- The Guardian
Διανύουμε καιρούς δυσφορίας στις δυτικές οικονομίες, και δύο σημαντικές ταινίες που άρχισαν να προβάλλονται στις ΗΠΑ (εδώ θα έρθουν αργότερα) μπορεί να θεωρηθούν ότι αντανακλούν αυτή τη διάθεση. Στο φιλμ «Up in the Air», ο Τζορτζ Κλούνεϊ παίζει έναν κάπως ανατριχιαστικό τύπο, του οποίου η δουλειά είναι να πετάει με το αεροπλάνο σε διάφορα μέρη των ΗΠΑ ως αντιπρόσωπος βιομηχανικών εταιρειών, απολύοντας εργαζόμενους σε επιχειρήσεις που μειώνουν το προσωπικό τους ή, όπως το θέλει ο ευφημισμός, «εξυγιαίνονται». Εξίσου ταιριαστή με την τρέχουσα διάθεση είναι η ταινία «Everybody’s Fine», με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ ντε Νίρο: υποδύεται έναν σοβαρά άρρωστο χήρο ο οποίος, όταν τα παιδιά του δεν τηρούν την υπόσχεσή τους να τον επισκεφθούν στις γιορτές των Χριστουγέννων, μαζεύει όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει και ξεκινάει μια μεγάλη περιοδεία με το λεωφορείο για να χτυπήσει την πόρτα των σπιτιών τους.
Παρόλο που και οι δύο ταινίες περιέχουν αρκετές αστείες στιγμές, είναι κατά βάση μελαγχολικές ιχνηλατήσεις της αλλοτρίωσης. Ο ήρωας που υποδύεται ο Κλούνεϊ, ο Ράιαν Μπίνγκαμ, είναι συναισθηματικά αποκομμένος από τη ζωή της οικογένειάς του και των δεκάδων ανθρώπων που καταδικάζει σε ανεργία κάθε μέρα. Αποκρούει ακόμα και την ιδέα της οικογενειακής εστίας, μένοντας κατά προτίμηση σε δωμάτια ξενοδοχείων κοντά σε αεροδρόμια και ταξιδεύοντας με νοικιασμένα αυτοκίνητα και αεροπλάνα σε business class.
Το ίδιο ψυχροί και άψυχοι είναι οι τόποι όπου οδηγεί η πλοκή του «Everybody’s Fine» (ειρωνικός ο τίτλος «Ολοι είναι καλά») τον Φρανκ Γκουντ (και εδώ, στο «καλός», υπάρχει ειρωνεία). Ενα σούπερ μάρκετ ερημωμένο από την κρίση, ένας τσιμεντένιος υπόγειος διάδρομος τη νύχτα, ένα άδειο διαμέρισμα, ο θάλαμος ενός νοσοκομείου. Ο Γκουντ, όπως και ο ήρωας του Κλούνεϊ, υποφέρει από κρίση απομόνωσης.
Κανένας υποψήφιος θεατής, ωστόσο, δεν θα πάρει είδηση για τη μελαγχολική ατμόσφαιρα αυτών των ταινιών από τον τρόπο που διαφημίζονται. Οι διαφημίσεις για το «Everybody’s Fine» δείχνουν τον Ντε Νίρο να χασκογελάει περιτριγυρισμένος από νεαρούς ηθοποιούς που υποδύονται τις ευτυχισμένες οικογένειες, μ’ ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στο φόντο. Ακολουθώντας παρόμοια στρατηγική, τα τρέιλερ για το «Up in the Air» εστιάζουν ιδιαίτερα σ’ ένα ρομαντικό ερωτικό τρίγωνο, κάτι σαν αεροπορική διασκευή της «Σύντομης συνάντησης». Εκείνοι που θα δουν την ταινία πιθανότατα θα εκπλαγούν από τη μορφή των σχέσεων ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και τις γυναίκες που ερμηνεύονται από τη Βέρα Φαρμίγκα και την Αννα Κέντρικ. Ενας δημοσιογράφος που παίζει ένα μικρό ρόλο στο έργο, μού είπε ότι οι διαφημιστές είχαν την έγνοια «να υποβαθμίσουν τη σκοπιά της ανεργίας», παρόλο που το κύριο χαρακτηριστικό του κεντρικού ήρωα είναι ότι εργάζεται για να αφαιρεί την εργασία από άλλους ανθρώπους.
Παραδέχομαι ότι μια αφίσα που θα διαφήμιζε την ταινία σαν «μια διεισδυτική μελέτη για την υπαρξιακή απόγνωση» δεν θα ήταν κατάλληλη για να πουλήσει πολλά εισιτήρια και ποπ κορν, αλλά τα «Up in the Air» και «Everybody’s Fine» προωθούνται με τρόπο παραπλανητικό σε σχέση με το πραγματικό τους περιεχόμενο. Το φιλμ που θριάμβευσε στα φετινά όσκαρ, το «Slumdog Millionaire», διαφημίστηκε ευρύτατα σαν μια feelgood movie, ταινία που σε κάνει να αισθάνεσαι καλά, παρόλο που στα θέματα της πλοκής της περιλαμβάνονταν η ακραία φτώχεια, η παιδική δουλεία, η ενδοοικογενειακή σκληρότητα, η καταπίεση των γυναικών και οι εγκληματικές συμμορίες.
