«Δεν ξέρω, αλλά αυτό που πέτυχα ήταν να αποκτήσω, σταδιακά, σεβασμό για την πάλη. Γιατί είναι σπορ που μοιάζει με χορογραφία και πρέπει να είσαι σε φόρμα για να το κάνεις. Η αδρεναλίνη που δημιουργείται είναι φανταστική, γιατί ακούς τις φωνές του πλήθους και γίνεσαι ολοένα και περισσότερο απερίσκεπτος και τολμηρός. Δίνεις περισσότερα για να ικανοποιήσεις το κοινό και ξέρεις πως θα πληρώσεις το αντίτιμο. Γι' αυτό, όταν αυτοί οι παλαιστές αποχωρούν στα 40 τους χρόνια, όλοι τους έχουν τραύματα στα πόδια ή στη σπονδυλική στήλη. Ολοι όσους συνάντησα, όταν έκανα την έρευνα για το φιλμ, έμοιαζαν σαν να ήταν 200 χρόνων».
- Τραυματίστηκες ο ίδιος;
«Αρκετές φορές... Αν κάποιος σε πετάξει κάτω, δεν θα τραυματιστείς; Αυτοί οι τύποι ασκούνται 5-6 χρόνια για να μάθουν πώς να πέφτουν χωρίς να τραυματίζονται. Οταν εγώ έπεφτα, έπεφτα σαν ένα σκατό. Ολα μέσα μου πονούσαν. Σταδιακά, έμαθα κάποια βασικά πράγματα. Αυτά σε τρεις μήνες. Εκεί που οι παλαιστές χρειάζονται χρόνια. Επρεπε επίσης να αποκτήσω βάρος και μυώνες. Γι' αυτό πέρασα πολύ χρόνο στο γυμναστήριο. Ετρωγα πέντε φορές τη μέρα για ν' αποκτήσω κι άλλο βάρος».
- Τι άλλο έμαθες;
«Με τους παλαιστές υπάρχει ένα δέσιμο, μια συντροφικότητα. Εχουν διάφορα τρικ. Κάνουν κάποιες συγκεκριμένες κινήσεις όταν αρπάζει ο ένας τον άλλο. Κάτι που δεν μπορείς να κάνεις στο μποξ. Στο μποξ δεν υπάρχει συντροφικότητα, είναι ατομικό. Απλά υπάρχει ένας ήσυχος σεβασμός. Για να γίνεις παλαιστής χρειάζεσαι διαφορετική προπόνηση».
- Στον χαρακτήρα σου δεν υπάρχει καμία οργή. Είναι διαφορετικό με τους μποξέρ;
«Οχι, ούτε στους μποξέρ υπάρχει οργή. Στο μποξ χρειάζεται να είσαι χαλαρός. Αν δεν είσαι χαλαρός, ύστερα από λίγο δεν θα μπορείς να αναπνεύσεις. Ο μποξέρ που χαλαρώνει και μπορεί ν' αναπνέει θα κρατήσει περισσότερο. Αν δεν χαλαρώσεις, στον δεύτερο ή τρίτο γύρο θα πέσεις πολύ πιο εύκολα. Στο μποξ εκείνο που έχει περισσότερη σημασία είναι η ταχύτητα και όχι η δύναμη».
- Εσύ γιατί αποφάσισες ν' ασχοληθείς με το μποξ;
«Αυτή είναι μεγάλη ιστορία, για άλλη φορά».
- Οι σκηνές όπου πέφτεις σε συρματόπλεγμα και γυαλιά είναι αληθινές;
«Ναι, αυτές τις λένε hardcore, όπως το σκληρό πορνό. Είναι όπως το πανκ. Οι παλαιστές που ασχολούνται με αυτό το είδος έχουν τους φανατικούς οπαδούς τους. Εμένα πάντως δεν μου αρέσει».
- Είναι σαν να βρίσκονται σε απελπισία...
