Sunday, May 30, 2010

«Το να ζεις στη σηµερινή εποχή είναι σχεδόν ηρωικό»

  • Του Παύλου Θ. Κάγιου, ΤΑ ΝΕΑ, 29/05/2010
  • Ο πολυβραβευµένος έλληνας σκηνοθέτης µιλάει για την Ελλάδα των ταινιών του και του σήµερα, µε αφορµή τη µεγάλη προσφορά των «ΝΕΩΝ»
«Η πιο προφητική ταινία µου είναι ο “Μεγαλέξανδρος”, καθώς µιλάει για την ανάγκη ενός οδηγητή που θα πάει µπροστά την Ιστορία» υποστηρίζει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, χωρίς να ξεχνάει ότι «αυτοί, εκπροσωπούν την ουτοπία και µόνο προσωρινά µπορούν να οδηγήσουν για λίγο την Ιστορία... Οι “Κυνηγοί” είναι η πιο σατιρική και γεµάτη ειρωνεία ταινία µου πάνω στην αστική τάξη».

Για το «Ταξίδι στα Κύθηρα», την ταινία που θα κυκλοφορήσει µε «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» στις 5/6, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος λέει: «Είναι η πιο δραµατική ταινία µου, µε πιο πολλή Ελλάδα µέσα της. Είναι και η πιο µουσική µου ταινία» (από εδώ αρχίζει η συνεργασία του µε την Ελένη Καραΐνδρου, που διαρκεί µέχρι σήµερα).

Στην ταινία, ένας σκηνοθέτης του κινηµατογράφου κουρασµένος απ’ τις µυθοπλασίες, αναζητά µια ιστορία ουσιαστική και προσκολλάται σ’' έναν γέρο που πουλάει λεβάντες στον δρόµο, τον Σπύρο: έναν πρώην κοµµουνιστή, εξόριστο στην Τασκένδη, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα ύστερα από 32 χρόνια εξο ρία. Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέµου, γίνεται µάρτυρας ενός ξεπουλήµατος της γης και των ιδεών και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο δεν µπορεί να συµπλεύσει µε την πραγµατικότητα που συναντά. Αποµονώνεται. Δεν µπορεί να επικοινωνήσει µε τα παιδιά του, µε τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υποµονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί µέχρι το τέλος, µέχρι το τελευταίο του ταξίδι.

Στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» είχατε για πρωταγωνιστές τον µυθικό Μάνο Κατράκη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο µε τη Μαίρη Χρονοπούλου. Πώς ήταν αυτή η συνεργασία;
Ηταν η τελευταία εµφάνιση του Μάνου Κατράκη στο σινεµά και, όταν βγήκαµε από την προβολή στο Φεστιβάλ των Καννών, γύρισε και µου είπε συγκινηµένος «είχες δίκιο», εννοώντας κάποιες υποδείξεις µου την ώρα των γυρισµάτων για τις οποίες είχε διαφορετική γνώµη. Ο Μάνος Κατράκης ήταν ένα τεράστιο κεφάλαιο στη µεταπολεµική ελληνική πραγµατικότητα. Οσο για τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, ήταν τόσο πράος και συνεργάσιµος!

Καθόταν µε τις ώρες στο γραφείο µε το σενάριο, σαν µαθητούδι. Και η Μαίρη Χρονοπούλου ήταν τέλεια, έκανε µεγάλη ερµηνεία. Λυπάµαι πολύ για την περιπέτεια της υγείας της, η Φοίβη πάει και την επισκέπτεται.

Το «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Οι Κυνηγοί» και ο «Μεγαλέξαντρος» είναι η νέα προσφορά των «ΝΕΩΝ», µετά τον «Θίασο», τις «Μέρες του ’36» και την «Αναπαράσταση» των οποίων η κυκλοφορία έγινε sold out.

Εχουν περάσει πάνω από 40 χρόνια από την πρώτη ταινία του, αλλά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος συνεχίζει να συνδιαλέγεται µε τον «Χρό νο» και την «Ιστορία»... Κι όµως, «η σηµερινή µοίρα του ανθρώπου πάνω στη Γη δεν είναι καλύτερη, κι αυτό όχι εξ αιτίας της πρόσφατης οικονοµικής κρίσης» µας λέει και εξηγεί: «Σήµερα δεν έχουµε κανένα σηµείο αναφοράς, όπως παλιά, κι αυτό είναι παγκόσµιο πρόβληµα, όχι µόνο ελληνικό. Παντού στο κόσµο δεν υπάρχει κάτι να πιστέψεις».

Εσείς υπάρχετε µέσα σε αυτές τις τρεις ταινίες, αλλά και στις άλλες, ή µόνο η «Ιστορία», η «Ελλάδα» και ο «Χρόνος»;
Επί χούντας ήµουν εδώ, δεν έφυγα. Με χιλιάδες προβλήµατα γύρισα τον «Θίασο» τις «Μέρες του ΄36» ως συνέχεια ενός διαλόγου µε τον Χώρο και την Ιστορία, που είναι και η δική µου ιστορία. Η Ελλάδα είναι και κάτι άλλο εκτός από την «οικονοµική δίνη» στην οποία βρίσκεται τελευταία. Σε αυτή την κρίση που ζει η χώρα µας, να διαλέξουµε να µείνουµε εδώ, να µην την εγκαταλείψουµε, όπως είχαν κάνει πολλοί στη διάρκεια της επτάχρονης χούντας.

Και στην Ελλάδα, η νεολαία πώς είναι;
Η εξέγερση της νεολαίας τον Δεκέµβριο του 2008 έδειξε ότι τα νέα παιδιά είναι ζωντανά, ανησυχούν, πνίγονται. Δεν είχαν όµως σηµείο αναφοράς και εκτονώθηκαν µε βία. Η βία δεν είναι φαινόµενο που βγαίνει στα καλά καθούµενα. Ο Μάης του ΄68 «ήταν µια εξέγερση µε ελπίδα» έχει πει ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ. Η εξέγερση των δικών µας νέων ήταν χωρίς ελπίδα.

Πιστεύετε ότι η Ελλάδα κινδυνεύει µε πτώχευση;
Πολλοί ξένοι οικονοµολόγοι µου λένε ότι σίγουρα θα πτωχεύσουµε, και παντού στο εξωτερικό αυτή η αίσθηση υπάρχει...

Βλέπετε διέξοδο;
Ελπίζω - αν και δεν το πιστεύω - σ’ ένα ηµίφως, σε µια διέξοδο. Ισως το αύριο να είναι µια ανοιχτή πόρτα. Ο καθένας µας πρέπει να γίνει αυτός που θα ελπίζει, θα πιστεύει και θα προχωράει. Ο Χέντερλιν έχει πει «Στα σκοτεινά οδεύουµε. Στα σκοτεινά προχωράµε. Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά». Το να ζει κανείς, βέβαια, στη σηµερινή εποχή, είναι σχεδόν ηρωικό.
Το νέο ελληνικό σινεµά εντυπωσιάζει τα τελευταία χρόνια.
Χαίροµαι πολύ που υπάρχουν αρκετοί νέοι σκηνοθέτες µε ενδιαφέρουσες ταινίες, οι οποίες µάλιστα δεν διακρίθηκαν µόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Σαν τον «Κυνόδο ντα» του Γιώργου Λάνθιµου και άλλες ταινίες, όπως τη «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα, την πολύ τολµηρή ταινία «Μέσα στο δάσος» του Αγγελου Φραντζή, τη «Χρυσόσκονη» της Μαργαρίτας Μαντά, το «Ricordi mi» της Στέλλας Θεοδωράκη ή την παλαιότερη «Δι όρθωση» του Θάνου Αναστόπουλου. Κάτι γίνεται στο ελληνικό σινεµά, που είχε πολλά χρόνια να συµβεί κάτι ανάλογο. Εκτός από το ταλέντο, η µατιά πάνω στη ζωή και η σκέψη των νέων σκηνοθετών, είναι κάτι πολύ ξεχωριστό και νοµίζω ότι θα κάνουν σηµαντικά και ιδιαίτερα έργα.

Πολυβραβευµένος
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935. Εκανε νοµικές σπουδές στο Πανεπιστήµιο Αθηνών, τις οποίες εγκατέλειψε προτού πάρει το πτυχίο του. Το 1961 φτάνει στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί µαθήµατα Γαλλικής Φιλολογίας, Εθνολογίας και Φιλµογραφίας στη Σορβόννη, µαθήµατα Κινηµατογράφου στη Σχολή Κινηµατογράφου ΙDΗΕC και στο Μusee de l’ Ηomme.

1964-1967 κριτικός κινηµατογράφου στην εφηµερίδα «Δηµοκρατική Αλλαγή». Το 1968 γύρισε την πρώτη του µικρού µήκους ταινία, «Εκποµπή». Το 1970, η πρώτη µεγάλου µήκους ταινία του, «Αναπαράσταση». Ταινία που σηµατοδότησε την αυγή του Νέου Ελληνικού Κινηµατογράφου. Εκτοτε, οι ταινίες του έχουν συµµετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και έχει κερδίσει πολλά βραβεία, τα οποία τον καθιέρωσαν παγκοσµίως ως έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηµατογράφου. Εχει αναγορευθεί επίτιµος διδάκτορας του Πανεπιστηµίου των Βρυξελλών, του Πανεπιστηµίου Χ. Ναντέρ στο Παρίσι και του Πανεπιστηµίου του Εσεξ.

ΙΝFΟ
Το «Ταξίδι στα Κύθηρα» θα κυκλοφορήσει µε «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» στις 5/6. Οι «Κυνηγοί» στις 12/6 και ο «Μεγαλέξανδρος» στις 19/6.

Βλέµµα στην «Αλλη θάλασσα»

Xωρίς λεπτό να ξαποσταίνει παρά τα 76 του χρόνια, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ετοιµάζει τη νέα, 14η µεγάλου µήκους ταινία του µε τίτλο «Η άλλη θάλασσα». «Δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο. Αν σταµατήσω να κάνω ταινίες θα πάθω κατάθλιψη. Το σινεµά είναι η αναπνοή µου, ορός ζωής» λέει απλά. Και τον ερχόµενο Δεκέµβριο ετοιµάζεται να πει «µοτέρ πάµε», σε «πείσµα της όποιας οικονοµικής συγκυρίας, καθώς το υπουργείο Πολιτισµού µου χρωστάει το τρίτο µέ ρος της τριλογίας µε απόφασή του επί υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου».

Ναι, αλλά εδώ κοντεύουµε να κηρύξουµε πτώχευση, θα σας πουν, τον πολιτισµό θα κοιτάµε;

«Επειδή υπάρχει οικονοµική κρίση, δεν σηµαίνει ότι θα αφήσουµε τον πολιτισµό να πεθάνει. Θα εί ναι τεράστιο λάθος να συµβεί αυτό. Ο πολιτισµός, έτσι κι αλλιώς, ελάχιστα χρήµατα ζητάει για να αναπνεύσει. Το υπουργείο πρέπει να πάρει τις ευ θύνες του, δεν µπορεί να σιωπά για όλα τα θέµα τα του πολιτισµού».

Με καυτό σηµερινό σενάριο και µε «µατιά» στη θύελλα της εποχής µας, «Η άλλη θάλασσα» - συµβολικά, η δράση του θα καλύπτει το διάστηµα µεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς - αρχίζει γυρίσµατα στις αρχές του νέου χρόνου. Η υπόθεση της ταινίας: ένας θίασος νέων κάνουν πρόβες σε ένα παλιό σινεµά για να ανεβάσουν την «Οπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ και να ενισχύσουν έναν καταυλισµό προσφύγων, αλλά και Ελλήνων που κοιµούνται σε διάφορα σηµεία της Αθήνας, του Πειραιά και της Πάτρας. Αλλά, τελικά, η «Οπερα της πεντάρας» δεν θα ανέβει ποτέ.

Αλλο ένα φινάλε τριλογίας...  
«Ναι, αλλά το λυπηρό, εφιαλτικό, είναι ότι µε παράγκες και πρόσφυγες ξεκίνησε η τριλογία στις αρχές του 20ού αιώνα, στο “Λιβάδι που δακρύζει”, µε µετανάστες-πρόσφυγες και έλληνες αστέγους τελειώνει».

Saturday, May 29, 2010

ΝΙΚ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ο «Ελληνάρας» που την έφερε στους Αυστραλούς

  • Δέκα χρόνια μετά την επιτυχία του στο «Wog boy», ο ελληνοαυστραλός κωμικός επιστρέφει στον ρόλο του «καπάτσου» Στιβ Καραμήτσου και στοχεύει στο Αιγαίο με την ταινία «Τhe kings of Μykonos»

Το μεγαλύτερο επίτευγμα του ηθοποιού- παραγωγού- σεναριογράφου Νικ Γιαννόπουλου είναι ότι κατάφερε να γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα της Αυστραλίας με «όπλο» του κάτι που ο ίδιος, μέσα του, απεχθανόταν. Μικρός, όταν μεγάλωνε στα περίχωρα Φίτζμορ και Ρίτσμοντ της Μελβούρνης, ο Γιαννόπουλος, όπως πολλά παιδιά ελλήνων μεταναστών της Αυστραλίας, άκουγε τους αυτόχθονες Αυστραλούς να τον αποκαλούν «wog»· το άκομψο και κακότροπο παρατσούκλι, που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να αποδοθεί «Ελληνάρας». Οχι και τόσο ευχάριστες παιδικές εμπειρίες για τον γεννημένο την 1η Ιουλίου του 1963 γιο ελλήνων μεταναστών από την Πελοπόννησο, οι οποίοι επιβίωναν κάτω από σκληρές συνθήκες (ο πατέρας του εργαζόταν σε εργοστάσιο της Ford).

