Saturday, January 31, 2009

Μεγάλα ονόματα διαγωνίζονται και φέτος για τη Χρυσή Αρκτο

Ενα από τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, όπως αυτό του Βερολίνου, ανοίγει την Πέμπτη την 59η διοργάνωσή του με μια ταινία που τονίζει αυτόν τον διεθνή χαρακτήρα ακόμη και με τον τίτλο της. Το «The international», που προβάλλεται εκτός συναγωνισμού τη βραδιά της έναρξης, είναι μια γερμανο–αμερικανική παραγωγή, σκηνοθετημένη από τον Γερμανό Τομ Τίκβερ και με πρωταγωνιστές τον Βρετανό Κλάιβ Οουεν, την Αυστραλή Ναόμι Γουότς, τον Γερμανό Αρμιν Μίλερ Σταλ και τον Δανό Ούλριχ Τόμσεν. Το θρίλερ του Τίκβερ, που αναφέρεται σε ύποπτες συναλλαγές μεταξύ εμπόρων όπλων, είναι γυρισμένο σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, ανάμεσα στις οποίες και το Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη, στην Ιταλία, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη.

Στο επίσημο πρόγραμμα διαγωνίζονται για τη Χρυσή Αρκτο το «Μy one and only» του Ρίτσαρντ Λονκρέιν με τη Ρενέ Ζελβέγκερ και τον Κέβιν Μπέικον, η «Cheri» του Στίβεν Φρίαρς με τη Μισέλ Φάιφερ και την Κάθι Μπέιτς, το «About Elly» του Ασγκάρ Φαράντι από το Ιράν, το σπονδυλωτό «Deutschland 09» με τη συμμετοχή 13 Γερμανών σκηνοθετών, το «Gigante» από την Ουρουγουάη, το «Happy Tears» του Μίτσελ Λίχτενσταϊν με την Ντέμι Μουρ, το «In the electric mist» του Μπερνάρ Ταβερνιέ με τον Τόμι Λι Τζόουνς, η «Katalin Varga» από τη Ρουμανία, το «Little Soldier» της Ανέτ Ολεσεν από τη Δανία, το «Notorious» με την Αντζελα Μπάσετ, το «Ricky» του Φρανσουά Οζόν, το «Storm» από τη Γερμανία, το «Tatarak» του Αντρέι Βάιντα. Ακόμη, το γερμανικό «Alle Anderen», το «Rage» της Σάλι Πότερ, το «Forever Enthralled» του Τσεν Καϊγκέ, το «The private lives of Pippa Lee» της Ρεμπέκα Μίλερ με ένα εντυπωσιακό καστ (Ρόμπιν Ράιτ Πεν, Αλαν Αρκιν, Κιάνου Ριβς, Τζουλιάν Μουρ, Μόνικα Μπελούτσι, Γουαϊνόνα Ράιντερ), το «The Messenger» του πρωτοεμφανιζόμενου Ορεν Μούβερμαν, το «London River» του Αλγερινού Ρασίντ Μπουσαρέμπ, το «Mammoth» του Σουηδού Λούκας Μούντισον. Επίσης ο «Ροζ Πάνθηρας ΙΙ» και τα «Σφραγισμένα χείλη» που εδώ και αρκετές εβδομάδες προβάλλονται στην Ελλάδα.

  • Η επιτροπή

Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, που θα απονείμει τα βραβεία στις 14 Φεβρουαρίου, είναι η βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιός Τίλντα Σουίντον, η οποία στο περσινό φεστιβάλ ήταν από τις βασικές διεκδικήτριες του βραβείου ερμηνείας, ενώ τα άλλα μέλη της επιτροπής είναι: Η Ισπανίδα σκηνοθέτις Ισαμπέλ Κοϊξέτ, ο σκηνοθέτης Γκαστόν Καμπορέ από την Μπουρκίνα Φάσο, ο Σουηδός συγγραφέας Χένινγκ Μάνκελ, ο Γερμανός σκηνοθέτης Κρίστοφ Σλίνγκενζιφ, ο σκηνοθέτης Γουέιν Γουάνγκ από τις ΗΠΑ και η Αμερικανίδα συγγραφέας και σεφ Αλις Γουότερς.

Τιμώμενο πρόσωπο της 59ης Μπερλινάλε είναι ο συνθέτης Μορίς Ζαρ, δημιουργός μερικών από τα διασημότερα μουσικά θέματα του κινηματογράφου, όπως εκείνα σε «Λόρενς της Αραβίας», «Δόκτωρ Ζιβάγκο», «Πέρασμα στην Ινδία» και στην «Κόρη του Ράιαν». Αυτή η τελευταία ταινία θα προβληθεί και στη βραδιά που θα του απονεμηθεί η τιμητική Χρυσή Αρκτος. Τιμώμενος και ο Κλοντ Σαμπρόλ, μαζί με τον Γερμανό παραγωγό Γκίντερ Ρόρμπαχ, στους οποίους θα απονεμηθεί η Κάμερα της Μπερλινάλε.

Στο παράλληλο πρόγραμμα, η Μπερλινάλε συνεχίζει μια επιτυχημένη ιδέα και λανσάρει μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα. Το πρόγραμμα «Βιβλία στην Μπερλινάλε» διοργανώνει ένα πρωινό συνάντησης μεταξύ εκπροσώπων εκδοτικών οίκων και κινηματογραφικών παραγωγών, προτείνοντας 12 βιβλία που θα μπορούσαν να γίνουν ενδιαφέρουσες ταινίες. Ανάμεσα στα ονόματα συγγραφέων που ξεχωρίζουν είναι του μεταφρασμένου και στα ελληνικά Γιενς Κρίστιαν Γκρένταλ από τη Δανία και της Μάργκριτ ντε Μόορ από την Ολλανδία.

Τέλος, ένα ειδικό αφιέρωμα στο «μαγειρικό» σινεμά διοργανώνεται για τρίτη χρονιά φέτος από το φεστιβάλ. Από τις 8 μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου θα προβληθούν πέντε ταινίες, πέντε ντοκιμαντέρ και τέσσερις ταινίες μικρού μήκους με άμεσο ή έμμεσο θέμα τη μαγειρική. Οι προβολές θα συνοδευτούν από εκδηλώσεις και γευσιγνωσία στον νέο χώρο του φεστιβάλ, το Friedrichstadtpalast, καθώς και σε εστιατόρια της πόλης.

  • Tου Παναγιωτη Παναγοπουλου, Η Καθημερινή, 01/02/2009

Πάνος Χ. Κούτρας: «Η ελληνική κοινωνία είναι ζωντανή – νεκρή»

Λίγες ημέρες πριν από την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας στο Βερολίνο, ο Πάνος Χ. Κούτρας έχει εγκατασταθεί στο στούντιο με τους συνεργάτες του για την τελική επεξεργασία της κόπιας. Από εκεί και η συνομιλία για την «ιστορία της Στρέλλας, μια από αυτές που θα μπορούσαμε να ακούσουμε σε μια παρέα με την κοινότοπη εισαγωγή: Θα σας διηγηθώ μια απίθανη ιστορία που άκουσα».

— Εχετε μια έλξη στην εκκεντρικότητα. Από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας έως την τρίτη κατά σειρά. Είναι ο τρόπος σας να αποφύγετε τη σύμβαση;

— Δεν ξέρω πώς ορίζεται η εκκεντρικότητα στην τέχνη, αν όχι με τον ίδιο τρόπο που ορίζεται η ίδια η Τέχνη. Ενα έργο τέχνης πρέπει να αποκαλύπτει, να διερωτάται, να προκαλεί, να αψηφά, να συγκινεί… Μία ταινία είναι κάτι τόσο δύσκολο και χρονοβόρο να πραγματοποιηθεί, που δεν βρίσκω λόγο να την κάνω αν δεν πιστεύω πως μπορεί να προσθέσει κάτι στη ζωή μου ή στη ζωή των άλλων.

— Το γεγονός ότι η ηρωίδα είναι τρανσέξουαλ, πόσο αλλάζει τα δεδομένα των σχέσεων στην ταινία;

—Αρκετά. Οπως για κάθε ταινία που ασχολείται με έναν άνθρωπο που ανήκει σε μια μειονότητα, όποια και αν είναι αυτή και αντιμετωπίζει κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο, η ταινία δεν ασχολείται τόσο με το γεγονός του «τρανσεξουαλισμού» από την κοινωνική του πλευρά. Είναι πάνω από όλα μια ιστορία αγάπης… με μία τρανσέξουαλ.

— «Είναι μια ιστορία που έχει ως στόχο να μιλήσει για τα σημάδια της αποδοχής του διαφορετικού, την ανάγκη για συμφιλίωση, τον αλληλοσεβασμό», σημειώνετε για την ταινία. Χαρακτηριστικά που συναντάμε, με ποια σειρά και σε ποιο βαθμό, στην ελληνική κοινωνία;

— Πρωτίστως με ενδιέφερε σε προσωπικό επίπεδο, όσον αφορά τους ήρωες της ταινίας, αλλά φυσικά κατά συνέπεια αυτό ορίζεται από το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δυστυχώς, η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσει για να μπορούμε να πούμε πως είναι μια χώρα που σέβεται τα κοινωνικά δικαιώματα, που έχει στόχο την κοινωνική ισότητα. Υπάρχει πολύς ρατσισμός και ξενοφοβία, αδιαφορία για ασθενέστερες ομάδες, και το χειρότερο, όλα αυτά δεν δείχνουν να απασχολούν καθόλου την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά ούτε και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία!

— Τι σας οδήγησε στη «Στρέλλα». Ποιο ήταν το κίνητρο;

— Να πω μια ιστορία και να ερευνήσω μια ομάδα ανθρώπων που μπορεί ίσως να φωτίσει με ένα διαφορετικό τρόπο μια σκοτεινή κοινωνία όπως είναι η σύγχρονη αστική ελληνική. Μια κοινωνία ζωντανή–νεκρή.

— Τα αισθήματα εκτός «κανονικότητας», σε ό,τι αποκαλούμε «περιθώριο», είναι πιο δυνατά και πιο αυθεντικά;

— Οχι. Τα αισθήματα, η χαρά, ο πόνος είναι ίδια για κάθε άνθρωπο. Ισως στους ανθρώπους που τους κατατάσσουμε «εμείς» σε αυτό που αποκαλούμε «περιθώριο» να είναι πιο εμφανή, γιατί είναι άνθρωποι που δεν ζουν σύμφωνα με τους υποκριτικούς κανόνες μιας αστικής κοινωνίας. Αυτό τους κάνει συχνά πιο δυνατούς, πιο άμεσους πιο συναρπαστικούς, πιο ειλικρινείς.

— Τι λείπει από το ελληνικό σινεμά;

— Ο,τι λείπει γενικά από την Ελλάδα. Πολιτισμός.

— Κώστας Γαβράς – Θόδωρος Αγγελόπουλος. Συνυπάρχετε στο Βερολίνο. Μία λέξη για τον καθένα.

— Tι να πω; Είναι από τους πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες, παγκοσμίως. Τους σέβομαι πολύ και τους δύο.

  • Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 01/02/2009

Περιπλανήσεις τριών Ελλήνων στο Βερολίνο

Οσο συμπτωματικό και αν είναι το γεγονός ότι τρεις Ελληνες σκηνοθέτες θα βρεθούν στο ερχόμενο Φεστιβάλ Βερολίνου (5-15 Φεβρουαρίου) δεν παύει να είναι καινοφανές για την ελληνική παραγωγή. Πριν όμως μας κατακλύσει ο εθνικός ενθουσιασμός, ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: Τόσο ο Κώστας Γαβράς όσο και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι τακτικοί επισκέπτες διεθνών διοργανώσεων, είτε συμμετέχοντας με τις ταινίες τους είτε ως τιμώμενα πρόσωπα. Επιπλέον, ο πρώτος είναι κάτοικος Γαλλίας εδώ και μισόν αιώνα. Το «ελληνικό χρώμα» στην παρουσία του Κ. Γαβρά ενισχύεται από την ίδια την ταινία «Παράδεισος στη Δύση», που γυρίστηκε στη χώρα μας, με ελληνική χρηματοδότηση. Και ως προς αυτό υπάρχει μια πρωτιά. Στα 42 χρόνια διεθνούς πορείας του σκηνοθέτη, είναι η πρώτη ταινία στη φιλμογραφία του που διαθέτει όχι μόνον ελληνικά κεφάλαια αλλά και τοπία (Κρήτη και Λαύριο).

  • Eκτός συναγωνισμού

Ο Θ. Αγγελόπουλος «επιστρέφει» στο Βερολίνο με τη «Σκόνη του χρόνου», δεύτερο μέρος της τριλογίας που άρχισε με το «Λιβάδι που δακρύζει». Και οι δύο νέες παραγωγές, των Αγγελόπουλου - Γαβρά, φιλοξενούνται εκτός συναγωνισμού. Ο Βενιαμίν της τριάδας είναι ο Πάνος Χ. Κούτρας, ο οποίος με την τρίτη μεγάλου μήκους παραγωγή του, τη «Στρέλλα» (έχουν προηγηθεί «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» και η «Αληθινή ζωή»), επελέγη για το τμήμα «Πανόραμα». Το πρόγραμμα αυτό της Μπερλινάλε παρουσιάζει «νέες δουλειές σκηνοθετών αλλά και ανήσυχες προτάσεις από όλο τον κόσμο, επιχειρώντας να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στο καλλιτεχνικό όραμα και την εμπορική δύναμη». Ο Πάνος Χ. Κούτρας έχει αποδείξει ότι, εκτός από αντισυμβατική ματιά και διάθεση, μπορεί να χειριστεί το ακραίο με επιδεξιότητα και χιούμορ. Προτιμά να μετατοπίζει το όριο ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, επιλέγοντας το σουρεαλιστικό στοιχείο ως πρωταγωνιστή, αν και αυτή τη φορά στρέφεται στη «σκοτεινή πλευρά της ελληνικής κοινωνίας». Κεντρικά πρόσωπα στη «Στρέλλα», ένας 48χρονος που αποφυλακίζεται ύστερα από 15 χρόνια εγκλεισμού και μια όμορφη νεαρή πόρνη τρανσέξουαλ.

  • Διαδρομές - δοκιμασίες

Την τελευταία εβδομάδα της 59ης Μπερλινάλε η ελληνική παραγωγή θα έχει την τιμητική της: Την Τρίτη 10 Φεβρουαρίου η «Στρέλλα», την Πέμπτη 12 η «Σκόνη του χρόνου» και το Σάββατο 14, ως ταινία λήξης, «Ο Παράδεισος στη Δύση». Το εκκεντρικό, διεισδυτικό βλέμμα ενός νέου σκηνοθέτη στη «διαφορετικότητα», «ένας ποιητικός απολογισμός του περασμένου αιώνα μέσα από έναν έρωτα που προκαλεί τον χρόνο», και η σύγχρονη Οδύσσεια ενός μετανάστη, που ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον μαγικό ρεαλισμό, είναι τρεις όψεις του κόσμου που εκκινούν από την Ελλάδα για να συναντήσουν, μέσα από το διεθνές κοινό του Φεστιβάλ, τη διεθνή πραγματικότητα.

Στον Θ. Αγγελόπουλο η πραγματικότητα αυτή είναι σε διάλογο με την Ιστορία, χωρίς όμως να λείπουν οι περιπλανήσεις, οι δοκιμασίες και το απόλυτο της αγάπης. Στον Κ. Γαβρά, η περιπλάνηση και οι συνεχείς δοκιμασίες συνδέονται με τη φύση της μετανάστευσης: «Πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας είναι υποχρεωμένοι να ξεριζωθούν από τον τόπο τους με σκοπό να δημιουργήσουν ρίζες κάπου αλλού», λέει ο δημιουργός. Ο Πάνος Χ. Κούτρας μιλάει για την ανάγκη αποδοχής του «Αλλου», την ανάγκη για συμφιλίωση, τον αλληλοσεβασμό. «Για την αγάπη πέρα και πάνω από κάθε σύμβαση». Μήπως η τελευταία αυτή η φράση είναι ο κοινός τόπος, το σημείο συνάντησης και για τους τρεις σκηνοθέτες;

Ιnfo

Το σενάριο της «Στρέλλας» συνυπογράφουν ο Π. Χ. Κούτρας και ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Κοκιασμένος, Μίνα Ορφανού, Μπέτυ Βακαλίδου, Μίνως Θεοχάρης, Αργύρης Καββίδας.

