«Νιώθω υπέροχα για την υποψηφιότητά μου!». Η Εϊμι Ανταμς δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό της τον περασμένο Δεκέμβριο στο Λονδίνο, μία ημέρα μετά την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τις Χρυσές Σφαίρες. «Πάνω απ΄ όλα όμως νιώθω υπέροχα που όλοι οι ηθοποιοί της “Αμφιβολίας” κέρδισαν υποψηφιότητες. Αυτό συμβαίνει σπανίως». Παρά την υποψηφιότητά της για το Οσκαρ β΄ ρόλου στο «Junebug», η Ανταμς, μια ξανθιά, αδύνατη κοπέλα 33 χρόνων με έντονα γαλανά μάτια και διαπεραστική, ελαφρώς τσιριχτή φωνή, είναι κυρίως γνωστή ως το κοριτσόπουλο που περίμενε τον πρίγκιπα στο εφηβικό- αισθηματικό φιλμ «Μαγεμένη». Τώρα όμως, έχοντας υποδυθεί μια αφελή καλόγρια στο μικρό αριστούργημα του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ «Αμφιβολία», αποδεικνύει ότι ξέρει να κολυμπάει και στα βαθύτερα νερά της υποκριτικής. Νερά πιο «βρώμικα», τα οποία πιθανόν να της χαρίσουν το Οσκαρ β΄ ρόλου, για το οποίο είναι εφέτος υποψήφια. (Η ίδια ταινία έχει οδηγήσει επίσης στις υποψηφιότητες τη Μέριλ Στριπ - α΄ ρόλου, τον Σάνλεϊ- διασκευασμένου σεναρίου, τη Βαϊόλα Ντέιβις- β΄ ρόλου και τον Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν - β΄ ρόλου.)
Από τις πρώτες σκηνές ως το δυναμικό φινάλε της «Αμφιβολίας», μια διάχυτη αβεβαιότητα συνοδεύει τον θεατή καθώς δύο καλόγριες (Στριπ, Ανταμς), ένας ιερέας (Χόφμαν) και η μητέρα ενός αγοριού (Ντέιβις) παλεύουν με κρίσεις και ετυμηγορίες, με την καταδίκη και την αμφιβολία. Η ιστορία τοποθετείται στο 1964. Στο σχολείο του Σεντ Νίκολας στο Μπρονξ ένας χαρισματικός ιερέας προσπαθεί να ανατρέψει τα αυστηρά έθιμα διαπαιδαγώγησης και έρχεται σε σύγκρουση με την αυστηρή διευθύντρια του σχολείου η οποία πιστεύει στη δύναμη του φόβου και της πειθαρχίας. Οι άνεμοι της πολιτικής αλλαγής όμως φθάνουν αναπόφευκτα ως την κοινότητα του Μπρονξ: το σχολείο δέχεται τον πρώτο μαύρο μαθητή του. Οταν μια νεότερη αδελφή (Ανταμς) μοιράζεται με την προϊσταμένη της την υποψία ότι ο ιερέας δείχνει υπερβολικό ενδιαφέρον προς τον νεοφερμένο μαθητή, η δεύτερη ορκίζεται να αποκαλύψει την αλήθεια και να διώξει τον ιερέα από το σχολείο. Χωρίς καμία άλλη απόδειξη πέρα από την ενστικτώδη βεβαιότητά της... «Ο Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ έφτιαξε πολύ συγκεκριμένους ήρωες. Δεν χρειάστηκε καν να ανατρέξω σε άλλες πηγές πέραν της βοήθειας που μου έδωσαν πραγματικές καλόγριες. Ολα βρίσκονταν στο κείμενο και αυτό με βοήθησε να καταλάβω τόσο την ηρωίδα όσο και τα κίνητρά της. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο» μας είπε η Ανταμς, μια ηθοποιός που δεν «εγκαταλείπει» τον ρόλο της προτού ολοκληρωθεί η ταινία. Λέει μάλιστα ότι οι ρόλοι της τη «στοιχειώνουν».