Ωστόσο ο Γιαννόπουλος, που από πολύ νωρίς είχε καταλάβει ότι αυτό που ήθελε να γίνει ήταν ηθοποιός, άρχισε να μαζεύει όλες αυτές τις εμπειρίες στο αρχείο του εγκεφάλου του. Και θα περνούσαν αρκετά χρόνια από τη δεκαετία του ΄70 ως το 1989, όταν με την τηλεοπτική σειρά «Αcropolis now» ο ίδιος άνθρωπος θα «πετούσε» στην κορυφή της θεαματικότητας έχοντας αξιοποιήσει με χιούμορ όλες αυτές τις δυσάρεστες, «wog» αναμνήσεις. Υλικό του Γιαννόπουλου δεν ήταν μόνον τα προσωπικά βιώματά του αλλά και άλλων Ελληνοαυστραλών που είχαν βρεθεί στην ίδια θέση με τη δική του. Συλλέγοντας πληροφορίες και εμπειρίες, ο Γιαννόπουλος έκανε την προσωπική του κωμική «αποκρυπτογράφηση» του τι σημαίνει «wog» και κέρδισε το παιχνίδι. Η επιτυχία του ως «επίσημου» wog είχε αφετηρία το θέατρο, το οποίο σπούδασε από το 1981 ως το 1985, όταν πήρε το πτυχίο του στις Δραματικές Τέχνες από το Βικτωριανό Κολέγιο Τεχνών. Δύο χρόνια αργότερα ο «wog» της σόου μπίζνες είχε γεννηθεί. Το 1987 ο Γιαννόπουλος περιόδευσε σε όλη την Αυστραλία με το θεατρικό σόου «Wogs out of work», το οποίο περιέγραφε τις περιπέτειες μιας ομάδας Ελληνοαυστραλών που υπερηφανεύονταν για την καταγωγή τους. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, το σόου είδαν περίπου 750.000 άνθρωποι και η επιτυχία του ήταν το διαβατήριο του Γιαννόπουλου για την τηλεόραση. Η τηλεοπτική σειρά «Αcropolis now», όπου ο Γιαν νόπουλος υποδύθηκε έναν παρόμοιο ήρωα, ολοκληρώθηκε ύστερα από 58 επεισόδια, ενώ κατά τη διάρκειά της ο Γιαννόπουλος έκανε μια νέα περιοδεία, το «Αcropolis now live», η οποία είχε ανάλογο σουξέ.

Ξαφνικά το υποτιμητικό παρατσούκλι «wog» είχε γίνει κάτι σαν το αγγλοσαξονικό «σερ» και ο Γιαννόπουλος ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στη χώρα του down under. Το 1999 ο «wog» πέρασε στη μεγάλη οθόνη με τον «Ελληνάρα» («Τhe wog boy») σε παραγωγή και σενάριο Γιαννόπουλου, ο οποίος βεβαίως πρωταγωνιστούσε. Παίζοντας τον μπαγαπόντη «Ελληνάρα» Στιβ Καραμίτση, ο Γιαννόπουλος γεύθηκε ακόμη μια μεγάλη επιτυχία στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, όπου το φιλμ προβλήθηκε το 2000 και έκοψε 7 εκατ. εισιτήρια. Τα κέρδη του, περίπου 14 εκατ. δολάρια, ήταν ένα αστρονομικό ποσό συγκριτικά με το κόστος παραγωγής της ταινίας, η οποία υπήρξε επιτυχία και στη χώρα μας, όπου προβλήθηκε τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Ενα αστέρι είχε πια γεννηθεί και το αστέρι βραβευόταν. Το 2001 ο Νικ Γιαννόπουλος ανακηρύχθηκε κωμικός της χρονιάς στην Εκθεση Αυστραλέζικου Κινηματογράφου, ενώ έχει στην κατοχή του και το Βραβείο Μo, καλύτερου περφόρμερ κωμωδίας, για την περίοδο 1998/99.

Πέρασαν δέκα χρόνια από την εποχή του κινηματογραφικού θριάμβου και να που στις μέρες μας ο Στιβ ο «Ελληνάρας» ξανακτυπά- αυτή τη φορά στη Μύκονο. Με επικεφαλής τον Γιαννόπουλο, και πάλι στον ρόλο του Στιβ Καραμήτσου, η ταινία «Τhe kings of Μykonos» περιγράφει τις περιπέτειές του στο κοσμοπολίτικο νησί του Αιγαίου όπου, παρέα με τον κολλητό του (Βινς Κολόσιμο), έχει πάει για την παραλαβή της παραλίας Ρaradise και μιας ταβέρνας που του έχει αφήσει κληρονομιά ένας άγνωστος θείος. Ο Στιβ οραματίζεται καλοπέραση αν και, όπως αποδεικνύεται, έχει υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο καθώς η ανεπανάληπτη ντόπια ελληνική νοοτροπία κρύβει μπόλικες παγίδες. Συγγενείς και τοπικοί παράγοντες θα προσπαθήσουν να του βάλουν «τρικλοποδιές», η Εφορία του ζητάει ένα εκατομμύριο ευρώ ως φόρο κληρονομιάς και πάει λέγοντας... Ανέκαθεν ο Νικ Γιαννόπουλος ήθελε να γυρίσει μια ταινία στη χώρα μας την οποία επισκέφθηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 14 ετών. Ολα δείχνουν ότι το «Κings of Μykonos», που σκηνοθέτησε ο επίσης Ελληνοαυστραλός Πίτερ Ανδρικίδης, του πρόσφερε μια καλή ευκαιρία.

Τhe kings of Μykonos, ελληνοαυστραλέζικη συμπαραγωγή, με συμπρωταγωνιστές τους Ζέτα Μακρυπούλια, Αλεξ Δημητριάδη, Δημήτρη Σταρόβα και Μάνο Γαβρά. Θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 3 Ιουνίου.

Dennis Hopper, American film actor and icon, dies at 74

  • The Hollywood star, best known for his roles in Easy Rider, Apocalypse Now and Blue Velvet, has died from cancer
Dennis Hopper
Dennis Hopper, who died at his home in the Los Angeles suburb of Venice. Photograph: Sarah Lee
  • Dennis Hopper, the rogue talent who sparked a renaissance in American cinema, has died at the age of 74. The hard-living screen star died at his home in the coastal Los Angeles suburb of Venice at around 8am local time, surrounded by family and friends, Alex Hitz, a close friend, told Reuters. 
  • The actor and film-maker was believed to have been suffering from terminal cancer and was admitted to the Cedars Sinai Medical Centre shortly before Christmas. His recent months were mired by a messy and public divorce case with his fifth wife. In March, he appeared on Hollywood Boulevard when he was honoured with a star on the Walk of Fame. 
  • Hopper will perhaps be best remembered for his landmark 1969 movie Easy Rider, the film that introduced mainstream Hollywood to the counter-culture. His freewheeling tale of two bikers on an odyssey through America became one of the most successful independent pictures ever made, galvanising the industry and opening the doors for a new generation of film-makers that included Martin Scorsese, Steven Spielberg and Francis Ford Coppola. 
  • But Hopper was to prove too turbulent a personality to ever be regarded as a safe bet by the industry. His 1971 epic The Last Movie proved a critical and commercial disaster and his middle years were blighted by drug and alcohol abuse. He would later confess that he used cocaine in order to sober himself up for further drinking bouts. 
  • In front of the camera, he became known for compelling, wild-eyed performances in films such as Tracks, River's Edge and Apocalypse Now. Arguably his most memorable turn came as the psychotic, helium-snorting Frank Booth in Dennis Lynch's 1986 classic Blue Velvet. "You have to let me play Frank Booth," Hopper reportedly told Lynch at the time. "Because I am Frank Booth." 
  • After cutting his teeth at the fabled Actor's Studio in New York, he made his film debut alongside his friend James Dean in 1955's Rebel Without a Cause. He went on to work with Dean again on Giant and had a supporting role in the 1957 western Gunfight at the OK Corral. Other notable roles include The American Friend, Speed and True Romance. 
  • The failure of The Last Movie did not quite kill off Hopper's career as a film-maker. His directing credits include the acclaimed Out of the Blue and Colors, a Los Angeles gang saga that starred Sean Penn. In later years he found a fresh lease of life as a painter, photographer and collector of modern art. He married five times and is survived by his four children. 
  • "There are moments that I've had some real brilliance, you know," he reflected recently. "But I think they are moments. And sometimes, in a career, moments are enough."