  • Της Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, 01/02/2009

Ο «Παλαιστής» ξαναφέρνει τον Μίκι Ρουρκ στο προσκήνιο και του χαρίζει μια θέση ανάμεσα στους υποψηφίους των Οσκαρ

Προσωπογραφία ενός διαλυμένου ειδώλου

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Μοτορσάικλ Μπόι, όπως αποκαλούσαν τον Μίκι Ρουρκ στον «Αταίριαστο», πλανιόταν σαν φάντασμα σε μια άθλια γειτονιά - φυλακή. Είχε επιστρέψει στην πόλη του από ένα μακρύ ταξίδι δίχως προορισμό στην Αμερική για να δείξει στον μικρό αδελφό του τη διέξοδο προς την περιπέτεια και την ελευθερία. Μετά τον «Αταίριαστο» το Χόλιγουντ άρχισε να επενδύει σοβαρά στον λιγομίλητο, αποφασιστικό και ωραίο Ρουρκ. Στις «9½ εβδομάδες» που ακολούθησαν, ο σκηνοθέτης Εϊντριαν Λάιν έπλασε το ιδανικό αντικείμενο του πόθου και της φαντασίωσης των αντρών με μοντέλο την αισθησιακή, πλην όμως καταπιεσμένη, Κιμ Μπάσιντζερ, σε μια εποχή κατά την οποία άνθησε το φαινόμενο των γιάπις. Ετσι, ο Ρουρκ έγινε εξώφυλλο ως ένας από τους διασημότερους εραστές της οθόνης των ’80s. Λίγο μετά, στον «Δαιμονισμένο Αγγελο» του Αλαν Πάρκερ, η φιγούρα και το πρόσωπό του «έγραψαν» στον φακό στον ρόλο ένος ντετέκτιβ με αγγελικό πρόσωπο που είχε πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο.

Εκτοτε ο Ρουρκ, που είχε εμπειρία ως πυγμάχος, τσάκισε κυριολεκτικά το ωραίο πρόσωπό του επιστρέφοντας στα ρινγκ, αλλά και την καριέρα του συμμετέχοντας σε κακές και αδιάφορες ταινίες. Το ίδιο συνέβη και με την προσωπική του ζωή. Σήμερα ξανάρχεται στην επικαιρότητα παίζοντας κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του στον «Παλαιστή», που του χάρισε την πρώτη μεγάλη αναγνώριση: μια θέση στον τελικό της κούρσας για το Οσκαρ. Ο «Παλαιστής» έχει τη μελαγχολία ενός νουάρ και τους γκρίζους τόνους ενός δράματος που κινείται σε τροχιά παραπλεύρως των μύθων - συμβόλων του Χόλιγουντ. Είναι μια ρεαλιστική ταινία - προσωπογραφία ενός διαλυμένου ειδώλου του κατς που σέρνεται από σωματική και κυρίως ψυχική εξάντληση.

Η ψυχή...

Σύμφωνα με το χολιγουντιανό μοντέλο του ήρωα, το ψυχικό σθένος και η δύναμη της θέλησης πάντα νικούν - ακόμη και όταν το κορμί παραδίδεται. Στη δραματουργία του «Παλαιστή» αυτό ανατρέπεται. Εδώ, ένας σύγχρονος ρωμαλέος μονομάχος, δημιούργημα της φτηνής και «βρώμικης» βιοτεχνίας του θεάματος, παραπαίει στην αρρένα γιατί η καρδιά του έχει ηττηθεί προ πολλού. Είναι μια ανατροπή που θέτει το όριο ανάμεσα στο μελόδραμα και το ρεαλιστικό δράμα. Ο διαχωρισμός αυτός είναι η πρώτη προϋπόθεση της σκηνοθεσίας του Ντάρεν Αρονόφσκι. Η δεύτερη αφορά δύο σπουδαία παλιά φιλμ, το «Οργισμένο είδωλο» και τη «Βρώμικη πόλη», που λειτουργούν ως συντεταγμένες για τη μορφή και το περιεχόμενο του «Παλαιστή».

Στο «Οργισμένο είδωλο» ο Μάρτιν Σκορσέζε πλησιάζει το ρινγκ με τον οίστρο ενός χορογράφου που βλέπει τον πυγμάχο σαν έναν σύγχρονο Οθέλλο. Η ζήλια και η σεξουαλική ανασφάλεια του Τζέικ Λα Μότα (ο ήρωας που ενσαρκώνει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο) τον γκρεμίζουν από τον θρόνο του. Στον «Παλαιστή» ο Ράντι Ραμ Ρόμπινσον (Ρουρκ) τσακίζεται γιατί ο αληθινός του εαυτός αγκομαχεί θαμμένος βαθιά μέσα στο υπερτροφικό κορμί ενός ψεύτικου γίγαντα, σκλάβου - μονομάχου σε ένα στημένο θεάμα. Ο επιπόλαιος Ράντι Ραμ Ρόμπινσον είναι σύνθετος χαρακτήρας χάρη σε αυτήν την υπαρξιακή πλευρά του. Ζει ένα σισύφειο μαρτύριο: κάνει τα πάντα για να επικοινωνήσει με τη μοναδική αλήθεια της ζωής του, την κόρη του, όμως στην πιο κρίσιμη στιγμή γκρεμίζει τη γέφυρα που μόλις έχει χτίσει, χωρίς προφανή λόγο. Η ειρωνεία είναι ότι και ο έρωτας, στο πρόσωπο μιας στριπτιζέζ που είναι και αυτή μητέρα, δεν λειτουργεί ως από μηχανής θεός σε αυτήν τη μικρή τραγωδία. Ενσκήπτει δυναμικά, όπως στα παραμύθια του Χόλιγουντ, αλλά σε λάθος πράξη. Ο Ράντι Ραμ Ρόμπινσον ουσιαστικά είναι νεκρός από την πρώτη σκηνή.

...και το σώμα

Ο Αρονόφσκι μας εισάγει στη ζωή του θρυλικού «Κριαριού» (αυτό σημαίνει το παρατσούκλι Ραμ), κινηματογραφώντας την πλάτη και όχι το πρόσωπο του Ρουρκ καθώς αυτός βγαίνει σκυφτός από το σκηνικό του μύθου του. Μπαίνει στην αληθινή παλαίστρα της ζωής όπου συναντάει το πνεύμα του μακαρίτη Τζον Χιούστον.

Τη «Βρώμικη πόλη», με τους τσακισμένους άντρες, που πλέουν στο αλκοολ σε δωμάτια βρώμικων ξενοδοχείων, και τους νεαρούς φιλόδοξους μποξέρ, που κυνηγούν τη χίμαιρα. Αυτή η εικόνα της Αμερικής είναι κοινή στο Χιούστον και τον Αρονόφσκι.

  • Δείτε

Ο παλαιστής (The Wrestler, 2008)

Mια μεγάλη δόξα του κατς υπομένει βασανιστικά το μαρτύριο στην κόλαση της ζωής έξω από το ριγκ. Εξαιρετικός ο Μίκι Ρουρκ. Παρομοίως συμβαίνει και με τη Μαρίζα Τομέι (υποψήφια για Οσκαρ Β΄ ρόλου) και τη νεαρή Ιβαν Ρέιτσελ Γούντ - μια ηθοποιό της νέας φουρνιάς του Χόλιγουντ με σοβαρές επιλογές και συνεχή ανοδική πορεία. (Στις αίθουσες από την Πέμπτη 5/2.)

O αταίριαστος (Ruble Fish, 1983)

Η ζωή σε συνθήκες... ενυδρείου σε μια ασπρόμαυρη ταινία με δύο έγχρωμα πιράνχας. Ο Φράνσις Κόπολα επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητα των μύθων του «Ξένοιαστου καβαλάρη» και του «Επαναστάτη χωρίς αιτία». Σημείο αναφοράς για τη νεανική κουλτούρα των ’80s. (Σε dvd από τη Sphe Hellas.)

9½ εβδομάδες (Nine½ Weeks, 1986)

Το ερωτικό must των ’80s είναι σαν υποψία από «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι». (Παραδόξως, δεν έχει κυκλοφορήσει ψηφιακά στην Ελλάδα. Αναζητήστε το στο Amazon.)

Δαιμονισμένος άγγελος (Angel Heart, 1987)

Ενα από τα καλύτερα θρίλερ του ’80 από τον Βρετανό Αλαν Πάρκερ που σκηνοθετεί με το ύφος του Ρομάν Πολάνσκι. Ενας ντετέκτιβ ταξιδεύει από τον Βορρά προς τον Νότο της Αμερικής όπου κρύβεται ο Μεφιστοφελής. Εκεί ανακαλύπτει την αληθινή ταυτότητά του. (Σε dvd από την Audio visual.)

Οργισμένο είδωλο (Raging Bull, 1980)

To αριστούργημα του Μάρτιν Σκορσέζε βασίζεται στη ζωή του πυγμάχου Τζέικ Λα Μότα. Η καλύτερη στιγμή του Ρόμπερτ Ντε Νίρο. (Σε dvd από την Odeon.)

Βρώμικη πόλη (Fat City, 1970)

Για την ακρίβεια, παχύσαρκη πόλη. Μια ρεαλιστική ματιά στο παρασκήνιο του επαγγελματικού μποξ από τον σαρκαστικό Τζον Χιούστον. Εξαιρετικοί ο Στέισι Κιτς και η Σούζαν Τάρελ. (Στο Διαδίκτυο. Το Amazon είναι μια εύκολη λύση.)

  • Του Δημητρη Μπουρα, Η Καθημερινή, 01/02/2009

Μπρούνο Γκανζ: «Νιώθω ακόμα έκπληκτος που τα κατάφερα»


Συνέντευξη: Μπρούνο Γκανζ

στη ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 31/01/2009

Στην «Αιωνιότητα και μια μέρα» ήταν ένας ετοιμοθάνατος Θεσσαλονικιός συγγραφέας, που παρέα με ένα Αλβανάκι αποχαιρετούσε τον κόσμο βυθισμένος στις μνήμες του. Εντεκα χρόνια μετά, στη «Σκόνη του χρόνου», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος τον μεταμορφώνει σε Γερμανοεβραίο κομμουνιστή, που αυτοκτονεί στα νερά του Σπρέε. Ο ποταμός διασχίζει πια ένα ενωμένο Βερολίνο, οι μεγάλες ιδεολογίες των ηρώων του, και της ανθρωπότητας, έχουν σβήσει.


Ο Μπρούνο Γκανζ με τους συμπρωταγωνιστές του στη «Σκόνη του χρόνου», Μισέλ Πικολί και Ιρέν Ζακόμπ
Ο Μπρούνο Γκανζ, ο μεγαλύτερος, ίσως, Γερμανός ηθοποιός και ένας από τους κορυφαίους της Ευρώπης, στα 68 του χρόνια κάνει δεύτερη καριέρα. Οχι μόνο κινηματογραφική. Ο ηθοποιός, που ταυτίστηκε με τα αριστουργήματα του Βιμ Βέντερς «Ενας Αμερικανός φίλος» (1977) και «Τα φτερά του έρωτα» (1987) και πρωταγωνίστησε σε ταινίες του Χέρτζογκ, του Ρομέρ, του Κόπολα, έγινε, ξαφνικά, σε διάστημα λίγων χρόνων, σύμβολο της γερμανικής υποκριτικής τέχνης. Θεατρικής (το 2000 έπαιξε στον διάρκειας 21 ωρών «Φάουστ» του Πέτερ Στάιν) και κινηματογραφικής (το 2004 ήταν ο συγκλονιστικός Χίτλερ στην «Πτώση» του Χίρσμπιγκελ).

Η «Σκόνη του χρόνου» βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 12 Φεβρουαρίου. Την ίδια μέρα προβάλλεται εκτός συναγωνισμού και στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Φυσικά, ο Μπρούνο Γκανζ θα είναι παρών στην επίσημη προβολή της. Για την ώρα βρίσκεται στην πατρίδα του, τη Ζυρίχη, από όπου και απάντησε στις ερωτήσεις μας. Ξεκινώντας από το θέατρο.

Το 1979 ιδρύσατε με τον Πέτερ Στάιν τη βερολινέζικη «Σάουμπινε», το θέατρο που εξακολουθεί να βρίσκεται στο κέντρο της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Τι ακριβώς είχατε τότε στο μυαλό σας;

«Ημασταν πολλοί νέοι και αυτό που βλέπαμε στο θέατρο δεν μας άρεσε. Οι κατά τα άλλα εξαιρετικοί Γερμανοί ηθοποιοί έπαιζαν με ένα στιλ που δεν αναγνωρίζαμε σαν δικό μας. Είναι πρόβλημα γενιάς. Οι νέοι ηθοποιούν θεωρούν παλιομοδίτικο το θέατρο που βρίσκουν και αισθάνονται ότι ήρθε η σειρά τους να κάνουν τα πράγματα αλλιώς. Πιστεύαμε κι εμείς τότε με τον Πέτερ Στάιν, άσχετα αν πολιτικά ήμασταν ή δεν ήμασταν μαρξιστές ή "προοδευτικοί", ότι το γερμανικό θέατρο ανήκε στο παρελθόν. Θέλαμε να του δώσουμε τη δική μας αίσθηση για τη ζωή. Ημασταν σίγουροι ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί από τους γονείς μας. Φυσικά, βλέπω το ίδιο πράγμα να επαναλαμβάνεται σήμερα με τα παιδιά μας και θα επαναλαμβάνεται πάντα».

Η «Σάουμπινε», μετά την επεισοδιακή απομάκρυνση του Στάιν το 1985, ξανάνθησε στα χέρια του Τόμας Οστερμάγιερ. Φαντάζεστε τον εαυτό σας σε μια από τις παραγωγές του;

«Οχι ακριβώς. Εντάξει, έχω δει και παραστάσεις της "Σάουμπινε" που ήταν ενδιαφέρουσες με τον δικό τους τρόπο. Ενιωσα, όμως, ότι σαν ηθοποιός δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω. Και, ειλικρινά, δεν με νοιάζει καθόλου».

«Μια αιωνιότητα και μια μέρα»: ο Γκανζ με τον μικρό Αχιλλέα Σκεύη
Κάνατε, όμως, με τον Στάιν αυτόν τον ιστορικό πια «Φάουστ» των 21 ωρών.

«Α, ναι, θα μπορούσε να μπει στα ρεκόρ Γκίνες. Ξέρετε, ο "Φάουστ" είναι έργο με δύο μέρη. Το πρώτο είναι πασίγνωστο και μπορείς να το ανεβάσεις σε 3 ώρες. Αλλά το άλλο είναι ιδιαίτερα δύσκολο και πολύ σπάνια ανεβαίνει στη σκηνή. Εμείς χρειαζόμασταν και για τα δύο μέρη ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Παίζαμε το Σάββατο από τις 3 μ.μ. μέχρι τις 10.30 μ.μ. και την Κυριακή συνεχίζαμε από τις 10 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ! Είναι κάτι που μόνο στη Γερμανία μπορεί να γίνει, δεν τολμάω να το φανταστώ στην Ελλάδα».

Πιστεύετε ότι είναι ό,τι σημαντικότερο έχετε κάνει στο θέατρο;

«Αξιζε να γίνει. Για ένα νορμάλ γερμανικό θεάτρο είναι κάτι ακατόρθωτο λογιστικά, δεν μπορούν να βρεθούν τα χρήματα. Αλλά τα καταφέραμε, γιατί δεν κάναμε τίποτα άλλο. Εγώ για δυόμισι χρόνια ήμουν αφοσιωμένος στον "Φάουστ"».

