ΑΚΙΡΑ ΚΟΥΡΟΣΑΒΑ: Ρασομόν
Ενας σαμουράι, η γυναίκα του και ένας ληστής συναντώνται στο πυκνό δάσος. Η γυναίκα βιάζεται από το ληστή, ο σαμουράι δολοφονείται και μάρτυρας αυτών των γεγονότων είναι ένας ξυλοκόπος. Το σενάριο της ταινίας συνίσταται στις διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας, η προσέγγιση δε κάθε εκδοχής γίνεται από την οπτική γωνία αυτού που την αφηγείται.Η πρώτη εκδοχή αναφέρει ότι η γυναίκα βιάστηκε - παρά τη θέλησή της. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, η γυναίκα ξεγελά το ληστή και τον παρασύρει να δολοφονήσει τον άνδρα της, κατά, δε, την τρίτη και αλησμόνητη, εμφανίζεται το φάντασμα του συζύγου - σαμουράι, καλείται να έρθει στο προσκήνιο και αφηγείται, μέσα από τα χείλη ενός μάντη, τη δική του βερσιόν της ιστορίας. Το φιλμ Ρασομόν προτού βγει στους κινηματογράφους έτυχε προσεκτικής παρατήρησης οπότε ανακαλύφθηκε ότι είχε συντομότερη απ' όση έπρεπε διάρκεια. Ετσι, ο Κουροσάβα υποχρεώθηκε να προσθέσει δυο καινούριους χαρακτήρες, τον ιερέα και τον χωρικό, και να τους εντάξει στις σκηνές που συνιστούν το άνοιγμα και το κλείσιμο της ταινίας, στο ξέφωτο της Πύλης Ρασομόν, όπου οι τρεις άνδρες συζητούν, περιμένοντας να κοπάσει η καταρρακτώδης βροχή - λειτουργικό εύρημα - που διαχωρίζει τη δράση στο παρόν από εκείνη στο παρελθόν. Ο Κουροσάβα πρόσθεσε επίσης και το κομμάτι με το μωρό, που ήταν δική του ιδέα. Κατά τ' άλλα το «Ρασομόν» βασίζεται σε στοιχεία παρμένα από δύο ιστορίες του συγγραφέα Ryunosuke Akutagawa - ενός εκ των μεγαλύτερων ονομάτων της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας. Το «Ρασομόν» υπήρξε η πρώτη προσπάθεια μεταφοράς στον κινηματογράφο κειμένου του Ακουτάγκαβα, ενώ μέρος της κριτικής, πριν από 60 χρόνια, τότε που πρωτοβγήκε η ταινία, αποκάλεσε το εν λόγω φιλμ αποτυχημένο, λόγω της μη επάρκειάς του να αποδώσει οπτικά το στιλ των ιστοριών του πρωτότυπου.Τι θέλησε να δείξει ο Κουροσάβα με το αινιγματικό αυτό δράμα εποχής τοποθετημένο στον 11ο αιώνα; Το ανυποψίαστο κοινό συχνά πυκνά αντιμετωπίζει με έντονη σύγχυση τη σχετικότητα της αλήθειας στην ταινία. Τέσσερις διαφορετικές καταθέσεις για το ίδιο γεγονός, οι οποίες δε συμφωνούν μεταξύ τους. Πολλοί φυσικά είναι αυτοί που επιμένουν ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποια βερσιόν που είναι η αληθινή και αναρωτιούνται ποια είναι αυτή. Με θαρραλέα, μη γραμμική αφήγηση, στο φιλμ εκτίθενται οι λεπτομέρειες ενός εγκλήματος, όπως αυτές περιγράφονται στα φλας μπακ τόσο του αυτόπτη μάρτυρα, όσο και όσων συμμετείχαν. Οι κριτικοί υπογράμμισαν την αξία της σκηνοθεσίας σε στιλ βωβού κινηματογράφου, της καταπληκτικής ισορροπίας ανάμεσα στο ρεαλισμό και στον ιμπρεσιονισμό και της καλλιτεχνικής δύναμης του φιλμ που θεωρείται ανυπέρβλητη. Κάποιος Ιάπωνας κριτικός πρόβαλε αντιρρήσεις που είχαν να κάνουν με την προσπάθεια περιβολής των ταξικά χαμηλότερων όντων με υπερ-ευγενικά συναισθήματα, με ποιητικό λόγο και με υψηλές σκέψεις, κάτι που στην πραγματικότητα δε συναντάται στη συμπεριφορά και στην έκφραση των ανθρώπων που προέρχονται από χαμηλές κοινωνικές τάξεις. Η κριτική εκτίμησε επίσης ως ιδιαίτερα σύνθετο το σενάριο και ως μονότονη τη σκηνοθεσία - η οποία «πατούσε» από άκρου εις άκρον στο ίδιο «κλειδί» - και, τέλος, την ύπαρξη πλήθους βλασφημιών και μιας έντονης τάσης για υπερ-παίξιμο. Η ταινία «Ρασομόν» υπήρξε από τις μεγαλύτερες οικονομικές κινηματογραφικές επιτυχίες στην Ιαπωνία. Η πρεμιέρα της πραγματοποιήθηκε σε χολιγουντιανό στιλ, στον καλύτερο κινηματογράφο της Ιαπωνίας, στο Αυτοκρατορικό Θέατρο στο Τόκιο, και παρά τον βαρύ «διανοητικό» προσανατολισμό της, απέφερε πολλά κέρδη, σε όλη την επικράτεια της χώρας. Πολύ πριν βραβευτεί στη Βενετία με το Χρυσό Λέοντα, το 1951, η ταινία είχε αποσβέσει το κόστος της, ήταν μάλιστα όγδοη σε εισπρακτική επιτυχία εκείνη τη χρονιά. Αυτό που ακούγεται, ιδιαίτερα στην Αμερική, ότι το φιλμ «Ρασομόν» δεν εκτιμήθηκε δεόντως στη χώρα του την Ιαπωνία, δεν είναι αλήθεια. Το ύψιστο βραβείο του διεθνούς κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας ενίσχυσε τη φήμη του και απέδωσε στο είδος που ανήκει, στο «δράμα εποχής», ένα τρομακτικά καλλιτεχνικό ανάστημα. Ο ίδιος ο Κουροσάβα δήλωνε: «Το ότι πήρα το βραβείο ήταν ολότελα αναπάντεχο. Φυσικά και είμαι ευτυχής, εάν όμως είχα κάνει ένα φιλμ που αντανακλούσε τη σημερινή Ιαπωνία, κάτι σαν τον "Κλέφτη ποδηλάτων" και βραβευόμουν γι' αυτό το φιλμ, θα είχε μεγαλύτερη σημασία και θα αισθανόμουν πολύ πιο ευτυχής». Πάντως, το «Ρασομόν» καθώς και πολλά ιαπωνικά φιλμ, ακόμα και σήμερα, δε διακρίνονται για την καλή τους ηχοληψία. Φημολογείται ότι οι ίδιοι οι Ιάπωνες πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν τι λέγεται στα φιλμ και γι' αυτό προτιμούν να βλέπουν τις ταινίες τους υποτιτλισμένες σε κάποια ξένη γλώσσα, ακριβώς για να καταλάβουν τι λέγεται...
Παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Ματσίκο Κίο, Μασαγιούκι Μόρι, Τακάσι Σιμούρα.
Παραγωγή: Ιαπωνία (1950).
ΝΤΕΡΙΚ ΜΑΡΤΙΝΙ: Ξινή ζωή
Με φόντο τη νόσο Λάιμ - φορέας της οποίας είναι ένα τσιμπούρι ελαφιού που προσβάλλει και τους ανθρώπους προκαλώντας τους ψυχολογικές και νευρολογικές διαταραχές - και μέσα από το διεισδυτικό βλέμμα του δεκαπεντάχρονου Σκοτ ξετυλίγεται μπροστά μας μια σύντομη περίοδος της ζωής δύο οικογενειών του Λονγκ Αϊλαντ, στα τέλη της δεκαετίας του '70, υπό τον ήχο δημοφιλών μουσικών ακουσμάτων της εποχής και των τηλεοπτικών ανταποκρίσεων από την Τεχεράνη για την επίθεση στην εκεί αμερικάνικη πρεσβεία.Παρά τις καλές ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών και τη ρεαλιστική απόδοση της καθημερινότητας, αυθόρμητα γεννιέται το ερώτημα. Ε! Και λοιπόν;Ταινία για τις ανθρώπινες σχέσεις. Σχέσεις που λειτουργούν, δυσλειτουργούν, διαλύονται, τελειώνουν ή αρχίζουν. Μεταξύ συζύγων, γονιών, παιδιών, μεταξύ γειτόνων, συμμαθητών, κοριτσιών και αγοριών. Σχέσεις εγκλωβισμένες, στρεβλές, στο αποπνικτικό περιβάλλον ενός νέου, υπό οικιστική ανάπτυξη, μεσοαστικού προαστίου στο Λονγκ Αϊλαντ, στον ορίζοντα επέκτασης της Νέας Υόρκης, εκεί που ο νοοτροπίας νεόπλουτου Μίκι Μπάρτλετ μετακόμισε πρόσφατα με την οικογένειά του, από το υποβαθμισμένο Κουίνς, όπου το ετήσιο εισόδημα των κατοίκων δεν ξεπερνά τα 20-30.000 δολάρια ετησίως. Ο Μίκι Μπάρτλετ σκοπεύει να χτίσει στο οικόπεδό του και γήπεδο τένις κι ας μην παίζει κανείς τους τένις. Η κοινωνική ζωή εδώ αναλώνεται στα πάρτι της εκκλησίας, στη μίζερη μπυραρία και στο κυνήγι ελαφιών...
Παίζουν: Αλεκ Μπάλντουιν, Κιέραν Κούλκιν, Ρόρο Κάλκιν, Τζιλ Χένεσι, Σίνθια Νίξον, Τίμοθι Χάτον, Εμα Ρόμπερτς κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2008)।
ΛΑΣΕ ΧΑΛΣΤΡΕΜ: Αγαπημένε μου Τζον
Σε περίπτωση που, για οποιονδήποτε λόγο αναζητήσετε το ομότιτλο μυθιστόρημα του βασιλιά των σιροπιαστών ρομάντζων Νίκολας Σπαρκς, να ψάξετε στα σούπερ μάρκετ στα ράφια ανάμεσα σε απορρυπαντικά και βατραχοπέδιλα.Αλλά και η ταινία, παλιομοδίτικο φωτορομάντζο για τηλεοπτικό κοινό απογευματινής ζώνης, δεν αξίζει καλύτερη μοίρα, αφού ο γλυκανάλατος Λάσε Χάλστρεμ φροντίζει, πάση θυσία, να παράγει δακρύβρεχτα συναισθήματα είτε με τα πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματα, είτε με τις φεγγαρόλουστες βραδιές στην παραλία.Κεραυνοβόλος είναι ο έρωτας της πανέμορφης φοιτήτριας Σαβάνα και του λιγομίλητου στρατιώτη των Ειδικών Δυνάμεων Τζον και οι δύο για ολιγοήμερες καλοκαιρινές διακοπές κάπου στη Νότια Καρολίνα. Κι εκεί που είναι έτοιμοι να πάρουν ανατρεπτικές για τη ζωή τους αποφάσεις, έρχεται ο Μπιν Λάντεν και τους χωρίζει με την 11η Σεπτέμβρη. Ο στρατιώτης ξέχειλος από πατριωτισμό φεύγει κατευθείαν για το Αφγανιστάν που σκοτώνει κακούς και δίνει καραμέλες στα παιδάκια και η Σαβάνα επιστρέφει στις σπουδές της. Επιχρυσωμένα συναισθήματα και βαρύγδουπο μελόδραμα με στοιχεία προδοσίας, αρρώστιας, εγκατάλειψης, θανάτου και πολέμου πασπαλισμένα με νότα μελαγχολίας και χαμηλούς, σκοτεινούς τόνους.
Παίζουν: Τσάνινγκ Τέιτουμ, Αμάντα Σέιφριντ, Σκοτ Πόρτερ, Χένρι Τόμας, Ρίτσαρντ Τζέκινς κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
ΣΟΝ ΛΕΒΙ: Ραντεβού για παντρεμένουςΠρόκειται για την περιπέτεια του ζεύγους Φόστερ που περιλαμβάνει: διεφθαρμένους αστυνομικούς, γκάνγκστερ, κυνηγητό αυτοκινήτων, υπέρμετρο πιστολίδι και ατέλειωτη σειρά παρεξηγήσεων και συμπτώσεων, καταστάσεις πρωτόγνωρες και ενδιαφέρουσες ίσως για τους Φόστερ που πάσχουν από πλήξη και ανία, όχι όμως και για το θεατή που βαριέται και πλήττει θανάσιμα λόγω της κοινοτυπίας, της επανάληψης και της επανάκλησης πληθώρας κλισέ.
Η Κλερ και ο Φιλ Φόστερ από το Νιου Τζέρσι είναι ένα ζευγάρι επαγγελματιών με απαιτητικές δουλειές, με απαιτητικά παιδιά και προγραμματισμένες βραδινές εξόδους «ραντεβού για δύο», με στόχο τη φροντίδα και τη μέριμνα των μεταξύ τους σχέσεων. Σε μια τέτοια έξοδο «ραντεβού για παντρεμένους» αποφασίζουν να πάνε σε ένα καινούριο «ιν» στέκι στο Μανχάταν. Δυστυχώς, δεν προνόησαν να κλείσουν τραπέζι και θα κινδύνευαν να μείνουν εκτός δημοφιλούς και τρέντι εστιατορίου, εάν ο Φιλ δεν οικειοποιούνταν αυθόρμητα την ταυτότητα των Τρίπλχορν - ενός άλλου ζεύγους που ενώ έκλεισε τραπέζι ουδέποτε εμφανίστηκε - ώστε να δικαιούται να οικειοποιηθεί και το τραπέζι τους. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.Παίζουν: Τίνα Φέι, Στιβ Καρέλ, Μαρκ Γουόλμπεργκ, Ρέι Λιότα, Μίλα Κούνις, Τζέιμς Φράνκο, Μαρκ Ράφαλο, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010)।
ΜΑΡΚ ΣΤΙΒΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ: Κάποτε στη Ρώμη
Ανάξιο λόγου. Μετριότατη, φτηνιάρικη, σαχλή ιστορία με γλυκανάλατους και μπαγιάτικους αστεϊσμούς, χωρίς ούτε για δείγμα κάποια καινούρια ιδέα που θα μπορούσε να ενταχθεί και να λειτουργήσει στα πλαίσια μιας ρομαντικής ολιγοβαρούς κωμωδίας, με αρκετά ηχηρά ονόματα ηθοποιών σε σύντομα διακοσμητικά περάσματα μπροστά από την κάμερα.Η άτυχη στις συναισθηματικές της σχέσεις Μπεθ Χάρπερ βρίσκεται στη Ρώμη για το γάμο της αδελφής της. Εκεί γνωρίζει τον Νικ, τον ερωτεύεται, αλλά όταν τον βλέπει με άλλη, μεθάει και πηγαίνει στη Φοντάνα του Ερωτα - μέχρι κι αυτή είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτη. Πρόκειται περί κατασκευής που στήθηκε στην Πιάτσα Μποργκέζε αποκλειστικά για τις ανάγκες του φιλμ. Η Μπεθ κλέβει από τον πάτο του σιντριβανιού νομίσματα που έχουν ρίξει ερωτευμένοι που αποζητούν απελπισμένα ανταπόκριση. Με το που η Μπεθ επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, διαπιστώνει άνοδο των μετοχών της, πολλοί και διάφοροι στήνονται στην ουρά να την φλερτάρουν, αυτή όμως επιμένει στον Νικ και ο Νικ την θέλει, εκείνη όμως δεν ξέρει αν αυτός την θέλει πραγματικά ή όχι...Παίζουν: Κρίστεν Μπελ, Τζος Ντιχαμέλ, Γουίλ Αρνετ, Ντάνι Ντε Βίτο, Αντζέλικα Χιούστον, Ντον Τζόνσον, Αλέξις Τζιένα κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Παρασκευή 7 Μάη 2010
No comments:
Post a Comment