«Ναι, είναι απελπισία, αλλά αυτό σημαίνει πως ο παλαιστής αρνείται να γεράσει. Είναι το ίδιο όπως όταν ήμουν μποξέρ. Είχα αρχίσει να χάνω τη μνήμη μου και μου έλεγαν πρέπει να σταματήσεις. Κι εγώ τους παρακαλούσα: αφήστε με ακόμη τρεις αγώνες... Μου έλεγαν όχι και τους έλεγα: έστω δύο, έστω έναν. Κι αυτοί μου απαντούσαν: όχι, τα τεστ σου είναι χάλια, πρέπει να σταματήσεις τώρα. Ημουν πολύ απογοητευμένος. Αλλά μετά σκέφτηκα: στα πέντε χρόνια έκανα 12 αγώνες, έφτασα εκεί που μπορούσα. Ημουν 39 χρόνων, καιρός να σταματήσω. Αλλά αυτό είναι πολύ οδυνηρό. Οταν για παράδειγμα είσαι ποδοσφαιριστής και ξαφνικά σου λένε έχεις ξεπεράσεις τα χρόνια σου, τώρα πρέπει να σταματήσεις, τι κάνεις; Σου λένε έχουμε έναν νεαρό που μόλις ξεκινάει και είναι πολύ καλός. Ξέρω πολλούς ποδοσφαιριστές και μποξέρ που έφτασαν εκεί. Γι' αυτό η ταινία αυτή είναι παγκόσμια. Γιατί αυτό συμβαίνει σε κάθε σπορ. Ο προπονητής μου μου έλεγε: Κάποιο βράδυ, σ' έναν αγώνα γερνάς. Αυτό συνέβη στον Μάικ Τάισον, συνέβη και στον Μίκι Ρουρκ...»
- Η ιστορία της ταινίας είναι πολύ θλιβερή...
«Ναι, όπως και η ζωή μου. Ο χαρακτήρας μου ζει μια κατάσταση ντροπής, δεν θέλει να εργάζεται σε κάποιο βρομοσουπερμάρκετ. Από τη στιγμή που έχει ακούσει τις κραυγές του πλήθους θέλει να αγωνίζεται. Δεν θέλει να πουλάει κρέας. Θέλει να είναι στο ρινγκ. Είναι όπως ο Μάρλον Μπράντο στο "Λιμάνι της αγωνίας", που λέει: θυμάσαι πάντα εκείνη τη νύχτα».
- Ηταν δύσκολο για σένα να ερμηνεύσεις έναν ρόλο που είχε τόση σχέση με τη δική σου ζωή;
«Ναι, γιατί έδειχνε κάτι από τη δική μου ντροπή. Ηξερα πως ο Ντάρεν Αρονόφσκι θα μου ζητούσε να επισκεφθώ σκοτεινές πλευρές της ζωής μου, πλευρές που δεν θα ήθελα να ξαναζήσω. Και ήξερα πως, αν το αποφάσιζα, θα το έκανα όσο πιο αληθινά μπορούσα. Γι' αυτό φοβόμουν. Αλλά ο Ντάρεν ήταν τόσο έξυπνος και πειστικός, που το αποφάσισα. Δεν κάνει υποχωρήσεις και ξέρω ότι θέλει να είμαι όσο καλύτερος μπορώ. Γι' αυτό είπα ας πάνε να γαμηθούν, θα το κάνω γι' αυτόν τον τύπο».
- Ηταν τελικά όσο δύσκολο το περίμενες;
«Πιο δύσκολο! Οταν τέλειωσε η ταινία, έκανα τέσσερις μέρες να συνέλθω. Εκλαιγα, νόμιζα πως θα πέθαινα. Γιατί η ταινία απαιτούσε πλήρη συναισθηματική και πνευματική αφοσίωση. Με σκότωσε. Χάρηκα τόσο πολύ όταν τέλειωσε το γύρισμα. Ηταν, βέβαια, και μια πολύ όμορφη εμπειρία, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να τα δώσω όλα. Ηταν η πιο δύσκολη ταινία που γύρισα αλλά και η καλύτερη. Ο Ντάρεν είναι, μαζί με τον Μάικλ Τσιμίνο, ο καλύτερος, ο πιο σκληρός και ο πιο εμπνευσμένος σκηνοθέτης. Αν ερχόταν σήμερα και μου έλεγε έχω ένα πολύ καλό σενάριο αλλά δεν έχω καθόλου χρήματα, θα συνεργαζόμουν ξανά μαζί του».
- Βρίσκεις κάποια συγγένεια του Τσιμίνο με τον Αρονόφσκι;
«Είναι και οι δυο πολύ ευφυείς και ερευνούν πολύ τα θέματά τους. Είναι πιο έξυπνοι από μένα κι έχουν την ικανότητα να με κάνουν να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου υπηρετώντας ένα ρόλο».
- Επίσης, σε παρουσιάζουν πολύ συμπαθητικό χαρακτήρα...