Εχετε παίξει ποτέ αρχαία ελληνική τραγωδία;

«Ναι, και είναι από τις πιο πολύτιμες θεατρικές μου εμπειρίες. Σκηνοθέτης ήταν ο Κλάους Μίχαελ Γκρούμπερ, ο δεύτερος πιο αγαπημένος μου θεατρικός σκηνοθέτης μαζί με τον Στάιν. Ημουν ο Πενθέας στις "Βάκχες". Ευχαρίστως θα ξαναέπαιζα».

Μακάρι να σας βλέπαμε στην Επίδαυρο.

«Δεν ξέρω, εξαρτάται από το ποιος θα έκανε τη σκηνοθεσία. Στο θέατρο εξαρτώμαι απόλυτα από τον σκηνοθέτη, πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο σινεμά. Στο σινεμά ο ηθοποιός είναι πολύ μόνος, είναι ο εαυτός του. Δεν υπάρχει χρόνος και χρήμα για πρόβες και πρέπει στο γύρισμα να είναι έτοιμος. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, σιγά σιγά απομακρύνθηκα από το θέατρο».

Αριστερά, «Φτερά του έρωτα» «Για να παίξω τον άγγελο κάναμε με τον Βέντερς κανονικό brainstorming». Δεξιά, «Πτώση» του Ολιβερ Χίρσμπιγκελ: ο Γκανζ έπαιζε τον Χίτλερ σαν ένα τέρας με... γοητευτικά στοιχεία
Δεν σας λείπει;

«Πολύ. Γιατί το αγαπούσα και πέρασα ένα μεγάλο διάστημα της ζωής μου σ' αυτό, κάτι που καθόλου δεν μετανιώνω. Ηταν μια ρήξη, σαν κάτι να έσπασε. Θα ήθελα να τελειώσω τη σχέση μου με το θέατρο με τον καλύτερο και πιο ταιριαστό τρόπο. Να είμαι προσεκτικός με ποιον και τι. Αλλά για την ώρα είμαι ευτυχής μ' αυτά που κάνω στο σινεμά».

Ηταν συνειδητή απόφαση να κάνετε ταινίες ή κάτι που απλώς έτυχε επαγγελματικά;

«Οχι. Ηταν κάτι που πάντα ήθελα. Οταν ήμουν 16 χρόνων, είχαμε στο σχολείο κινηματογραφική λέσχη και είδα μαζεμένες 40-50 ταινίες, όλα σχεδόν τα αριστουργήματα. Εντυπωσιάστηκα. Αϊζενστάιν, Τζον Φορντ, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρενέ Κλερ. Ηταν η πρώτη μου επαφή με την ηθοποιία. Ετσι αποφάσισα να γίνω ηθοποιός για να παίξω στο σινεμά. Αλλά δεν ήξερα πώς να το κάνω. Στην Ελβετία δεν υπάρχει κανονική κινηματογραφική βιομηχανία και ήμουν πολύ μακριά από όλα αυτά τα πράγματα. Ετσι, έψαξα να βρω τουλάχιστον ένα δρόμο προς το θέατρο, ήταν πιο εύκολο. Αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψα το κινηματογραφικό όνειρο. Οταν ο Βιμ Βέντερς, που λάτρευα τη δουλειά του, μου πρότεινε να παίξω σε ταινία του, αν και είχα κάνει ήδη λίγο σινεμά, είπα μέσα μου: "Τώρα τα πράγματα γίνονται σοβαρά, μπαίνω στον κόσμο του κινηματογράφου"».

Οταν σας φώναξε για τα «Φτερά του έρωτα», τι σας είπε; «Μπρούνο, θα παίξεις έναν άγγελο»;

«Οχι ακριβώς. Μου είπε: "Θέλω να κάνω μια ταινία για τους αγγέλους αλλά δεν έχω ιδέα πώς στο καλό θα προσεγγίσω το θέμα". Και του είπα, ο.k., ας το κουβεντιάσουμε. Και συναντιόμασταν κάθε δυο - τρεις μέρες επί εβδομάδες και μιλάγαμε. Για τον παράδεισο, για τις διαφορές μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, για το τι ξέραμε για τους αγγέλους από τη λογοτεχνία (διαβάζαμε Ρίλκε για παράδειγμα) και σιγά σιγά αναπτύξαμε κάτι. Η λέξη brainstorming περιγράφει ακριβώς αυτό που κάναμε. Ανταλλάσσαμε γνώμες για εμπειρίες που... κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει, εντελώς φανταστικές. Μετά φτάσαμε στα πρακτικά. Πώς μοιάζει ένας άγγελος, πώς περπατάει. Γράφτηκε ένα υποτυπώδες στόρι και ο Πέτερ Χάντκε το έκανε σενάριο».

Ξεχωρίζετε κάποιες από τις ταινίες σας;

«Μου φαίνεται πολύ σοφό κάτι που έχει πει ο Ντένζελ Γουάσινγκτον: "Οταν μια ταινία μου βγαίνει στις αίθουσες, δεν την ξανασκέφτομαι, σκέφτομαι την επόμενη". Δεν το βρίσκω δίκαιο να κάνεις τέτοιου είδους αξιολογήσεις. Υπήρξα πολύ τυχερός στην καριέρα μου, συνάντησα σπουδαίους σκηνοθέτες, έκανα ταινίες άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο καλές... Υπάρχουν και κάποιες που δεν τις αγαπώ. Τις έκανα μόνο για τα χρήματα και φαίνεται, δεν έχουν ούτε καλά σενάρια».

Μόνο τύχη ήταν; Το ταλέντο σας δεν έπαιξε ρόλο;

«Ο.k. Οταν, όμως, τα νιάτα σου δεν σε προετοιμάζουν για τέτοια κινηματογραφική καριέρα, κρατάς πάντα μέσα σου την έκπληξη που τα κατάφερες».

Παίζοντας τον Χίτλερ στην «Πτώση», βρεθήκατε στο κέντρο όχι απλώς ενός καλλιτεχνικού γεγονότος αλλά και πολιτικού. Τι θα λέγατε σε όσους θεωρούν ότι αντί για τέρας τον βγάλατε σχεδόν συμπαθή;

«Διαφωνώ τελείως. Είμαι περήφανος για την ταινία. Ο τρόπος που δούλεψα τον ρόλο ήταν πολύ συγκεκριμένος. Διάβασα πάρα πολλά πράγματα που έγραψαν γι' αυτόν άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά τους 3-4 τελευταίους μήνες της ζωής του, μέσα στο μπούνκερ. Σε πολλά διαφωνούσαν μεταξύ τους, υπήρχε όμως ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Σε κάποια πράγματα συμφωνούσαν όλοι. Αρα, αυτά πρέπει να ήταν η αλήθεια. Και έτσι αποφάσισα σ' αυτά να στηριχτώ. Γιατί δεν είχα τίποτα άλλο στα χέρια μου... Υπάρχουν ελάχιστα κινηματογραφικά ντοκουμέντα από εκείνη την εποχή, γιατί ο Χίτλερ δεν έβγαινε ποτέ από το μπούνκερ, δεν υπάρχουν πια φωτογραφίες του, δεν υπάρχει τίποτα, μόνο από την τελετή παρασημοφόρησης των αγοριών που στέλνει στη μάχη...

Οι ανθρώπινες πλευρές ήταν απαραίτητες για να χτίσω ένα ρόλο. Δεν μπορούσα να τον παίξω σαν τέρας. Πώς παίζεται ένα τέρας; Αλλωστε δεν συμφωνώ ότι ήταν μόνο τέρας. Είχε χαρίσματα κι έναν ιδιαίτερο τρόπο να τραβά τους ανθρώπους. Τον λάτρευαν και τον πίστευαν εκατομμύρια Γερμανοί και Ευρωπαίοι, συνεπαρμένοι από την προσωπικότητά του. Γι' αυτό και κέρδισε αυτά που κέρδισε. Εάν έλεγε από την αρχή "είμαι ένα τέρας και θα εξολοθρεύσω τους Εβραίους" ποιος θα τον ακολουθούσε; Πολλές γυναίκες, μάλιστα, τον λάτρευαν χωρίς καν να καταλαβαίνουν ή να κάνουν προσπάθεια να καταλάβουν τις ιδέες του».

Τι συμβαίνει τελευταία στο γερμανικό σινεμά; «Η Πτώση», το «Σύμπλεγμα Μπάαντερ-Μάινχοφ» του Ούλι Εντελ. Υπάρχει μια τάση να ξαναδιαβαστεί η γερμανική Ιστορία;

«Αυτές οι δύο ιστορικές ταινίες είναι αποτέλεσμα της δουλειάς ενός και μοναδικού ανθρώπου, του Μπερντ Εϊσινγκερ, του σπουδαιότερου Ευρωπαίου παραγωγού. Δεν έκανε μόνο την παραγωγή, έγραψε και τα σενάρια. Την ταινία για τον Χίτλερ την είχε στο μυαλό του εδώ και 20 χρόνια, τότε μου πρότεινε να τον παίξω. Με ποιο σκεπτικό; Οτι ήρθε η εποχή να ασχοληθούν οι Γερμανοί κινηματογραφιστές με την Ιστορία τους, να μην την αφήσουν στα χέρια των Αμερικανών. Είναι ο πρώτος που τόλμησε να γυρίσει μια όχι καταγγελτική ταινία για τον Χίτλερ. Το ίδιο τολμηρό, αν και πιο εύκολο, ήταν το φιλμ για τους Μπάαντερ-Μάινχοφ. Και οι δυο ταινίες αποδεικνύουν ότι οι Γερμανοί ξέρουν τι ήταν ο Χίτλερ και η γερμανική τρομοκρατία, ξέρουν τον ρόλο που έπαιξαν σαν λαός στην Ιστορία, αλλά έχουν θεραπευτεί και ξεπεράσει το παρελθόν τους. Και δεν γυρίζουν τέτοιες ταινίες λόγω ηθικής υποχρέωσης ή ενοχών, αλλά γιατί είναι... ενδιαφέρουσες ιστορίες που αξίζει κάποιος να τις διηγηθεί. Είναι ιστορική στιγμή για το γερμανικό σινεμά».

Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να έχετε κάνει αλλά κανένας δεν σκέφτηκε να σας το προτείνει;

«Αρκετές φορές βλέπω ρόλους και λέω "γιατί να μην είμαι εγώ;". Τελευταία φορά μου συνέβη με τον Χαβιέ Μπαρντέμ. Αλλά, περιμένω πάντα την επόμενη καλή πρόταση». *


- Η «Σκόνη του χρόνου» είναι η δεύτερη ταινία σας με τον Αγγελόπουλο. Ηταν τόσο καλή η εμπειρία όσο με το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»;

«Το αντίθετο. Ηταν άσχημη. Ο Αγγελόπουλος έχει ένα δικό του τρόπο να κάνει σινεμά, πιστεύει ότι το γύρισμα πρέπει να είναι οδυνηρή εμπειρία. Προφανώς, δεν συμφωνώ καθόλου μαζί του. Αλλά την πρώτη φορά εντυπωσιάστηκα από την προσωπικότητά του και εξακολουθώ να είμαι γοητευμένος από το έργο του. Πιστεύω ότι έχει κάνει 2 από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί, το "Ταξίδι στα Κύθηρα" με αυτό τον τεράστιο ηθοποιό, τον Μάνο Κατράκη, και φυσικά τον "Θίασο", μεγάλη ταινία. Ενιωθα πάντα ντροπαλός απέναντί του και τον θαύμαζα πολύ».

- Ο Γιάκομπ Λέβι, ο ήρωας τον οποίο υποδύεστε, επί σταλινισμού βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σοβιετική Ενωση και, γέρος πια, ματαιωμένος ιδεολογικά, αυτοκτονεί. Μοιράζεστε τη διάψευσή του;

«Για μεγάλο διάστημα όταν ήμουν νέος, όπως οι περισσότεροι νέοι, υπήρξα αριστερός. Αλλά δεν είμαι πια. Η "Σκόνη του χρόνου" δείχνει πόσο άσχημη τροπή μπορεί να πάρει η σύγκρουση των ιδεολογιών. Είχατε στην Ελλάδα τον τρομερό Εμφύλιο, το χειρότερο είδος πολέμου. Η ταινία με έκανε να νιώσω θλίψη για ένα τμήμα της ελληνικής ιστορίας, που δεν γνώριζα τόσο καλά. Και νομίζω ότι η επιλογή του Αγγελοπούλου να την ξεκινήσει με τις περιπέτειες των Ελλήνων κομμουνιστών στη Σοβιετική Ενωση, τις εξορίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Μου αρέσει πολύ το σενάριο αλλά και ο ρόλος μου».

- Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Αγγελόπουλος δεν δίνει πολλή σημασία στους ηθοποιούς του.

«Οχι. Βέβαια, αυτό που πρόεχει γι' αυτόν είναι η εικόνα, οι μακριές του σεκάνς, η δουλειά με την κάμερα. Αλλα φυσικά και τον ενδιαφέρει η υποκριτική. Είναι πολύ καλός και χρήσιμος αν είσαι προσεχτικός και τον παρακολουθείς στη δουλειά του. Κι όταν νιώθεις ανασφαλής ή έχεις απορίες, σου εξηγεί εξαιρετικά το ρόλο σου. Μου αρέσει πολύ ο Αγγελόπουλος ως σκηνοθέτης. Αυτό που δεν μου αρέσει καμιά φορά είναι η συμπεριφορά του στους ανθρώπους».

Κώστας Γαβράς: Οι μαύρες ταινίες για τη μετανάστευση έχουν πατερναλισμό μέσα τους

Συνέντευξη: Κώστας Γαβράς

στη ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 31/01/2009
Ωστε υπάρχει για τους μετανάστες ένας παράδεισος στη Δύση; Αυτό μοιάζει να λέει η εκπληκτική και εντελώς αναπάντεχη νέα ταινία του Κώστα Γαβρά. Πριν μας πιάσουν τα αριστερά αντανακλαστικά μας και τον κατηγορήσουμε για ρομαντισμό και φιλελευθερισμό (όχι, πάντως, «νεο-») ας διαβάσουμε τις απαντήσεις του.

«Ηθελα να βάλω λίγο ήλιο και φως στην ταινία, χωρίς να προδώσω το θέμα μου», μας λέει. Μπορεί στην καλή και αισιόδοξη διάθεσή του να βοήθησε και η επιστροφή στην πατρίδα του -ο «Παράδεισος στη Δύση» είναι η πρώτη ελληνογαλλική ταινία του. Περισσότερο βοήθησε σίγουρα η προσωπική του εμπειρία. Δεν είναι κι αυτός, όπως ο ήρωάς του ο Ηλίας, ένας μετανάστης στην Πόλη του Φωτός, που κατέκτησε τον κόσμο όλο;

- Αργήσατε να κάνετε ταινία για τη μετανάστευση, που στο κάτω κάτω το έχετε ζήσει κι αυτό το θέμα. Κι όλα αυτά τα χρόνια η Ευρώπη είχε πλημμυρίσει από τέτοιες ταινίες.

«Είναι πολύ φυσικό ένα τόσο ζεστό, δυνατό θέμα να εμπνέει τους κινηματογραφιστές. Εψαχνα κι εγώ, πολλά χρονια τώρα, ένα βίβλο, μια ιστορία για τη μετανάστευση. Θυμάμαι έτρωγα ένα βράδυ με τον Γάλλο σοσιαλιστή υπουργό Εσωτερικών, τον Πιερ Ζοξ, και μου λέει: "Γιατί δεν κάνεις μια ταινία πάνω στην μπλε μπανάνα;". "Τι είναι η μπλε μπανάνα;" τον ρωτάω. "Είναι το σχήμα που παίρνει τη νύχτα η φωτισμένη Ευρώπη όταν την βλέπει κανείς από δορυφόρο. Τα πιο φωτεινά μέρη θα δεχτούν τα επόμενα χρόνια μεταξύ 20 και 25 εκατομμύρια μετανάστες". Και του λέω: "Κι εσείς τι κάνετε;". "Συναντήσεις και συζητήσεις για να βρούμε λύση". Ούτε ήταν εύκολο να τη βρουν ούτε και τη βρήκαν. Από τότε έψαχνα ιστορία, δεν την έβρισκα και έκανα άλλα φιλμ».

- Η ταινία σας τελικά δεν βασίζεται σε βιβλίο ή ιδέα άλλου. Είναι δική σας πρωτότυπη ιστορία.

«Ακριβώς, επειδή δεν έβρισκα τίποτα, είπα θα καθίσω να τη γράψω παρέα με τον Ζαν Κλοντ Γκιμπέργκ».

Ο Ηλίας (Ρικάρντο Σκαρκάτσιο) φτάνει στον παράδεισο της Κρήτης, πρώτο σταθμό της Οδύσειάς του
- Και σας βγήκε μια ταινία απρόσμενη. Ούτε καταγγελτική ούτε πολιτική με την κλασική έννοια. Μια ταινία που δεν έχει τη συνηθισμένη για ταινίες με το ίδιο θέμα αγριότητα και σκοτεινιά. Γιατί αυτή η επιλογή;

«Γιατί οι μαύρες ταινίες για τη μετανάστευση έχουν πατερναλισμό μέσα τους. Αλλά κατά τα άλλα, τα έχει όλα αυτά που είπατε. Και πολιτική είναι και καταγγέλλει τα κακώς κείμενα. Η βασική μου ιδέα ήταν να κάνω μια ταινία με μεγάλο σεβασμό για τον μετανάστη. Γιατί νομίζω ότι οι άνθρωποι που φεύγουν από την πατρίδα τους και τα αφήνουν όλα πίσω για να πάνε σε μια ουτοπία είναι πολύ δυνατοί. Το δείχνω στην αρχή της ταινίας. Ο ήρωας είναι ο μόνος που πηδάει από το πλοίο. Και κάθε φορά που έχει ένα πρόβλημα, βρίσκει λύση. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο νέος Οδυσσέας. Το άλλο πράγμα που ήθελα ήταν ταυτόχρονα με τη δική του ιστορία να δείξω εμάς τους ίδιους, πώς συμπεριφερόμαστε στους μετανάστες».

- Δεν είναι, όμως, τόσο η δική του ματιά στην Ευρώπη. Είναι η δική σας. Και μου έκανε εντύπωση που τόσα χρόνια στο κέντρο του «συστήματος» καταφέρνετε και διατηρείτε αθωότητα και ευαισθησία.

«Θέλει προσπάθεια, ξέρετε. Οταν κάποιος ζει στο κέντρο του κόσμου απορροφάται εντελώς, δεν βλέπει τα υπόλοιπα. Και, το χειρότερο απ' όλα, μαθαίνει να δικαιολογεί συνεχώς τον εαυτό του. Προσπαθώ λοιπόν κι εγώ να έχω μια συνεχή σχέση με τον... άλλο κόσμο. Και, ευτυχώς, χάρη στα παιδιά μου, και κυρίως τον γιο μου τον Ρομέν, βλέπω τι γίνεται πέραν της δικής μου τάξης, στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού. Εκεί ζουν οι άνθρωποι που υποφέρουν περισσότερο».

Υπάρχουν και ευγενικοί αστυνομικοί, που τον προστατεύουν από επερχόμενους ποδηλάτες
- Αυτοί, όμως, βλέποντας την ταινία δεν θα πουν ότι η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκληρή;

«Σίγουρα αυτό θα πουν. Το πρόβλημα, όμως, είναι διπλό. Κατ' αρχάς το τι περιμένουν κάποιοι άνθρωποι από μένα. Και μετά αυτό που λέτε, ότι τα πράγματα είναι όντως πολύ μαύρα. Εγώ, όμως, νομίζω ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να λες την αλήθεια. Πιστεύω ότι η ελαφρότητα βοηθάει περισσότερο τους ανθρώπους να καταλάβουν, παρά το απόλυτο μαύρο. Επιπλέον ζούμε σε μια κοινωνία που όλα είναι μαύρα -η οικονομία, η ανεργία, το περιβάλλον. Αν προσθέσουμε και μαύρες ταινίες, ο κόσμος θα πει "φτάνει, μέχρις εδώ". Γι' αυτό αποφάσισα να βάλω λίγο ήλιο και ελαφρότητα στο φιλμ -χωρίς, βέβαια, να προδώσω το θέμα μου».

- Ηταν και για σας κάτι καινούργιο εκφραστικά όλο αυτό.

«Ακριβώς. Ηθελα σε κάθε σκηνή να υπάρχει ένα κλειδί. Δεν ήθελα απλώς σκηνές, τη μια μετά την άλλη, για να προχωρά η ιστορία. Κάθε σκηνή λέει κάτι πάνω σε μας, κάτι πάνω σ' εκείνον. Για παράδειγμα, η Γαλλίδα μεγαλοαστή που του δίνει το σακάκι. Είναι ένας ρόλος που αντιπροσωπεύει όλους μας. Ολοι βοηθάμε τους μετανάστες λίγο, αλλά όχι υπερβολικά. Οχι επειδή δεν θέλουμε να κάνουμε κάτι παραπάνω, αλλά επειδή δεν μπορούμε».

- Να ένα ακόμα βασικό στοιχείο της ταινίας. Ο Ηλίας συναντά πολλούς καλούς ανθρώπους. Πιστεύετε ότι οι Ευρωπαίοι είναι ανοιχτοί και γενναιόδωροι και όχι φοβικοί και ρατσιστές;

«Ναι, το πιστεύω. Η κοινωνία μας έχει πολλούς καλούς ανθρώπους. Πάρτε τη σκηνή με το ζευγάρι των ομοφυλόφιλων Γερμανών νταλικέρηδων. Στην αρχή όλοι θα τους φοβόμασταν, είναι τα στερεότυπα που έχουμε για τους ομοφυλόφιλους. Ηθελα να αντιστρέψω αυτή την εικόνα, να δείξω ότι όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν ζεστό, ευγενικό άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι περιμένω από τους πολίτες να λύσουν το πρόβλημα των λαθρομεταναστών. Η ευθύνη ανήκει στο κράτος. Και το κράτος βλέπετε τι κάνει. Γεμίζει τους δρόμους αστυνομία».

- Στην ταινία σας, ούτε κι αυτή είναι βίαιη.

«Ο φόβος, όμως, μένει. Για κάποιον που δεν έχει χαρτιά, η αστυνομία είναι ο απόλυτος κίνδυνος».

Ο Ηλίας φτάνει στο Παρίσι και συναντά τον Μάγο, που έψαχνε
- Υπάρχει, όντως, τόση αστυνομία στους δρόμους της Γαλλίας;

«Πολλοί συνάδελφοί σας μου λένε το ίδιο. Και τους απαντάω: "Δεν το παρατηρείτε γιατί δεν έχετε πρόβλημα". Θυμάστε μια σκηνή που ο Ηλίας βλέπει πυροσβέστες και τρομάζει; Η στολή και μόνο τον κάνει να το βάλει στα πόδια. Θα 'λεγα ότι είναι και ένα hommage στον Σαρλό. Στους "Μοντέρνους Καιρούς", που τον κυνηγούν, δυο ναύτες βλέπει και φεύγει τρέχοντας».

- Δεν τον απειλεί μόνο η αστυνομία. Η σεξουαλική παρενόχληση είναι συνεχής. Από άνδρες και γυναίκες. Γιατί το τονίσατε τόσο αυτό το στοιχείο; Πιστεύετε οι μετανάστες, προερχόμενοι από παραδοσιακές κοινωνίες, έχουν διατηρήσει την αρρενωπότητα που η μεταφεμινιστική Ευρώπη έχει από καιρό «απαγορεύσει»;

«Είναι αλήθεια αυτό που λέτε. Αλλά ισχύει και κάτι ακόμα. Ο ξένος άνδρας και η ξένη γυναίκα τραβάνε την προσοχή. Είναι πράγματα που όλοι οι μετανάστες τα έχουμε ζήσει -κι εγώ. Είναι η ουτοπία των Ευρωπαίων να αποκτήσουν ερωτικά κάτι εντελώς διαφορετικό και νέο».

- Είναι και πολύ όμορφος ο Ρικάρντο Σκαρμάτσιο. Κυρίως, όμως, εξαιρετικός στον ρόλο του. Τι του ζητήσατε; Εχει ελάχιστα λόγια.

«Ηταν μεγάλο πρόβλημα να βρω έναν ηθοποιό που να δεχτεί να μην έχει τίποτα να πει. Ο Σκαρμάτσιο δέχτηκε αμέσως και κατάλαβε πόσο διαφορετικό ήταν απ' οτιδήποτε άλλο είχε κάνει. Του ζήτησα να παίζει με το σώμα του, όχι με τα μάτια ή το πρόσωπο. Και να είναι παρών. Το κατάλαβε αμέσως. Αλλωστε ζει και με μια πολύ έξυπνη γυναίκα, τη Βαλέρια Γκολίνο».

- Η απουσία λόγου δεν δυσκόλεψε και τη δική σας δουλειά;

«Οχι, όχι. Στην εποχή του βωβού έγιναν τα πάντα, αριστουργήματα που εμείς σήμερα επαναλαμβάνουμε».

- Βαφτίσατε τον ήρωά σας Ηλία. Γιατί;

«Ηθελα ένα όνομα κοινό. Το έχουν οι Αφρικανοί, οι Εβραίοι, οι Μουσουλμάνοι. Και βγαίνει από το αρχαίο ελληνικό "ήλιος". Δεν ήθελα ούτε το όνομά του ούτε η γλώσσα του, που κι αυτή την κατασκευάσαμε, να παραπέμπουν σε συγκεκριμένη εθνικότητα. Ηθελα έναν άνθρωπο σαν όλους εμάς».

- Την Ελλάδα τη θέλατε οπωσδήποτε στην ταινία σας ή θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε άλλη χώρα-πέρασμα μεταναστών;

«Το ήλπιζα πολύ να την έχω. Και ευτυχώς, βρήκα στην Κρήτη τα μέρη που έψαχνα».

- Δεν φοβηθήκατε ότι μετά τόσα χρόνια απουσίας, η ματιά σας πάνω της θα ήταν γραφική;

«Ξέρετε, ακούω πολλή μουσική ελληνική. Και κάθε φορά νιώθω νοσταλγία για την Ελλάδα, η εικόνα μου γι' αυτήν γίνεται τελείως ποιητική. Οταν όμως ερχόμαστε εδώ, αυτά φεύγουν. Η καθημερινή ζωή, τι ποιητικότητα να έχει; Αυτός ήταν, λοιπόν, ο φόβος μου όταν ήρθα να κάνω ταινία. Και προσπάθησα με δυο-τρεις σκηνές να βρω την πραγματική Ελλάδα».

- Ας πούμε;

«Την κυρία με τα κοτόπουλα και τα παιδιά, που την παίζει τόσο ωραία η Ντίνα Μιχαηλίδη».

- Κι αυτή, πάντως, τον βλέπει ερωτικά, μεγάλη γυναίκα και αγρότισσα...

«Υπάρχει μοναξιά στη ζωή της. Η σεξουαλικότητα παίζει ένα ρόλο μόνιμο σε όλες τις ηλικίες. Θα 'λεγα, μάλιστα, ότι ο θάνατος έρχεται όταν δεν υπάρχει πια επιθυμία».

- Το Ελντοράντο του Ηλία είναι το Παρίσι. Γιατί ειδικά το Παρίσι;

«Γιατί ήταν και για μένα. Και αυτή είναι μια προσωπική, αν όχι αυτοβιογραφική ταινία. Οταν σκεφτόμουν σε ποιες άλλες χώρες θα μπορούσα να τον πάω, έλεγα: Στο Λονδίνο; Καμιά όρεξη δεν έχω. Στο Βερολίνο; Ούτε. Στη Ρώμη; Ισως, αλλά ούτε εκεί υπάρχει αυτή η ποίηση. Το Παρίσι, δεν ξέρω για τη δική σας γενιά, αλλά όταν ήμουνα μικρός ήταν πολύ σημαντικό για μας στην Ελλάδα. Η Αφροδίτη της Μήλου, μας έλεγαν στο σχολείο, είναι στο Λούβρο. Ο πατέρας μου μας έβαζε να διαβάσουμε Ζολά...»

- Η Ελλάδα έχει πολύ στενές σχέσεις με τον γαλλικό πολιτισμό. Οχι αναγκαστικά και μια φτωχή χώρα, που βγάζει μετανάστες.

«Σε όλο τον κόσμο πιστεύω ότι υπάρχει αυτή η εικόνα του Παρισιού».

- Τι πιστεύετε; Θα την βρει, τελικά, τη ζωή που θέλει ο Ηλίας στο Παρίσι;

«Νομίζω, ναι. Αν σκεφτείτε τι πέρασε, τι λύσεις έβρισκε κάθε φορά και πώς τον δέχτηκαν οι άνθρωποι, νομίζω ότι θα συνεχίσει έτσι και θα πάει καλά».

- Ισχύει, όμως, αυτό γενικά στην Ευρώπη, που οι θεσμοί της δεν καλωσορίζουν τους μετανάστες;

«Ούτε θεσμούς ούτε τίποτα τέτοιο έχω στο μυαλό μου. Δεν είδατε τι είπε πρόσφατα ο Σαρκοζί; Να δεχόμαστε μόνο τους ξένους που έχουν προσόντα, που είναι γιατροί, μηχανικοί. Που σημαίνει "Πάρτε τους άξιους από τις φτωχές χώρες". Είναι τρομερό. Είμαι αισιόδοξος γιατί πιστεύω στην αξία του ανθρώπου. Αν έχει αρετές, ποιότητα, θέληση, κάπου θα φτάσει. Ακόμα και την αστυνομία θα ξεπεράσει. Ξέρω ανθρώπους στο Παρίσι που δεν μπαίνουν στο μετρό γιατί δεν έχουν χαρτιά. Κι, όμως, δεν τα παρατάνε. Πηγαίνουν με τα πόδια στη δουλειά τους, μιάμιση ώρα δρόμο». *


Οι Ελληνες ηθοποιοί μ' άφησαν κατάπληκτο

- Με το ελληνικό μέρος της παραγωγής είστε ευχαριστημένος;

«Πολύ. Η ελληνική συμπαραγωγή συμπεριφέρθηκε πολύ καλά. Και έμεινα, δεν σας το κρύβω, κατάπληκτος με την ποιότητα των Ελλήνων ηθοποιών. Βλέπω πότε πότε τηλεόραση και οι ηθοποιοί το παρακάνουν. Οσο για τα φιλμ τα ελληνικά που βλέπω στο Παρίσι, χμμμ, καλά. Τώρα που δούλεψα εδώ, τα 'χασα. Για παράδειγμα, ο Τάσος Κωστής, ο ηθοποιός που παίρνει τα λεφτά του Ηλία, δεν είναι καταπληκτικός;»

- Αρα θα ξανακάνετε ταινία στην Ελλάδα;

«Σίγουρα. Εχω ήδη ένα υλικό ελληνικό καταπληκτικό».

- Ελληνικό-ελληνικό, φαντάζομαι. Δεν θα ξαναπλάσετε καινούργια γλώσσα;

«Οχι, όχι (γελάει). Η πρώτη προσπάθεια έγινε, και ήταν ικανοποιητική από όλες τις απόψεις. Μέχρι και ο Μιχάλης Λιάπης ήρθε στο γύρισμα».

- Τον νόμο τον περιβόητο, που έφτιαξε η επιτροπή σας, δεν πρόλαβε να τον καταθέσει. Και υπάρχει φόβος να τον βάλει ο Αντώνης Σαμαράς στο συρτάρι.

«Η περισσότερη δουλειά στην επιτροπή, από τον Απόστολο Δοξιάδη έγινε. Δεν πρέπει απλώς να περάσει ο νόμος, είναι τελείως απαραίτητο αν θέλουν να πάει μπροστά ο ελληνικός κινηματογράφος. Επιπλέον, το κράτος χάλασε λεφτά για όλη αυτή την ιστορία, φέραμε κόσμο από το εξωτερικό, τους διευθυντές του Γαλλικού και του Δανέζικου Κέντρου Κινηματογράφου, κάναμε τεράστια προσπάθεια. Επρεπε, όμως, και ο Λιάπης να κάνει πιο γρήγορα, να μην το πολυσκέπτεται όταν τον πήρε στα χέρια του».

Friday, January 30, 2009

Η «Μαγεμένη» ωρίμασε και διεκδικεί Οσκαρ

«Εχω και τη σκοτεινή πλευρά μου, δεν μου αρέσει όμως. Δεν αισθάνομαι καλά όταν τη νιώθω» λέει η... τέως μορμόνα Εϊμι Ανταμς. Η ερμηνεία της ως καλοσυνάτης καλόγριας δίπλα στην αυστηρή Μέριλ Στριπ και τον χαρισματικό ιερέα Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν (στην ένθετη φωτογραφία) στην ταινία «Αμφιβολία» της χάρισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ β΄ γυναικείου ρόλου

Η Εϊμι Ανταμς, η νεαρή καλόγρια στην «Αμφιβολία», φωτίζει πλέον τη φιλμογραφία της με πιο... σκοτεινούς ρόλους

«Νιώθω υπέροχα για την υποψηφιότητά μου!». Η Εϊμι Ανταμς δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό της τον περασμένο Δεκέμβριο στο Λονδίνο, μία ημέρα μετά την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τις Χρυσές Σφαίρες. «Πάνω απ΄ όλα όμως νιώθω υπέροχα που όλοι οι ηθοποιοί της “Αμφιβολίας” κέρδισαν υποψηφιότητες. Αυτό συμβαίνει σπανίως». Παρά την υποψηφιότητά της για το Οσκαρ β΄ ρόλου στο «Junebug», η Ανταμς, μια ξανθιά, αδύνατη κοπέλα 33 χρόνων με έντονα γαλανά μάτια και διαπεραστική, ελαφρώς τσιριχτή φωνή, είναι κυρίως γνωστή ως το κοριτσόπουλο που περίμενε τον πρίγκιπα στο εφηβικό- αισθηματικό φιλμ «Μαγεμένη». Τώρα όμως, έχοντας υποδυθεί μια αφελή καλόγρια στο μικρό αριστούργημα του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ «Αμφιβολία», αποδεικνύει ότι ξέρει να κολυμπάει και στα βαθύτερα νερά της υποκριτικής. Νερά πιο «βρώμικα», τα οποία πιθανόν να της χαρίσουν το Οσκαρ β΄ ρόλου, για το οποίο είναι εφέτος υποψήφια. (Η ίδια ταινία έχει οδηγήσει επίσης στις υποψηφιότητες τη Μέριλ Στριπ - α΄ ρόλου, τον Σάνλεϊ- διασκευασμένου σεναρίου, τη Βαϊόλα Ντέιβις- β΄ ρόλου και τον Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν - β΄ ρόλου.)

Από τις πρώτες σκηνές ως το δυναμικό φινάλε της «Αμφιβολίας», μια διάχυτη αβεβαιότητα συνοδεύει τον θεατή καθώς δύο καλόγριες (Στριπ, Ανταμς), ένας ιερέας (Χόφμαν) και η μητέρα ενός αγοριού (Ντέιβις) παλεύουν με κρίσεις και ετυμηγορίες, με την καταδίκη και την αμφιβολία. Η ιστορία τοποθετείται στο 1964. Στο σχολείο του Σεντ Νίκολας στο Μπρονξ ένας χαρισματικός ιερέας προσπαθεί να ανατρέψει τα αυστηρά έθιμα διαπαιδαγώγησης και έρχεται σε σύγκρουση με την αυστηρή διευθύντρια του σχολείου η οποία πιστεύει στη δύναμη του φόβου και της πειθαρχίας. Οι άνεμοι της πολιτικής αλλαγής όμως φθάνουν αναπόφευκτα ως την κοινότητα του Μπρονξ: το σχολείο δέχεται τον πρώτο μαύρο μαθητή του. Οταν μια νεότερη αδελφή (Ανταμς) μοιράζεται με την προϊσταμένη της την υποψία ότι ο ιερέας δείχνει υπερβολικό ενδιαφέρον προς τον νεοφερμένο μαθητή, η δεύτερη ορκίζεται να αποκαλύψει την αλήθεια και να διώξει τον ιερέα από το σχολείο. Χωρίς καμία άλλη απόδειξη πέρα από την ενστικτώδη βεβαιότητά της... «Ο Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ έφτιαξε πολύ συγκεκριμένους ήρωες. Δεν χρειάστηκε καν να ανατρέξω σε άλλες πηγές πέραν της βοήθειας που μου έδωσαν πραγματικές καλόγριες. Ολα βρίσκονταν στο κείμενο και αυτό με βοήθησε να καταλάβω τόσο την ηρωίδα όσο και τα κίνητρά της. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο» μας είπε η Ανταμς, μια ηθοποιός που δεν «εγκαταλείπει» τον ρόλο της προτού ολοκληρωθεί η ταινία. Λέει μάλιστα ότι οι ρόλοι της τη «στοιχειώνουν».

Είναι αλήθεια ότι ζήσατε με μορμόνους; τη ρωτώ. «Αν ζούσα; Ημουν μορμόνα!» απαντά, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια της. Αν και γεννήθηκε στη Βιτσέντσα της Ιταλίας, όπου υπηρετούσε ο στρατιωτικός πατέρας της, η Ανταμς έφυγε ύστερα από δύο χρόνια για το Κολοράντο και μεγάλωσε με την πολυμελή οικογένεια των θείων της. «Νομίζω ότι το πνεύμα της αθωότητας και η δύναμη της ευθυμίας που με διακατέχουν είναι κληρονομιά από τη θεία μου τη Βίκυ. Μακάρι να το διαβάσει αυτό... Οι μορμόνοι θεωρούν ότι το κέφι είναι μεγάλη αρετή». Ωστόσο, μετά τον χωρισμό των γονιών της, η Ανταμς έπαψε να είναι μορμόνα.

Πώς ορίζει την αθωότητά της; «Ακόμη σοκάρομαι όταν, για παράδειγμα, μου κλέβουν το τηλέφωνο ή τα γυαλιά ηλίου. Ενα κομμάτι του εαυτού μου δεν μπορεί να καταλάβει γιατί γίνονται αυτά τα πράγματα». Ενα τόσο αθώο κορίτσι, πώς κατάφερε να επιβιώσει σε ένα σύστημα σκληρό και κυνικό όπως αυτό της βιομηχανίας του θεάματος; «Εχω και τη σκοτεινή πλευρά μου. Και ναι, τον αντιλαμβάνομαι τον κυνισμό. Δεν μου αρέσει όμως αυτή η πλευρά. Δεν αισθάνομαι καλά όταν τη νιώθω. Κατά βάθος, όμως, η καλή πλευρά μου είναι αυτή που κερδίζει πάντα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο με ελκύουν περισσότερο οι ρόλοι καλών ανθρώπων. Ξέρω ότι οι κυνικοί εκνευρίζονται με τέτοιους ρόλους- για να μην πω ότι εξοργίζονται».

Η Ανταμς αναστενάζει όταν στη διάρκεια της κουβέντας προκύπτει το όνομα της Μέριλ Στριπ. «Ολοι με ρωτούν για τη Μέριλ. Είναι φυσικό και το καταλαβαίνω. Δεν είναι μόνο σπουδαία ηθοποιός, αλλά και υπέροχος άνθρωπος. Είναι απερίγραπτο το πόσο ευχάριστη μπορεί να γίνει μπροστά σε όλον τον κόσμο που την αντιμετωπίζει τρομοκρατημένος».

Η ταινία «Αμφιβολία» έχει προταθεί για πέντε Οσκαρ και προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες.

  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

Στις 11 Φεβρουαρίου η επίσημη πρώτη της «Σκόνης του Χρόνου» του Θ.Αγγελόπουλου

Πρεμιέρα στο Μέγαρο

Επίσημη πρεμιέρα κάνει στις 11 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (8μ.μ., αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη) η νέα ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Η Σκόνη του Χρόνου.

Την πρεμιέρα της ταινίας θα τιμήσει με τη παρουσία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ενώ θα παραστούν, εκτός από τον διεθνώς αναγνωρισμένο Έλληνα σκηνοθέτη, η Ελένη Καραϊνδρου, που υπογράφει τη μουσική, οι πρωταγωνιστές Γουίλεμ Νταφόε και Ιρέν Ζακόμπ, καθώς και άλλοι συντελεστές της ταινίας.

Το κοινό μπορεί να παρακολουθήσει την ταινία από τα θεωρεία της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη. Η προπώληση των εισιτηρίων ξεκινά τη Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου και η τιμή τους είναι 12€.

Η Σκόνη του Χρόνου, που μια ημέρα μετά την προβολή της στο Μέγαρο, θα προβληθεί Βερολίνο, στο πλαίσιο της 59ης Μπερλινάλε, έχει ήδη προκαλέσει τα διθυραμβικά σχόλια της διεθνούς κριτικής.

Η ταινία αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου που άνοιξε με Το λιβάδι που δακρύζει. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν και τις ΗΠΑ.

Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, που διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Ταυτόχρονα, παρακολουθούμε ένα μακρύ ταξίδι στη μεγάλη Ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων 50 χρόνων που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα.

Ψηφιοποίηση ελληνικών ταινιών

Με ανοιχτή την «πόρτα» της αγοραίας εκμετάλλευσης της ελληνικής κινηματογραφικής κληρονομιάς, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) παρουσίασε χθες το ψηφιακό αρχείο του Ελληνικού Κινηματογράφου.

Η απαραίτητη, για τη διάσωση της οπτικοακουστικής μνήμης, ψηφιοποίηση χρηματοδοτήθηκε με 1,1 εκατ. ευρώ από το κοινοτικό πρόγραμμα «Κοινωνία της Πληροφορίας». Ο σχετικός διαδικτυακός κόμβος λειτουργεί από τον περασμένο Δεκέμβρη. Στους στόχους του προγράμματος είναι και η «διεύρυνση» της «εμπορικής προώθησης» του ελληνικού κινηματογράφου. Στόχευση καθόλου αθώα, καθώς η εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών αρχείων αποτελεί τον «κορμό» της αρχειακής πολιτικής της ΕΕ.

Το αρχείο αφορά στην περίοδο 1950-2000 και περιλαμβάνει 284 ταινίες όλων των ειδών, από 165 σκηνοθέτες. Οι περισσότερες είναι συμπαραγωγές του ΕΚΚ ή ταινίες των οποίων τα δικαιώματα κατέχει το ΕΚΚ. Υπάρχουν και αρκετές κλασικές ή βραβευμένες ταινίες, που δεν ανήκουν στο ΕΚΚ. Συνολικά, ψηφιοποιήθηκαν 404 ώρες κινηματογραφικού υλικού, σε υψηλή ανάλυση, με μεγάλες δυνατότητες χρήσης και εκμετάλλευσης. Το τεχνικό μέρος του έργου ανέλαβε εταιρεία μετά από διαγωνισμό, ενώ την τεκμηρίωση (επιλογή, παρουσίαση κλπ.) έκανε το ΕΚΚ.

Το ερώτημα είναι τι θα γίνει με όσες ταινίες δεν ψηφιοποιήθηκαν, αφού οι συντελεστές του έργου χαρακτήρισαν το σχετικό κονδύλι απλώς «ευκαιρία που δεν μπορούσε να χαθεί».

Οι ταινίες στο Διαγωνιστικό και οι Εκτός συναγωνισμού

59ο Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου

ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ

* «My One and Only» (Βρετανία) του Ρίτσαρντ Λονκρέιν, με Ρενέ Ζελβέγκερ, Κέβιν Μπέικον.

* «Alle Anderen» (Γερμανία) του Μάρεν Αντε.

* «Rage» (Οργή) (Βρετανία/ΗΠΑ) της Σάλι Πότερ, με Τζούντι Ντεντς, Τζουντ Λο, Νταϊάν Γουίστ.

* «Μαγεμένος για πάντα» (Κίνα) του Τσεν Κάιγκε.

* «Ο αγγελιοφόρος» (ΗΠΑ) του Ορεν Μόβερμαν, με Γούντι Χάρελσον και Σαμάνθα Μόρτον.

* «Το ποτάμι του Λονδίνου» (Αλγερία/Γαλλία/Βρετανία) του Ρασίντ Μπουχαρέμπ, με την Μπρέντα Μπλέθιν.

* «Μαμούθ» (Σουηδία/Γερμανία/Δανία) του Λούκας Μούντισον, με Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ, Μισέλ Γουίλιαμς.

* «Σερί» (Βρετανία/Γερμανία/Γαλλία) του Στίβεν Φρίαρς, με Μισέλ Φάιφερ, Κάθι Μπέιτς.

* «Σχετικά με την Ελί» (Ιράν) του Ασγκάρ Φαραντί.

* «Χαρούμενα δάκρυα» (ΗΠΑ) του Μίτσελ Λίχτενσταϊν, με Ντέμι Μουρ, Ελεν Μπάρκιν.

* «Στην ηλεκτρική ομίχλη» (Γαλλία/ΗΠΑ) του Μπερτράν Ταβερνιέ, με Τόμι Λι Τζόουνς, Τζον Γκούντμαν.

* «Το γάλα της θλίψης» (Ισπανία/Περού) της Κλάουντια Λόσα.

* «Μικρός στρατιώτης» (Δανία) της Ανέτ Κ. Ολεσεν.

* «Καταιγίδα» (Γερμανία/Δανία/Ολλανδία) του Χανς-Κρίστιαν Σμιτ. - «Γλυκιά βιασύνη» (Πολωνία) του Αντρζέι Βάιντα, με την Κριστίνα Γιάντα.

ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

* «Η ιδιωτική ζωή της Πίπα Λι» (ΗΠΑ) της Ρεμπέκα Μίλερ.

* «Ο Ροζ Πάνθηρας 2» (ΗΠΑ) του Χάρολντ Σβαρτ, με τον Στιβ Μάρτιν.

* «Γερμανία '09 - 13 ταινίες μικρού μήκους» των Φατίχ Ακίν, Τομ Τίκβερ, Βόλφγκανγκ Μπέκερ, Ζίλκε Εντερς, Ντομινίκ Γκραφ, Ρομουάλντ Καρμακάρ, Νικολέτ Κρέμπιτς, Ιζαμπέλ Στίβερ, Χανς Στάινμπιχλερ, Χανς Βαϊνγκάρτνερ, Κριστόφ Χοχόισλερ, Ντάνι Λέβι και Αντζελα Σάνελεκ.

* «Notorious» (ΗΠΑ) του Τζορτζ Τίλμαν Τζούνιορ.

* «Σφραγισμένα χείλη» (ΗΠΑ/Γερμανία) του Στίβεν Ντόλντρι.

18 ταινίες για δύο αρκούδες

59ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ (5-15 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

Μεγάλα ονόματα στο διαγωνιστικό τμήμα της Μπερλινάλε (Τσεν Κάιγκε, Λούκας Μούντισον, Στίβεν Φρίαρς, Μπερτράν Ταβερνιέ). Αγγελόπουλος και Γαβράς εκτός συναγωνισμού

Μισέλ Γουίλιαμς και Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ στο «Μαμούθ» του Λούκας Μούντισον
Με 26 ταινίες στο διαγωνιστικό τμήμα, 8 από αυτές εκτός συναγωνισμού, και περισσότερες από 100 άλλες στα παράλληλα τμήματά του («Πανόραμα», Φόρουμ», Ρετροσπεκτίβα», «Προοπτικές») κάνει έναρξη την Πέμπτη το 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Στο πρόγραμμα τρεις ελληνικές ταινίες: δύο απ' αυτές, εκτός συναγωνισμού, στο επίσημο πρόγραμμα: «Η σκόνη του χρόνου» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και «Ο Παράδεισος είναι στη Δύση» του Κώστα Γαβρά (που κλείνει επίσημα στις 14 Φεβρουαρίου την Μπερλινάλε). Η τρίτη ελληνική συμμετοχή είναι στο «Πανόραμα», η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα. Υπάρχει, τέλος, και μια ελληνοτουρκική συμπαραγωγή, η ταινία «Μοναδική μου ηλιαχτίδα» του Ρεχά Ερντέμ, που συμμετέχει στο τμήμα του Φόρουμ.

Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Ντίτερ Κόσλικ με τη μασκότ του, φυσικά μια αρκουδίτσα
Επίσημη έναρξη η Μπερλινάλε κάνει με τη γερμανο-αμερικανική παραγωγή «The International» (Η Διεθνής) του Τομ Τίκβερ («Τρέξε Λόλα, τρέξε»), θρίλερ δράσης με πρωταγωνιστές τους Κλάιβ Οουεν, Ναόμι Γουότς, Αρμίν Μούτλερ-Σταλ και Ούλριχ Τόμσον. Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής είναι η Τίλντα Σουίντον.

- «Οι συνδέσεις, οι συγκρούσεις και οι αντανακλάσεις στον καθρέφτη» είναι στο επίκεντρο των θεμάτων ενός από τα πιο ενδιαφέροντα παράλληλα προγράμματα της Μπερλινάλε, του Φόρουμ του Νέου Κινηματογράφου. Στις 48 ταινίες του, εκτός από τα πολύ ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ, που φέτος ασχολούνται με θέματα όπως η παγκοσμιοποίηση, ο ρατσισμός και η κρατική καταπίεση, συγκαταλέγονται ταινίες μυθοπλασίας από 31 χώρες. Από Αργεντινή («Πράσινα νερά» του Μαριάνο Ντε Ρόζα), Ρουμανία («Το πιο χαρούμενο κορίτσι στον κόσμο» του Ράντου Γιούντε), Κορέα («Η επόμενη μέρα» του Λι Σουκ-Γκίουνγκ), Ισραήλ («Συκοφαντία» του Γιόαβ Σαμίρ), Ρωσία («Η βοήθεια τρελάθηκε» του Μπόρις Χλεμπνίκοφ), Ιαπωνία («Ψυχικός» του Σόντα Καζουχίρο), Λίβανο («Το χωριό του ενός» του Σιμόν Ελ Χάμπρε), Μεξικό («Η γοργόνα και ο δύτης» της Μερσέντες Μονκάδα Ροντρίγκεζ) κ.ά.

Η Μισέλ Φάιφερ, πάντα ωραία, ξανασυναντά τον σκηνοθέτη Στίβεν Φρίαρς στην ταινία «Σερί»
- Ο Γάλλος σκηνοθέτης Κλοντ Σαμπρόλ και ο Γερμανός παραγωγός Γκούντερ Ρόρμπαχ θα τιμηθούν με την Κάμερα 2009 για την προσφορά τους στον κινηματογράφο. Η ταινία του Σαμπρόλ «Μπέλαμι» με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ θα προβληθεί στο τμήμα Berlinale Special. Στο ίδιο τμήμα θα δούμε την ταινία «Ο Αδάμ αναστήθηκε» του Αμερικανού Πολ Σρένιτερ, με τους Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Γουίλεμ Νταφόε και Ντέρεκ Τζακόμπι, και τη νέα ταινία του 100χρονου Πορτογάλου σκηνοθέτη Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα, «Singularidades de uma rapariga loura».

- Αξίζει ν' αναφέρω και τη ρετροσπεκτίβα «Μεγαλύτερη από τη ζωή», αφιερωμένη στις ταινίες γυρισμένες με φιλμ των 70 χλστμ. Θα προβληθούν 22 ταινίες, ανάμεσά τους και οι «Λόρενς της Αραβίας» του Ντέιβιντ Λιν, «Γουέστ Σάιντ Στόρι» του Ρόμπερτ Γουάιζ, «Ο Λόρδος Τζιμ» του Ρίτσαρντ Μπρουκς, «Πλέιταϊμ» του Ζακ Τατί κ.ά.

  • Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 30/01/2009

Thursday, January 29, 2009

«Ελα να δεις» ποιος έσφαξε τους Πολωνούς

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ

Το αντισοβιετικό «Katyn», του Αντρέι Βάιντα, που ήταν να βγει σήμερα στους κινηματογράφους έκανε πίσω ολοταχώς, αφού στις αίθουσες (Ιλιον και Αφαία) θα υπάρχει το ποιητικό αριστούργημα του Ελεμ Κλίμοφ, «Ελα να δεις». Μια ταινία χωρίς ιστορικές παραχαράξεις και ψέματα, σε αντίθεση με αυτό που κάνει το «Katyn» του Αντρέι Βάιντα, η οποία, με υψηλή τέχνη και απόλυτη αλήθεια μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια από τις μεγαλύτερες σφαγές των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον ολοκληρωτικό αφανισμό 618 χωριών της Λευκορωσίας μαζί με τους κατοίκους τους (στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχασαν τη ζωή τους πάνω από 2,2 εκατομμύρια Λευκορώσοι). Στους κινηματογράφους που παίζεται το «Ελα να Δεις», θα λειτουργεί και έκθεση φωτογραφιών και άλλων ντοκουμέντων από τη σφαγή...

Βέβαια, το πίσω ολοταχώς του «Katyn», δε σημαίνει μόνο φόβο, σημαίνει και ανασύνταξη! Η Πολωνική πρεσβεία που πατρονάρει την ταινία, μαζί με το γραφείο που τη διανέμει, προσπαθούν να δημιουργήσουν «κατάλληλες» προϋποθέσεις για «μεγάλο σαματά». Ακούγεται πως αναθεωρητικές δυνάμεις και άλλοι «φιλελεύθεροι» μικροαστοί προσπαθούν να οργανωθούν και βάζοντας μπροστά την ταινία να επιδοθούν στη γνωστή τους τακτική. Στο χτύπημα της Σοβιετικής Ενωσης και του κομμουνισμού γενικότερα ...Θα δούμε!

Στις αίθουσες από σήμερα θα παίζεται και η πολύ καλή ταινία του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, «Αμφιβολία». Πέρα από τις μοναδικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, τους εξαίσιους διαλόγους και τη γενική θετική ατμόσφαιρα, έχει και ένα εξαιρετικό θέμα. Οι απόλυτες ανθρώπινες συμπεριφορές και τα τραύματα που αυτές επιφέρουν!

Η συνέχεια είναι η ...γνωστή! Μετριότητα και εμπόριο. Εμπόριο και μετριότητα. Πρώτη, στη μετριότητα και στο εμπόριο, «Η Δούκισσα», του Σάουλ Ντιμπ. Ενα φωτορομάντζο, μια ψεύτικη ρομαντική ιστορία, του κερατά! Και να σκεφτεί κανείς πως τα πρόσωπα της ταινίας υπήρξαν στη ζωή και στην ιστορία! Πιο τίμια, αλλά το ίδιο αδιάφορη, η ταινία του Ιαν Σόφτλι, «Ο Μελανόκαρδος». Μια προσπάθεια να πετάξουμε με τη φαντασία που, δυστυχώς, έμεινε από έμπνευση!

Και ενώ η διεθνής κινηματογραφία, με αλήθειες και ψέματα,.. αγωνίζεται, ο ελληνικός κινηματογράφος ταξιδεύει - μακαρίως - στον κόσμο του! Ο ταλαντούχος και με σοβαρή κουλτούρα στις αποσκευές του Πέτρος Σεβαστίκογλου εξαντλείται σε άχρωμες αισθητικές αναζητήσεις, χωρίς αυτές, δυστυχώς, να μεταφέρουν μαζί τους και μεγάλες θερμοκρασίες (θέμα). Η ταινία του ασχολείται με προσωπικές ανησυχίες που, όμως, δεν εντάσσονται ποτέ και με τίποτα στο γενικό και γι' αυτό εκλαμβάνονται σαν «κλινικές περιπτώσεις»! Η δεύτερη ελληνική ταινία της βδομάδας, «Πεθαίνω Για Σένα», του Νίκου Καραπαναγιώτη είναι «άστα να πάνε στο διάολο»! Σε σενάριο της Ελένης Ράντου, βγαλμένο από θεατρικό έργο της ίδιας, η οποία πρωταγωνιστεί επίσης, αναζητείται γέλιο, και γέλιο δε βγαίνει! Γιατί, ό,τι συμβαίνει στην οθόνη, είναι παλαιομοδίτικο και ντεφορμέ!


ΕΛΕΜ ΚΛΙΜΟΦ Ελα να δεις

Από πού να ξεκινήσω; Από το θέμα; Είχα την τύχη να πάω και να προσκυνήσω στα μέρη που έγινε η σφαγή. (Στο βιβλίο μου, «Η Ακτή του Ραζλίφ», κάνω μεγάλη αναφορά). Αν σας πω πως το χώμα της Λευκορωσίας είναι ακόμα νωπό από το αίμα, μην το θεωρήσετε υπερβολή. Περπατάς και έχεις την αίσθηση πως τα πόδια σου βουλιάζουν. Το έδαφος είναι ακόμα υγρό! 618 χωριά, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και, κυρίως, τα παιδιά που σφάχτηκαν από τους χιτλερικούς, δεν είναι από τις σελίδες της Ιστορίας που τις προσπερνάς με απλές αναγνώσεις και αναφορές. Η περιοχή, αλλά και ολόκληρη η Λευκορωσία, με τα 2,2 εκατομμύρια των θυμάτων στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο, απαιτεί ιδιαίτερο σεβασμό.

Ο Ελεμ Κλίμοφ, ένα από τα μεγάλα διαμάντια του ανθρωποκεντρικού σοβιετικού κινηματογράφου, όχι απλώς σεβάστηκε τη Λευκορωσία και ιδιαίτερα το συγκεκριμένο κομμάτι της, αλλά, με το σπάνιο ταλέντο του και τη διαλεκτική γνώση και σκέψη του, μετέτρεψε αυτό το μαύρο ιστορικό γεγονός, σε ένα υψηλής αισθητικής καταγγελτικό καλλιτεχνικό έργο. Μετέτρεψε την απάνθρωπη και αποτρόπαια σφαγή σε μια παγκόσμια οργισμένη τραγωδία. Μια τραγωδία που μένει κληρονομιά στις γενιές που έρχονται και από τις οποίες απαιτεί, «ποτέ, πια, παρόμοιες ανθρωποθυσίες»! Ο Κλίμοφ δεν καταγγέλλει εξωτερικά. Σκάβει βαθιά και βγάζει όλες τις αιτίες και όλες τις αφορμές που προκαλούν τα μεγάλα εγκλήματα.

Ενα μεγάλο θλιβερό ιστορικό γεγονός βεβαίως φτάνει βίαιο και σκληρό στους απλούς ανθρώπους και έτσι το κρατάνε στη μνήμη τους. Στον ταλαντούχο καλλιτέχνη, όμως, το βίαιο και σκληρό αυτό γεγονός δεν παραμένει απλώς στη μνήμη, αλλά στέκεται η αφορμή για να δημιουργήσει ένα αθάνατο έργο - μνημείο που να μείνει σημάδι και παράδειγμα «προς αποφυγήν». Και τίποτα να μη γνωρίζεις από την ιστορία, η ταινία του Κλίμοφ σε αναγκάζει να αγανακτήσεις. Οι σκηνές της μοιάζουν με τις μεγάλες βιβλικές καταστροφές. Σου προκαλούνταν φόβο που σου προκαλεί ο μεγάλος σεισμός ή άλλες μεγάλες «ανεξήγητες» - και ανεξέλεγκτες - από τον άνθρωπο καταστροφές. Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων χωριών, που δεν ήταν άσχετοι με την ιστορία, που ήξεραν από εισβολές και επεμβάσεις, που είχανε δώσει μάχες και μάχες στη μακραίωνη πορεία τους, βρέθηκαν μπροστά σε μια πρωτοφανή έκπληξη. Ο χιτλερισμός δεν είχε παρόμοιο στην ανθρώπινη ιστορία. Η βία του ήταν πρωτόγνωρη στο ανθρώπινο γένος. Ο ναζισμός είναι το πιο ακραίο κομμάτι του καπιταλισμού. Η κορωνίδα της βίας του. (Συνέχεια του ναζισμού και μετεξέλιξή του είναι η σημερινή επιθετική Αμερική και οι σύμμαχοί της).

Ο Κλίμοφ, με λιτά μέσα, με λίγους ανθρώπους και λίγα κανόνια, με λίγες μάχες και με λίγες πολεμικές σκηνές, με ποιητικές όμως εικόνες, με σκληρές και απόλυτα ρεαλιστικές εικόνες, δημιούργησε μια τεράστια απειλητική σκιά πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Το τέρας του ναζισμού έχοντας ανοίξει όλες τις κάννες του και έχοντας απλώσει όλα τα νύχια του έστρωσε στο κυνήγι τους ειρηνικούς ανθρώπους της Λευκορωσίας, που έχτιζαν τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία, και τους ανάγκαζε να τρέχουν σαν τρελοί στα γύρω δάση για να σωθούν. Οι αγνοί και ειρηνικοί άνθρωποι ζούσαν ένα μοναδικό και πρωτόγνωρο εφιάλτη! Το τέρας, όμως, με τις φωτιές που έβγαζε από το ορθάνοιχτο επεκτατικό βιομηχανικό στόμα του, μαζί με τους ντόπιους συνεργάτες του, έκαιγε ό,τι έβρισκε στο πέρασμά του. Και όταν ξετρύπωνε τα θύματά του, τα κάρφωνε στην καρδιά και τα έσφαζε!

Ο κινηματογράφος του Κλίμοφ ξεπερνάει το φόβο. Γιατί δε στέκεται στα εξωτερικά γνωρίσματα του φόβου, δεν επιδιώκει εντυπωσιασμούς. Αντίθετα, αναγκάζει το θεατή να ψάξει τις αιτίες που κάνουν ανθρώπους να λειτουργούν σαν τέρατα. Και μόνον το πρόσωπο του νεαρού πρωταγωνιστή, που από φρέσκο και λείο (όπως είναι τα όμορφα πρόσωπα των παιδιών σε ειρηνικές περιόδους), μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, όσο διήρκησε το κυνήγι μέχρι τη σφαγή, γέρασε και γέμισε ρυτίδες και πόνο, αλλά και σκέψεις και γνώση, φτάνει για να σε βάλει σε βαθιούς και παραγωγικούς συλλογισμούς. Να πεις δηλαδή, πως μια στιγμή πολέμου διαρκεί όσο μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή. Γιατί αυτή η στιγμή εμπεριέχει όλα τα συναισθήματα και όλες τις κορυφώσεις.

Μιλάμε για ένα πολιτικό ποίημα. Για ένα μοναδικό καλλιτεχνικό γεγονός. Η επιγραφή στο μνημείο που στήθηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση προς τιμήν των 618 χωριών που εξαφάνισε ο ναζισμός, με ευγένεια μας καλεί: «Καλέ μας φίλε, θυμήσου: αγαπήσαμε τη ζωή και την πατρίδα μας και εσένα. Καήκαμε ζωντανοί μέσα στις φλόγες. Κάνουμε έκκληση: οι κραυγές κι ο πόνος μας να γίνουν θάρρος και δύναμη, για να επικρατήσει η ειρήνη και η γαλήνη σε αυτή τη γη. Ωστε να μη χαθεί ποτέ ξανά ζωή στην πύρινη λαίλαπα».