Πραγματικότητες και κατοπτρισμοί

  • Αννα Λυδάκη: Μέσ' από την κάμερα. Κινηματογράφος και κοινωνική πραγματικότητα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σ. 299, ευρώ 20,10
  • Η Αννα Λυδάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Κοινωνικής Λαογραφίας σήμερα στο Πάντειο -και ο όρος «κοινωνική λαογραφία» έχει εισαχθεί ακριβώς από τον καθ. Μιχάλη Μερακλή και τους μαθητές του, τον Βασίλη Νιτσιάκο και την Αννα Λυδάκη-, έχει αξιοσημείωτο ερευνητικό και διδακτικό έργο στο ενεργητικό της. Τέσσερα χρόνια επιτόπιας έρευνας με τους Τσιγγάνους της Αττικής απέφεραν δύο εξαιρετικές μελέτες: Μπαλαμέ και Ρομά. Οι Τσιγγάνοι των Ανω Λιοσίων (Καστανιώτης, 1977) και Οι Τσιγγάνοι στην πόλη. Μεγαλώνοντας στην Αγία Βαρβάρα (Καστανιώτης, 1998). Στο Ποιοτικές μέθοδοι κοινωνικής έρευνας (Καστανιώτης, 2001) δίνει την ακριβή θεωρητική της ματιά, η οποία κατηύθυνε όλη την εμπειρική της εργασία, που είναι άλλωστε και το ειδικό αντικείμενο της διδασκαλίας της, ενώ με το Ισκιοι και Αλαφροΐσκιωτοι. Λαϊκός λόγος και πολιτισμικές σημασίες (Ελληνικά Γράμματα, 2003) υπεισέρχεται στη μελέτη κειμενικών παραγωγών (ένα πιο κλασικό λαογραφικό αντικείμενο) και στη μέσω αυτών διαθλασμένη αναζήτηση κοινωνικών σχέσεων και σημασιών. Τώρα επιλεγει ένα άλλου είδους πολιτισμικό αντικείμενο, το κινηματογραφικό φιλμ, για να διερευνήσει τις δυνατότητες χρήσης του ως μέσου κοινωνικής καταγραφής και, αντιστρόφως, μέσου πρόσφορου για την ερμηνευτική ανασύσταση κοινωνικών σημασιών. 
  • «Στο πλαίσιο του μαθήματός μου Ποιοτικές μέθοδοι κοινωνικής έρευνας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου», γράφει, «στην ενότητα "Κινηματογράφος της αλήθειας" (Cinema verite) επί τρία συνεχή έτη πρόβαλλα την ταινία του Φ. Κουτσαφτή Αγέλαστος Πέτρα για να διδάξω στους φοιτητές πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, παράλληλα με τα κλασικά εργαλεία του ερευνητή (σημειωματάριο, μαγνητόφωνο, φωτογραφική μηχανή), και την κάμερα όταν κάνουν μια επιτόπια έρευνα με συμμετοχική παρατήρηση» (σελ. 117). Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Η Αγέλαστος Πέτρα του Κουτσαφτή στάθηκε ένα μοναδικό επίτευγμα του λεγόμενου κινηματογράφου-αλήθεια στο πλαίσιο μίας ούτως ή άλλως ατροφικής εθνικής κινηματογραφίας, όπου ειδικά το ντοκιμαντέρ έχει ακόμα μικρότερη παράδοση και δύσκολα θα μπορούσε κάποιος ν' αναφέρει τρία σημαντικά ελληνικά δείγματα του είδους. Η σπάνια ισορροπία ζωντανής αποτύπωσης ενός ειδικού ανθρωπογεωγραφικού τόπου -η πόλη της Ελευσίνας σήμερα- στο φως μιας διαχρονικής συνέχειας που υποβάλλεται ακατάπαυστα σε σπαραγματική μορφή, ποιητικής επιτέλεσης και ταυτόχρονα αναστοχασμού με αμιγώς κινηματογραφικά μέσα -το μοντάζ, ο λόγος «off» του σκηνοθέτη- είναι ένα πραγματικό μάθημα για τους κοινωνικούς ερευνητές, όσους τουλάχιστον αρνούμενοι τις σειρήνες της θετικιστικής αφαίρεσης παραμένουν προσηλωμένοι στη δέσμευση του συγκεκριμένου. Η Αννα Λυδάκη όχι μόνο αξιοποίησε αυτό το μάθημα, αλλά και το έλαβε ως οδηγό -όπως τον «σαλό» ξεναγό στα ρημαγμένα τοπία, τον οποίον ακολουθεί συγκινημένο το μάτι της κάμερας- για να σκεφτεί εξαρχής τον κινηματογράφο σε αυτήν ακριβώς τη λειτουργία του: ως τελεστή αλήθειας.
  • Πιστή στη δύναμη της παραδειγματικής μορφής, επικέντρωσε το εγχείρημά της σε τέσσερις ελληνικές ταινίες: εκτός από την Αγέλαστο Πέτρα (2000) του Κουτσαφτή, επιλέγει Το δέντρο που πληγώναμε (1986) του Δ. Αβδελιώδη, τον Δρόμο προς τη Δύση (2003) του Κ. Κατζουράκη και τη Νοσταλγό (2004) της Ε. Αλεξανδράκη. Εκείνο που αμέσως παρατηρεί κάποιος είναι ότι τα δύο απ' αυτά τα φιλμ (Το δέντρο που πληγώναμε και Νοσταλγός) δεν είναι καθόλου ντοκιμαντέρ, ενώ η ταινία του Κατζουράκη παρουσιάζει μια πειραματική σύνδεση μυθοπλαστικών στοιχείων και στοιχείων ντοκιμαντέρ. Η επιλογή αυτή της Αννας Λυδάκη υποβάλλει αμέσως τη θέση που επιχειρεί να στηρίξει σε όλο το βιβλίο: ότι από την ίδια του τη φύση ο κινηματογράφος, ακόμη και όταν λειτουργεί ως καλλιτεχνική μυθοπλασία, είναι κατάφορτος με στοιχεία αλήθειας που υπεκφεύγουν την προσοχή ακόμα και του πλέον ρεαλιστή δημιουργού. Πόσες φορές οι τόποι των γυρισμάτων ή συμπτωματικές παρουσίες προσώπων και πραγμάτων που διεισδύουν απροσχεδίαστα στο πλάνο μάς έχουν μαγέψει ως θεατές, κλέβοντας κάποτε την προσοχή μας από την ίδια την πλοκή;
  • Βεβαίως, αυτές οι ιδιομορφίες του κινηματογραφικού μέσου είναι ήδη επισημασμένες, έχουν άλλωστε γίνει αντικείμενο εκτενούς αναστοχασμού από δημιουργούς και θεωρητικούς. Στην Εισαγωγή της, που επεκτείνεται κατά κάποιον τρόπο στο Κεφάλαιο 1 με τίτλο «Κινηματογράφος και κοινωνικές επιστήμες», η συγγραφέας επιχειρεί μια επισκόπηση αυτή ακριβώς της κινηματογραφικής φιλολογίας, η οποία υπηρετεί ως μία εν σμικρώ ιστορία του κινηματογράφου: οι απόψεις δημιουργών όπως ο Αϊζενστάιν, ο Τζίγκα Βερτόφ, ο Ο'Φλάερτι, ο Ζαν Ρους, ο Π.Π. Παζολίνι, ο Βιμ Βέντερς, και θεωρητικών όπως ο Λεβ Κουλέσοφ, ο Ζ. Kracauer, ο Β. Balazs, ο W. Benjamin, Α. Bazin, ο Ρ. Wollen κ.ά., εκτίθενται σε διαρκή συνομιλία, σκηνοθετημένη από την ίδια τη συγγραφέα, με τις αναζητήσεις κοινωνικών ερευνητών, κοινωνιολόγων, λαογράφων και ανθρωπολόγων, οι οποίοι αξιοποίησαν τα νέα οπτικοακουστικά μέσα για ν' αντλήσουν πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν την κοινωνική πραγματικότητα - να καταγράψουν τον χώρο, τα εργαλεία, τις ενδυμασίες, τους χορούς και τις τελετουργικές δράσεις των ανθρώπων... Και δείγμα εξαιρετικής ευσυνειδησίας τής Αννας Λυδάκη είναι ότι θεωρεί απαραίτητο ν' απογράψει επίσης όλη την ελληνική παραγωγή σε αυτό το πεδίο, τόσο από κινηματογραφικούς κριτικούς όσο και από κοινωνικούς επιστήμονες, τους οποίους εξαντλητικά παραθέτει.
  • Ενα σημείο που τονίζει με έμφαση είναι η λαϊκότητα του κινηματογράφου: «Το σημαντικό είναι ότι η τέχνη αυτή είναι λαϊκή, δεν απευθύνεται σε μια ελίτ, όπως άλλες τέχνες που σε αρκετές περιπτώσεις απαιτούν μια ιδιαίτερη παιδεία για την απόλαυσή τους. Είναι προσιτή σε όλους και συχνά έχω την εντύπωση ότι προσφέρει μια παραμυθία, όμοια μ' εκείνη των αφηγητών του παλιού καιρού» (σελ. 13)· και αλλού: «Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο κινηματογράφος αποτελεί μια λαϊκή τέχνη στην οποία ενυπάρχουν και όλες οι άλλες και είναι ένα πολιτισμικό προϊόν που γνωρίζει αποδοχή από το μαζικό κοινό, το οποίο εύκολα κατανοεί τα νοήματα της φιλμικής αφήγησης καθόσον η βασική του δομή μέσω των εικόνων ευθυγραμμίζεται με τον τρόπο οργάνωσης της πραγματικότητας και με τις διαδικασίες της λειτουργίας τής ανθρώπινης αντίληψης» (σελ. 81). Ιδίως ο παραλληλισμός της φιλμικής εξιστόρησης με τη λειτουργία του αφηγητή στις παραδοσιακές κοινότητες μου φαίνεται εξαιρετικά γόνιμος, ιδέα η οποία προσφέρει έναν μίτο για να ξανασκεφτούμε θεωρητικά τη φύση αυτής της ιδιόμορφης τέχνης και το ειδικό βάρος της μέσα στον νεωτερικό πολιτισμό. Δεν θα μπορούσαμε άραγε να στοχαστούμε τον κινηματογράφο ως την κατεξοχήν μοντέρνα μορφή μυθολογίας (με όλες τις πολυσχιδείς σημασίες του όρου);
  • Εν πάση περιπτώσει, το αποκορύφωμα του βιβλίου βρίσκεται στην «εκ του σύνεγγυς ανάγνωση» των τεσσάρων ταινιών που επιχειρεί η συγγραφέας. Εμπειρη θεάτρια η ίδια και παιδιόθεν γοητευμένη, όπως ομολογεί, από τα μάγια της κινηματογραφικής αίθουσας, συγκινείται και σκέφτεται ταυτοχρόνως - τόσο με το μάτι του κριτικού όσο και με το μάτι του κοινωνικού επιστήμονα. Ξεκαθαρίζει βέβαια ότι «η ανάγνωση των ταινιών που παρουσιάζονται [...] δεν επιχειρείται με το βλέμμα του κινηματογραφιστή ή του θεωρητικού τού κινηματογράφου που ενδιαφέρεται για την τεχνοτροπία, τα κινηματογραφικά ρεύματα, τις [...] κριτικές και αισθητικές προσεγγίσεις [...] ούτε αναχωρεί από μια συγκεκριμένη κινηματογραφική θεωρία. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι κάθε φορά το συγκεκριμένο φιλμ και η σχέση της κινηματογραφικής αναπαράστασης με την κοινωνική πραγματικότητα» (σελ. 89). Ωστόσο ανασυνθέτει με περισσή επάρκεια τη χωροχρονική τοπογραφία της αιώνιας παιδικής ηλικίας στο φιλμ του Αβδελιώδη, μέσ' από τους καθορισμούς ενός καλοκαιριού του 1960 σ' ένα χωριό της Χίου, αποκρυπτογραφώντας τα σύμβολα του σκηνοθέτη, όπως το κατώφλι του σπιτιού, την κρίσιμη ώρα («ντάλα μεσημέρι»), τους ήχους της φύσης, τα γαβγίσματα, τα πουλιά και τα τζιτζίκια, τις εικόνες των μεγάλων, τον «αφελή» λόγο του αφηγητή - με τη συνδρομή της Ποιητικής τού χώρου του G. Bachelard, απ' όπου και ο υπότιτλος «Το πρώτο μας σύμπαν»... Ομοίως, στην πολύ διαφορετική διάταξη της ταινίας του Κατζουράκη, όπου η κοινωνιολογική οπτική εμπεριέχεται ήδη στις προθέσεις του σκηνοθέτη, ανασυγκροτεί με λεπτότητα το άδηλο νόημα των εικόνων -η «πόλη» ως μη τόπος, κ.λπ.- και αποτιμά εύστοχα τη χρήση εικαστικών στοιχείων που με τον στατικό τους χαρακτήρα υποβάλλουν διαρκώς τη «μαρμαρωμένη ζωή», ή θεατρικών στοιχείων που ανακινούν τη ρευστότητα και τη διάλυση των ταυτοτήτων... Επίσης, θεωρεί απαραίτητο να προτάξει εδώ μια σύντομη επισκόπηση του θέματος «μετανάστευση» στην προηγούμενη ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
  • Στη Νοσταλγό της Ε. Αλεξανδράκη η Αννα Λυδάκη αφιερώνει σχεδόν διπλάσια έκταση απ' ό,τι στις άλλες ταινίες. Επειδή εδώ, ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και στη φιλμική μορφοποίηση, παρεμβάλλεται μία προηγούμενη καλλιτεχνική μορφοποίηση, η γλωσσική αφήγηση· οπότε, εκτός από τα προβλήματα που γεννά η ανασύσταση του πραγματικού με όρους καλλιτεχνικής μορφής, εγείρεται το πρόσθετο πρόβλημα των σχέσων ανάμεσα σε δύο ασύμμετρες καλλιτεχνικές μορφές. Εν προκειμένω είναι η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος, αφού η ταινία έχει βασιστεί σε μία νουβέλα του Παπαδιαμάντη, στην κινηματογραφική ανάπλαση της οποίας η σκηνοθέτις παρεμβάλλει κομμάτια παρμένα από άλλα παπαδιαμαντικά αφηγήματα· αντί να μείνει πιστή στις πραγματολογικές λεπτομέρειες, τις τροποποιεί ελεύθερα προκειμένου να παραμείνει πιστή στο ύφος, δηλαδή στην «ατμόσφαιρα» της αφήγησης. Αυτή η «αναπαράσταση της αναπαράστασης», όπως εύστοχα την αποκαλεί η συγγραφέας (σελ. 182), μας φέρνει στην καρδιά του ερωτήματος, όχι μόνο πώς διαθλώνται τα στοιχεία της πραγματικότητας καθώς «μεταφράζονται» σε διαφορετικές αφηγηματικές γλώσσες, αλλά και κυρίως τι σημαίνει «αφηγούμαι». Εδώ, παρεκβαίνοντας σε μεγάλες στιγμές της αφηγηματολογικής θεωρίας, από τον Λούκατς και τον Μπαχτίν μέχρι τον G. Genette, η Αννα Λυδάκη αποκαθιστά με ευκρίνεια τα διάφορα επίπεδα της αισθητικής κατασκευής και τα επιμέρους θεματικά συστατικά που υπεισέρχονται σε αυτήν, ανασυγκροτώντας τη διαδρομή του νοήματος μέσ' από τις πολλαπλές διαθλάσεις του. Διότι εξυπακούεται --πρέπει να το πω, μιας και η συγγραφέας δεν το λέει ρητά-- πως υφίσταται νόημα το οποίο δεν είναι απλή αφηγηματολογική κατασκευή, ένα «effe πραγματικότητας», το οποίο, υποτίθεται, παράγει αφ' εαυτού το αφηγηματικό μέσον: και αυτό είναι, ακριβώς, η μη αναγώγιμη σε κανένα συμβολικό (ή Συμβολικό) κοινωνική πραγματικότητα.

Η Αυτοβιογραφία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν


Γράφει η Ρούλα Γεωργακοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ, 29/05/2010 

ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920, ΠΑΙΔΙ ΑΚΟΜΗ, Ο
ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΕΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ
ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΥ
ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ, ΕΝΑΝ ΜΑΓΙΚΟ ΦΑΝΟ, ΠΡΟΔΡΟΜΟ
ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΠΡΟΤΖΕΚΤΟΡΑ. ΚΛΕΙΝΕΤΑΙ
ΣΤΗΝ ΝΤΟΥΛΑΠΑ, ΓΥΡΙΖΕΙ ΤΗ ΜΑΝΙΒΕΛΑ
ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ
ΥΠΑΡΞΗΣ ΑΡΧΙΖΕΙ 
Φωτογραφία
  • Η αυτοβιογραφία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν με τίτλο Laterna Μagica κυκλοφόρησε στη Σουηδία το 1987 και η πρώτη ελληνική του έκδοση από τον Κάκτο δύο χρόνια αργότερα σε μετάφραση του Θόδωρου Καλλιφατίδη. Εκείνα τα χρόνια το ελληνικό κοινό ήταν μαγεμένο από την ταινία Φάνυ και Αλέξανδρος ενώ στις πάμπολλες κινηματογραφικές λέσχες της χώρας οι Αγριες Φράουλες και οι Κραυγές και ψίθυροι παίζονταν σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τη Νύχτα των σαλτιμπάγκων και την Εβδομη σφραγίδα. Ο Μαγικός φανός (Μαγική κάμερα, στην πρώτη του έκδοση) έπεσε τότε ως μάννα εξ ουρανού, οι έλληνες κριτικοί αποστήθιζαν τα τσιτάτα του και κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι λίγα χρόνια αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι θα έβρισκαν επιχειρήματα να δοξάσουν τα μπλοκμπάστερς που είχαν αρχίσει να παράγονται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κι ας διαδήλωνε ο Γούντι Αλεν στους δρόμους του Μανχάταν την μπεργκμανική του θλίψη αγκαζέ με τη νευρική Νταϊάν Κίτον. Σάμπως κι αυτός δεν θα υπέκυπτε λίγα χρόνια αργότερα στην τουριστική φωτογένεια της Πηνελόπης Κρουζ;
  • Η σημερινή ολοκληρωμένη επανέκδοση του έργου σε νέα μετάφραση μοιάζει να προκαλεί την εποχή και να στέλνει ανοιχτή πρόσκληση ευαισθησίας και μαθητείας στο νεώτερο, το μπεργκμανικά ανέγγιχτο, κοινό. Για να δούμε ποιος θα βάλει το δάχτυλο στην πρίζα για ν΄ ανάψει ο μαγικός φανός...
  • Οταν ο Ερνστ Ινγκμαρ Μπέργκμαν κλείστηκε στην ντουλάπα και γύρισε για πρώτη φορά τη μανιβέλα της κινηματογραφικής του μηχανής πρέπει να ήταν επτά ετών. «Μπορώ ανά πάσα στιγμή να θυμηθώ τη μυρωδιά του θερμού μετάλλου, τη μυρωδιά του σκοροκτόνου και τη σκόνη στην γκαρνταρόμπα, τη μανιβέλα στο χέρι μου, το τρεμάμενο παραλληλόγραμμο στον τοίχο» γράφει περισσότερο από εξήντα χρόνια αργότερα.
Διάβολε, ευλόγησον
  • Ο σπουδαίος σκηνοθέτης και διανοητής ήταν κοντά εβδομήντα ετών όταν δούλευε την αυτοβιογραφία του. Για να κάνει το μοντάζ χρησιμοποίησε τη σωματική μνήμη κι έτσι το πολυσέλιδο πόνημα πήρε ζωή και απέκτησε συναρπαστική συνοχή χωρίς διόλου να υπαινίσσεται τη λογοτεχνία. Ο γιος τού αυταρχικού παπά και μιας ευαίσθητης πλην υποταγμένης μητέρας ανακαλύπτει τις κατά μόνας ηδονάς και διακόπτει τις σχέσεις του με τον Θεό. «Διάβολε, ευλόγησον και σώσον ημάς, Διάβολε, στρέψον το πρόσωπό σου προς ημάς και δος ημίν κάνα γαμήσι». Ετρωγε τακτικά ξύλο, κατουριόταν απάνω του, επιθυμούσε διακαώς να δείρει τα αδέλφια του και υπέμενε καρτερικά τον «πολιτισμό» της οικογένειας: «Η ανατροφή μας βασιζόταν ως επί το πλείστον σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση και ευσπλαχνία, συγκεκριμένοι παράγοντες στις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους, όπως με τον Θεό. Πιθανώς αυτή η κατάσταση να συνετέλεσε και στην άνευ αντιρρήσεων παραδοχή του ναζισμού».
  • Πράγματι όταν πολλά χρόνια αργότερα ετοιμάζει την ταινία Το αυγό του φιδιού o Μπέργκμαν θυμάται την επίσκεψή του στη Γερμανία του Χίτλερ, τη φιλοξενία του από μια γερμανική οικογένεια και δίνει τα κλειδιά της ναζιστικής πλημμυρίδας: «Την Κυριακή η οικογένεια πήγε στη λειτουργία. Το κήρυγμα του πάστορα με έκανε να απορήσω. Δε μίλησε ορμώμενος από τα Ευαγγέλια αλλά από το ο Αγώνας μου. Πολλοί φορούσαν στολή και άδραξα αναρίθμητες φορές την ευκαιρία να σηκώσω το χέρι και να φωνάξω χάιλ Χίτλερ». Παράλληλα με τη χιτλερική έξαψη στο ίδιο ταξίδι ο νεαρός Μπέργκμαν ακούει κρυφά για πρώτη φορά στο γραμμόφωνο αποσπάσματα από την «Οπερα της πεντάρας» και αναρωτιέται γιατί τόση μυστικότητα: «Ο Μπρεχτ και ο Βάιλ είναι απαγορευμένοι» του λέει ένα Γερμανόπουλο. «Αγοράσαμε τους δίσκους από το Λονδίνο και τους μπάσαμε λαθραία».