«Ναι, και πιο ευάλωτο».
- Οπως και η Λιλιάνα Καβάνι ως Αγιο Φραγκίσκο...
«Α, βλέπω ήρθες διαβασμένος... Η Καβάνι, ξέρεις, είναι πολύ ωραίος τύπος. Θα έκανα το ίδιο και γι' αυτήν. Θα δούλευα μαζί της χωρίς χρήματα. Είναι πολύ δυνατή γυναίκα. Μπορούσε να κάνει κάθε άνθρωπο στο συνεργείο να κλάψει».
- Ο Τσιμίνο είχε προβλήματα με το Χόλιγουντ...
«Το Χόλιγουντ είχε προβλήματα μ' αυτόν. Γιατί είναι τελειομανής. Οπως ο Κόπολα και μερικοί άλλοι. Γιατί θέλουν να φτιάχνουν ταινίες που να λένε κάτι».
- Στο φινάλε της ταινίας, στη σκηνή όπου κοιτάζεις τη Μαρίζα Τομέι...
«Δεν κοίταζα την Τομέι, κοίταζα τον αδερφό μου, που πέθανε πριν από δυο χρόνια. Οταν πέθανε, έλεγα πού θα σε ξαναδώ. Κάποιος μου είπε θα τον ξαναδείς όταν δεις γαλάζια φώτα. Στην ταινία τούς ζήτησα να βάλουν εκεί ψηλά μπλε φώτα. Και κοιτούσα εκεί».
- Πώς τα πήγες με τους άλλους ηθοποιούς;
«Ο Ντάρεν επέλεξε ένα θαυμάσιο καστ, που από μέρα σε μέρα γίνονταν όλοι καλύτεροι. Οπως η Εβαν Ρέιτσελ Γουντ, που ερμήνευε την κόρη μου. Η Μαρίζα ήταν υπέροχη. Με εντυπωσίασε, όπως κι εκείνη εντυπωσιάστηκε με μένα. Εργάστηκα με ηθοποιούς που σέβομαι. Και μπορείς να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου. Ακόμη και σε σκληρές σκηνές».
- Σαν ποιες;
«Οπως η σκηνή με την κόρη μου, που την έχω εγκαταλείψει. Είναι μια πολύ σκληρή σκηνή. Είχα κι εγώ μια παρόμοια σκηνή με τον πατέρα μου. Που τον συνάντησα πρώτη φορά όταν ήμουν 25-26 χρόνων».
- Θα έλεγες πως η πάλη μοιάζει με την ηθοποιία;
«Ναι, ακριβώς. Πολύ σωστά το τοποθέτησες: Η πάλη είναι θεατριλίκι, ψυχαγωγία».
- Πώς την αντιμετωπίζει το κοινό;
«Στην Αμερική και στον Καναδά τρελαίνονται γι' αυτήν. Είναι φανατικοί. Αλλά, κάτι που δεν ξέρουν πολλοί, πίσω απ' αυτήν παίζεται πολιτική και πολλά λεφτά. Οι παλαιστές βγάζουν πολλά λεφτά».
- Η ερμηνεία σου είναι τέλεια. Είναι για Οσκαρ... Εχει σημασία αυτό για σένα;
«Βέβαια, μεγάλη. Ημουν χωρίς δουλειά για πολλά χρόνια. Κι έχω ανάγκη να ξαναδουλέψω. Αισθάνομαι υπερήφανος γι' αυτήν την ταινία, γιατί είναι η καλύτερη και η πιο σκληρή που γύρισα. Ξανάφτιαξε τη ζωή μου».
Συναντήσαμε τον 52χρονο Μίκι Ρουρκ στη Βενετία, με αφορμή την εκεί προβολή της ταινίας του, και είχαμε μαζί του μια ιδιαίτερα οικεία συζήτηση για τις δυσκολίες του ρόλου του, τη ζωή του και τα διάφορα προβλήματα της καριέρας του.
- Η πάλη μοιάζει με χορογραφία
«Οχι, στα 39 μου. Υπάρχει, όμως, διαφορά ανάμεσα στο μποξ και την πάλη. Αρχισα να ασκούμαι στο μποξ από τότε που ήμουν 9 χρόνων κι έδωσα τον τελευταίο αγώνα στα 39 μου. Δεν σεβόμουν την πάλη. Η πάλη είναι θέαμα, ψυχαγωγία. Οταν άρχισα να κάνω πρόβες για τον "Παλαιστή", δεν είχα την παραμικρή ιδέα πως ένας που ζυγίζει 125 κιλά μπορούσε να σε σηκώσει και να σε πετάξει κάτω. Πονάς πολύ, γιατί το σώμα σου πέφτει και χτυπά στο έδαφος. Δεν είμαι πια παιδί. Κι ύστερα ο σκηνοθέτης σου λέει: Ξανακάν' το. Να πάει να γαμηθεί... (γέλιο) Δεν μπορούσα να κινηθώ. Πέρασα δυόμισι μήνες ταλαιπωρίας. Για δυο μήνες δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου».
- Δηλαδή, δεν θα το ξανάκανες;
«Δεν ξέρω, αλλά αυτό που πέτυχα ήταν να αποκτήσω, σταδιακά, σεβασμό για την πάλη. Γιατί είναι σπορ που μοιάζει με χορογραφία και πρέπει να είσαι σε φόρμα για να το κάνεις. Η αδρεναλίνη που δημιουργείται είναι φανταστική, γιατί ακούς τις φωνές του πλήθους και γίνεσαι ολοένα και περισσότερο απερίσκεπτος και τολμηρός. Δίνεις περισσότερα για να ικανοποιήσεις το κοινό και ξέρεις πως θα πληρώσεις το αντίτιμο. Γι' αυτό, όταν αυτοί οι παλαιστές αποχωρούν στα 40 τους χρόνια, όλοι τους έχουν τραύματα στα πόδια ή στη σπονδυλική στήλη. Ολοι όσους συνάντησα, όταν έκανα την έρευνα για το φιλμ, έμοιαζαν σαν να ήταν 200 χρόνων».
- Τραυματίστηκες ο ίδιος;
«Αρκετές φορές... Αν κάποιος σε πετάξει κάτω, δεν θα τραυματιστείς; Αυτοί οι τύποι ασκούνται 5-6 χρόνια για να μάθουν πώς να πέφτουν χωρίς να τραυματίζονται. Οταν εγώ έπεφτα, έπεφτα σαν ένα σκατό. Ολα μέσα μου πονούσαν. Σταδιακά, έμαθα κάποια βασικά πράγματα. Αυτά σε τρεις μήνες. Εκεί που οι παλαιστές χρειάζονται χρόνια. Επρεπε επίσης να αποκτήσω βάρος και μυώνες. Γι' αυτό πέρασα πολύ χρόνο στο γυμναστήριο. Ετρωγα πέντε φορές τη μέρα για ν' αποκτήσω κι άλλο βάρος».
- Τι άλλο έμαθες;
«Με τους παλαιστές υπάρχει ένα δέσιμο, μια συντροφικότητα. Εχουν διάφορα τρικ. Κάνουν κάποιες συγκεκριμένες κινήσεις όταν αρπάζει ο ένας τον άλλο. Κάτι που δεν μπορείς να κάνεις στο μποξ. Στο μποξ δεν υπάρχει συντροφικότητα, είναι ατομικό. Απλά υπάρχει ένας ήσυχος σεβασμός. Για να γίνεις παλαιστής χρειάζεσαι διαφορετική προπόνηση».
- Στον χαρακτήρα σου δεν υπάρχει καμία οργή. Είναι διαφορετικό με τους μποξέρ;
«Οχι, ούτε στους μποξέρ υπάρχει οργή. Στο μποξ χρειάζεται να είσαι χαλαρός. Αν δεν είσαι χαλαρός, ύστερα από λίγο δεν θα μπορείς να αναπνεύσεις. Ο μποξέρ που χαλαρώνει και μπορεί ν' αναπνέει θα κρατήσει περισσότερο. Αν δεν χαλαρώσεις, στον δεύτερο ή τρίτο γύρο θα πέσεις πολύ πιο εύκολα. Στο μποξ εκείνο που έχει περισσότερη σημασία είναι η ταχύτητα και όχι η δύναμη».
- Εσύ γιατί αποφάσισες ν' ασχοληθείς με το μποξ;
«Αυτή είναι μεγάλη ιστορία, για άλλη φορά».
- Οι σκηνές όπου πέφτεις σε συρματόπλεγμα και γυαλιά είναι αληθινές;
«Ναι, αυτές τις λένε hardcore, όπως το σκληρό πορνό. Είναι όπως το πανκ. Οι παλαιστές που ασχολούνται με αυτό το είδος έχουν τους φανατικούς οπαδούς τους. Εμένα πάντως δεν μου αρέσει».
