Γράφει η Ρούλα Γεωργακοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ, 29/05/2010
- Η αυτοβιογραφία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν με τίτλο Laterna Μagica κυκλοφόρησε στη Σουηδία το 1987 και η πρώτη ελληνική του έκδοση από τον Κάκτο δύο χρόνια αργότερα σε μετάφραση του Θόδωρου Καλλιφατίδη. Εκείνα τα χρόνια το ελληνικό κοινό ήταν μαγεμένο από την ταινία Φάνυ και Αλέξανδρος ενώ στις πάμπολλες κινηματογραφικές λέσχες της χώρας οι Αγριες Φράουλες και οι Κραυγές και ψίθυροι παίζονταν σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τη Νύχτα των σαλτιμπάγκων και την Εβδομη σφραγίδα. Ο Μαγικός φανός (Μαγική κάμερα, στην πρώτη του έκδοση) έπεσε τότε ως μάννα εξ ουρανού, οι έλληνες κριτικοί αποστήθιζαν τα τσιτάτα του και κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι λίγα χρόνια αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι θα έβρισκαν επιχειρήματα να δοξάσουν τα μπλοκμπάστερς που είχαν αρχίσει να παράγονται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κι ας διαδήλωνε ο Γούντι Αλεν στους δρόμους του Μανχάταν την μπεργκμανική του θλίψη αγκαζέ με τη νευρική Νταϊάν Κίτον. Σάμπως κι αυτός δεν θα υπέκυπτε λίγα χρόνια αργότερα στην τουριστική φωτογένεια της Πηνελόπης Κρουζ;
- Η σημερινή ολοκληρωμένη επανέκδοση του έργου σε νέα μετάφραση μοιάζει να προκαλεί την εποχή και να στέλνει ανοιχτή πρόσκληση ευαισθησίας και μαθητείας στο νεώτερο, το μπεργκμανικά ανέγγιχτο, κοινό. Για να δούμε ποιος θα βάλει το δάχτυλο στην πρίζα για ν΄ ανάψει ο μαγικός φανός...
- Οταν ο Ερνστ Ινγκμαρ Μπέργκμαν κλείστηκε στην ντουλάπα και γύρισε για πρώτη φορά τη μανιβέλα της κινηματογραφικής του μηχανής πρέπει να ήταν επτά ετών. «Μπορώ ανά πάσα στιγμή να θυμηθώ τη μυρωδιά του θερμού μετάλλου, τη μυρωδιά του σκοροκτόνου και τη σκόνη στην γκαρνταρόμπα, τη μανιβέλα στο χέρι μου, το τρεμάμενο παραλληλόγραμμο στον τοίχο» γράφει περισσότερο από εξήντα χρόνια αργότερα.
Διάβολε, ευλόγησον
- Ο σπουδαίος σκηνοθέτης και διανοητής ήταν κοντά εβδομήντα ετών όταν δούλευε την αυτοβιογραφία του. Για να κάνει το μοντάζ χρησιμοποίησε τη σωματική μνήμη κι έτσι το πολυσέλιδο πόνημα πήρε ζωή και απέκτησε συναρπαστική συνοχή χωρίς διόλου να υπαινίσσεται τη λογοτεχνία. Ο γιος τού αυταρχικού παπά και μιας ευαίσθητης πλην υποταγμένης μητέρας ανακαλύπτει τις κατά μόνας ηδονάς και διακόπτει τις σχέσεις του με τον Θεό. «Διάβολε, ευλόγησον και σώσον ημάς, Διάβολε, στρέψον το πρόσωπό σου προς ημάς και δος ημίν κάνα γαμήσι». Ετρωγε τακτικά ξύλο, κατουριόταν απάνω του, επιθυμούσε διακαώς να δείρει τα αδέλφια του και υπέμενε καρτερικά τον «πολιτισμό» της οικογένειας: «Η ανατροφή μας βασιζόταν ως επί το πλείστον σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση και ευσπλαχνία, συγκεκριμένοι παράγοντες στις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους, όπως με τον Θεό. Πιθανώς αυτή η κατάσταση να συνετέλεσε και στην άνευ αντιρρήσεων παραδοχή του ναζισμού».