Είναι αλήθεια ότι ζήσατε με μορμόνους; τη ρωτώ. «Αν ζούσα; Ημουν μορμόνα!» απαντά, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια της. Αν και γεννήθηκε στη Βιτσέντσα της Ιταλίας, όπου υπηρετούσε ο στρατιωτικός πατέρας της, η Ανταμς έφυγε ύστερα από δύο χρόνια για το Κολοράντο και μεγάλωσε με την πολυμελή οικογένεια των θείων της. «Νομίζω ότι το πνεύμα της αθωότητας και η δύναμη της ευθυμίας που με διακατέχουν είναι κληρονομιά από τη θεία μου τη Βίκυ. Μακάρι να το διαβάσει αυτό... Οι μορμόνοι θεωρούν ότι το κέφι είναι μεγάλη αρετή». Ωστόσο, μετά τον χωρισμό των γονιών της, η Ανταμς έπαψε να είναι μορμόνα.
Πώς ορίζει την αθωότητά της; «Ακόμη σοκάρομαι όταν, για παράδειγμα, μου κλέβουν το τηλέφωνο ή τα γυαλιά ηλίου. Ενα κομμάτι του εαυτού μου δεν μπορεί να καταλάβει γιατί γίνονται αυτά τα πράγματα». Ενα τόσο αθώο κορίτσι, πώς κατάφερε να επιβιώσει σε ένα σύστημα σκληρό και κυνικό όπως αυτό της βιομηχανίας του θεάματος; «Εχω και τη σκοτεινή πλευρά μου. Και ναι, τον αντιλαμβάνομαι τον κυνισμό. Δεν μου αρέσει όμως αυτή η πλευρά. Δεν αισθάνομαι καλά όταν τη νιώθω. Κατά βάθος, όμως, η καλή πλευρά μου είναι αυτή που κερδίζει πάντα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο με ελκύουν περισσότερο οι ρόλοι καλών ανθρώπων. Ξέρω ότι οι κυνικοί εκνευρίζονται με τέτοιους ρόλους- για να μην πω ότι εξοργίζονται».
Η Ανταμς αναστενάζει όταν στη διάρκεια της κουβέντας προκύπτει το όνομα της Μέριλ Στριπ. «Ολοι με ρωτούν για τη Μέριλ. Είναι φυσικό και το καταλαβαίνω. Δεν είναι μόνο σπουδαία ηθοποιός, αλλά και υπέροχος άνθρωπος. Είναι απερίγραπτο το πόσο ευχάριστη μπορεί να γίνει μπροστά σε όλον τον κόσμο που την αντιμετωπίζει τρομοκρατημένος».
Η ταινία «Αμφιβολία» έχει προταθεί για πέντε Οσκαρ και προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες.
Από τις πρώτες σκηνές ως το δυναμικό φινάλε της «Αμφιβολίας», μια διάχυτη αβεβαιότητα συνοδεύει τον θεατή καθώς δύο καλόγριες (Στριπ, Ανταμς), ένας ιερέας (Χόφμαν) και η μητέρα ενός αγοριού (Ντέιβις) παλεύουν με κρίσεις και ετυμηγορίες, με την καταδίκη και την αμφιβολία. Η ιστορία τοποθετείται στο 1964. Στο σχολείο του Σεντ Νίκολας στο Μπρονξ ένας χαρισματικός ιερέας προσπαθεί να ανατρέψει τα αυστηρά έθιμα διαπαιδαγώγησης και έρχεται σε σύγκρουση με την αυστηρή διευθύντρια του σχολείου η οποία πιστεύει στη δύναμη του φόβου και της πειθαρχίας. Οι άνεμοι της πολιτικής αλλαγής όμως φθάνουν αναπόφευκτα ως την κοινότητα του Μπρονξ: το σχολείο δέχεται τον πρώτο μαύρο μαθητή του. Οταν μια νεότερη αδελφή (Ανταμς) μοιράζεται με την προϊσταμένη της την υποψία ότι ο ιερέας δείχνει υπερβολικό ενδιαφέρον προς τον νεοφερμένο μαθητή, η δεύτερη ορκίζεται να αποκαλύψει την αλήθεια και να διώξει τον ιερέα από το σχολείο. Χωρίς καμία άλλη απόδειξη πέρα από την ενστικτώδη βεβαιότητά της... «Ο Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ έφτιαξε πολύ συγκεκριμένους ήρωες. Δεν χρειάστηκε καν να ανατρέξω σε άλλες πηγές πέραν της βοήθειας που μου έδωσαν πραγματικές καλόγριες. Ολα βρίσκονταν στο κείμενο και αυτό με βοήθησε να καταλάβω τόσο την ηρωίδα όσο και τα κίνητρά της. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο» μας είπε η Ανταμς, μια ηθοποιός που δεν «εγκαταλείπει» τον ρόλο της προτού ολοκληρωθεί η ταινία. Λέει μάλιστα ότι οι ρόλοι της τη «στοιχειώνουν».
Είναι αλήθεια ότι ζήσατε με μορμόνους; τη ρωτώ. «Αν ζούσα; Ημουν μορμόνα!» απαντά, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια της. Αν και γεννήθηκε στη Βιτσέντσα της Ιταλίας, όπου υπηρετούσε ο στρατιωτικός πατέρας της, η Ανταμς έφυγε ύστερα από δύο χρόνια για το Κολοράντο και μεγάλωσε με την πολυμελή οικογένεια των θείων της. «Νομίζω ότι το πνεύμα της αθωότητας και η δύναμη της ευθυμίας που με διακατέχουν είναι κληρονομιά από τη θεία μου τη Βίκυ. Μακάρι να το διαβάσει αυτό... Οι μορμόνοι θεωρούν ότι το κέφι είναι μεγάλη αρετή». Ωστόσο, μετά τον χωρισμό των γονιών της, η Ανταμς έπαψε να είναι μορμόνα.
Πώς ορίζει την αθωότητά της; «Ακόμη σοκάρομαι όταν, για παράδειγμα, μου κλέβουν το τηλέφωνο ή τα γυαλιά ηλίου. Ενα κομμάτι του εαυτού μου δεν μπορεί να καταλάβει γιατί γίνονται αυτά τα πράγματα». Ενα τόσο αθώο κορίτσι, πώς κατάφερε να επιβιώσει σε ένα σύστημα σκληρό και κυνικό όπως αυτό της βιομηχανίας του θεάματος; «Εχω και τη σκοτεινή πλευρά μου. Και ναι, τον αντιλαμβάνομαι τον κυνισμό. Δεν μου αρέσει όμως αυτή η πλευρά. Δεν αισθάνομαι καλά όταν τη νιώθω. Κατά βάθος, όμως, η καλή πλευρά μου είναι αυτή που κερδίζει πάντα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο με ελκύουν περισσότερο οι ρόλοι καλών ανθρώπων. Ξέρω ότι οι κυνικοί εκνευρίζονται με τέτοιους ρόλους- για να μην πω ότι εξοργίζονται».
Η Ανταμς αναστενάζει όταν στη διάρκεια της κουβέντας προκύπτει το όνομα της Μέριλ Στριπ. «Ολοι με ρωτούν για τη Μέριλ. Είναι φυσικό και το καταλαβαίνω. Δεν είναι μόνο σπουδαία ηθοποιός, αλλά και υπέροχος άνθρωπος. Είναι απερίγραπτο το πόσο ευχάριστη μπορεί να γίνει μπροστά σε όλον τον κόσμο που την αντιμετωπίζει τρομοκρατημένος».
Η ταινία «Αμφιβολία» έχει προταθεί για πέντε Οσκαρ και προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες.
No comments:
Post a Comment