Aν η Αγκελα Μέρκελ παρακολουθούσε συστηματικά τις ταινίες του νέου γερμανικού κινηματογράφου και ειδικότερα της «Σχολής του Βερολίνου» ίσως και να θεωρούσε ότι σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» δεν βρίσκεται μόνο η οικονομία αλλά και η κοινωνία της χώρας. Βέβαια, τα στοιχεία αυτής της κρίσης δεν καταγράφονται σε κανένα ΑΕΠ, άρα είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστούν με δημοσιονομικά κίνητρα ή άμεσα μέτρα. Ούτε οι επιπτώσεις αυτής της «ύφεσης» μπορούν να προκαλέσουν τόσες αναταράξεις ώστε να σημάνει συναγερμός. Ο κλονισμός είναι υπόγειος, έμμεσος, υπαινικτικός. Ανθρωποι αλλόκοτοι (στα όρια της παθολογίας), δυσλειτουργικοί, σε ρήξη με το περιβάλλον τους, παγιδευμένοι σε μια μελαγχολική και ανησυχητική παθητικότητα, αδύναμοι να εκφράσουν αισθήματα ή συγκινήσεις.
Οι Γερμανοί σκηνοθέτες που έκαναν την εμφάνισή τους στα μέσα της δεκαετίας του ’90 για να συγκροτήσουν τη «Σχολή του Βερολίνου» στις αρχές του 2000, γεννημένοι όλοι τους στην πρώην Δυτική Γερμανία, με προτεσταντικό υπόβαθρο, προερχόμενοι –στην πλειοψηφία τους– από την αστική τάξη, με ανώτερες ή ανώτατες σπουδές, κρατούν, μέσα από τις ταινίες τους, το ημερολόγιο μιας χώρας. Ενα ιδιότυπο «ημερολόγιο» με κωδικοποιημένες σημειώσεις, κενά που καλούν τον θεατή να τα αναπληρώσει, αλλά ακρίβεια στην καταγραφή, νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Ψυχραιμία σε σημείο ψυχρότητας. Οπως επισημαίνει o Γάλλος κριτικός Philippe Azoury, «οι νέοι Γερμανοί σκηνοθέτες δεν δίνουν λιγότερη προσοχή στο ανθρώπινο τοπίο απ’ ό, τι έδιναν οι μεγαλύτεροί τους, όμως η προσέγγισή τους, που με μια πρώτη ματιά φαίνεται ρεαλιστική και κοινωνική, είναι πάνω απ’ όλα κλινική».
Το δεκαήμερο αφιέρωμα στη βερολινέζικη σχολή, που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο «Παλλάς» (υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μισέλ Δημόπουλου), μας έβαλε σε σκέψεις. Η επιλογή των ταινιών ενδεικτική όχι μόνο των στυλιστικών συγκλίσεων και αισθητικών προτιμήσεων, αλλά και μιας κοινής κριτικής διάθεσης που έχει ως στόχο το «γερμανικό μοντέλο». Πειθαρχημένο, αναπτυξιακό, ορθολογικά δομημένο, η μία πλευρά. Η άλλη, περισσότερο σκοτεινή, απρόβλεπτη, με εμφανή τα σημάδια του αποσυντονισμού. Είναι η γενιά «που έχει αρχίσει να σκύβει το κεφάλι στο σκληρό φως της καθημερινότητας».
Οι λάτρεις της δράσης δύσκολα θα παρακολουθήσουν τη σύγχρονη αυτή κινηματογραφική οπτική: πλοκή περιορισμένη, ψυχολογία των ηρώων κατά πολύ ερμητική, ένας κόσμος περίεργα ανοίκειος. Για τον Γερμανό κριτικό Rdiger Suchsland το βλέμμα των νέων δημιουργών είναι «εθνολογικό, δείχνει τη σημερινή Γερμανία από την οπτική γωνία ενός ξένου, σαν πρωτόκολλο ενός πειράματος με άγνωστη ακόμα έκβαση». Ενας ελλειπτικός ρεαλισμός που ψηλαφίζει με απόλυτη ειλικρίνεια τα κυρίαρχα αισθήματα για τη ζωή, σε αυτήν τη σθεναρή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία: φόβος και θλίψη. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι ήρωες είναι αστοί, χωρίς ορατά οικονομικά προβλήματα, οι εξουσιαστικές δομές (που βασίζονται στην οικονομία) έχουν μετακινηθεί. Οι ουτοπίες συρρικνώνονται, η μελαγχολία (μήπως και η απελπισία;) εδραιώνεται.
Και μαζί διογκώνεται η κοινωνική δυσφορία. Μπορεί με άψογο κινηματογραφικό ύφος και με την απόσταση της κάμερας, η σκληρότητα της διαπίστωσης όμως παραμένει. Είναι αλήθεια ότι ο γερμανικός κινηματογράφος δεν κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του. Και σκοτεινές ενοχές αναμοχλεύει και πληγές της Ιστορίας που είχαν κλείσει βιαστικά και όπως όπως ξανανοίγει, για να τις επαναπροσεγγίσει μέσα από (δημόσιο) διάλογο, πληθώρα εικόνων αλλά και εκδόσεων.
Αν η δημοσιονομική νηφαλιότητα αποκαθίσταται με πακέτα στήριξης και ειδικά ταμεία, ο φόβος δύσκολα θεραπεύεται. Οταν η ήττα αποτυπώνεται στον φακό, έχει πάψει να είναι προσωπική υπόθεση του καθενός.
- Tης Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, Tρίτη, 27 Iανoυαρίου 2009
No comments:
Post a Comment