- Πράγματι όταν πολλά χρόνια αργότερα ετοιμάζει την ταινία Το αυγό του φιδιού o Μπέργκμαν θυμάται την επίσκεψή του στη Γερμανία του Χίτλερ, τη φιλοξενία του από μια γερμανική οικογένεια και δίνει τα κλειδιά της ναζιστικής πλημμυρίδας: «Την Κυριακή η οικογένεια πήγε στη λειτουργία. Το κήρυγμα του πάστορα με έκανε να απορήσω. Δε μίλησε ορμώμενος από τα Ευαγγέλια αλλά από το ο Αγώνας μου. Πολλοί φορούσαν στολή και άδραξα αναρίθμητες φορές την ευκαιρία να σηκώσω το χέρι και να φωνάξω χάιλ Χίτλερ». Παράλληλα με τη χιτλερική έξαψη στο ίδιο ταξίδι ο νεαρός Μπέργκμαν ακούει κρυφά για πρώτη φορά στο γραμμόφωνο αποσπάσματα από την «Οπερα της πεντάρας» και αναρωτιέται γιατί τόση μυστικότητα: «Ο Μπρεχτ και ο Βάιλ είναι απαγορευμένοι» του λέει ένα Γερμανόπουλο. «Αγοράσαμε τους δίσκους από το Λονδίνο και τους μπάσαμε λαθραία».
Ενας απάνθρωπος ανθρωπιστής
Το πάθος του για τον Στρίντμπεργκ και η λατρεία του για τον Ταρκόφσκι συνοψίζουν το καλλιτεχνικό πάνθεον του Μπέργκμαν. Οταν όμως ήρθε η ώρα του να γυρίσει ταινίες με αμερικανικά κεφάλαια και να δοκιμάσει τις χολιγουντιανές facilities τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Κάθε άλλο: «Ο κιτρινιάρης και δηλητηριώδης ουρανός του Λος Αντζελες, Το επίσημο γεύμα με σκηνοθέτες και ηθοποιούς» γράφει αναφερόμενος σε ένα ταξίδι του με την Ινγκριντ Τούλιν στη σχολή κινηματογράφου του L.Α. «Το απερίγραπτο δείπνο στο παλάτι του Ντίνο ντε Λαουρέντις με θέα στην πόλη και στον Ειρηνικό. Η γυναίκα του Συλβάνα Μάγκανο, η απόλυτη καλλονή από τη δεκαετία του 1950 μεταμορφωμένη σε περιπλανώμενο σκελετό με τέλεια μακιγιαρισμένο κρανίο και ανήσυχα πληγωμένα μάτια. Το απαίσιο φαγητό, η γλοιώδης και αδιάφορη φιλικότητα».
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Για τον σοβαρό μελετητή που ενδιαφέρεται να διεισδύσει στη δημιουργική βάσανο του σκηνοθέτη και να διαβάσει τα ημερολόγια εργασίας του όταν ανέβαζε στο θέατρο το «Ονειρόδραμα» φερ΄ ειπείν ή όταν σκηνοθετούσε τη «Σιωπή» και το «Φάνυ και Αλέξανδρος», το βιβλίο είναι πραγματικός θησαυρός. Αλλού ο Μπέργκμαν μιλάει καθαρά και ξάστερα για τον φόβο του θανάτου, και την αδιαπερατότητα του «άλλου», στοιχεία που διαπέρασαν ολόκληρο το έργο του αλλά και την πραγματική ζωή του γεμίζοντάς την με ημιτελείς έρωτες, παρατημένα παιδιά, θυμωμένες συζύγους. Η τελειωτική και ίσως συμβολική σύγκρουση της μη δοτικής του φύσης ήταν πάντως με τη σουηδική εφορία. Ο ίδιος αφιερώνει πολλές σελίδες φορτωμένες με εξαντλητικές και μάλλον αδιάφορες λεπτομέρειες σχετικά με τη φυλάκιση του και την αυτοεξορία του λόγω των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεών του.
Τόσα χρόνια μετά, η περίφημη μπεργκμανική τσιγκουνιά φαίνεται ότι δεν έχει να κάνει με τα λεφτά αλλά μάλλον με την απόφασή του να πληρώσει την ψυχικά δύσκαμπτη γενέτειρά του με το ίδιο νόμισμα.
No comments:
Post a Comment