Συνέντευξη στη Μαρια Κατσουνακη, Η Καθημερινή, 18/01/2009
Από τη μία, ταινίες όπως το «Good bye Lenin», «Οι ζωές των άλλων», η «Πτώση». Από την άλλη, τίτλοι που αγνοούμε: «Μια όμορφη μέρα», «Το γαλακτόδασος», «Εσωτερική ασφάλεια». Τα πρόσωπα του σύγχρονου γερμανικού κινηματογράφου είναι τουλάχιστον δύο. Και αν το πρώτο γνωρίζει μεγάλη εμπορική επιτυχία με διεθνείς διακρίσεις, αναγνώριση και κορυφαία βραβεία (όπως το Οσκαρ στις «Ζωές των άλλων»), το δεύτερο συνθέτει ένα αισθητικό κίνημα, πιο εύθραυστο, πιο μινιμαλιστικό, πιο στιλιζαρισμένο. Eνα ρεύμα το οποίο οι Γάλλοι κριτικοί ονόμασαν «Νέο Κύμα του Γερμανικού Κινηματογράφου» και οι Γερμανοί «Σχολή του Βερολίνου». Oπως και να ’χει, το γερμανικό σινεμά, μετά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διεθνούς ανυποληψίας (που ακολούθησε την άνθηση της γενιάς των Φασμπίντερ, Βέντερς, Χέρτζογκ), εδώ και μια δεκαετία, περίπου, απέκτησε κινητικότητα, θεματικό εύρος και στοχαστική διάθεση.
Από την ερχόμενη Πέμπτη και ώς τις 28 Ιανουαρίου, στο «Παλλάς» θα προβληθούν 16 ταινίες της πιο πρόσφατης παραγωγής (τις οποίες επέλεξε ο Μισέλ Δημόπουλος), που θα φέρουν σε επαφή το ελληνικό κοινό με τη «νέα γερμανική πραγματικότητα». Ούτως ή άλλως η «πραγματικότητα» είναι η λέξη–κλειδί για τη «Σχολή του Βερολίνου». Με μια διαφορά: οι σκηνοθέτες που την καταγράφουν δεν είναι μαχόμενοι αλλά παρατηρητές. Αμφισβητούν τις τεχνικές χειραγώγησης που συνήθως χρησιμοποιεί η σκηνοθεσία και προσπαθούν να γίνονται αόρατοι, έτσι ώστε η παρουσία τους να μη διαστρεβλώνει τα αποτελέσματα της έρευνάς τους. Ξεχωρίζει η ιδιαίτερη ματιά τους πάνω στα αστικά κέντρα αλλά και στα προάστια ή και σε απομακρυσμένες επαρχίες, όπου –όπως επισημαίνει ο Μ. Δημόπουλος– «οι χαρακτήρες μοιάζουν σαν χαμένοι στον κόσμο τους, αλλόκοτοι εκφραστές μιας μετα-ιδεολογικής γενιάς και μιας κοινωνικής δυσφορίας, παγιδευμένοι σε μια μελαγχολική και ανησυχητική παθητικότητα ή σε μια απελπισμένη αναζήτηση ευτυχίας». Οικονομία στα εκφραστικά μέσα, ρεαλιστική διάθεση και αφαιρετική αφήγηση είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «Σχολής του Βερολίνου». Ο Κρίστιαν Πέτσολντ, η Ανγκελα Σανέλεκ και ο Τόμας Αρσλαν θεωρούνται από τους πρωτεργάτες του κινήματος. Η «Κ», σε μια σύντομη επικοινωνία μαζί τους, επιχειρεί να προσδιορίσει το στίγμα τους και να διερευνήσει τις προοπτικές αυτού του «νέου κύματος» για το οποίο ο Τόμας Αρσλαν δεν δηλώνει αισιόδοξος: «Ηδη επέρχεται κορεσμός. Μερίδα του γερμανικού Τύπου προβάλλει αυτές τις ταινίες ως κυρίαρχες στη γερμανική σκηνή. Είναι γελοίο», υπογραμμίζει: «Οι περισσότερες από αυτές τις δουλειές είναι περιθωριακές παραγωγές που μπόρεσαν να υλοποιηθούν μόνο με μεγάλες δυσκολίες. Οι «Διακοπές» για παράδειγμα, (σ.σ.: δική του ταινία), είχαν έναν προϋπολογισμό 450.000 ευρώ και χρειάστηκαν τρία χρόνια για να χρηματοδοτηθούν».