    Ενας απάνθρωπος ανθρωπιστής

    Το πάθος του για τον Στρίντμπεργκ και η λατρεία του για τον Ταρκόφσκι συνοψίζουν το καλλιτεχνικό πάνθεον του Μπέργκμαν. Οταν όμως ήρθε η ώρα του να γυρίσει ταινίες με αμερικανικά κεφάλαια και να δοκιμάσει τις χολιγουντιανές facilities τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Κάθε άλλο: «Ο κιτρινιάρης και δηλητηριώδης ουρανός του Λος Αντζελες, Το επίσημο γεύμα με σκηνοθέτες και ηθοποιούς» γράφει αναφερόμενος σε ένα ταξίδι του με την Ινγκριντ Τούλιν στη σχολή κινηματογράφου του L.Α. «Το απερίγραπτο δείπνο στο παλάτι του Ντίνο ντε Λαουρέντις με θέα στην πόλη και στον Ειρηνικό. Η γυναίκα του Συλβάνα Μάγκανο, η απόλυτη καλλονή από τη δεκαετία του 1950 μεταμορφωμένη σε περιπλανώμενο σκελετό με τέλεια μακιγιαρισμένο κρανίο και ανήσυχα πληγωμένα μάτια. Το απαίσιο φαγητό, η γλοιώδης και αδιάφορη φιλικότητα».

    Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

    Για τον σοβαρό μελετητή που ενδιαφέρεται να διεισδύσει στη δημιουργική βάσανο του σκηνοθέτη και να διαβάσει τα ημερολόγια εργασίας του όταν ανέβαζε στο θέατρο το «Ονειρόδραμα» φερ΄ ειπείν ή όταν σκηνοθετούσε τη «Σιωπή» και το «Φάνυ και Αλέξανδρος», το βιβλίο είναι πραγματικός θησαυρός. Αλλού ο Μπέργκμαν μιλάει καθαρά και ξάστερα για τον φόβο του θανάτου, και την αδιαπερατότητα του «άλλου», στοιχεία που διαπέρασαν ολόκληρο το έργο του αλλά και την πραγματική ζωή του γεμίζοντάς την με ημιτελείς έρωτες, παρατημένα παιδιά, θυμωμένες συζύγους. Η τελειωτική και ίσως συμβολική σύγκρουση της μη δοτικής του φύσης ήταν πάντως με τη σουηδική εφορία. Ο ίδιος αφιερώνει πολλές σελίδες φορτωμένες με εξαντλητικές και μάλλον αδιάφορες λεπτομέρειες σχετικά με τη φυλάκιση του και την αυτοεξορία του λόγω των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεών του.

    Τόσα χρόνια μετά, η περίφημη μπεργκμανική τσιγκουνιά φαίνεται ότι δεν έχει να κάνει με τα λεφτά αλλά μάλλον με την απόφασή του να πληρώσει την ψυχικά δύσκαμπτη γενέτειρά του με το ίδιο νόμισμα.

Ανθρώπινο μεγαλείο και τρελοκομείο του ΕΣΥ

  • ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ ΑΣΧΟΛΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ
  • «Καλημέρα γιατρέ», φωνάζουν οι φύλακες του Ιδρύματος Αποκατάστασης Αναπήρων στο Ιλιον μόλις βλέπουν τον Αργύρη Ξάφη. Οχι, δεν άλλαξε ιδιότητα ο καλός ηθοποιός. Εχει, όμως, βαρεθεί να του ζητάνε ιατρικές συμβουλές για κατάγματα και θλάσεις.
Οχι, δεν ετοιμάζεται να χειρουργήσει ασθενή ο Σωτήρης Γκορίτσας. Προετοιμάζει, όμως, με χειρουργική ακρίβεια το γύρισμα
  • Η παρεξήγηση οφείλεται στη λευκή ιατρική ρόμπα που του φόρεσε ο Σωτήρης Γκορίτσας για τη νέα του ταινία, «Απ' τα κόκαλα βγαλμένα», η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Δενδρινού. Ο Ξάφης υποδύεται έναν ρομαντικό ορθοπεδικό γιατρό, που ανακαλύπτει ότι η λευκή μπλούζα δεν είναι και τόσο άσπιλη και πως ο όρκος του Ιπποκράτη αθετείται κατά κόρον.
  • Μια νοσοκομειακή μονάδα βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία: νοσοκόμες κυκλοφορούν με φακέλους ασθενών, ασθενείς μεταφέρονται σε φορεία ή κάνουν περίπατο με τους ορούς, καροτσάκια με αντισηπτικά και γάζες τσουλάνε στους αποστειρωμένους διαδρόμους, γιατροί κρύβουν «φακελάκια» στις τσέπες τους. Ειδικά η τελευταία θα μπορούσε να είναι μια εικόνα βγαλμένη από την ελληνική πραγματικότητα. Και είναι, παρόλο που τη συναντάμε στο γύρισμα του Γκορίτσα. Γιατί ο πάντα πολιτικοποιημένος σκηνοθέτης αυτή τη φορά βάζει στο μάτι το εθνικό μας σύστημα υγείας.
  • Δεν άδραξε την ευκαιρία να είναι επίκαιρος, τώρα που οι έλεγχοι έβγαλαν στη φόρα ιατρικά σκάνδαλα. Είχε την ιδέα για την ταινία πολύ πριν τον προλάβει η τρέχουσα ειδησεογραφία. «Ο,τι βγαίνει σήμερα στη φόρα, ήταν γνωστότατο εδώ και χρόνια σε όσους είχαν κάποια επαφή με τη δημόσια υγεία και είχαν τα μάτια τους ανοιχτά», μας λέει σε ένα διάλειμμα από τα γυρίσματα. «Δεν έχει αλλάξει τίποτα, τα ίδια προβλήματα, η ίδια κακοδιαχείριση, ο ίδιος αγώνας κάποιων γιατρών μπας και κάτι αλλάξει, η ίδια κούραση και απογοήτευσή τους, και στο τέλος η προσαρμογή τους ή το δέλεαρ της ιδιωτικής υγείας, που χαμογελά στη γωνία πανευτυχής με το διαχρονικό αλαλούμ της δημόσιας».
  • Ενα τροχαίο ατύχημα, που είχε πριν από πέντε χρόνια, τον έκανε να ζήσει από κοντά την παράνοια του ΕΣΥ. Εχει και τον αδερφό του, που δουλεύει 20 χρόνια στον τομέα της δημόσιας υγείας, δεν μπορεί λοιπόν, όλο και κάποια ιστορία καθημερινής τρέλας θα του έχει διηγηθεί.
Ο ήρωας της ταινίας του πιάνει δουλειά σε δημόσιο νοσοκομείο ως ορθοπεδικός χειρουργός και ζει για τα καλά τον κυκεώνα του συστήματος. Πριν τον υποδυθεί, ο Αργύρης Ξάφης έπρεπε να ανέβει έναν προσωπικό «Γολγοθά», να παρακολουθήσει πραγματικές εγχειρήσεις. «Ημουν φοβητσιάρης και νόμιζα ότι θα... πεθάνω», λέει γελώντας. Εκανε όμως την καρδιά του πέτρα και μπήκε στο χειρουργείο, όπου πριόνια και καρφιά «περιποιούνταν» ένα γόνατο. Συμμαθητής του στα σεμινάρια ήταν και ο Δημήτρης Ημελλος, που υποδύεται έναν μάχιμο ορθοπεδικό -παλιά καραβάνα του νοσοκομείου.
Το ΕΣΥ και το ΕΓΩ
  • Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σε «κάτι που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός πριν από χρόνια και στο συντριπτικό κάταγμα μηρού του υγιούς πλέον αριστερού μου ποδιού», εξηγεί ο Σωτήρης Γκορίτσας. Η πρόθεσή του δεν είναι να σκανδαλολογήσει. «Η ταινία γίνεται με αγάπη για το Δημόσιο, όχι ως σύστημα υγείας, αλλά ως τόπο όπου οι άνθρωποι είναι μάχιμοι», μας λέει και ο Δημήτρης Ημελλος. Ενώ ο Αργύρης Ξάφης συμπληρώνει: «Εμπιστέψου το ΕΣΥ, παρά τα ιδιωτικά».
  • Ποια είναι, όμως, η ματιά του σκηνοθέτη; «Το ΕΣΥ και το ΕΓΩ. Ο άνθρωπος και το σύστημα. Το ότι μέσα σε αυτό το αχανές τρελοκομείο της Ελλάδας κάποιοι επιμένουν να κάνουν όσο καλά μπορούν τη δουλειά τους. Και δεν είναι βέβαια μόνο γιατροί· είναι άνθρωποι που συναντώ σε διαφορετικές δουλειές και σε κάνουν να αντέχεις αυτό που λέγεται "ζωή". Δεν δυσφημίζω κανένα σύστημα. Εχει περάσει καιρός από τότε που είχα άποψη για τα συστήματα. Η δουλειά μου είναι οι άνθρωποι, οι σχέσεις τους, τα όνειρα, η χαρά, η στενοχώρια τους. Πάντα θεωρούσα το νοσοκομείο, εκεί δηλαδή, που μπορεί και να... τελειώνουν τα ψέματα, έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα "δραματουργικά" χώρο, μια μικρογραφία της κοινωνίας μας σε στιγμή κρίσης».
  • * Παίζουν ακόμη: Μηνάς Χατζησάββας, Γιώργος Συμεωνίδης, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Βαγγέλης Μουρίκης, Μάκης Παπαδημητρίου, Μαρία Καλλιμάνη, Στέλιος Μάινας, Γιώτα Φέστα κ.ά. *

Τεράστια επιτυχία γνωρίζουν οι «Βασιλιάδες της Μυκόνου»

«Σπάει» τα ταμεία η ελληνοαυστραλέζικη κωμωδία «Βασιλιάδες της Μυκόνου» την πρώτη εβδομάδα της προβολής της σε 203 κινηματογράφους της Αυστραλίας. Η ταινία έχει σημειώσει ήδη εισπράξεις 1,8 εκατομμυρίων δολαρίων, αριθμός ρεκόρ για πρεμιέρα αυστραλιανής ταινίας.


  • "Οι εντυπωσιακές εισπράξεις, κατά τις πρώτες μέρες προβολής της ταινίας, δείχνει πως το κοινό θέλει την αυστραλιανή κωμωδία. Και ο πρωταγωνιστής της Νικ Γιαννόπουλος, προφανώς, ξέρει καλά το κοινό του", δήλωσε ο διευθυντής της εταιρίας The Ρaramount-Transmission, Ρίτσαρντ Πάϊτεν.
  • Ο δημοφιλής Ελληνοαυστραλός ηθοποιός Νικ Γιαννόπουλος επιστρέφει στον κινηματογράφο δέκα χρόνια μετά το "The Wog Boy", την πρώτη του επιτυχία το 2000, αλλά και στην Ελλάδα μέσα από ένα σενάριο, που έγραψε με τον Κρις Αναστασιάδη, που συνδέει τον τόπο καταγωγής του με την Αυστραλία. Η σκηνοθεσία είναι του Πίτερ Ανδρικίδη.
  • Η ταινία στοίχισε περίπου έξι εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας. Στο επιτελείο του Νικ Γιαννόπουλου ξεχωρίζουν οι Αλεξ Δημητριάδης, Βινς Κολόζιμο, Κοζίμα Κόπολα, Κέβιν Σόρμπο και Κώστας Κίλιας και από την Ελλάδα η Ζέτα Μακρυπούλια, ο Δημήτρης Σταρόβας και ο Μάνος Γαβράς.

ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ ΚΟΜΕΝΤΣΙΝΙ: «Στην Ιταλία απαγορεύεται να μείνεις έγκυος αν εργάζεσαι»

Francesca Comencini
Στη βραβευμένη και εξαιρετικά επίκαιρη ταινία «Μου αρέσει να δουλεύω» («Μi piace lavorare- Μobbing», 2004) η Φραντσέσκα Κομεντσίνι αποπειράται μια μελέτη των προβλημάτων της σύγχρονης ιταλίδας εργαζόμενης. Η δυσκολία μιας εταιρείας να απολύσει υπαλλήλους «μεταφράζεται» στην τακτική του «mobbing», σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι μετατίθενται συνεχώς, υποβιβάζονται σε ολοένα κατώτερα πόστα και τελικά οδηγούνται σε παραίτηση. Οι αληθινές ιστορίες ελκύουν την 51χρονη Κομεντσίνι, η οποία σκηνοθετεί από το 1984 ακολουθώντας τον δρόμο του πατέρα της, του κορυφαίου σκηνοθέτη Λουίτζι Κομεντσίνι , αλλά και της μεγαλύτερη αδελφής της, Κριστίνα. Της μιλήσαμε με αφορμή την προβολή ταινιών της στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ Ιταλικού Κινηματογράφου (συνδιοργάνωση Ταινιοθήκης της Ελλάδας και ιταλικής πρεσβείας).

- Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με το θέμα του «Μου αρέσει να δουλεύω»;

«Η ιδέα να κάνω μια ταινία σχετικά με το mobbing, μου ήλθε βλέποντας ένα ντοκυμαντέρ στην τηλεόραση, όπου έλεγαν ότι το mobbing χτυπά σχεδόν αποκλειστικά τις μητέρες. Οι ιταλικές εταιρείες θεωρούν τα παιδιά μεγάλο πρόβλημα και οι μητέρες γίνονται αποδέκτες κάθε είδους χτυπήματος. Με άλλα λόγια, στην Ιταλία είναι απαγορευτικό να μένεις έγκυος αν είσαι εργαζόμενη! Και αυτό στη χώρα όπου κυριαρχεί η ρητορική της μητρότητας. Εχω τρία παιδιά, επομένως το θέμα με άγγιξε βαθιά. Ηρθα σε επαφή με το μεγαλύτερο συνδικαλιστικό όργανο της χώρας, το CGΙL, και ξεκίνησα να συλλέγω πραγματικές ιστορίες. Η συναισθηματική φόρτιση των εξιστορήσεων που κατέγραφα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αποφάσισα να κάνω την ταινία χωρίς χρηματοδοτήσεις. Ολοι όσοι συμμετέχουν, το έκαναν με βάση μια πολιτική δέσμευση. Δεν πληρώθηκαν. Ελαβαν μόνο μια αποζημίωση εξόδων».

- Θεωρείτε ότι οι σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, σας βοήθησαν ως προς τη σκηνοθεσία;

«Υπήρξαν πολύ χρήσιμες, διότι πιστεύω ότι μια σκηνοθέτις πρέπει να ενδιαφέρεται για όλα, να έχει άποψη για τον κόσμο. Οι σπουδές μου με βοήθησαν να βάλω τάξη στη σκέψη μου, να θέσω ερωτήματα στον εαυτό μου και να τα ταξινομώ με τρόπο διαλεκτικό. Υπήρξαν χρήσιμες για μένα, όπως άλλωστε και τα αναγνώσματά μου, τα μουσεία που επισκέφθηκα, τα ταξίδια. Είναι πολύ σημαντικό για έναν σκηνοθέτη να κατανοεί τον κόσμο και την πραγματικότητα».

- Για ποιο λόγο όμως αποφασίσατε να μην ακολουθήσετε τις σπουδές σας και να στραφείτε στο σινεμά;

«Αποφάσισα να γυρίσω την πρώτη μου ταινία όχι για να κάνω κινηματογράφο, αλλά για να διηγηθώ μια ιστορία.Η πρώτη μου ταινία, “Ρianoforte”, μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, για την επιβίωση μέσα από μια εμπειρία εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Είχα πολύ επώδυνες εμπειρίες, είχα δει ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο να πεθαίνει και ένιωθα την ανάγκη να διηγηθώ αυτόν τον κόσμο, αυτό το πρόσωπο, αυτή την ιστορία.

Ο κινηματογράφος ήταν το μέσο για να επιστρέψει το φως της ζωής μέσα στη σκιά».
«Πρότυπό μου ο πατέρας μου»

- Κατά πόσο το επάγγελμα του πατέρα σαςεπηρέασε την απόφασή σας να γίνεται σκηνοθέτις;
«Η μορφή του πατέρα μου υπήρξε αποφασιστική- αν και ο ίδιος ήταν έντονα αντίθετος στο να κάνω αυτή τη δουλειά. Μπορεί κανείς να πει ότι έκανα την πρώτη μου ταινία σχεδόν εναντίον του! Αλλά έτρεφα τέτοια εκτίμηση σε αυτόν, ήμουν τόσο γοητευμένη από τη δουλειά του, που σίγουρα η επιθυμία να του μοιάσω έπαιξε τον ρόλο της. Αυτός ήταν το ανθρώπινο και το καλλιτεχνικό μου πρότυπο».

ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ  
  • Ταινιοθήκη Ελλάδας, Λαΐς, Ιερά οδός 48 και Μεγάλου Αλεξάνδρου, Γκάζι, τηλ. 210 3612.046 
  • Τρίτη 1 Ιουνίου, στις 20.50: «Μου αρέσει να δουλεύω Μobbing» 
  • Τετάρτη 2 Ιουνίου, στις 23.00: «Στο σπίτι μας»


Thursday, May 27, 2010

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας: Το κουαρτέτο έχασε τη λάμψη του

Το πνευματώδες χιούμορ αντικαταστάθηκε με ευκολίες και αστεία που δεν λειτουργούν
  • Του Παναγιωτη Παναγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/052010
Sex and the City 2**ΚΟΜΕΝΤΙ. Σκηνοθεσία: Μάικλ Πάτρικ Κινγκ. Ερμηνείες: Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, Κιμ Κατράλ, Σίνθια Νίξον, Κριστίν Ντέιβις, Κρις Νοθ, Τζον Κόρμπετ
  • ΚΡΙΤΙΚΗ. Από το 1998 που άρχισε να προβάλλεται στην τηλεόραση το «Sex and the City», η σειρά υπήρξε από τις εμβληματικές παραγωγές, που σηματοδότησαν την έναρξη της «νέας» τηλεόρασης. Με αιχμηρό χιούμορ, σκέψεις για τις σχέσεις, αναφορές στο σεξ που δεν μασούσαν τα λόγια τους και ένα λαμπερό πακέτο μόδας, το «Sex and the City» έγινε αυτομάτως από τις αγαπημένες σειρές του νέου –κυρίως γυναικείου– δυναμικού κοινού και οι τέσσερις πρωταγωνίστριες, πρότυπα γι’ αυτό.
Χωρίς κομψότητα
  • Η δημοφιλία των τεσσάρων ηρωίδων δεν μπορούσε να μείνει αναξιοποίητη μετά το τέλος της σειράς. Η πρώτη ταινία, πριν από δύο χρόνια, ήταν για τις ηρωίδες μια μετάβαση στην ωριμότητα, με το χιούμορ να υποχωρεί μπροστά στην ανάλυση των συντροφικών σχέσεων των χαρακτήρων.
  • Η νέα ταινία επιχειρεί να συνδυάσει δύο προφίλ, να επιστρέψει δηλαδή στις πιο χιουμοριστικές ρίζες της σειράς, συνεχίζοντας να παρουσιάζει τα οικογενειακά διλήμματα των ηρωίδων. Ομως το κάνει άτσαλα, χωρίς την κομψότητα και την τολμηρότητα που χαρακτήριζε τη σειρά. Το πνευματώδες χιούμορ έχει δώσει τη θέση του σε ευκολίες και σε αστεία που δεν λειτουργούν, παρά τις προσπάθειες και την εμπειρία των τεσσάρων ηθοποιών, οι οποίες γνωρίζουν τις ηρωίδες τους απ’ έξω κι ανακατωτά.
  • Με λίγα λόγια, η Κάρι, που είναι παντρεμένη με τον Μπιγκ, πλήττει με την ήσυχη ζωή του ζευγαριού, η Σάρλοτ ταλαιπωρείται από τις απαιτήσεις των κοριτσιών της και τις υποψίες πως ο άντρας της την απατά με την νταντά, η Μιράντα παραιτείται όταν το νέο της αφεντικό την υποβαθμίζει και η Σαμάνθα αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της εμμηνόπαυσης.
  • Ενα ταξίδι στο Αμπού Ντάμπι, με την πρόσκληση ενός σεΐχη, θα δώσει την ευκαιρία στις φίλες να ξαναγίνουν δεμένο κουαρτέτο και να βρουν τον χρόνο να ξεκαθαρίσουν τα προσωπικά τους προβλήματα.
  • Είναι κρίμα που το σενάριο δεν δίνει αρκετές ευκαιρίες στο καστ να αναπτύξει ακόμη περισσότερο τους χαρακτήρες. Τα ζητήματα και η ανάπτυξή τους είναι απολύτως επιφανειακά και το μόνο που ξεχωρίζει είναι τα αμέτρητα ρούχα και η επίδειξη πολυτέλειας, που χτυπάει στο μάτι ακόμη και ως κινηματογραφική φαντασίωση. Το «Sex and the City 2» είναι μια μέτρια ταινία, αλλά περισσότερο είναι μια απογοήτευση για τους πιστούς φίλους της σπιρτάδας που χαρακτήρισε τη σειρά. Τουλάχιστον τα παλιά επεισόδια προβάλλονται σε επανάληψη.
  • Μηχανή του χρόνου για γέλια και για κλάματα
  • Του Δημητρη Mπουρα
Ενα τρελό τρελό τζακούζι *ΚΩΜΩΔΙΑ. Σκηνοθεσία: Στιβ Πινκ. Ερμηνεία: Τζον Κιούζακ, Κρεγκ Ρόμπινσον, Ρομπ Κόρντρι, Κλαρκ Ντιουκ.
  • ΚΡΙΤΙΚΗ. Το 2000, ο Τζον Κιούζακ έζησε μία από τις καλύτερες στιγμές του, στη διασκευή του βιβλίου του Νικ Χόρνμπι «High Fidelity» από τον Στίβεν Φρίαρς, (αμπελο)φιλοσοφώντας γύρω από το «ψαγμένο» ροκ των ’80s και τη μελαγχολία της γενιάς του. Στην ίδια εποχή μάς μεταφέρει σήμερα στο «Ενα τρελό τρελό τζακούζι» του Στιβ Πινκ (ένας εκ των σεναριογράφων του «High Fidelity»). Η χθεσινή ταινία ήταν μια διακριτική κομεντί με γούστο, η σημερινή αρκείται στο χοντροκομμένο χιούμορ με την επίφαση ενός σύγχρονου σπλάστικ.
  • Ο Ανταμ (Κιούζακ), ο Λου (Ρομπ Κόρντρι) και ο Νικ (Κρεγκ Ρόμπινσον) είναι σαραντάρηδες και κάτι, όμως αισθάνονται μεγαλύτερο βάρος στις πλάτες τους . Ο Ανταμ είναι στα πρόθυρα κατάθλιψης λόγω χωρισμού και διαρκώς εκνευρισμένος με τον ανιψιό του, τον 20χρονο Τζέικομπ, ο οποίος δεν αφήνει το 3G κινητό από τα χέρια του. Ο εργένης Λου είναι αλκοολικός, ενώ ο παντρεμένος Νικ, που εργάζεται σε ένα κομμωτήριο σκύλων, λυπάται γιατί δεν έγινε μουσικός.
  • Οι τρεις φίλοι πιάνουν πάτο και αποφασίζουν ένα Σαββατοκύριακο να πάνε σε ένα ορεινό θέρετρο, όπου στο παρελθόν είχαν περάσει αξέχαστες στιγμές. Μαζί τους παίρνουν και τον Τζέικομπ. Εκεί, μπαίνουν και οι τέσσερις σε ένα τζακούζι, που ως διά μαγείας τους μεταφέρει σαν μηχανή του χρόνου στο 1986, στο ίδιο μέρος και ανάμεσα στα φαντάσματα της καλύτερης εποχής της νιότης τους. Της καλύτερης; Ο Πινκ βάζει το ερωτηματικό, ενώ ο Ανταμ διαπιστώνει πως και τότε τα πράγματα ήταν μίζερα. Το πολιτικώς ορθόν έλειπε, όμως, «είχαμε τον Ρέιγκαν και το έιτζ», λέει ο Ανταμ.
Επίσης...
  • Προβάλλεται σε επανέκδοση το ασπρόμαυρο θρίλερ του Τζορτζ Πόλοκ «Οι δέκα μικροί νέγροι» (** 1/2) από το βιβλίο της Αγκαθα Κρίστι. Δέκα άνθρωποι, άγνωστοι μεταξύ τους, φτάνουν σε ένα σαλέ στις Αλπεις. Εκεί, ο οικοδεσπότης είναι άφαντος και οι προσκεκλημένοι δολοφονούνται ο ένας μετά τον άλλον.

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας: «Sex and the city», μέρος β'' και εξαντλητικό

Η τραβηγμένη από τα μαλλιά νέα ταινία ενδέχεται να απογοητεύσει ακόμη και τους ορκισμένους φίλους της σειράς


Θα πάει πολύ μακριά, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Δύο ώρες και 27 λεπτά αργότερα κάποιος που δεν έχει επαφή με τη σειρά νιώθει εξάντληση. Ενδεχομένως να συμβεί το ίδιο ακόμη και στους φαν, αφού τα πάντα εδώ δείχνουν τραβηγμένα από τα μαλλιά. Από την ακλόνητη σεξουαλική μανία της Σαμάνθα (Κιμ Κατράλ)- όσο εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης τόσο πιο μανιακή γίνεται-, ως την υπερκόπωση της Σάρλοτ (Κριστίν Ντέιβις) λόγω βαρέων μητρικών καθηκόντων. Οχι ότι η ταινία δεν περιέχει ευρήματα για την εξέλιξη των χαρακτήρων. Για παράδειγμα, έχει ενδιαφέρον το ότι η εργασιομανής δικηγόρος Μιράντα (Σίνθια Νίξον) αποφασίζει επιτέλους να σηκώσει κεφάλι στον ανδροκρατούμενο κόσμο των αφεντικών της.

Μετά το πρώτο μισό της ταινίας, όμως, έρχεται σιγά σιγά το πιο φιλόδοξο (στα χαρτιά) αλλά και πιο απογοητευτικό (στην πράξη) κομμάτι της ιστορίας. Εκείνο του εξωτικού ταξιδιού στο Αμπου Ντάμπι (στην προηγούμενη ταινία ήταν στο Μεξικό) όπου η τετραμελής παρέα πηγαίνει διακοπές με όλα τα έξοδα πληρωμένα από έναν πάμπλουτο σεΐχη. Η απόπειρα των δημιουργών να σχολιάσουν τις διαφορές ανάμεσα στη δυτική και στην ανατολική κουλτούρα γίνεται με τόσο προβλέψιμο χιούμορ ώστε το χαμόγελο παγώνει στα χείλη. Ασε, δε, το «πάντρεμα» τσαντόρΡrada. Ο ορισμός της σάχλας.

Ασφαλώς και υπάρχουν χαριτωμένες πινελιές, οι οποίες όμως αποτελούν απλές παρενθέσεις στον κορμό μιας ταινίας η οποία δεν μπορεί να στηριχθεί ως όλον. Ο γκέι γάμος στην εισαγωγή, όπου η Λάιζα Μινέλι τραγουδά σαν μπεμπέκα, το πέρασμα της Πενέλοπε Κρους σε ρόλο τραπεζίτισσας που φλερτάρει με τον Μπιγκ και η «απειλή» της σέξι βρετανής γκουβερνάντας είναι ευρήματα που εξυπηρετούν απλώς την αύξηση της διάρκεια μιας προ πολλού εξαντλημένης ιστορίας.


Η ρουτίνα της γαμήλιας καθημερινότητας που μπορεί να κλονίσει ακόμη και τον πιο ιδανικό έρωτα φαίνεται να είναι ο ευφάνταστος πυρήνας της δεύτερης κινηματογραφικής ταινίας «Sex and the city», η οποία φέρει και πάλι τη σκηνοθετική υπογραφή του Μάικλ Πάτρικ Κινγκ . Στο «Sex and the city 2», το οποίο τοποθετείται δύο χρόνια μετά την πρώτη ταινία, η Κάρι Μπράντσο (Σάρα Τζέσικα Πάρκερ) παραμένει αθεράπευτα ρομαντική την ώρα που ο σύζυγός της Μπιγκ (Κρις Νορθ) τής κάνει δώρο για τη δεύτερη επέτειο του γάμου τους μια plasma τηλεόραση επειδή κατά βάθος ο ίδιος θέλει να τη βλέπει. Πού θα πάει όμως αυτό;

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=333952&dt=27/05/2010#ixzz0p6xVeRV

Wednesday, May 26, 2010

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Τρίχες, σεξ, τρέλα και δόξα τω Θεώ! 
«Sex and the city 2» του Μάικλ Πάτρικ Κινγκ
Ισχνή και πάμφτωχη η εβδομάς, παρά την αφθονία γκλαμουριάς, προσφορά - με το αζημίωτο βέβαια - των κορασίδων του «Sex and the City 2» και των παραγωγών /προαγωγών τους. Εάν η εβδομάδα τελικά σώζεται, το οφείλει, ακόμα μια φορά, στην εταιρεία «New Star» και την επανεμφάνιση στις οθόνες της μεγαλούπολης, εγγυημένης - τουλάχιστον - ποιότητας, κλασικού κινηματογράφου. Αναφερόμαστε, φυσικά, τόσο στην επανέκδοση του κλασικού θρίλερ της Αγκαθα Κρίστι «10 μικροί Νέγροι» από το 1965, σε σκηνοθεσία Τζορτζ Πόλοκ, όσο και στην «Τριλογία της αμφισβήτησης» που συνίσταται σε τρεις ενδιαφέρουσες παραγωγές - που, αν μη τι άλλο, προβάλλουν πλατφόρμα συζήτησης/ αντιπαράθεσης επί του πραγματευόμενου θέματος. Η «Τριλογία» - με ταινίες τριών κορυφαίων σκηνοθετών, που ξετυλίγουν την πολιτική τους σκέψη για να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη και να εμπνεύσουν τις επόμενες γενιές για περισσότερες διεκδικήσεις και λιγότερες υποχωρήσεις - θα προβάλλεται, με έναρξη σήμερα Πέμπτη 27 Μάη, έως και Τετάρτη 2 Ιούνη, στην κεντρική αίθουσα «Ιντεάλ», επί της οδού Πανεπιστημίου 46, στάση Μετρό «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ», τρεις ταινίες, με ενιαίο εισιτήριο 8 ευρώ. Το καθημερινό πρόγραμμα έχει ως εξής: 18.30 «Να πεθαίνεις στα τριάντα», 20.30 «Zabriskie Point» και 22.30 «Punishment Park».
ΜΑΪΚΛ ΠΑΤΡΙΚ ΚΙΝΓΚ: Sex and the city «2»
...'Η «Ζήσε του ...σου τον χαβά και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα», εν μέσω τριγμών των οστών τόσο της Καπουσίν όσο και της Οντρεϊ Χέπμπορν, των διαχρονικών εκπροσώπων των πολυσήμαντων εννοιών της class και της κομψότητας, κάτι που τα απαίδευτα και λιγούρικα για χρήμα επαρχιώτικα (όχι λόγω καταγωγής, αλλά λόγω νοοτροπίας) ξόανα δέχονται να εξευτελίσουν σε γκλαμουριάρικο μικρομεσαίο καρακιτσαριό.
Και σαν να μην έφτανε η καθημερινή βραδινή δόση της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς, έρχεται καπάκι η αναβάθμισή της μέσα από ένα κινηματογραφημένο συνονθύλευμα κινούμενων εικόνων, που συνιστούν αντιδραστικό μείγμα φτηνού, εκχυδαϊσμένου ψευτοφεμινισμού, πιασάρικων, ανυπόστατων, ουσιαστικά, θεμάτων με άλλοθι σοβαροφάνειας την, επί το λαϊκότερον, κρίση των 40. Μείγμα αλλοπρόσαλλο, ετερόκλητο, αλλά ποιον ενδιαφέρει; Ξεπεσμένοι καλλιτέχνες της σόου μπιζ εμφανίζονται ξαφνικά, ως από μηχανής θεοί και με τον ίδιο τρόπο εξαφανίζονται. Νομάδες Βεδουίνων, καμήλες, παζάρια, η σαμπάνια ρέει ποτάμι, η έρημος φαντασμαγορική. Και η προσφώνηση kid, που παραπέμπει στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Λορίν Μπακόλ. Βαγγελίστρα μου !
Παίζουν: Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, Πενέλοπε Κρουζ, Κιμ Κατράλ, Λάιζα Μινέλι, Κρις Νορθ, Κριστίν Ντέϊβις, Σίνθια Νίξον, Μάιλι Σάιρους, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

 
ΤΖΟΡΤΖ ΠΟΛΟΚ: 10 μικροί νέγροι
Σε επανέκδοση με καινούριες κόπιες 35 mm, το ασπρόμαυρο ριμέικ του Τζόρτζ Πόλοκ από το 1965, μεταφορά στον κινηματογράφο της ομώνυμης νουβέλας της Αγκαθα Κρίστι. Η συγκεκριμένη θεωρείται από τις καλύτερες βερσιόν, μετά από εκείνη του Ρενέ Κλερ, που χρονικά προηγείται, ενώ το 1945, μια εικοσαετία πριν, συναντάται η πρώτη βερσιόν με τίτλο «And then there were none».
Το φιλμ του Πόλοκ κινείται σε σταθερό, καθόλου περίπλοκο ρυθμό, με σίγουρα, αλλά αποτελεσματικά τεχνάσματα ως προς τη δόμηση του τρόμου και της αγωνίας, με περισσότερη δράση, με τους φόνους να απεικονίζονται για πρώτη φορά, όπως και μια σκηνή πάλης και μία σκηνή σεξ.
Ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του επινόησαν ακόμη και την παύση ενός λεπτού, οδεύοντας προς την κλιμάκωση και την επανάληψη ορισμένων ενδείξεων, ώστε ο θεατής να έχει τη δυνατότητα ανακεφαλαίωσης. Πρόκειται, βέβαια, για παραπλανητικό τέχνασμα, το οποίο, όμως, φαίνεται ότι λειτουργεί. Ολοι οι θεατές αρχίζουν να στοιχηματίζουν, αλλά είναι πολλοί λίγοι αυτοί που πέφτουν μέσα. Το φιλμ του Πόλοκ, που γυρίστηκε στην Ιρλανδία, διαθέτει αρκετή εσάνς από τον παράξενο και φρικιαστικό μύθο της Αγκαθα Κρίστι, με τους 10 άγνωστους που αποδέχθηκαν την πρόσκληση κάποιου πλούσιου οικοδεσπότη για σύναξη στο απομονωμένο στην κορυφή ενός βουνού, σπίτι του. Ηρθαν όλοι σε ένα πάρτι χωρίς να γνωρίζουν τον οικοδεσπότη! Κι ύστερα δεν έμεινε κανείς.
Παίζουν: Σίρλεϊ Ιτον, Χιους Ο' Μπράιαν, Ντάλια Λάβι, Λέο Γκεν, Φάμπιαν, Ντένις Πράις, κ.ά.
Παραγωγή: Βρετανία (1965).
ΡΟΜΑΝ ΓΚΟΥΠΙΛ: Να πεθαίνεις στα τριάντα
Ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ του ηθοποιού - σκηνοθέτη Ρομάν Γκουπίλ (γιος του κάμεραμαν Πιέρ Γκουπίλ, γνωστού για τη συνεργασία του με τον Κουστώ). Η ταινία μνημονεύει τελετουργικά τον Μισέλ Ρεκανατί (1948 - 78) σύντροφο του Γκουπίλ σε εκατοντάδες διαδηλώσεις και πράξεις ανυπακοής, από το 1967 έως το 1971. Ορισμένα αποσπάσματα του φιλμ αφήνουν ζωηρά συναισθήματα και εντυπώσεις, μυρίζουν σχεδόν δακρυγόνα.
Τα παλαιότερα κομμάτια πλέκονται με τα νεότερα σε μια έξοχη αναπαράσταση που δυσκολεύεται όμως να αποτυπώσει το σύνολο των αριστερών και δεξιών ομάδων που ευρίσκονται στο πεδίο όπως επίσης και τα ζητήματα για τα οποία πολέμησαν με τόσο πάθος. Ο Γκουπίλ - αναφέρεται στο δελτίο Τύπου - «δεν είναι ο γραφικός εραστής που άνθισε τον Μάη του '68 στη Γαλλία και σώπασε με την κατάπνιξη των απεργιών και διαδηλώσεων. Είναι ο ιδεολόγος του παρελθόντος και του μέλλοντος που χαρίζει στις γενιές του χτες και του αύριο την εικόνα μιας αιματηρής μαχητικότητας που στήθηκε απέναντι στο προδιαγεγραμμένο αδιέξοδο των συντηρητικών πεποιθήσεων της γαλλικής κυβέρνησης. Η εικόνα των εξεγερμένων στους δρόμους είναι ασπρόμαυρη, τονίζοντας την πολιτική αντίθεση των δύο άκρων, αντικομφορμιστική γιατί υπακούει στην ουτοπία, γλυκόπικρη, γιατί μπορεί το μήνυμα της αμφισβήτησης να είναι αισιόδοξο, η αλήθεια όμως της καθημερινής πάλης σημαδεύεται και από θάνατο».
Παραγωγή: Γαλλία (1982).
 ΣΤΙΒ ΠΙΝΚ: Ενα τρελό τρελό τζακούζι
Μια εικοσάλεπτη εισαγωγή μάς πληροφορεί για τη σημερινή, θλιβερή ύπαρξη τριών φίλων από παλιά. Του ασφαλιστή Ανταμ που μόλις εγκατέλειψε η κοπέλα του, του Νικ, αποτυχημένου μουσικού που εργάζεται σε κτηνιατρείο και υποψιάζεται ότι η γυναίκα του τον απατά και τέλος του Λου, ενός αλκοολικού μισάνθρωπου που, μολονότι σφύζει από τεχνητή ενέργεια, προσπάθησε να βάλει τέλος στη μίζερη ζωή του χωρίς όμως να τα καταφέρει.
Οι φίλοι του, συγκλονισμένοι από την αποτυχημένη αυτή απόπειρα, αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν κάτι ώστε να επανενεργοποιηθεί το κέφι του Λου για ζωή. Του προτείνουν λοιπόν να φύγουν για το Kodiak Valley, ένα χειμερινό καταφύγιο όπου στα νιάτα τους είχαν περάσει αλησμόνητες μέρες.
Στην εκδρομική παρέα προστίθεται και ο εικοσάχρονος ανιψιός του Ανταμ, Τζάκομπ, που κατοικεί στο υπόγειο του θείου του με μοναδική του συντροφιά τον εικονικό κόσμο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Φθάνοντας στο καταφύγιο, που πια βρίσκεται υπό κατάρρευση, μπαίνουν σε κατάσταση ευφορίας και μέθης στο τζακούζι του σαλέ. Ενα βραχυκύκλωμα όμως στο θερμό λουτήρα, ευθύνεται για τη λειτουργία του και σαν μηχανή του χρόνου η οποία τους μεταφέρει 24 χρόνια πριν, στο νοσταλγικό Winterfest του 1986, που έφηβοι τότε έζησαν, ενώ ο ανιψιός Τζάκομπ αναζητά συνεχώς τον μυστηριώδη επιδιορθωτή του λουτήρα. Η ατμόσφαιρα της δεκαετίας του '80 αποδίδεται κύρια μέσα από επιλογή ευρέως διαδεδομένων μουσικών ακουσμάτων που περιβάλλουν και συνοδεύουν το κολάζ των κλισέ, μιας εποχής που εγγράφεται αποσπασματικά κι όχι σαν ενιαία εικόνα και αίσθηση.
Παίζουν: Τζον Κιούζακ, Τσέβι Τσέις, Κρίσπιν Γκλόβερ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).

ΠΙΤΕΡ ΓΟΥΟΤΚΙΝΣ: Punishment Park
Ρωμαλέο και ενδιαφέρον φιλμ του Βρετανού Πίτερ Γουότκινς που για πάρα πολλά χρόνια, παρέμεινε στο περιθώριο.
Η ταινία που παρουσιάζει εξαιρετικό διαχρονικά ενδιαφέρον αναφέρεται στις αναταραχές στην Αμερική το τέλος της δεκαετίας του '60, όταν η κυβέρνηση ενίσχυσε θεσμικά τη χρήση της «νόμιμης» βίας, της καταπίεσης και της καταστολής όσο το αντιπολεμικό κίνημα κλιμάκωνε με ριζοσπαστικό τρόπο τις αντιδράσεις του.
Ευρισκόμενη αντιμέτωπη με το χειρισμό του δυσεπίλυτου προβλήματος με τις υπερπλήρεις φυλακές, η κυβέρνηση εγκαινίασε τα αποκαλούμενα πάρκα παραδειγματικής τιμωρίας εκείνων που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στον πόλεμο του Βιετνάμ και στους οποίους δινόταν και ευκαιρία επιλογής: `Η να αποδεχτούν φυλάκιση για χρόνια ή να δεχτούν να εγκλειστούν για τρεις μέρες σε πάρκο τιμωρίας, χωρίς νερό, χωρίς τροφή, χωρίς ξεκούραση δεδομένου ότι σε τρία μερόνυχτα, κυνηγημένοι από την Εθνοφρουρά, έπρεπε να διασχίσουν την έρημο της Καλιφόρνιας. Η κατάσταση που επικρατεί στα πάρκα τιμωρίας φαίνεται ότι υπερβαίνει κάθε εφιαλτική σκέψη. Εικόνες ντροπής μιας φιλοπόλεμης πολιτικής πραγματικότητας.
Παίζουν: Πάτρικ Μπόλαντ, Κεντ Φόρμαν, Κάρμεν Αρτζεντσιάνο, Λουκ Τζόνσον, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1971).
ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ: Zabriskie Point
Το αμφιλεγόμενο, γοητευτικό φιλμ του Αντονιόνι που χαρακτηρίστηκε επίθεση κατά της καπιταλιστικής Αμερικής και παιάνας για τους εξεγερμένους φοιτητές, χλευάστηκε από την αμερικανική κριτική και απορρίφθηκε από το αμερικανικό κοινό. Τα προβλήματα που αναγνώρισαν στην ταινία πηγάζουν από παρανοήσεις και λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με ανεπαίσθητες, και μη, πτυχές της αμερικάνικης πραγματικότητας που όμως δε θα φάνταζαν σοβαρές εάν το φιλμ δεν ισχυριζόταν ότι αναφέρεται στην Αμερική (κατά τον ίδιο τρόπο που το Blow up, γυρισμένο στην Αγγλία, δε διατείνεται ότι αναφέρεται στην Αγγλία). Για την εποχή του υπήρξε από τα ακριβότερα φιάσκα - στοίχισε 7.000.000 δολάρια - και καταχωρήθηκε στη λίστα των 50 χειρότερων ταινιών από γένεσης κινηματογράφου.
Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, θεωρείται ταινία καλτ στη βάση ίσως της νοσταλγίας ή της περιέργειας των νεότερων που αναρωτιούνται σε τι συνίσταται η επαναστατικότητα της δεκαετίας του '60. Το βέβαιο είναι ότι η ταινία διαθέτει στοιχεία με αξία ντοκιμαντέρ, καθώς και αδιαμφισβήτητα ελκυστική αξία σε επίπεδο εννοιολογικό και συμβολικό. Η θεματική της ραχοκοκαλιά διέπεται από τη θέση ότι ένοχοι δεν νοούνται μόνο η αστυνομία και οι μεγάλες μπίζνες, αλλά και τα ΜΜΕ, οι διαφημιστές και ο κιτρινισμός. Αυτή καθαυτή η νιότη, περίλαμπρη από μόνη της, ανεξάρτητα του τι λέει ή τι κάνει συνιστά ένα βασικό θέμα της ταινίας. Το σημαντικό δε βρίσκεται στο γεγονός ότι οι νέοι είναι επαναστάτες αλλά στο ότι είναι νέοι. Εξίσου βασικό καθώς και οικείο θέμα αποτελεί εκείνο της φυγής. Το φιλμ αρχίζει με συνέλευση φοιτητών που συζητά για το πώς θα καταφερθούν αποτελεσματικότερα στο κατεστημένο. Στοιχεία που πρόσκεινται στους Μαύρους Πάνθηρες υπερθεματίζουν για άμεση βία, ενώ οι λευκοί σπουδαστές εμφανίζονται πιο μετριοπαθείς. Ο Μαρκ, μοναχικός τύπος, δηλώνει ότι είναι έτοιμος να πεθάνει γι' αυτήν την υπόθεση, όχι όμως από ανία. Παρατίθεται κατόπιν σειρά σεκάνς παράλληλης αφήγησης της ιστορίας της Ντάρια - φοιτήτριας ανθρωπολογίας και γραμματέα του μεγιστάνα Αλεν, η οποία κατευθύνεται προς την πόλη Φένιξ με την παλιά της Μπουίκ - και του Μαρκ, ύποπτου για φόνο αστυνομικού που όμως δε διέπραξε, που πιλοτάρει το μικρό ιδιωτικό αεροπλάνο Λίλυ 7 και διατείνεται ότι «έχει ανάγκη την απογείωση». Πάνω στο δρόμο συναντιούνται, ο έρωτας έρχεται κεραυνοβόλα και κάνουν έρωτα στο σημείο Ζαμπρίνσκι, σε μια πλαγιά του λόφου. Τον Μαρκ σκοτώνουν αστυνομικοί και η Ντάρια πληροφορείται τον θάνατό του από την τηλεόραση, στην πολυτελή βίλα του εργοδότη της στην έρημο. Εγκαταλείπει τη βίλα. Κοιτώντας πίσω της, το οικοδόμημα εκρήγνυται χωρίς ήχο όμως. Η εικόνα αποδίδει τη φευγαλέα, παρορμητική αντίδραση της Ντάρια για καταστροφή. Κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και καρφώνει χαιρέκακα το βλέμμα της στη βίλα που τώρα εκσφενδονίζεται στον αέρα όχι από μια αλλά από δεκατρείς εκρήξεις που παράγουν εκκωφαντικό ορυμαγδό. Οι λεπτομέρειες της έκρηξης αποτυπώνονται σε μια εκπληκτική σύνθεση και η έκρηξη δεν εγγράφεται πλέον σαν παρόρμηση αλλά σαν ενσυνείδητη πρόθεση. Το πολυτελές οικοδόμημα που εκρήγνυται, η κατάρρευση της καπιταλιστικής κοινωνίας, αποτυπώνεται από διαφορετικές γωνίες και αποστάσεις. Κατόπιν η κάμερα πλησιάζει ένα ψυγείο που και αυτό εκρήγνυται και το περιεχόμενό του, ένα πακέτο Kellogg's Special K, ένα κοτόπουλο, ένας αστακός χύνεται και επιπλέει στο γαλάζιο... μια βιβλιοθήκη εκρήγνυται, βιβλία και περιοδικά επιπλέουν κι αυτά... Η εχθρική ματιά της Ντάρια μοιάζει να θέλει να καταστρέψει όχι μόνο τα καταναλωτικά αντικείμενα που εξουσιάζουν την αμερικάνικη κοινωνία αλλά και όλα τα έντυπα ίχνη της ιδεολογίας της.
Παίζουν: Ροντ Τέιλορ, Ντάρια Χάλπριν, Μαρκ Φρέσετ, Πολ Φιξ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1970).
ΡΟΤΖΕΡ ΚΑΜΠΛ: Τριχωτή επίθεση
Κλασική οικογενειακή φαρσοκωμωδία χωρίς χιούμορ και φαντασία, με αστεϊσμούς που δεν απογειώνονται και με προθέσεις περιβαλλοντικών μηνυμάτων την οποία η κριτική κατατάσσει στις χειρότερες ταινίες της πρόσφατης μνήμης.
Μοιάζει να έχει φτιαχτεί από ανθρώπους - και για ανθρώπους - που δεν κινούνται πέραν των ορίων των Mall, με χαρακτήρες αλλά και δέντρα που φαντάζουν πλαστικά. Η ιδέα γεννήθηκε με το ξέσπασμα πυρκαγιών στην Νότια Καλιφόρνια και συνίστατο στο τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που τα ζώα, οι φωλιές των οποίων καταστράφηκαν, αποφάσιζαν να εκδικηθούν τους ανθρώπους που τα ρήμαξαν, εκείνους που καταστρέφουν τον πλανήτη. Ζώα μεταπλασμένα, με φτηνό ψηφιακό animation, σε όντα με γούνινα κοστούμια και ανθρωπόμορφους τρόπους συμπεριφοράς, που μπορεί να μη μιλούν, αλλά χαμογελούν, γελούν, κάνουν γκριμάτσες και χειρονομίες.
Δεν πρόκειται για κινούμενα σχέδια αλλά για κάτι αρκετά κοντά. Ενας κτηματομεσίτης, ο Νταν, αποστέλλεται στο Ορεγκον όπου η εταιρεία που κατασκευάζει κατοικίες θέλει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της «εξαφανίζοντας» ένα δάσος για να οικοδομήσει στη θέση του, ένα υπερπολυτελές εμπορικό κέντρο. Δε γνωρίζει όμως ότι στο συγκεκριμένο δάσος, τα ζώα με επικεφαλής ένα ρακούν κι έναν σκίουρο και με όπλο μια αρκούδα, ανέκαθεν πολεμούσαν τους ανθρώπινους εισβολείς. Ως εκ τούτου εξελίσσονται τρελές σκηνές από τη στιγμή που τα ζώα αναλαμβάνουν δράση για να εκδικηθούν τους ανθρώπους που καταστρέφουν τις φωλιές τους.
Παίζουν: Μπρουκ Σιλντς, Μπρένταν Φρέιζερ, Ντικ βαν Ντάικ, Ματ Πρόκοπ, Κεντ Τζεόνγκ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (2010).


Monday, May 24, 2010

Αφήνουν ελεύθερο τον Παναχί με εγγύηση


Τελευταία ενημέρωση: 25/05/2010 04:28
Οι δικαστικές αρχές του Ιράν συμφώνησαν να αφήσουν ελεύθερο με εγγύηση το γνωστό σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί, ο οποίος πραγματοποιεί απεργία πείνας στις φυλακές Εβιν της Τεχεράνης για περισσότερο από μια εβδομάδα. Ο Παναχί, έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία και από τους υποστηρικτές του ηγέτη της αντιπολίτευσης Μιρχοσέιν Μουσαβί, κατά τις περσινές επεισοδιακές ιρανικές εκλογές, συνελήφθη το Μάρτιο μαζί με τη συζυγό του και την κόρη του. Λίγο αργότερα τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του αφέθηκαν ελεύθερα.
  • Η Ζιλιέτ Μπινός
Χθες κατά την απονομή των βραβείων στη λήξη του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου στις Κάννες, η νικήτρια του βραβείου καλύτερης γυναικείας ερμηνείας, η γαλλίδα ηθοποιός Ζιλιέτ Μπινός, αναφερόμενη στον Παναχί δήλωσε ότι «το λάθος του είναι πως είναι ένας καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος ανεξάρτητος». Ο εισαγγελέας της Τεχεράνης Αμπάς Τζαφαρί Ντολαταμπαντί δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων ISNA ότι «στη συνάντηση που είχαμε μαζί του την Πέμπτη, εξετάσαμε το αίτημα του να αφεθεί ελεύθερος πριν από τη δίκη του με εγγύηση. Η δικαστική και η επίσημη διαδικασία για την υπόθεση του προχωρά». Δεν έχει διευκρινιστεί πότε ο Παναχί θα εγκαταλείψει τη φυλακή. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δεν θα σταματήσει την απεργία πείνας έως ότου του επιτραπεί να μιλήσει με το δικηγόρο του , να δεχτεί επισκέψεις από την οικογένεια του και να αφεθεί ελεύθερος άνευ όρων έως τη διεξαγωγή της δίκης του. Η οικογένεια του και ο δικηγόρος του τον επισκέφθηκαν την περασμένη εβδομάδα.

Νικ Γιαννόπουλος: «Ηθελα να δείξω τη μοντέρνα Ελλάδα»

Σεναριογράφος και πρωταγωνιστής της κωμωδίας «Kings of Myconos», ο Νικ Γιαννόπουλος επιστρέφει στη χώρα που ερωτεύτηκε, με ήλιο, θάλασσα και τη Ζέτα Μακρυπούλια...
  • Ηλιος, θάλασσα και τραγούδι. Tο «Kings of Mykonos», η ελληνοαυστραλιανή παραγωγή που μέρος της γυρίστηκε στην κοσμοπολίτικη Μύκονο, θα κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου, με αυτά ακριβώς τα συστατικά.

Ο Βινς Κολόσιμο και ο Νικ Γιαννόπουλος με χορευτικές διαθέσεις που
 τις επιδεικνύουν κιόλας στο «Kings of Mykonos».
Ο Βινς Κολόσιμο και ο Νικ Γιαννόπουλος με χορευτικές διαθέσεις που τις επιδεικνύουν κιόλας στο «Kings of Mykonos».  
  • Ο Νικ Γιαννόπουλος, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής της ταινίας, γνωστός στην Αυστραλία μέσα από τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σουξέ, έχει επενδύσει στις ελληνικές ρίζες του για να σκορπίσει το γέλιο. Μας το λέει στη συνέντευξη που μας παραχώρησε πριν η ταινία ξεκινήσει τον κύκλο της στις αίθουσες, αρχής γενομένης των αυστραλιανών όπου ξεκίνησε να προβάλλεται στις 20 Μαΐου.
Ο Νικ Γιαννόπουλος με τον Βινς Κολόσιμο και τον Δημήτρη Σταρόβα σε
 μια σκηνή της ταινίας.
Ο Νικ Γιαννόπουλος με τον Βινς Κολόσιμο και τον Δημήτρη Σταρόβα σε μια σκηνή της ταινίας.
  • Το «Kings of Mykonos» είναι συνέχεια του επιτυχημένου «The wog boy». Γιατί καταπιαστήκατε ξανά με τον χαρακτήρα του Στιβ Καραμήτση, μετά σχεδόν από μια δεκαετία;
Αρχικά το «Kings of Mykonos» ήταν ένα ξεχωριστό σχέδιο και όχι συνέχεια του «The wog boy» αλλά, καθώς ξεκίνησα να το αναπτύσσω, συνειδητοποίησα ότι θα ήταν ιδανικό σίκουελ. Με αυτό εννοώ ότι λειτουργεί τόσο σαν σίκουελ όσο και σαν ταινία από μόνη της.
  • Ποια είναι η πιο τρυφερή ή πιο παράξενη ανάμνηση που έχετε από τα γυρίσματα στη Μύκονο;
Είχαμε ένα πραγματικό κρι κρι. Το βρήκαμε στην Κρήτη και το πήραμε μαζί μας με τον ιδιοκτήτη του. Λοιπόν, αυτό το κατσίκι τρομοκράτησε τους πάντες στο πλατό. Ηταν τόσο δυνατό και επικίνδυνο. Ενα πραγματικό μυθικό τέρας σαν αυτά που φαντάζεσαι ότι μπορεί να περιπλανούνταν στην αρχαία Ελλάδα. Δεν με άφηνε να το πλησιάσω χωρίς να μου επιτεθεί.
  • Στην ταινία, ο Στιβ πηγαίνει στο νησί για να πάρει μια μεγάλη περιουσία που του ανήκει. Εκεί αντιμετωπίζει μια σειρά προβλημάτων και συναντά πολλούς Ελληνες που του δημιουργούν φασαρίες. Πώς αντιλαμβάνεστε τη σύγχρονη Ελλάδα και τους πολίτες της, σαν γιος Ελλήνων μεταναστών που μεγάλωσε στην Αυστραλία;
?Οταν ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα ήταν μαζί με τον πατέρα μου στα 14 μου. Ηταν καταπληκτικά. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν ότι τα ελληνικά μου δεν ήταν τόσο καλά όσο όλων των ξαδέρφων μου. Δυσκολεύονταν να με καταλάβουν και γελούσαν με τον τρόπο που έλεγα ορισμένα πράγματα και αυτό με μπέρδευε. Αλλά είδα επίσης ότι τα κορίτσια με πρόσεχαν περισσότερο απ’ ό,τι στην Αυστραλία, οπότε ερωτεύτηκα την Ελλάδα. Επιστρέφω σχεδόν κάθε χρόνο από το 1988. Εχει αλλάξει πολύ από τότε. Εχει γίνει πολύ πιο κοσμοπολίτικη και ευρωπαϊκή. Δεν είναι η ίδια χώρα που οι γονείς μου άφησαν πίσω στα τέλη του ‘50 και στις αρχές του ‘60. Ηθελα να το βάλω αυτό στο φιλμ και θα το δείτε όταν ο Στιβ φτάνει και ο Τζίμι (που τον υποδύεται έξοχα ο Δημήτρης Σταρόβας) τον κοροϊδεύει όταν καταλαβαίνει ότι αυτός ο τύπος από την Αυστραλία νομίζει ακόμα ότι η Ελλάδα είναι κολλημένη στη δεκαετία του ‘50. Ηθελα να δείξω σε όλο τον κόσμο πόσο όμορφη και μοντέρνα είναι η Ελλάδα. Ηθελα να τους δείξω τη χώρα που ερωτεύτηκα.
  • Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας σας έχετε υπηρετήσει την κωμωδία. Εχετε κάποια αρχαία κωμωδία που προτιμάτε ή κάποιον ρόλο που θα θέλατε να παίξετε αλλά δεν σας έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία;
Γράφω πάντα και παίζω ο ίδιος τα έργα μου για το θέατρο. Το προτιμώ. Οταν ήμουν στη δραματική σχολή δεν χάρηκα ποτέ στην πραγματικότητα την ερμηνεία των θεατρικών έργων άλλων ανθρώπων - και έπαιζα σε πολλά. Σοφοκλή, Αριστοφάνη, Σαίξπηρ, Τσέχοφ και άλλα. Ηταν σπουδαία εμπειρία αλλά αισθάνομαι σαν να τα έχω ζήσει και κάνει πολλές φορές. Εχω πολλά να πω και η ζωή είναι πολύ μικρή, οπότε προτιμώ να περνάω τον καιρό μου ερμηνεύοντας αυτά που γράφω.
  • Από την εμπειρία σας, τι κάνει το κοινό να γελάει; Γιατί οι εθνολογικές κομεντί, όπως το «Wog boy» ή το «Γάμος αλά ελληνικά» είναι τόσο επιτυχημένες;
Kαλή κωμωδία είναι η εξής: όταν ο σεναριογράφος ή ο ηθοποιός γυρίζει έναν καθρέφτη στο κοινό και λέει: «Αυτοί είστε εσείς». Η κωμωδία αφορά πάντα την αλήθεια αλλά στην υπερβολή της. Οταν γελάμε με κάτι είναι ταυτόχρονα πιο εύκολο να το αποδεχτούμε, ειδικά όταν μιλάμε για σοβαρά θέματα, όπως ο ρατσισμός, η προσωπική ταυτότητα, η διαφθορά, η εξαπάτηση, η οικογένεια. Ολα αυτά τα θέματα εμφανίζονται στο «Kings of Mykonos», γι’ αυτό είναι τόσο αστείο. Υπάρχουν θέματα που επηρεάζουν όλο τον κόσμο. Η καλή κωμωδία είναι παγκόσμια.
  • Σε αυτήν τη φάση της ζωής σας, θα λέγατε ότι έχετε πετύχει όλα όσα ονειρευόσασταν;
Μια πολύ έξυπνη γυναίκα μου είπε κάποτε ότι όταν έχεις κατακτήσει ένα όνειρο, προχωράς στο επόμενο. Πρέπει να ζεις τη ζωή σου γεμάτη όνειρα, κάποια θα γίνουν πραγματικότητα και κάποια άλλα όχι. Αλλά η ζωή είναι να προσπαθείς να κάνεις τα πιο πολλά από αυτά τα όνειρα πραγματικότητα.
  • Συμπρωταγωνίστρια του Νικ Γιαννόπουλου είναι η Ζέτα Μακρυπούλια στην ελληνο-αυστραλιανή κωμωδία «Kings of Mykonos», που στοίχισε 8 εκατομμύρια ευρώ και γυρίστηκε από τον Πίτερ Ανδρικίδη. Το διεθνές καστ συμπληρώνουν οι Αλεξ Δημητριάδης, Βινς Κολόσιμο, Κοσίμα Κόπολα, Κέβιν Σόρμπο και από την Ελλάδα οι Δημήτρης Σταρόβας, Μάνος Γαβράς, Κώστας Κίλιας, κ.ά.
Αντα Δαλιάκα, ΕΘΝΟΣ, 23/05/2010

Φεστιβάλ Καννών 2010: Βραβεία σε όλο τον κόσμο, απαξία στα εισιτήρια


    Κάννες. Ο σκηνοθέτης με το πιο παράξενο όνομα του κόσμου, ο ταϊλανδέζος Απιτσατπόνγκ θα μείνει στην ιστορία του φεστιβάλ των Καννών ως ο μεγάλος κερδισμένος της 63ης διοργάνωσης του θεσμού. Η ταινία του, με τον εξίσου παράξενο τίτλο «Ο θείος Μποονμεε που μπορεί να θυμηθεί τις περασμένες ζωές του» απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα. Το δεύτερο σε ιεραρχία βραβείο, το Μεγάλο βραβείο της επιτροπής δόθηκε στην ταινία «Περί θεών και ανθρώπων» («Deshommesetdesdieux») του γάλλου Ξαβιέ Μποβουά, ενώ το βραβείο σκηνοθεσίας κέρδισε επίσης Γάλλος, ο –κατ’ αρχάς ηθοποιός- Ματιέ Αμαλρίκ για την ταινία «Tournee» που ασχολείται με έναν θάσο γυναικών καλλιτεχνών.
  • Αν ο εφετινός Χρυσός Φοίνικας ακούγεται κάπως εξωτικός και ακραίος ως επιλογή -πόσο μάλλον με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής τον αμερικανό σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον τωνταινιών «Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη» και «Η Αλίκη στη Χώρα των πνευμάτων»- τα βραβεία ερμηνειών είναι σίγουρα πιο βατά. Για την δουλειά του στο «Biutiful» του μεξικάνου Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, το φαβορί στους άντρες, ο ισπανός ηθοποιός Χαβιέρ Μπαρδέμ, μοιράστηκε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας με τον ιταλό Ελιο Γκερμάνο της ταινίας «Η ζωή μας» του Ντανιέλε Λουκέτι.Σε ότι αφορά τις γυναίκες, η γαλλίδα Ζιλιέτ Μπινός είναι η μεγάλη κερδισμένη για τον ρόλο της στο «Επικυρωμένο αντίγραφο» του ιρανού Αμπάς Κιαροστάμι.
  • Δυο ταινίες που δεν έπρεπε να λείψουν από τα βραβεία, δεν έλειψαν. Η «Ποίηση» του κορεάτη Λι Τσανγκ Ντονγκ απέσπασε το βραβείο σεναρίου και ο «Αντρας που ούρλιαζε» από το Τσαντ σε σκηνοθεσία Μαχαμέτ Σαλέχ Ηαρούν απέσπασε το βραβείο της επιτροπής.
  • Η κορεάτικη ταινία «Hahaha» κέρδισετο βραβείο του τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα» (περσινός νικητής ο Γιώργος Λάνθιμος με τον «Κυνόδοντα») και τέλος, η μεξικανική «Anobisiesto» γυρισμένη από τον αυστραλό Μάικλ Ρόου κέρδισε την Camerad’ ror(Χρυσή Κάμερ) πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.
  • Είναι πάντως εντυπωσιακή η παντελής απουσία από τα βραβεία κάποιων αγγλόφωνων ταινιών που έχουν εισιτήρια στις αίθουσες όπως οι θαυμάσιες «Routeirish» του Κεν Λόουτς και «Μια ακόμη χρονιά» του Μαικ Λι.

Sunday, May 23, 2010

«Ο θείος Μπουνμί» από την Ταϊλάνδη έφυγε με το Χρύσο Φοίνικα από τις Κάννες


ΑΠΕ
Ζιλιέτ Μπινός και Χαβιέρ Μπαρδέμ φεύγουν με χαμόγελα από τις Κάννες

Η ταινία Ο θείος Μπουνμί θυμάται τις προηγούμενες ζωές του με την υπογραφή του Ταϊλανδού σκηνοθέτη Απιτσατπόνγκ Γουιρασεθατούλ κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Στην Ζιλιέτ Μπινός το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Εξ ημισείας στους Χαβιέρ Μπαρδέμ και Έλιο Τζερμάνο το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου.
  • Μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη τη μυστικιστική εξερεύνηση της μετενσάρκωσης με πρωταγωνιστή έναν εύρωστο αγρότη που έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, ο Απιτσατπόνγκ Γουιρασεθατούλ έβγαλε νοκ-άουτ τον Βρετανό σκηνοθέτη Μάικ Λι, ο οποίος θεωρείτο από πολλούς το φαβορί του Βεστιβάλ με την ταινία του Μια ακόμη χρονιά.

  • «Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλα τα πνεύματα και τα φαντάσματα στην Ταϊλάνδη που μου έδωσαν τη δυνατότητα να είμαι εδώ» δήλωσε ο σκηνοθέτης παραλαμβάνοντας το πολύτιμο βραβείο από την κριτική επιτροπή, η οποία φέτος είχε πρόεδρο τον Αμερικανό σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον.
  • Ο Ταϊλανδός σκηνοθέτης, ο οποίος έχει τιμηθεί με άλλα βραβεία στις Κάννες στο παρελθόν, είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ πως η σκέψη του είναι διαρκώς στην πατρίδα του και τη βίαη σύγκρουση των κυβερνητικών δυνάμεων με τους διαδηλωτές του κινήματος με τα «κόκκινα πουκάμισα».
  • Με το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας τιμήθηκε η Γαλλίδα ηθοποιός Ζιλιέτ Μπινός για το ρόλο της ως ιδιοκτήτρια γκαλερί στην Τοσκάνη στη ρομαντική δραματική ταινία Εγκεκριμένο Αντίγραφο (Certified Copy) του Ιρανού σκηνοθέτη Αμπάς Κιαροστάμι -ο οποίος έχει βραβευθεί το 1997 με τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του Η γεύση του Κερασιού.
  • Το βραβείο καλύτερου ανδρικού ρόλου μοιράστηκαν ο Ισπανός Χαβιέρ Μπαρδέμ για την ερμηνεία του στην ταινία Biutiful και ο Ιταλός Έλι Τζερμάνο για την ερμηνεία του στο φιλμ La Nostra Vita.
  • Ο Χαβιέρ Μπαρδέμ υποδύεται στο φιλμ του Μεξικανού σκηνοθέτη Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου (που έχει υπογράψει τη Βαβέλ και τα 21 Γραμμάρια) έναν διεφθαρμένο αστυνομικό που διαγιγνώσκεται με καρκίνο τελικού σταδίου.
  • Το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη απονεμήθηκε στον Ματιέ Αμαλρίκ για την ταινία του Tournee.
Σχετικά άρθρα
 Η ταινία «Εκτός Νόμου» για τη σφαγή των Αλγερινών μονοπώλησε το ενδιαφέρον στις Κάννες (21/5/2010)
 Στο Φεστιβάλ των Καννών προβλήθηκε η νέα ταινία του Κεν Λόουτς (19/5/2010)
 Την αποφυλάκιση του Παναχί ζητά ο σκηνοθέτης Αμπάς Κιαροστάμι από τις Κάννες (18/5/2010)
 Ταινίες των Κιαροστάμι και Φρίαρς προβλήθηκαν στις Κάννες (18/5/2010)
 Με Μάικ Λι συνεχίζεται το 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών (16/5/2010)
 Όλιβερ Στόουν και «Γουόλ Στριτ» στο 63ο Φεστιβάλ των Καννών (14/5/2010)
Σχετικοί δικτυακοί τόποι
 Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών