Συνέντευξη: Μπρούνο Γκανζ
στη ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 31/01/2009
Στην «Αιωνιότητα και μια μέρα» ήταν ένας ετοιμοθάνατος Θεσσαλονικιός συγγραφέας, που παρέα με ένα Αλβανάκι αποχαιρετούσε τον κόσμο βυθισμένος στις μνήμες του. Εντεκα χρόνια μετά, στη «Σκόνη του χρόνου», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος τον μεταμορφώνει σε Γερμανοεβραίο κομμουνιστή, που αυτοκτονεί στα νερά του Σπρέε. Ο ποταμός διασχίζει πια ένα ενωμένο Βερολίνο, οι μεγάλες ιδεολογίες των ηρώων του, και της ανθρωπότητας, έχουν σβήσει.
Ο Μπρούνο Γκανζ με τους συμπρωταγωνιστές του στη «Σκόνη του χρόνου», Μισέλ Πικολί και Ιρέν Ζακόμπ |
Ο Μπρούνο Γκανζ, ο μεγαλύτερος, ίσως, Γερμανός ηθοποιός και ένας από τους κορυφαίους της Ευρώπης, στα 68 του χρόνια κάνει δεύτερη καριέρα. Οχι μόνο κινηματογραφική. Ο ηθοποιός, που ταυτίστηκε με τα αριστουργήματα του Βιμ Βέντερς «Ενας Αμερικανός φίλος» (1977) και «Τα φτερά του έρωτα» (1987) και πρωταγωνίστησε σε ταινίες του Χέρτζογκ, του Ρομέρ, του Κόπολα, έγινε, ξαφνικά, σε διάστημα λίγων χρόνων, σύμβολο της γερμανικής υποκριτικής τέχνης. Θεατρικής (το 2000 έπαιξε στον διάρκειας 21 ωρών «Φάουστ» του Πέτερ Στάιν) και κινηματογραφικής (το 2004 ήταν ο συγκλονιστικός Χίτλερ στην «Πτώση» του Χίρσμπιγκελ).
Η «Σκόνη του χρόνου» βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 12 Φεβρουαρίου. Την ίδια μέρα προβάλλεται εκτός συναγωνισμού και στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Φυσικά, ο Μπρούνο Γκανζ θα είναι παρών στην επίσημη προβολή της. Για την ώρα βρίσκεται στην πατρίδα του, τη Ζυρίχη, από όπου και απάντησε στις ερωτήσεις μας. Ξεκινώντας από το θέατρο.
Το 1979 ιδρύσατε με τον Πέτερ Στάιν τη βερολινέζικη «Σάουμπινε», το θέατρο που εξακολουθεί να βρίσκεται στο κέντρο της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Τι ακριβώς είχατε τότε στο μυαλό σας;
«Ημασταν πολλοί νέοι και αυτό που βλέπαμε στο θέατρο δεν μας άρεσε. Οι κατά τα άλλα εξαιρετικοί Γερμανοί ηθοποιοί έπαιζαν με ένα στιλ που δεν αναγνωρίζαμε σαν δικό μας. Είναι πρόβλημα γενιάς. Οι νέοι ηθοποιούν θεωρούν παλιομοδίτικο το θέατρο που βρίσκουν και αισθάνονται ότι ήρθε η σειρά τους να κάνουν τα πράγματα αλλιώς. Πιστεύαμε κι εμείς τότε με τον Πέτερ Στάιν, άσχετα αν πολιτικά ήμασταν ή δεν ήμασταν μαρξιστές ή "προοδευτικοί", ότι το γερμανικό θέατρο ανήκε στο παρελθόν. Θέλαμε να του δώσουμε τη δική μας αίσθηση για τη ζωή. Ημασταν σίγουροι ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί από τους γονείς μας. Φυσικά, βλέπω το ίδιο πράγμα να επαναλαμβάνεται σήμερα με τα παιδιά μας και θα επαναλαμβάνεται πάντα».
Η «Σάουμπινε», μετά την επεισοδιακή απομάκρυνση του Στάιν το 1985, ξανάνθησε στα χέρια του Τόμας Οστερμάγιερ. Φαντάζεστε τον εαυτό σας σε μια από τις παραγωγές του;
«Οχι ακριβώς. Εντάξει, έχω δει και παραστάσεις της "Σάουμπινε" που ήταν ενδιαφέρουσες με τον δικό τους τρόπο. Ενιωσα, όμως, ότι σαν ηθοποιός δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω. Και, ειλικρινά, δεν με νοιάζει καθόλου».
Η «Σκόνη του χρόνου» βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 12 Φεβρουαρίου. Την ίδια μέρα προβάλλεται εκτός συναγωνισμού και στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Φυσικά, ο Μπρούνο Γκανζ θα είναι παρών στην επίσημη προβολή της. Για την ώρα βρίσκεται στην πατρίδα του, τη Ζυρίχη, από όπου και απάντησε στις ερωτήσεις μας. Ξεκινώντας από το θέατρο.
Το 1979 ιδρύσατε με τον Πέτερ Στάιν τη βερολινέζικη «Σάουμπινε», το θέατρο που εξακολουθεί να βρίσκεται στο κέντρο της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Τι ακριβώς είχατε τότε στο μυαλό σας;
«Ημασταν πολλοί νέοι και αυτό που βλέπαμε στο θέατρο δεν μας άρεσε. Οι κατά τα άλλα εξαιρετικοί Γερμανοί ηθοποιοί έπαιζαν με ένα στιλ που δεν αναγνωρίζαμε σαν δικό μας. Είναι πρόβλημα γενιάς. Οι νέοι ηθοποιούν θεωρούν παλιομοδίτικο το θέατρο που βρίσκουν και αισθάνονται ότι ήρθε η σειρά τους να κάνουν τα πράγματα αλλιώς. Πιστεύαμε κι εμείς τότε με τον Πέτερ Στάιν, άσχετα αν πολιτικά ήμασταν ή δεν ήμασταν μαρξιστές ή "προοδευτικοί", ότι το γερμανικό θέατρο ανήκε στο παρελθόν. Θέλαμε να του δώσουμε τη δική μας αίσθηση για τη ζωή. Ημασταν σίγουροι ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί από τους γονείς μας. Φυσικά, βλέπω το ίδιο πράγμα να επαναλαμβάνεται σήμερα με τα παιδιά μας και θα επαναλαμβάνεται πάντα».
Η «Σάουμπινε», μετά την επεισοδιακή απομάκρυνση του Στάιν το 1985, ξανάνθησε στα χέρια του Τόμας Οστερμάγιερ. Φαντάζεστε τον εαυτό σας σε μια από τις παραγωγές του;
«Οχι ακριβώς. Εντάξει, έχω δει και παραστάσεις της "Σάουμπινε" που ήταν ενδιαφέρουσες με τον δικό τους τρόπο. Ενιωσα, όμως, ότι σαν ηθοποιός δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω. Και, ειλικρινά, δεν με νοιάζει καθόλου».
«Μια αιωνιότητα και μια μέρα»: ο Γκανζ με τον μικρό Αχιλλέα Σκεύη |
Κάνατε, όμως, με τον Στάιν αυτόν τον ιστορικό πια «Φάουστ» των 21 ωρών.
«Α, ναι, θα μπορούσε να μπει στα ρεκόρ Γκίνες. Ξέρετε, ο "Φάουστ" είναι έργο με δύο μέρη. Το πρώτο είναι πασίγνωστο και μπορείς να το ανεβάσεις σε 3 ώρες. Αλλά το άλλο είναι ιδιαίτερα δύσκολο και πολύ σπάνια ανεβαίνει στη σκηνή. Εμείς χρειαζόμασταν και για τα δύο μέρη ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Παίζαμε το Σάββατο από τις 3 μ.μ. μέχρι τις 10.30 μ.μ. και την Κυριακή συνεχίζαμε από τις 10 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ! Είναι κάτι που μόνο στη Γερμανία μπορεί να γίνει, δεν τολμάω να το φανταστώ στην Ελλάδα».
Πιστεύετε ότι είναι ό,τι σημαντικότερο έχετε κάνει στο θέατρο;
«Α, ναι, θα μπορούσε να μπει στα ρεκόρ Γκίνες. Ξέρετε, ο "Φάουστ" είναι έργο με δύο μέρη. Το πρώτο είναι πασίγνωστο και μπορείς να το ανεβάσεις σε 3 ώρες. Αλλά το άλλο είναι ιδιαίτερα δύσκολο και πολύ σπάνια ανεβαίνει στη σκηνή. Εμείς χρειαζόμασταν και για τα δύο μέρη ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Παίζαμε το Σάββατο από τις 3 μ.μ. μέχρι τις 10.30 μ.μ. και την Κυριακή συνεχίζαμε από τις 10 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ! Είναι κάτι που μόνο στη Γερμανία μπορεί να γίνει, δεν τολμάω να το φανταστώ στην Ελλάδα».