— Εσάς προσωπικά, ποια κοινωνική ή πολιτική όψη των σύγχρονων πόλεων και σχέσεων σας κινητοποιεί (κινηματογραφικά, αισθητικά, ιδεολογικά) και γιατί;
— Τόμας Αρσλαν: Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη, το Εσσεν. Εκεί υπήρχαν λίγοι μόνο κινηματογράφοι. Μεταξύ άλλων κι ένα cine-club όπου βρέθηκα μάλλον τυχαία. Εκείνη την εποχή δεν είχα σχεδόν καμιά κινηματογραφική προπαίδεια. Σε αυτό το μικρό cine-club είδα ταινίες των Ροσελίνι, Μπρεσόν, Γκοντάρ και Ρομέρ. Αυτά τα έργα με βρήκαν εντελώς απροετοίμαστο και μου αποκάλυψαν τι μπορεί να κάνει κάποιος με τα μέσα του κινηματογράφου. Αργότερα, προστέθηκαν και άλλοι.
Οσον αφορά τη δική μου δουλειά, προσπαθώ να ξεκινώ από κάτι που έχω δει ο ίδιος και όχι από αφηρημένες ιδέες. Από μια εικόνα, μια παρατήρηση, μια εμπειρία. Για μένα, ένα από τα μελήματα του κινηματογράφου είναι να μην κατακλύζει τον κόσμο με προϋπάρχουσες ιδέες, αλλά να ξεσκεπάζει κάτι, έτσι ώστε να γίνεται αισθητό. Κι αυτό είναι αρκετά δύσκολο.
Πρόκληση της φαντασίας
— Ανγκελα Σανέλεκ: Εγώ γυρίζω μια ταινία για να συνειδητοποιήσω αυτό που αντιλαμβάνομαι. Με ενδιαφέρει η φαντασία που γεννιέται μέσα από μια εικόνα ή μια φράση, μιλώ για τη φαντασία του θεατή, και η μεγαλύτερη επιθυμία μου είναι να διεισδύσω σ’ αυτήν.
Η πρόκληση της φαντασίας είναι για μένα μια πράξη απελευθέρωσης. Πιστεύω ότι την ελευθερία την έχουμε ανάγκη, ακόμα κι αν η πραγματικότητά μας δεν είναι εκείνη του πολέμου και της φυλακής. Πιστεύω ακόμα ότι τη φοβόμαστε την ελευθερία γιατί τη συνδυάζουμε συνειρμικά με μια πτώση. Εμείς όμως δεν θέλουμε να πέσουμε. Βρίσκω αξιοσημείωτο το πόσο πολλούς φόβους παράγει η κοινωνία μας. Φοβόμαστε μήπως φάμε κάτι λάθος, φοβόμαστε μήπως δεν αγαπηθούμε, μήπως χάσουμε τα λεφτά μας και, κυρίως, φοβόμαστε να πεθάνουμε. Το να πεθάνουμε γίνεται όλο και πιο περίπλοκο, παρ’ όλο που είναι τόσο βαθιά η επιθυμία: να πεθάνουμε έχοντας κλείσει ειρήνη με τον εαυτό μας. Στα παιδιά βλέπουμε κάτι πολύ απλό: εάν τους διηγηθούμε μια ιστορία, πολύ γρήγορα δείχνουν να έχουν κλείσει ειρήνη με τον εαυτό τους. Και με τους ενήλικες γίνεται αυτό. Ενας ωραίος θάνατος θα ήταν: ακούγοντας μια ιστορία.