- Είναι σαν να βρίσκονται σε απελπισία...
«Ναι, είναι απελπισία, αλλά αυτό σημαίνει πως ο παλαιστής αρνείται να γεράσει. Είναι το ίδιο όπως όταν ήμουν μποξέρ. Είχα αρχίσει να χάνω τη μνήμη μου και μου έλεγαν πρέπει να σταματήσεις. Κι εγώ τους παρακαλούσα: αφήστε με ακόμη τρεις αγώνες... Μου έλεγαν όχι και τους έλεγα: έστω δύο, έστω έναν. Κι αυτοί μου απαντούσαν: όχι, τα τεστ σου είναι χάλια, πρέπει να σταματήσεις τώρα. Ημουν πολύ απογοητευμένος. Αλλά μετά σκέφτηκα: στα πέντε χρόνια έκανα 12 αγώνες, έφτασα εκεί που μπορούσα. Ημουν 39 χρόνων, καιρός να σταματήσω. Αλλά αυτό είναι πολύ οδυνηρό. Οταν για παράδειγμα είσαι ποδοσφαιριστής και ξαφνικά σου λένε έχεις ξεπεράσεις τα χρόνια σου, τώρα πρέπει να σταματήσεις, τι κάνεις; Σου λένε έχουμε έναν νεαρό που μόλις ξεκινάει και είναι πολύ καλός. Ξέρω πολλούς ποδοσφαιριστές και μποξέρ που έφτασαν εκεί. Γι' αυτό η ταινία αυτή είναι παγκόσμια. Γιατί αυτό συμβαίνει σε κάθε σπορ. Ο προπονητής μου μου έλεγε: Κάποιο βράδυ, σ' έναν αγώνα γερνάς. Αυτό συνέβη στον Μάικ Τάισον, συνέβη και στον Μίκι Ρουρκ...»
- Η ιστορία της ταινίας είναι πολύ θλιβερή...
«Ναι, όπως και η ζωή μου. Ο χαρακτήρας μου ζει μια κατάσταση ντροπής, δεν θέλει να εργάζεται σε κάποιο βρομοσουπερμάρκετ. Από τη στιγμή που έχει ακούσει τις κραυγές του πλήθους θέλει να αγωνίζεται. Δεν θέλει να πουλάει κρέας. Θέλει να είναι στο ρινγκ. Είναι όπως ο Μάρλον Μπράντο στο "Λιμάνι της αγωνίας", που λέει: θυμάσαι πάντα εκείνη τη νύχτα».
- Ηταν δύσκολο για σένα να ερμηνεύσεις έναν ρόλο που είχε τόση σχέση με τη δική σου ζωή;
«Ναι, γιατί έδειχνε κάτι από τη δική μου ντροπή. Ηξερα πως ο Ντάρεν Αρονόφσκι θα μου ζητούσε να επισκεφθώ σκοτεινές πλευρές της ζωής μου, πλευρές που δεν θα ήθελα να ξαναζήσω. Και ήξερα πως, αν το αποφάσιζα, θα το έκανα όσο πιο αληθινά μπορούσα. Γι' αυτό φοβόμουν. Αλλά ο Ντάρεν ήταν τόσο έξυπνος και πειστικός, που το αποφάσισα. Δεν κάνει υποχωρήσεις και ξέρω ότι θέλει να είμαι όσο καλύτερος μπορώ. Γι' αυτό είπα ας πάνε να γαμηθούν, θα το κάνω γι' αυτόν τον τύπο».
- Ηταν τελικά όσο δύσκολο το περίμενες;
«Πιο δύσκολο! Οταν τέλειωσε η ταινία, έκανα τέσσερις μέρες να συνέλθω. Εκλαιγα, νόμιζα πως θα πέθαινα. Γιατί η ταινία απαιτούσε πλήρη συναισθηματική και πνευματική αφοσίωση. Με σκότωσε. Χάρηκα τόσο πολύ όταν τέλειωσε το γύρισμα. Ηταν, βέβαια, και μια πολύ όμορφη εμπειρία, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να τα δώσω όλα. Ηταν η πιο δύσκολη ταινία που γύρισα αλλά και η καλύτερη. Ο Ντάρεν είναι, μαζί με τον Μάικλ Τσιμίνο, ο καλύτερος, ο πιο σκληρός και ο πιο εμπνευσμένος σκηνοθέτης. Αν ερχόταν σήμερα και μου έλεγε έχω ένα πολύ καλό σενάριο αλλά δεν έχω καθόλου χρήματα, θα συνεργαζόμουν ξανά μαζί του».
- Βρίσκεις κάποια συγγένεια του Τσιμίνο με τον Αρονόφσκι;
«Είναι και οι δυο πολύ ευφυείς και ερευνούν πολύ τα θέματά τους. Είναι πιο έξυπνοι από μένα κι έχουν την ικανότητα να με κάνουν να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου υπηρετώντας ένα ρόλο».
- Επίσης, σε παρουσιάζουν πολύ συμπαθητικό χαρακτήρα...
«Ναι, και πιο ευάλωτο».
- Οπως και η Λιλιάνα Καβάνι ως Αγιο Φραγκίσκο...
«Α, βλέπω ήρθες διαβασμένος... Η Καβάνι, ξέρεις, είναι πολύ ωραίος τύπος. Θα έκανα το ίδιο και γι' αυτήν. Θα δούλευα μαζί της χωρίς χρήματα. Είναι πολύ δυνατή γυναίκα. Μπορούσε να κάνει κάθε άνθρωπο στο συνεργείο να κλάψει».
- Ο Τσιμίνο είχε προβλήματα με το Χόλιγουντ...
«Το Χόλιγουντ είχε προβλήματα μ' αυτόν. Γιατί είναι τελειομανής. Οπως ο Κόπολα και μερικοί άλλοι. Γιατί θέλουν να φτιάχνουν ταινίες που να λένε κάτι».
- Στο φινάλε της ταινίας, στη σκηνή όπου κοιτάζεις τη Μαρίζα Τομέι...
«Δεν κοίταζα την Τομέι, κοίταζα τον αδερφό μου, που πέθανε πριν από δυο χρόνια. Οταν πέθανε, έλεγα πού θα σε ξαναδώ. Κάποιος μου είπε θα τον ξαναδείς όταν δεις γαλάζια φώτα. Στην ταινία τούς ζήτησα να βάλουν εκεί ψηλά μπλε φώτα. Και κοιτούσα εκεί».
- Πώς τα πήγες με τους άλλους ηθοποιούς;
«Ο Ντάρεν επέλεξε ένα θαυμάσιο καστ, που από μέρα σε μέρα γίνονταν όλοι καλύτεροι. Οπως η Εβαν Ρέιτσελ Γουντ, που ερμήνευε την κόρη μου. Η Μαρίζα ήταν υπέροχη. Με εντυπωσίασε, όπως κι εκείνη εντυπωσιάστηκε με μένα. Εργάστηκα με ηθοποιούς που σέβομαι. Και μπορείς να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου. Ακόμη και σε σκληρές σκηνές».
- Σαν ποιες;
«Οπως η σκηνή με την κόρη μου, που την έχω εγκαταλείψει. Είναι μια πολύ σκληρή σκηνή. Είχα κι εγώ μια παρόμοια σκηνή με τον πατέρα μου. Που τον συνάντησα πρώτη φορά όταν ήμουν 25-26 χρόνων».
- Θα έλεγες πως η πάλη μοιάζει με την ηθοποιία;
«Ναι, ακριβώς. Πολύ σωστά το τοποθέτησες: Η πάλη είναι θεατριλίκι, ψυχαγωγία».
- Πώς την αντιμετωπίζει το κοινό;
«Στην Αμερική και στον Καναδά τρελαίνονται γι' αυτήν. Είναι φανατικοί. Αλλά, κάτι που δεν ξέρουν πολλοί, πίσω απ' αυτήν παίζεται πολιτική και πολλά λεφτά. Οι παλαιστές βγάζουν πολλά λεφτά».
- Η ερμηνεία σου είναι τέλεια. Είναι για Οσκαρ... Εχει σημασία αυτό για σένα;
«Βέβαια, μεγάλη. Ημουν χωρίς δουλειά για πολλά χρόνια. Κι έχω ανάγκη να ξαναδουλέψω. Αισθάνομαι υπερήφανος γι' αυτήν την ταινία, γιατί είναι η καλύτερη και η πιο σκληρή που γύρισα. Ξανάφτιαξε τη ζωή μου».
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 25/01/2009
No comments:
Post a Comment