Παίζουν: Αλεξέι Κραβσένκο, Ολγα Μιρόνοβα, Λιουμπομίρας Λαουσιαβίσιους.


ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
29/1/2009
-- «Ελα να δεις» ποιος έσφαξε τους Πολωνούς
23/1/2009
-- «Ελα να δεις»... την ιστορική αλήθεια


Τρυφερή και ανθρώπινη η ταινία του καλού σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ. Η «Αμφιβολία» στηρίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο του σκηνοθέτη, που είναι και ο σεναριογράφος της ταινίας. Ο Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ με εξαιρετικό καλλιτεχνικό τρόπο, με θαυμάσια ατμόσφαιρα, με προσεγμένα κοστούμια, με πολύ καλή ηχητική μπάντα (ήχοι-μουσική), προσπαθεί να χτυπήσει και να αμφισβητήσει τις άκριτες «βεβαιότητες» της κοινωνίας και των ανθρώπων, τις άκριτα «παγιωμένες» θέσεις και απόψεις, που εμποδίζουν την έρευνα, την άλλη άποψη, τον διάλογο σε τελευταία ανάλυση.

Η ταινία έχει... χιλιάδες αρετές! Εχει εξαιρετικούς και «διδακτικούς» διαλόγους. Εχει θαυμάσιες ερμηνείες, που πλουτίζουν ακόμα περισσότερο την πλούσια αμερικανική ερμηνευτική παράδοση. Ολα στην ταινία είναι μετρημένα και πειθαρχημένα. Η επιλογή του δημιουργού της ταινίας να τοποθετήσει την ιστορία του μέσα σε ένα αυστηρό καθολικό σχολείο, δίνει στο θέμα του μεγαλύτερες προεκτάσεις. Το αυστηρό καθολικό σχολείο είναι, σίγουρα, ένας αυταρχικός και σκοτεινός χώρος. Χώρος που δε χωράει άλλες από τις δικές του απόψεις. Χώρος που δυσκολεύει την ανθρώπινη επικοινωνία. Χώρος, τελικά, που μοιάζει, που ταυτίζεται απόλυτα με την αυταρχική και υποκριτική συντηρητική καπιταλιστική κοινωνία. Χώρος που εμποδίζει κάθε καινούρια πνοή, κάθε διαφορετική συμπεριφορά.

Ο στόχος του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, τόσο στο θεατρικό έργο του όσο και στην ταινία του, είναι να δημιουργήσει στο θεατή αμφιβολίες. Να τον πείσει να κάνει το ακριβώς αντίθετο του γνωστού «πίστευε και μη ερεύνα» των ορθοδόξων, των καθολικών και της πολιτικής συντήρησης. Η βεβαιότητα και οι παγιωμένες απόψεις για τον Σάνλεϊ, είναι εμπόδιο για κάθε παραπέρα συζήτηση. Οταν η βεβαιότητα και οι παγιωμένες απόψεις γενικεύονται, εμποδίζουν, τελικά, κάθε τι καινούριο να βγει στην επιφάνεια, να μπει σε κουβέντα.

Η ταινία τοποθετείται χρονικά στο 1964. Είχε μόλις δολοφονηθεί ο Κένεντι, ο πόλεμος στο Βιετνάμ βρισκόταν σε εξέλιξη, η αμερικάνικη κοινωνία είχε ξεκινήσει την αμφισβήτηση. Η πίστη, η ιεραρχία, οι θεσμοί, όλα μπήκαν στο μικροσκόπιο. Ηταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος για την Αμερική. Η οποία, δυστυχώς, ελλείψει πολιτικού προσανατολισμού και πολιτικής καθοδήγησης, δεν έφερε μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα. Η αμερικάνικη κοινωνία επέστρεψε στο «πίστευε και μη ερεύνα». Αυτό το πάγιο για την Αμερική «πίστευε και μη ερεύνα», θέλει να κλονίσει η ταινία.

Παίζουν: Μέριλ Στριπ, Φιλίπ Σέιμουρ Χόφμαν, Εϊμι Ανταμς, Βιόλα Ντέιβις.



«Η Δούκισσα», είναι ένα κλασικό εικονογραφημένο, ένα φωτορομάντζο, ένα σινερομάντζο, μια ταινία περασμένων εποχών(κυριολεκτικά και μεταφορικά)! Το 1770, μια παρθένα, λέει, με προαγωγό τη μάνα της, παντρεύεται στην Αγγλία έναν Αγγλο τιτλούχο και γίνεται Δούκισσα. Αδίστακτη η ίδια, παρότι παριστάνει τη συναισθηματική, είχε την ατυχία να πέσει σε ακόμα πιο αδίστακτο άντρα και το ζευγάρι γίνεται κ...!

Ποιον μπορεί στ' αλήθεια να νοιάζει μια τέτοια ιστορία; Μπορούν, τάχα, τα αστραφτερά κοστούμια, η πράγματι πολύ όμορφη πρωταγωνίστρια, η οποία μην έχοντας ρόλο να υπερασπιστεί καταφεύγει σε ερμηνευτικές υπερβολές και ακρότητες, τα πλούσια εξοχικά σπίτια, οι συζυγικές απιστίες, ο έντεχνος αισθησιασμός και τα μυξοκλάματα να συγκινήσουν έναν σημερινό άνθρωπο; Οχι, βέβαια! Ούτε οι κάργιες των πρωινών και απογευματινών εκπομπών δεν πρόκειται να κλάψουν!

Και να σκεφτείτε πως η ταινία υποτίθεται είναι ιστορική. Οτι τα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν στην οθόνη υπήρξαν στη ζωή. Οτι όλα αυτά τα μελό της αγγλικής αριστοκρατίας, η οποία στην ουσία έτρωγε σίδερα, γινόταν έτσι χαζά και αδιάφορα, ενώ στη διπλανή Γαλλία είχε σχεδόν ξεκινήσει η Γαλλική Επανάσταση. Τι να πεις!

Παίζουν: Κίρα Νάιτλι, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Ρέι Φάινς, Χέιλι Ατγουελ, Ντομινίκ Κούπερ, κ.ά.


Η ταινία χρεώνεται στον φανταστικό κινηματογράφο! Το θέμα της είναι, πράγματι... φανταστικό (ενδιαφέρον).

Ενας πατέρας διαβάζει στην κόρη του βιβλία. Με την ανάγνωσή του έχει την ικανότητα να ζωντανεύει τους ήρωες των βιβλίων. Και εκεί που λες πως θα αρχίσει ένα τρελό πανηγύρι, όπου γνωστοί και άγνωστοι ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα γεμίσουν την οθόνη και θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία, θα χορτάσουμε όμορφα συναισθήματα, θα ακούσουμε εξαίσιες σοφίες, θα παλαβώσουμε από ομορφιά, η ταινία σιγά-σιγά μετατρέπεται σε θρίλερ (σχεδόν).

Αλλη μια ευκαιρία χαμένη, λοιπόν! Θυσία και αυτή στο εύκολο κέρδος. Στο χαβαλέ και στο τίποτα.

Παίζουν: Μπέρνταμ Φρέιζερ, Πολ Μπέτανι, Eλεν Μίρεν, Τζιμ Μπρόουντμπεντ κ.ά.




«Τρεις στιγμές» του Πέτρου Σεβαστίκογλου

Το έχουμε ξαναπεί! Ενώ η ελληνική κοινωνία σχεδόν στο σύνολό της βγήκε στους δρόμους, αφού οι οικονομικές και άλλες στεναχώριες την έχουν αρπάξει από το λαιμό και την πνίγουν, ο ελληνικός κινηματογράφος, εκτός από λίγες ελπιδοφόρες εξαιρέσεις, αυτάρεσκα και αδιάφορα για όσα σοβαρά συμβαίνουν γύρω του, τρυπάει τις φλέβες του και τη βρίσκει, την καταβρίσκει καλύτερα με τα προσωπικά του!

Να πεις πως ο Πέτρος Σεβαστίκογλου δε γνωρίζει κινηματογράφο, δεν έχει πολιτική και κοινωνική κουλτούρα, δεν ξέρει από πού βγαίνει ο ήλιος; Δεν είναι αλήθεια! Και κινηματογράφο γνωρίζει και γενικά - και ουσιαστικά - εφόδια διαθέτει.

Τότε, γιατί κλείνεται στον εαυτό του; Γιατί σπαταλάει τον πολύτιμο χρόνο του σε μικρότερα από το ταλέντο του κινηματογραφικά εγχειρήματα; Ο «θεός» ξέρει!

Οι «Τρεις Στιγμές» του είναι Τσέχοφ, χωρίς, όμως, τον Τσέχοφ! Οι πολύ καλές αισθητικά εικόνες του Σεβαστίκογλου, οι «θεατρικές» ερμηνείες των ηθοποιών του, τα «θεατρικά» κοστούμια του, οι «θεατρικοί χώροι του,.. εκεί παραπέμπουν. Οι δικοί του ήρωες, όμως, είναι απασχολημένοι με πολύ μικρότερα πράγματα. Οσο και να χτυπιούνται, όσο και αν παριστάνουν ότι τυραννιούνται (ή ευχαριστιούνται) δε συμπάσχεις, γιατί σε αφήνουν αδιάφορο τα προσωπικά - και μικρά - προβλήματά τους (τα οποία, επιπλέον, σε καμία στιγμή δε γίνονται καθαρά). Τους παρακολουθείς βέβαια, αλλά δεν πονάς.


Στην ουσία, δείχνουν, να μην πονάνε και οι ίδιοι! Δεν τους δίνεται, άλλωστε, σεναριακά ο χρόνος για να πονέσουν! Μπαίνουν κατ' ευθείαν στο θέμα, μαλώνουν ή συμφωνούν, ερωτεύονται ή χωρίζουν, χωρίς να έχει προηγηθεί δραματουργική δικαιολογία. Αυτή η «αφαίρεση» αποστασιοποιεί το θεατή από τα δρώμενα (τα οποία, άλλωστε, δεν είναι και πολλά). Τον πετάει έξω από την υπόθεση. Ο θεατής μετατρέπεται, τελικά, σε (απλό) θεατή ο οποίος, φυσικά, από κάποιο σημείο και μετά, λογικό είναι, κουράζεται.

Τι μένει; Μερικές ωραίες (αλλά άδειες) εικόνες. Η θαυμάσια σκηνή της βροχής ήταν, ίσως, η μόνη δραματουργικά ολοκληρωμένη εικόνα. Γι' αυτό και συγκίνησε!

Παίζουν: Ευγενία Δημητρακοπούλου, Γιώργος Διαλεγμένος, Δήμητρα Λαρεντζάκη, Χρίστος Νικολάου, Ρούλα Πατεράκη, κ.ά.

  • «Πεθαίνω για σένα» του Νίκου Καραπαναγιώτη

Και ενώ με τις «Τρεις Στιγμές» έχεις, οπωσδήποτε, κάτι να πεις, κάτι να κουβεντιάσεις, με το «Πεθαίνω Για Σένα» σε χωρίζει άβυσσος! Είναι όλα, μα το «θεό», τόσο ψεύτικα και τόσο τυποποιημένα (από παλιές θεατρικές και κινηματογραφικές συνταγές και σχολές).

Δε γνωρίζω προσωπικά την κυρία Ράντου (τελικά δική της είναι η ταινία, έτσι διαφημίζεται - ο σκηνοθέτης έκανε ή τον έκαναν στην άκρη). Δεν τη γνωρίζω, αλλά έχω σχηματίσει την εντύπωση πως είναι «σπίρτο». Τι έπαθε, λοιπόν, αυτό το «σπίρτο» και δεν πήρε φωτιά; Δεν είδα το θεατρικό της έργο «Μαμά μην Τρέχεις», από το οποίο γεννήθηκε η ταινία, αλλά αυτό που είδα στην οθόνη δεν μπορεί να το γέννησε αυτή η σίγουρα έξυπνη γυναίκα.

Τα πέντε κύρια πρόσωπα της ταινίας υποτίθεται πως αγωνίζονται απεγνωσμένα για την αγάπη! Αρκετές φορές, εκεί προς το τέλος ιδιαίτερα, κλαίνε γι' αυτή την υπόθεση! Ομως, όλον αυτόν τον αγώνα τον δίνουν σε λάθος γήπεδο, με λάθος κανόνες. Η μάνα, τραλαλού και τραλαλά, έχει εραστή, ο γιος - παιδί ακόμα - έχει εραστή, και, όπου να 'ναι, θα καταλήξει και ο αστυφύλακας πατέρας να έχει και αυτός εραστή. Αυτή η υπόθεση, όπως φτάνει στα αυτιά σας, θα μπορούσε να ήταν σάτιρα της σύγχρονης (ο «θεός» να την κάνει σύγχρονη) ζωής της πόλης μας. Αμ, δε! Οι δημιουργοί της ταινίας, ακόμα και όταν τελείωσε η ταινία, δεν είχαν αποφασίσει προς τα πού να το πάνε. Στη σάτιρα ή στη δραματική κωμωδία.

Μέχρι να δουν τι θα κάνουν το έριξαν στο ...σορολόπ! Καταναλώθηκαν σε κρύα αστεία και τραβηγμένες από τα μαλλιά γκριμάτσες και πέρασε η ώρα. Καληνύχτα!

Παίζουν: Ελένη Ράντου, Μάρθα Καραγιάννη, Φάνης Μουρατίδης, Νεκτάριος Λουκιανός, Σήφης Πολυζωίδης, κ.ά.


Ο νεωτεριστής παπάς και η αυστηρή καλόγρια

ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/01/2009

Μία ακόμη οσκαρική βδομάδα, με τη Μέριλ Στριπ και τους συμπρωταγωνιστές της να συναγωνίζονται για τα βραβεία της Ακαδημίας στην ταινία «Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ. Στο πρόγραμμα, δύο εξαιρετικές επανεκδόσεις, «Ελα να δεις» του Ελεμ Κλίμοφ και «Το τελευταίο κύμα» του Πίτερ Γουέιρ, καθώς και δύο ελληνικές ταινίες: «Τρεις στιγμές» του Πέτρου Σεβαστίκογλου και «Πεθαίνω για σένα» του Νίκου Καραπαναγιώτη. Προβάλλονται ακόμη το δράμα εποχής «Η δούκισσα» του Σολ Ντιμπ και η φαντεζίστικη περιπέτεια «Ο μελανόκαρδος» του Ιαν Σόφτλι.


Αμφιβολία. Doubt. ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ. Ηθοποιοί: Μέριλ Στριπ, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Εϊμι Ανταμς, Βιόλα Ντέιβις. 104'

*** ½ - Η σύγκρουση ανάμεσα σ' ένα φιλελεύθερο παπά και μια αυστηρή, παλαιών αρχών, καλόγρια, σε μια καθολική σχολή, όπου περιπλανιέται η αμφιβολία σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων. Οσκαρικές οι ερμηνείες.

Η παιδοφιλία στους κόλπους της Καθολικής, και όχι μόνο, Εκκλησίας (μόλις πρόσφατη είναι η υπόθεση του δικού μας αρχιμανδρίτη) είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Αμφιβολία», που έγραψε και σκηνοθέτησε με βάση το βραβευμένο θεατρικό του έργο ο Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ. Εργο που πρωτοανεβάστηκε στο Μπρόντγουεϊ το 2004, όταν η Καθολική Εκκλησία βρισκόταν στο στόχαστρο εξαιτίας της αποκάλυψης κακοποίησης ανηλίκων από παπάδες καθολικών σχολείων.

Τοποθετημένη το 1964, σε καθολικό σχολείο του Μπρονξ της Νέας Υόρκης, όπου η αυστηρότητα και ο εκφοβισμός των μαθητών ήταν στην ημερήσια διάταξη, η ταινία παρουσιάζει τη σύγκρουση ανάμεσα στην παθολογικά αυστηρή διευθύντρια του σχολείου, αδελφή Αλοϊσιους (Μέριλ Στριπ) και τον χαρισματικό, φιλελεύθερων απόψεων, ιερέα Φλιν (Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν). Το ότι ο Φλιν χρησιμοποιεί στυλό διαρκείας, βάζει τρία κομμάτια ζάχαρη στο τσάι του και θέλει να προσθέσει πρόγραμμα λαϊκής -και όχι θρησκευτικής- μουσικής στην ετήσια χριστουγεννιάτικη γιορτή είναι ασυγχώρητα αμαρτήματα για την αδελφή Αλοϊσιους που βλέπει την ισχύ της να ελαττώνεται.

Οταν μάλιστα η νεαρή, αθώα αδελφή Τζέιμς (Εϊμι Ανταμς) της αναφέρει πως πρόσεξε έναν κάπως υπερβολικό ζήλο από μέρους του Φλιν προς τον μοναδικό Αφροαμερικανό μαθητή του σχολείου, η αδελφή Αλοϊσιους βρίσκει την ευκαιρία να ξεκινήσει μια καμπάνια συκοφαντίας εναντίον του για να τον διώξει από το σχολείο. Ακόμη και όταν η αδελφή Τζέιμς αρχίζει να πιστεύει στην αθωότητά του, ενώ η μητέρα του αγοριού προσπαθεί να πείσει την Αλοϊσιους ν' αφήσει τα πράγματα «ως έχουν» μια και ο πατήρ Φλιν, σ' αντίθεση με τον πατέρα του παιδιού, που το κακοποιεί, είναι ο μόνος που του φέρεται με συμπάθεια και στοργή, εκείνη επιμένει στην «εκδίκησή» της.

Ο σκηνοθέτης-δραματουργός παραμερίζει τα οποιαδήποτε γεγονότα για να θέσει το θέμα της αμφιβολίας, που δεν περιορίζεται στην υποψία κακοποίησης του αγοριού από τον παπά, αλλά επεκτείνεται και σε οποιεσδήποτε άλλες καταστάσεις, μαζί και της πίστης, θρησκευτικής ή μη, αλλά και της αμφιβολίας για το πού πάει σήμερα η Αμερική - ας μην ξεχνάμε πως η ιστορία εκτυλίσσεται λίγο μετά τη δολοφονία του προέδρου Κένεντι, στοιχείο που ο Σάνλεϊ εκμεταλλεύεται στην ταινία του. Με αποτέλεσμα η αμφιβολία να παραμένει ως το τελευταίο, απρόσμενο πλάνο της ταινίας.

Η σκηνοθεσία του Σάνλεϊ ακολουθεί μια κλασική μορφή, κάπου κάπου τονίζοντας, ίσως περισσότερο απ' όσο χρειάζεται, τις καταστάσεις. Αντίθετα, το μεγάλο του ατού είναι οι «οσκαρικές» ερμηνείες. Με τη Μέριλ Στριπ να κυριαρχεί στον ρόλο της εκδικητικής, παλαιών αρχών, αποφασισμένης με κάθε τρόπο να πετύχει τον σκοπό της, διευθύντριας του σχολείου, αν και κάπως υπερβολική. Εξαιρετικός, συγκρατημένος, στον ρόλο του εκσυγχρονιστή ιερέα ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν. Αρκετά καλή η νεαρή Εϊμι Ανταμς στον ρόλο της αδελφής Τζέιμς. Εκπληξη ήταν η μαύρη Βιόλα Ντέιβις, στον ρόλο της μητέρας του αγοριού, που στη δεκάλεπτη, συγκλονιστική σκηνή της με τη Στριπ, κατάφερε να κλέψει κυριολεκτικά την παράσταση.

Ελα να δεις. Idi i smortri/Come and See. Σοβιετική Ενωση, 1986. Σκηνοθεσία: Ελεμ Κλίμοφ. Σενάριο: Αλες Αντάμοβιτς. Ηθοποιοί: Αλεξέι Κραβτσένκο, Ολγα Μιρόνοβα, Λιουμπομίρας Λαουτσιαβίσιους. 146'

**** ½ - Ο πόλεμος και τα εφιαλτικά αποτελέσματά του, ιδωμένα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, σε μια συγκλονιστική, αντιπολεμική ταινία - σε επανέκδοση.

Με τα φρικτά αποτελέσματα του πολέμου πάνω σ' ένα παιδί καταπιάνεται η συγκλονιστική, γυρισμένη στην περίοδο της περεστρόικα, ταινία «Ελα να δεις» του Ρώσου Ελεμ Κλίμοφ. Η ταινία, τοποθετημένη το 1943, περίοδο της γερμανικής εισβολής στη Λευκορωσία, παρακολουθεί την εφιαλτική πορεία ενός παιδιού, μάρτυρα της ολοκληρωτικής εξόντωσης του χωριού του και μιας γειτονικής πόλης από τα χιτλερικά στρατεύματα. Εξόντωση σε τεράστια κλίμακα, άγνωστη για πολλά χρόνια στους ανθρώπους της Δύσης, «εθνοκάθαρση» για τους Γερμανούς που έβλεπαν τους κατοίκους εκείνων των περιοχών όντα κατώτερης φυλής.

Ο Κλίμοφ καταγράφει την πορεία του μικρού ήρωα -που είναι και πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία- με σκηνές φρικιαστικές, συχνά αφόρητες, που μοιάζουν να βγήκαν από μια δαντική κόλαση. Σκηνές που αποτυπώνονται βαθιά στη μνήμη του θεατή, ανάμεσά τους και οι φρικιαστικές σκηνές όπου οι Γερμανοί μαντρώνουν άντρες και γυναικόπαιδα σε μια αποθήκη και τους καίνε ζωντανούς. Σκηνές συγκλονιστικές, τις οποίες συνδυάζει έντεχνα με άλλες, ποιητικές, όπως η σκηνή με τον Φλόρια κι ένα κοριτσάκι, στο δάσος, μετά τη σφαγή του χωριού - από τις πιο όμορφες και ποιητικές σκηνές που μας έδωσε ο σοβιετικός κινηματογράφος. Μια ταινία για να μας θυμίζει, με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο, πως παρόμοια, φριχτά ολοκαυτώματα υπήρξαν, και δυστυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν με διάφορες μορφές, ώς τις μέρες μας.

Το τελευταίο κύμα. The Last Wave. Αυστραλία, 1977. Σκηνοθεσία: Πίτερ Γουέιρ. Σενάριο: Γουέιρ, Τόνι Μόρφετ, Πέτρου Ποπέσκου. Ηθοποιοί: Ρίτσαρντ Τσέμπερλεϊν, Ντέιβιντ Γκαλπίλιλ, Ολίβια Χάμνετ. 106'

**** Μια ασυνήθιστη δίκη και αλλόκοτα καιρικά φαινόμενα, σε μια αποκαλυπτική, εφιαλτική, συνδυασμό ανάμεσα στο θρίλερ και τον τρόμο, περιπέτεια - σε επανέκδοση.

Ανάμεσα στο θρίλερ, τον τρόμο αλλά και το φαντεζίστικο και την ταινία καταστροφής, κινείται στη συγκλονιστική αυτή περιπέτεια, που γύρισε στην πατρίδα του, πριν τον προσελκύσει το Χόλιγουντ, ο Αυστραλός σκηνοθέτης Πίτερ Γουέιρ. Η ιστορία κινείται ανάμεσα στη δίκη μιας ομάδας Αβορίγινων που κατηγορούνται για τον φόνο ενός δικού τους, που την υπεράσπισή τους αναλαμβάνει ο δικηγόρος του Ρίτσαρντ Τσέμπερλεϊν και τα αλλόκοτα καιρικά γεγονότα που αρχίζουν να συμβαίνουν, προαναγγέλλοντας ένα νέο Αρμαγεδδώνα.

Γυρισμένη στην πρώτη και καλύτερη περίοδο του Γουέιρ («Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων», «Καλλίπολη», «Επικίνδυνα χρόνια»), η ταινία χρησιμοποιεί το θέμα της για να δημιουργήσει μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, με ασυνήθιστες, λυρικές, εικαστικά εντυπωσιακές, συχνά σουρεαλιστικές, σκηνές, δοσμένες με ευρηματικότητα και πρωτοτυπία. Παράδειγμα, οι σκηνές με το χαλάζι που πέφτει στις αυστραλέζικες πεδιάδες ή εκείνες με ένα αυτοκίνητο που βυθίζεται στο νερό καθώς και η αποκαλυπτική σκηνή του φινάλε. Μια ταινία που σήμερα, με τις κλιματικές αλλαγές και τις άλλες παρεμβάσεις στη φυσική ζωή του πλανήτη μας, γίνεται ακόμη πιο επίκαιρη.

Τρεις στιγμές. Ελλάδα, 2008. Σκηνοθεσία: Πέτρος Σεβαστίκογλου. Σενάριο: Σεβαστίκογλου, Κώστας Λαμπρούλης. Ηθοποιοί: Ρούλα Πατεράκη, Γιώργος Διαλεγμένος, Αντώνης Καρυστινός. 80'

** Το θέμα του έρωτα σε διάφορες ηλικίες σε μια, με μερικές όμορφες σκηνές, αλλά άνιση ταινία.

Οι «Τρεις στιγμές» του Πέτρου Σεβαστίκογλου («Ανεμος στην πόλη») καταπιάνονται με τον έρωτα σε τρεις διαφορετικές ηλικίες από τρία διαφορετικά ζευγάρια - ένα σε εφηβική ηλικία, το δεύτερο στη μέση ηλικία και το τρίτο ηλικιωμένο. Ο σκηνοθέτης ξέρει να συνθέτει όμορφες εικόνες, σ' ένα συχνά ωραίο μοντάζ, με μια πετυχημένη ηχητική μπάντα, που δεν περιορίζεται μόνο στη μουσική, όπως για παράδειγμα στις πρώτες σκηνές ή σ' εκείνη στο φινάλε, με τη βροχή να σβήνει τα κεριά, ξεπλένοντας, συμβολικά, τις μνήμες. Οι σκηνές, όμως, αυτές συχνά, παρ' όλη την προσδοκία που δημιουργούν στον θεατή, δεν οδηγούν πουθενά. Σε άλλες, όπως εκείνες με τα ζευγάρια των διαφορετικών ηλικιών να μπλέκονται ή εκείνη με τις δύο γυναίκες, ντυμένες σε άσπρα, με διάφορα φτερά και νυφικά, να χορεύουν πάνω στο κρεβάτι, ο Σεβαστίκογλου φτιάχνει εικόνες που θυμίζουν ταινίες του Φέρρη και του Νικολαΐδη, εικόνες που δυστυχώς δεν δένουν λειτουργικά με την όλη αφήγηση. Στις αδυναμίες της ταινίας και οι διάλογοι, στους οποίους ο σκηνοθέτης προσπαθεί, χωρίς δυστυχώς να το πετυχαίνει, να δώσει μια ποιητική υφή, αντίθετα αγγίζοντας συχνά το γελοίο.

Η δούκισσα. The Duchess. Βρετανία/Ιταλία/Γαλλία, 2008. Σκηνοθεσία: Σολ Ντιμπ. Σενάριο: Ντιμπ, Τζέφρι Χάτσερ, Αντερς Τόμας Τζένσεν. Ηθοποιοί: Κίρα Νάιτλι, Ρέιφ Φάινς, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Ντομινίκ Κούπερ, Χέιλι Ατγουελ. 109'

** Το δράμα μιας Αγγλίδας αριστοκράτισσας που αγωνίζεται να επιβάλει την προσωπικότητά της σε μια εποχή όπου ο άντρας ήταν ο μοναδικός κυρίαρχος.

Δράμα εποχής, με ηρωίδα την, πολύ προοδευτική για την εποχή της, δούκισσα του Ντέβονσιρ, Τζερτζίνα Σπένσερ -ήδη την έχουν συγκρίνει με την πριγκίπισσσα Νταϊάνα- είναι η ταινία που σκηνοθέτησε ο προερχόμενος από την τηλεόραση, Σολ Ντιμπ, γιος του ντοκιμαντερίστα Μάικ Ντιμπ. Η στάση της Τζερτζίνα (Κίρα Νάιτλι), παντρεμένης μ' έναν ψυχρό, άπιστο σύζυγο (ένας πολύ καλός Ρέιφ Φάινς), όταν αρχίζει να ενδιαφέρεται και να παίζει ενεργό ρόλο στην πολιτική (ο σύζυγος είναι υποστηρικτής του φιλελεύθερου, αντιπολευτικού κόμματος των Ουίγκ), αλλά και η σχέση της με έναν νεαρό αριστοκράτη και φιλόδοξο πολιτικό και η προσπάθειά της να απαιτεί ίσα ερωτικά δικαιώματα, τη φέρνουν σε σύγκρουση με τον δούκα σύζυγο, οδηγώντας σε τραγωδία. Η ταινία έχει τη φροντίδα των αγγλικών ταινιών εποχής (ιδιαίτερα εκείνων του BBC), η σκηνοθεσία όμως του Ντιμπ παραμένει αδιάφορη, ενώ η ερμηνεία της Νάιτλι δεν βοηθά στο να πείσει τον θεατή για το δράμα της.

Πεθαίνω για σένα. Ελλάδα, 2009. Σκηνοθεσία: Νίκος Καραπαναγιώτης. Σενάριο: Ελένη Ράντου-Φίλιππος Δεσύλας. Ηθοποιοί: Ελένη Ράντου, Φάνης Μουρατίδης, Σήφης Πολυζωίδης Νεκτάριος Λουκιανός, Μάρθα Καραγιάννη.

** Μέτρια, με ρυθμό διαφημιστικού κλιπ, κωμωδία και μια καλή Μάρθα Καραγιάννη.

Στην κωμωδία αυτή του Νίκου Καραπαναγιώτη, βασισμένη στο γνωστό θεατρικό έργο «Μαμά μην τρέχεις» της Ελένης Ράντου, πρωταγωνιστεί η ίδια η Ράντου στον ρόλο της γυναίκας που προσπαθεί να συνδυάσει τις υποχρεώσεις της συζύγου, της μητέρας και της δασκάλας χορού, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει και ερωτική σχέση με τον νεαρό, δάσκαλο του γιου της. Τα θετικά της κωμωδίας: το σενάριο, που περιέχει μερικά καλά επεισόδια, αν και με αρκετές άλλες αδυναμίες, η ερμηνεία της Μάρθας Καραγιάννη και ο γρήγορος (έστω και άσχετος) ρυθμός που παρασύρει τον απλό θεατή που δεν αναζητεί κανένα καλλιτεχνικό επίπεδο πέραν της φυγής και λίγου γέλιου, σε μια περίοδο οικονομικής αλλά και γενικότερης κρίσης. Τα αρνητικά της ταινίας: καμιά έννοια της σκηνοθεσίας, εκτός εκείνης των διαφημιστικών κλιπ, και οι μέτριες, υπερβολικές, με κάποιες εξαιρέσεις, ερμηνείες.
  • ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Ο ΜΕΛΑΝΟΚΑΡΔΟΣ (Inkheart). ΗΠΑ, 2009. Σκηνοθεσία: Ιαν Σόφτλι. Ηθοποιοί: Μπρένταν Φρέιζερ, Ελάιζα Χόουπ Μπένετ, Χέλεν Μίρεν, Τζιμ Μπρόουντμπεντ. 105'

Διασκεδαστική, φαντεζίστικη περιπέτεια, διασκευή ενός γνωστού παιδικού βιβλίου (κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη), γύρω από έναν βιβλιόφιλο που όταν διαβάζει δυνατά ζωντανεύει τους ήρωες των βιβλίων, ενώ παράλληλα μπλέκει τους αληθινούς ανθρώπους στον κόσμο των βιβλίων.