Πιστεύετε ότι είναι ό,τι σημαντικότερο έχετε κάνει στο θέατρο;
«Αξιζε να γίνει. Για ένα νορμάλ γερμανικό θεάτρο είναι κάτι ακατόρθωτο λογιστικά, δεν μπορούν να βρεθούν τα χρήματα. Αλλά τα καταφέραμε, γιατί δεν κάναμε τίποτα άλλο. Εγώ για δυόμισι χρόνια ήμουν αφοσιωμένος στον "Φάουστ"».
Εχετε παίξει ποτέ αρχαία ελληνική τραγωδία;
«Ναι, και είναι από τις πιο πολύτιμες θεατρικές μου εμπειρίες. Σκηνοθέτης ήταν ο Κλάους Μίχαελ Γκρούμπερ, ο δεύτερος πιο αγαπημένος μου θεατρικός σκηνοθέτης μαζί με τον Στάιν. Ημουν ο Πενθέας στις "Βάκχες". Ευχαρίστως θα ξαναέπαιζα».
Μακάρι να σας βλέπαμε στην Επίδαυρο.
«Δεν ξέρω, εξαρτάται από το ποιος θα έκανε τη σκηνοθεσία. Στο θέατρο εξαρτώμαι απόλυτα από τον σκηνοθέτη, πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο σινεμά. Στο σινεμά ο ηθοποιός είναι πολύ μόνος, είναι ο εαυτός του. Δεν υπάρχει χρόνος και χρήμα για πρόβες και πρέπει στο γύρισμα να είναι έτοιμος. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, σιγά σιγά απομακρύνθηκα από το θέατρο».
«Δεν ξέρω, εξαρτάται από το ποιος θα έκανε τη σκηνοθεσία. Στο θέατρο εξαρτώμαι απόλυτα από τον σκηνοθέτη, πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο σινεμά. Στο σινεμά ο ηθοποιός είναι πολύ μόνος, είναι ο εαυτός του. Δεν υπάρχει χρόνος και χρήμα για πρόβες και πρέπει στο γύρισμα να είναι έτοιμος. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, σιγά σιγά απομακρύνθηκα από το θέατρο».
Αριστερά, «Φτερά του έρωτα» «Για να παίξω τον άγγελο κάναμε με τον Βέντερς κανονικό brainstorming». Δεξιά, «Πτώση» του Ολιβερ Χίρσμπιγκελ: ο Γκανζ έπαιζε τον Χίτλερ σαν ένα τέρας με... γοητευτικά στοιχεία |
Δεν σας λείπει;
«Πολύ. Γιατί το αγαπούσα και πέρασα ένα μεγάλο διάστημα της ζωής μου σ' αυτό, κάτι που καθόλου δεν μετανιώνω. Ηταν μια ρήξη, σαν κάτι να έσπασε. Θα ήθελα να τελειώσω τη σχέση μου με το θέατρο με τον καλύτερο και πιο ταιριαστό τρόπο. Να είμαι προσεκτικός με ποιον και τι. Αλλά για την ώρα είμαι ευτυχής μ' αυτά που κάνω στο σινεμά».
«Πολύ. Γιατί το αγαπούσα και πέρασα ένα μεγάλο διάστημα της ζωής μου σ' αυτό, κάτι που καθόλου δεν μετανιώνω. Ηταν μια ρήξη, σαν κάτι να έσπασε. Θα ήθελα να τελειώσω τη σχέση μου με το θέατρο με τον καλύτερο και πιο ταιριαστό τρόπο. Να είμαι προσεκτικός με ποιον και τι. Αλλά για την ώρα είμαι ευτυχής μ' αυτά που κάνω στο σινεμά».
Ηταν συνειδητή απόφαση να κάνετε ταινίες ή κάτι που απλώς έτυχε επαγγελματικά;
«Οχι. Ηταν κάτι που πάντα ήθελα. Οταν ήμουν 16 χρόνων, είχαμε στο σχολείο κινηματογραφική λέσχη και είδα μαζεμένες 40-50 ταινίες, όλα σχεδόν τα αριστουργήματα. Εντυπωσιάστηκα. Αϊζενστάιν, Τζον Φορντ, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρενέ Κλερ. Ηταν η πρώτη μου επαφή με την ηθοποιία. Ετσι αποφάσισα να γίνω ηθοποιός για να παίξω στο σινεμά. Αλλά δεν ήξερα πώς να το κάνω. Στην Ελβετία δεν υπάρχει κανονική κινηματογραφική βιομηχανία και ήμουν πολύ μακριά από όλα αυτά τα πράγματα. Ετσι, έψαξα να βρω τουλάχιστον ένα δρόμο προς το θέατρο, ήταν πιο εύκολο. Αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψα το κινηματογραφικό όνειρο. Οταν ο Βιμ Βέντερς, που λάτρευα τη δουλειά του, μου πρότεινε να παίξω σε ταινία του, αν και είχα κάνει ήδη λίγο σινεμά, είπα μέσα μου: "Τώρα τα πράγματα γίνονται σοβαρά, μπαίνω στον κόσμο του κινηματογράφου"».
Οταν σας φώναξε για τα «Φτερά του έρωτα», τι σας είπε; «Μπρούνο, θα παίξεις έναν άγγελο»;
«Οχι ακριβώς. Μου είπε: "Θέλω να κάνω μια ταινία για τους αγγέλους αλλά δεν έχω ιδέα πώς στο καλό θα προσεγγίσω το θέμα". Και του είπα, ο.k., ας το κουβεντιάσουμε. Και συναντιόμασταν κάθε δυο - τρεις μέρες επί εβδομάδες και μιλάγαμε. Για τον παράδεισο, για τις διαφορές μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, για το τι ξέραμε για τους αγγέλους από τη λογοτεχνία (διαβάζαμε Ρίλκε για παράδειγμα) και σιγά σιγά αναπτύξαμε κάτι. Η λέξη brainstorming περιγράφει ακριβώς αυτό που κάναμε. Ανταλλάσσαμε γνώμες για εμπειρίες που... κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει, εντελώς φανταστικές. Μετά φτάσαμε στα πρακτικά. Πώς μοιάζει ένας άγγελος, πώς περπατάει. Γράφτηκε ένα υποτυπώδες στόρι και ο Πέτερ Χάντκε το έκανε σενάριο».
Ξεχωρίζετε κάποιες από τις ταινίες σας;
«Μου φαίνεται πολύ σοφό κάτι που έχει πει ο Ντένζελ Γουάσινγκτον: "Οταν μια ταινία μου βγαίνει στις αίθουσες, δεν την ξανασκέφτομαι, σκέφτομαι την επόμενη". Δεν το βρίσκω δίκαιο να κάνεις τέτοιου είδους αξιολογήσεις. Υπήρξα πολύ τυχερός στην καριέρα μου, συνάντησα σπουδαίους σκηνοθέτες, έκανα ταινίες άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο καλές... Υπάρχουν και κάποιες που δεν τις αγαπώ. Τις έκανα μόνο για τα χρήματα και φαίνεται, δεν έχουν ούτε καλά σενάρια».
Μόνο τύχη ήταν; Το ταλέντο σας δεν έπαιξε ρόλο;
«Ο.k. Οταν, όμως, τα νιάτα σου δεν σε προετοιμάζουν για τέτοια κινηματογραφική καριέρα, κρατάς πάντα μέσα σου την έκπληξη που τα κατάφερες».
Παίζοντας τον Χίτλερ στην «Πτώση», βρεθήκατε στο κέντρο όχι απλώς ενός καλλιτεχνικού γεγονότος αλλά και πολιτικού. Τι θα λέγατε σε όσους θεωρούν ότι αντί για τέρας τον βγάλατε σχεδόν συμπαθή;
«Διαφωνώ τελείως. Είμαι περήφανος για την ταινία. Ο τρόπος που δούλεψα τον ρόλο ήταν πολύ συγκεκριμένος. Διάβασα πάρα πολλά πράγματα που έγραψαν γι' αυτόν άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά τους 3-4 τελευταίους μήνες της ζωής του, μέσα στο μπούνκερ. Σε πολλά διαφωνούσαν μεταξύ τους, υπήρχε όμως ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Σε κάποια πράγματα συμφωνούσαν όλοι. Αρα, αυτά πρέπει να ήταν η αλήθεια. Και έτσι αποφάσισα σ' αυτά να στηριχτώ. Γιατί δεν είχα τίποτα άλλο στα χέρια μου... Υπάρχουν ελάχιστα κινηματογραφικά ντοκουμέντα από εκείνη την εποχή, γιατί ο Χίτλερ δεν έβγαινε ποτέ από το μπούνκερ, δεν υπάρχουν πια φωτογραφίες του, δεν υπάρχει τίποτα, μόνο από την τελετή παρασημοφόρησης των αγοριών που στέλνει στη μάχη...
Οι ανθρώπινες πλευρές ήταν απαραίτητες για να χτίσω ένα ρόλο. Δεν μπορούσα να τον παίξω σαν τέρας. Πώς παίζεται ένα τέρας; Αλλωστε δεν συμφωνώ ότι ήταν μόνο τέρας. Είχε χαρίσματα κι έναν ιδιαίτερο τρόπο να τραβά τους ανθρώπους. Τον λάτρευαν και τον πίστευαν εκατομμύρια Γερμανοί και Ευρωπαίοι, συνεπαρμένοι από την προσωπικότητά του. Γι' αυτό και κέρδισε αυτά που κέρδισε. Εάν έλεγε από την αρχή "είμαι ένα τέρας και θα εξολοθρεύσω τους Εβραίους" ποιος θα τον ακολουθούσε; Πολλές γυναίκες, μάλιστα, τον λάτρευαν χωρίς καν να καταλαβαίνουν ή να κάνουν προσπάθεια να καταλάβουν τις ιδέες του».
Τι συμβαίνει τελευταία στο γερμανικό σινεμά; «Η Πτώση», το «Σύμπλεγμα Μπάαντερ-Μάινχοφ» του Ούλι Εντελ. Υπάρχει μια τάση να ξαναδιαβαστεί η γερμανική Ιστορία;
«Αυτές οι δύο ιστορικές ταινίες είναι αποτέλεσμα της δουλειάς ενός και μοναδικού ανθρώπου, του Μπερντ Εϊσινγκερ, του σπουδαιότερου Ευρωπαίου παραγωγού. Δεν έκανε μόνο την παραγωγή, έγραψε και τα σενάρια. Την ταινία για τον Χίτλερ την είχε στο μυαλό του εδώ και 20 χρόνια, τότε μου πρότεινε να τον παίξω. Με ποιο σκεπτικό; Οτι ήρθε η εποχή να ασχοληθούν οι Γερμανοί κινηματογραφιστές με την Ιστορία τους, να μην την αφήσουν στα χέρια των Αμερικανών. Είναι ο πρώτος που τόλμησε να γυρίσει μια όχι καταγγελτική ταινία για τον Χίτλερ. Το ίδιο τολμηρό, αν και πιο εύκολο, ήταν το φιλμ για τους Μπάαντερ-Μάινχοφ. Και οι δυο ταινίες αποδεικνύουν ότι οι Γερμανοί ξέρουν τι ήταν ο Χίτλερ και η γερμανική τρομοκρατία, ξέρουν τον ρόλο που έπαιξαν σαν λαός στην Ιστορία, αλλά έχουν θεραπευτεί και ξεπεράσει το παρελθόν τους. Και δεν γυρίζουν τέτοιες ταινίες λόγω ηθικής υποχρέωσης ή ενοχών, αλλά γιατί είναι... ενδιαφέρουσες ιστορίες που αξίζει κάποιος να τις διηγηθεί. Είναι ιστορική στιγμή για το γερμανικό σινεμά».
Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να έχετε κάνει αλλά κανένας δεν σκέφτηκε να σας το προτείνει;
«Αρκετές φορές βλέπω ρόλους και λέω "γιατί να μην είμαι εγώ;". Τελευταία φορά μου συνέβη με τον Χαβιέ Μπαρντέμ. Αλλά, περιμένω πάντα την επόμενη καλή πρόταση». *
«Οχι ακριβώς. Μου είπε: "Θέλω να κάνω μια ταινία για τους αγγέλους αλλά δεν έχω ιδέα πώς στο καλό θα προσεγγίσω το θέμα". Και του είπα, ο.k., ας το κουβεντιάσουμε. Και συναντιόμασταν κάθε δυο - τρεις μέρες επί εβδομάδες και μιλάγαμε. Για τον παράδεισο, για τις διαφορές μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, για το τι ξέραμε για τους αγγέλους από τη λογοτεχνία (διαβάζαμε Ρίλκε για παράδειγμα) και σιγά σιγά αναπτύξαμε κάτι. Η λέξη brainstorming περιγράφει ακριβώς αυτό που κάναμε. Ανταλλάσσαμε γνώμες για εμπειρίες που... κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει, εντελώς φανταστικές. Μετά φτάσαμε στα πρακτικά. Πώς μοιάζει ένας άγγελος, πώς περπατάει. Γράφτηκε ένα υποτυπώδες στόρι και ο Πέτερ Χάντκε το έκανε σενάριο».
Ξεχωρίζετε κάποιες από τις ταινίες σας;
«Μου φαίνεται πολύ σοφό κάτι που έχει πει ο Ντένζελ Γουάσινγκτον: "Οταν μια ταινία μου βγαίνει στις αίθουσες, δεν την ξανασκέφτομαι, σκέφτομαι την επόμενη". Δεν το βρίσκω δίκαιο να κάνεις τέτοιου είδους αξιολογήσεις. Υπήρξα πολύ τυχερός στην καριέρα μου, συνάντησα σπουδαίους σκηνοθέτες, έκανα ταινίες άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο καλές... Υπάρχουν και κάποιες που δεν τις αγαπώ. Τις έκανα μόνο για τα χρήματα και φαίνεται, δεν έχουν ούτε καλά σενάρια».
Μόνο τύχη ήταν; Το ταλέντο σας δεν έπαιξε ρόλο;
«Ο.k. Οταν, όμως, τα νιάτα σου δεν σε προετοιμάζουν για τέτοια κινηματογραφική καριέρα, κρατάς πάντα μέσα σου την έκπληξη που τα κατάφερες».
Παίζοντας τον Χίτλερ στην «Πτώση», βρεθήκατε στο κέντρο όχι απλώς ενός καλλιτεχνικού γεγονότος αλλά και πολιτικού. Τι θα λέγατε σε όσους θεωρούν ότι αντί για τέρας τον βγάλατε σχεδόν συμπαθή;
«Διαφωνώ τελείως. Είμαι περήφανος για την ταινία. Ο τρόπος που δούλεψα τον ρόλο ήταν πολύ συγκεκριμένος. Διάβασα πάρα πολλά πράγματα που έγραψαν γι' αυτόν άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά τους 3-4 τελευταίους μήνες της ζωής του, μέσα στο μπούνκερ. Σε πολλά διαφωνούσαν μεταξύ τους, υπήρχε όμως ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Σε κάποια πράγματα συμφωνούσαν όλοι. Αρα, αυτά πρέπει να ήταν η αλήθεια. Και έτσι αποφάσισα σ' αυτά να στηριχτώ. Γιατί δεν είχα τίποτα άλλο στα χέρια μου... Υπάρχουν ελάχιστα κινηματογραφικά ντοκουμέντα από εκείνη την εποχή, γιατί ο Χίτλερ δεν έβγαινε ποτέ από το μπούνκερ, δεν υπάρχουν πια φωτογραφίες του, δεν υπάρχει τίποτα, μόνο από την τελετή παρασημοφόρησης των αγοριών που στέλνει στη μάχη...
Οι ανθρώπινες πλευρές ήταν απαραίτητες για να χτίσω ένα ρόλο. Δεν μπορούσα να τον παίξω σαν τέρας. Πώς παίζεται ένα τέρας; Αλλωστε δεν συμφωνώ ότι ήταν μόνο τέρας. Είχε χαρίσματα κι έναν ιδιαίτερο τρόπο να τραβά τους ανθρώπους. Τον λάτρευαν και τον πίστευαν εκατομμύρια Γερμανοί και Ευρωπαίοι, συνεπαρμένοι από την προσωπικότητά του. Γι' αυτό και κέρδισε αυτά που κέρδισε. Εάν έλεγε από την αρχή "είμαι ένα τέρας και θα εξολοθρεύσω τους Εβραίους" ποιος θα τον ακολουθούσε; Πολλές γυναίκες, μάλιστα, τον λάτρευαν χωρίς καν να καταλαβαίνουν ή να κάνουν προσπάθεια να καταλάβουν τις ιδέες του».
Τι συμβαίνει τελευταία στο γερμανικό σινεμά; «Η Πτώση», το «Σύμπλεγμα Μπάαντερ-Μάινχοφ» του Ούλι Εντελ. Υπάρχει μια τάση να ξαναδιαβαστεί η γερμανική Ιστορία;
«Αυτές οι δύο ιστορικές ταινίες είναι αποτέλεσμα της δουλειάς ενός και μοναδικού ανθρώπου, του Μπερντ Εϊσινγκερ, του σπουδαιότερου Ευρωπαίου παραγωγού. Δεν έκανε μόνο την παραγωγή, έγραψε και τα σενάρια. Την ταινία για τον Χίτλερ την είχε στο μυαλό του εδώ και 20 χρόνια, τότε μου πρότεινε να τον παίξω. Με ποιο σκεπτικό; Οτι ήρθε η εποχή να ασχοληθούν οι Γερμανοί κινηματογραφιστές με την Ιστορία τους, να μην την αφήσουν στα χέρια των Αμερικανών. Είναι ο πρώτος που τόλμησε να γυρίσει μια όχι καταγγελτική ταινία για τον Χίτλερ. Το ίδιο τολμηρό, αν και πιο εύκολο, ήταν το φιλμ για τους Μπάαντερ-Μάινχοφ. Και οι δυο ταινίες αποδεικνύουν ότι οι Γερμανοί ξέρουν τι ήταν ο Χίτλερ και η γερμανική τρομοκρατία, ξέρουν τον ρόλο που έπαιξαν σαν λαός στην Ιστορία, αλλά έχουν θεραπευτεί και ξεπεράσει το παρελθόν τους. Και δεν γυρίζουν τέτοιες ταινίες λόγω ηθικής υποχρέωσης ή ενοχών, αλλά γιατί είναι... ενδιαφέρουσες ιστορίες που αξίζει κάποιος να τις διηγηθεί. Είναι ιστορική στιγμή για το γερμανικό σινεμά».
Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να έχετε κάνει αλλά κανένας δεν σκέφτηκε να σας το προτείνει;
«Αρκετές φορές βλέπω ρόλους και λέω "γιατί να μην είμαι εγώ;". Τελευταία φορά μου συνέβη με τον Χαβιέ Μπαρντέμ. Αλλά, περιμένω πάντα την επόμενη καλή πρόταση». *
- Η «Σκόνη του χρόνου» είναι η δεύτερη ταινία σας με τον Αγγελόπουλο. Ηταν τόσο καλή η εμπειρία όσο με το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»;
«Το αντίθετο. Ηταν άσχημη. Ο Αγγελόπουλος έχει ένα δικό του τρόπο να κάνει σινεμά, πιστεύει ότι το γύρισμα πρέπει να είναι οδυνηρή εμπειρία. Προφανώς, δεν συμφωνώ καθόλου μαζί του. Αλλά την πρώτη φορά εντυπωσιάστηκα από την προσωπικότητά του και εξακολουθώ να είμαι γοητευμένος από το έργο του. Πιστεύω ότι έχει κάνει 2 από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί, το "Ταξίδι στα Κύθηρα" με αυτό τον τεράστιο ηθοποιό, τον Μάνο Κατράκη, και φυσικά τον "Θίασο", μεγάλη ταινία. Ενιωθα πάντα ντροπαλός απέναντί του και τον θαύμαζα πολύ».
- Ο Γιάκομπ Λέβι, ο ήρωας τον οποίο υποδύεστε, επί σταλινισμού βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σοβιετική Ενωση και, γέρος πια, ματαιωμένος ιδεολογικά, αυτοκτονεί. Μοιράζεστε τη διάψευσή του;
«Για μεγάλο διάστημα όταν ήμουν νέος, όπως οι περισσότεροι νέοι, υπήρξα αριστερός. Αλλά δεν είμαι πια. Η "Σκόνη του χρόνου" δείχνει πόσο άσχημη τροπή μπορεί να πάρει η σύγκρουση των ιδεολογιών. Είχατε στην Ελλάδα τον τρομερό Εμφύλιο, το χειρότερο είδος πολέμου. Η ταινία με έκανε να νιώσω θλίψη για ένα τμήμα της ελληνικής ιστορίας, που δεν γνώριζα τόσο καλά. Και νομίζω ότι η επιλογή του Αγγελοπούλου να την ξεκινήσει με τις περιπέτειες των Ελλήνων κομμουνιστών στη Σοβιετική Ενωση, τις εξορίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Μου αρέσει πολύ το σενάριο αλλά και ο ρόλος μου».
- Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Αγγελόπουλος δεν δίνει πολλή σημασία στους ηθοποιούς του.
«Οχι. Βέβαια, αυτό που πρόεχει γι' αυτόν είναι η εικόνα, οι μακριές του σεκάνς, η δουλειά με την κάμερα. Αλλα φυσικά και τον ενδιαφέρει η υποκριτική. Είναι πολύ καλός και χρήσιμος αν είσαι προσεχτικός και τον παρακολουθείς στη δουλειά του. Κι όταν νιώθεις ανασφαλής ή έχεις απορίες, σου εξηγεί εξαιρετικά το ρόλο σου. Μου αρέσει πολύ ο Αγγελόπουλος ως σκηνοθέτης. Αυτό που δεν μου αρέσει καμιά φορά είναι η συμπεριφορά του στους ανθρώπους».
«Το αντίθετο. Ηταν άσχημη. Ο Αγγελόπουλος έχει ένα δικό του τρόπο να κάνει σινεμά, πιστεύει ότι το γύρισμα πρέπει να είναι οδυνηρή εμπειρία. Προφανώς, δεν συμφωνώ καθόλου μαζί του. Αλλά την πρώτη φορά εντυπωσιάστηκα από την προσωπικότητά του και εξακολουθώ να είμαι γοητευμένος από το έργο του. Πιστεύω ότι έχει κάνει 2 από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί, το "Ταξίδι στα Κύθηρα" με αυτό τον τεράστιο ηθοποιό, τον Μάνο Κατράκη, και φυσικά τον "Θίασο", μεγάλη ταινία. Ενιωθα πάντα ντροπαλός απέναντί του και τον θαύμαζα πολύ».
- Ο Γιάκομπ Λέβι, ο ήρωας τον οποίο υποδύεστε, επί σταλινισμού βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σοβιετική Ενωση και, γέρος πια, ματαιωμένος ιδεολογικά, αυτοκτονεί. Μοιράζεστε τη διάψευσή του;
«Για μεγάλο διάστημα όταν ήμουν νέος, όπως οι περισσότεροι νέοι, υπήρξα αριστερός. Αλλά δεν είμαι πια. Η "Σκόνη του χρόνου" δείχνει πόσο άσχημη τροπή μπορεί να πάρει η σύγκρουση των ιδεολογιών. Είχατε στην Ελλάδα τον τρομερό Εμφύλιο, το χειρότερο είδος πολέμου. Η ταινία με έκανε να νιώσω θλίψη για ένα τμήμα της ελληνικής ιστορίας, που δεν γνώριζα τόσο καλά. Και νομίζω ότι η επιλογή του Αγγελοπούλου να την ξεκινήσει με τις περιπέτειες των Ελλήνων κομμουνιστών στη Σοβιετική Ενωση, τις εξορίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Μου αρέσει πολύ το σενάριο αλλά και ο ρόλος μου».
- Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Αγγελόπουλος δεν δίνει πολλή σημασία στους ηθοποιούς του.
«Οχι. Βέβαια, αυτό που πρόεχει γι' αυτόν είναι η εικόνα, οι μακριές του σεκάνς, η δουλειά με την κάμερα. Αλλα φυσικά και τον ενδιαφέρει η υποκριτική. Είναι πολύ καλός και χρήσιμος αν είσαι προσεχτικός και τον παρακολουθείς στη δουλειά του. Κι όταν νιώθεις ανασφαλής ή έχεις απορίες, σου εξηγεί εξαιρετικά το ρόλο σου. Μου αρέσει πολύ ο Αγγελόπουλος ως σκηνοθέτης. Αυτό που δεν μου αρέσει καμιά φορά είναι η συμπεριφορά του στους ανθρώπους».
No comments:
Post a Comment