Αλλά, βασικά, δεν με ρωτήσατε για το θάνατο!
Ιστορία
— Το 2008, τόσο ο γερμανικός όσο και ο ιταλικός κινηματογράφος (και εν μέρει ο αμερικανικός) παρήγαγαν ταινίες με πολιτικό χαρακτήρα (όπως οι Μπάαντερ Μάινχοφ, Il divo, W, κ.ο.κ). Πιστεύετε ότι είναι μια εποχή που ο κινηματογράφος αναζητάει νέα (πολιτικά) σύμβολα ή αποδομεί τα υπάρχοντα;
— Τ. Α: Οσον αφορά τον γερμανικό κινηματογράφο (ή την τηλεόραση) υπάρχει πράγματι μια τάση προς τα λεγόμενα «μεγάλα θέματα» της νεότερης γερμανικής ιστορίας. Εγώ δεν βρίσκω κάτι ενδιαφέρον σε αυτά τα έργα. Ανακάλυψαν απλώς τη γερμανική ιστορία ως είδος που εξασφαλίζει θεατές και πουλάει καλά στο εξωτερικό. Πέρα από αυτό, οι ταινίες αυτές είναι εντελώς κούφιες και κενές. Καμιά θέση ως προς το αντικείμενό τους, καμιά σκέψη, καμιά ιδέα. Αντίθετα με τον κραυγαλέα αγοραίο ισχυρισμό τους, ότι ασχολούνται με την ιστορία, καταργούν το αντικείμενό τους. Ο Ριβέτ είπε κάποτε ότι ο κινηματογράφος δεν επιτρέπεται να κολακεύει τον θεατή. Κι αυτές οι ταινίες τον γλείφουν απερίφραστα.
Ο δημιουργός… σταμάτησε στο Εμπολι
«Στη Γερμανία γυρίζονται σήμερα κυρίως ρεαλιστικές ταινίες. Είστε σχεδόν ο μόνος σκηνοθέτης που εντάσσει στις ταινίες του στοιχεία του φανταστικού», ρωτήσαμε τον σκηνοθέτη Κρίστιαν Πέτσολντ. «Ισως έχει να κάνει με το μεγάλο σφάλμα να τραβάμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον αποκαλούμενο κινηματογράφο τέχνης και τον mainstream κινηματογράφο», σχολίασε. «Αυτό στερεί από τον κινηματογράφο τέχνης το φανταστικό και από τον mainstream κινηματογράφο το φυσικό. Παλιότερα δεν ήταν έτσι. Παλιότερα ο Μπέργκμαν μπορούσε να γυρίσει την «Ωρα του λύκου» και ο Λανγκ τον «Δόκτορα Μαμπούζε» επειδή αυτό ήταν καλός κινηματογράφος, Η avant gard και το mainstream δεν ήταν ακόμη εχθροί. Σήμερα, με τους εμπόρους να καθορίζουν τον κινηματογράφο, είναι αλλιώς, Αυτή η διαφορά κλέβει από τον κινηματογράφο την ουσία του. Ο κινηματογράφος τέχνης βρίσκεται σε μια καταθλιπτική εξορία: ο κινηματογραφικός δημιουργός έφτασε μόνο μέχρι το Εμπολι.
Ιnfo: Η «Σχολή του Βερολίνου». Κινηματογραφικό αφιέρωμα στο «Παλλάς» με 16 ταινίες του νέου γερμανικού κινηματογράφου από 22 έως 28 Ιανουαρίου σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε. Εισιτήρια: στα ταμεία του «Παλλάς» και μέσω Ιντερνετ (www.elthea.gr).
No comments:
Post a Comment