Αυτή η παραπλανητική τακτική οφείλεται σε μια πανικόβλητη πεποίθηση των κινηματογραφικών παραγωγών ότι, σε κακούς καιρούς, οι θεατές δεν θέλουν να δουν ταινίες που θα τους κάνουν να νιώθουν άσχημα βγαίνοντας από το σινεμά. Ετσι, με τρόπο μάλλον άδικο, κινηματογραφικά προϊόντα που αντανακλούν τη σημερινή κοινωνική κατάσταση τιμωρούνται γι’ αυτό. Ωστόσο, η παραπλανητική διαφήμισή τους δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι ταινίες του Κλούνεϊ και του Ντε Νίρο αντιπροσωπεύουν την ψεύτικη αισιοδοξία που χαρακτηρίζει την αμερικανική βιομηχανία του θεάματος.
Και στις δύο περιπτώσεις, το τελευταίο μέρος -η «τρίτη πράξη» όπως τη λένε οι σεναριογράφοι- επιβάλλει στους πρωταγωνιστές μια διαδικασία κατά την οποία -σαν τον Εμπενέζερ Σκρουτζ του Ντίκενς- τους δίνεται μια προειδοποίηση ώστε να αντιληφθούν τα ψεγάδια της προσωπικότητάς τους και τους προσφέρεται μια ευκαιρία για να αλλάξουν. Αυτή η πίεση για λύτρωση, που αντανακλά την αισιοδοξία και τη θρησκευτικότητα που τόσο βαθιά είναι ριζωμένες στην αμερικανική κουλτούρα, έχει ως αποτέλεσμα να παραμορφώνει μεγάλο μέρος των πολιτιστικών προϊόντων της χώρας που προορίζονται για την αναψυχή του ευρύτερου κοινού.
Είναι πολύ συνηθισμένο αιχμηρές και έξυπνες ταινίες να ξεφεύγουν από τον ρεαλισμό στο τελευταίο μέρος τους, το ίδιο όπως πολλά θεατρικά έργα του Μπροντγουέι κατευθύνονται προς μια καθησυχαστική κατάληξη καθώς οι τεχνικοί ετοιμάζονται να κλείσουν την αυλαία. Ενα πρόσφατο παράδειγμα είναι το «Superior Donuts», το καινούργιο έργο της Τρέισι Λετς, η οποία κέρδισε βραβεία Τόνι και Πούλιτζερ για το «August: Ossage County». Στο «Superior Donuts», οι τελευταίες στιγμές φαίνεται να ανταποκρίνονται περισσότερο στις υποτιθέμενες απαιτήσεις των θεατρόφιλων που πληρώνουν πάνω από 100 δολάρια το εισιτήριο, παρά στη φυσική εξέλιξη της πλοκής και των χαρακτήρων.
Ετσι, οι συγγραφείς και οι παραγωγοί αναγκάζονται να κάνουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον ρεαλισμό και την εμπορική και ψυχολογική απαίτηση για συναισθηματική ευφορία. Και, όταν έρχεται η σειρά του τμήματος δημοσίων σχέσεων να παρέμβει, το ερώτημα στο τέλος του «Ολοι είναι καλά» γίνεται θαυμαστικό και ο τίτλος «Ψηλά στον αέρα» ξαφνικά υποδεικνύει όχι μια ηθική αβεβαιότητα αλλά ένα ρομαντικό συννεφάκι.
Μια άλλη ταινία που στοχεύει στα όσκαρ, «The Lovely Bones», καταφέρνει να δώσει θετική χροιά στον βιασμό και φόνο ενός κοριτσιού εφηβικής ηλικίας, μεταφέροντάς την σ’ έναν ψηφιακό παράδεισο CGI απ’ όπου μπορεί να συμβάλει στην εξιχνίαση του φόνου της κάνοντας μεταθανάτια αστυνομική έρευνα. Είναι αλήθεια ότι το μυθιστόρημα της Αλις Σέμπολντ περιέχει αυτή τη μεταφυσική απόδοση δικαιοσύνης, αλλά η ταινία γίνεται ακόμα πιο αλλοπρόσαλλη υποβαθμίζοντας την αγριότητα του εγκλήματος. Ισως λοιπόν, αν οι διαφημιστές είναι τυχεροί, να βρεθεί κάποιος κινηματογραφικός κριτικός που θα περιγράψει την ιστορία αυτή ενός παιδιού που βιάζεται και δολοφονείται σαν «μια ταινία που θα σας κάνει να αισθανθείτε πολύ όμορφα». [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009]
Thursday, December 24, 2009
Το Χόλιγουντ πασπαλίζει με ζάχαρη τη μελαγχολία
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment