Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ο άνθρωπος που κάθε Παρασκευή μάς συστήνει αριστουργήματα του σινεμά από την ΕΤ-1, ο παλαίμαχος κριτικός κινηματογράφου και σύμβουλος κινηματογραφίας του ΥΠΠΟ, τιμάται σήμερα από τον δήμαρχο Αθηναίων στο πλαίσιο της παρουσίασης του συλλογικού τόμου «100 ταινίες για μια ιδανική ταινιοθήκη».
Αρχετυπικός δάσκαλος για τους νεότερους κριτικούς κινηματογράφου. Μέντορας για τους σινεφίλ. Φιγούρα της κρατικής τηλεόρασης συνδεδεμένη με τα διαμάντια της παγκόσμιας κινηματογραφίας και με γραπτό λόγο-θησαυρό για την κριτική κινηματογράφου. Τι παραπάνω εύσημα να ζητήσει κανείς; Ειδικά όταν μιλάμε για τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, ο οποίος δεν είναι καθόλου των μεγαλόπρεπων τιμών και των τυμπανοκρουσιών. Μετριόφρων, σεμνός, ευγενής, ίσως θα αισθανόταν αμήχανα σε μια τιμητική βραδιά στο πρόσωπό του.
Σήμερα τιμάται από τον δήμαρχο Αθηναίων, Νικήτα Κακλαμάνη για την προσφορά του στην έβδομη τέχνη. Η εκδήλωση πραγματοποιείται στο πλαίσιο της έκδοσης του συλλογικού τόμου «100 ταινίες για μια ιδανική ταινιοθήκη» («Καστανιώτης»), που κυκλοφόρησε το περιοδικό «Cahiers du cinema», ύστερα από ψηφοφορία των πιο έγκριτων Γάλλων κριτικών (Γκάζι, αμφιθέατρο 9.84, 7 μ.μ.). Παρουσιάζουν οι Νικήτας Κακλαμάνης, Γιώργος Μπράμος (συγγραφέας-κριτικός κινηματογράφου), Ανταίος Χρυσοστομίδης (υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας «Καστανιώτη»).
Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος θα μιλήσει για την κριτική. Η ζωή του άλλωστε, συμπυκνώνεται σε μία λέξη: κινηματογράφος. Τον υπηρετεί με αφοσίωση επαγγελματία και ενθουσιασμό μικρού παιδιού, που πρωτομπαίνει με μεράκι στον χώρο. Ας κουβαλάει στην πλάτη του... μισό αιώνα κινηματογράφου.
Από φοιτητής, στα έδρανα της Νομικής, έγραφε στα κλεφτά κριτικές. «Για αυτό πήρα πτυχίο με έξι. Εκανα όμως, αυτό που ήθελε η οικογένειά μου. Εβλεπε προκοπή στη Νομική, όχι στο σινεμά», μας λέει ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος.
Με το πτυχίο Νομικής στο... ράφι, βρήκε τον δρόμο του σε αυτό που αγαπούσε. Δούλεψε κοντά στον Η. Langlois στη Cinematheque Francaise, δίδαξε στη Σταυράκου (1957-1976). Εργάστηκε σε περιοδικά και εφημερίδες ως κριτικός κινηματογράφου, με τελευταία την «Καθημερινή» (1974-2003). Διατέλεσε Σύμβουλος Κινηματογραφίας στο υπουργείο Πολιτισμού (1993-2004). Είναι υπεύθυνος και παρουσιαστής της «Κινηματογραφικής Λέσχης» στην ΕΡΤ (1981 έως σήμερα).
Συνομιλώντας με τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, είναι δύσκολο να αποφύγεις τον πειρασμό να του ζητήσεις τη λίστα των αγαπημένων του ταινιών. Δεν μας κάνει όμως, το χατίρι. «Δεν μπορώ να πω αν προτιμώ τον Ροσελίνι από τον Μπουνιουέλ. Τον Μπέργκμαν από τον Αϊζενστάιν. Υπάρχουν εποχές όπου αναζητώ την πολιτική δυναμική των ταινιών του Αϊζενστάιν. Οταν νιώθω πιο εσωστρεφής και με ενδιαφέρει η αχανής περιοχή του ασυνείδητου, στρέφομαι στον Μπέργκμαν. Οι μεγάλοι δημιουργοί προσφέρουν μίτους για να περπατήσουμε στο σκοτάδι. Πολλά ονόματα σκηνοθετών ορίζουν το λαμπερό πάνθεον της κινηματογραφίας, αλλά όχι... τοπ τεν», λέει.
Δεν είναι οπαδός των καταλόγων ιεραρχίας. «Είναι σαν να αναρωτιόμαστε αν έρχεται πρώτος ο Σοφοκλής ή ο Σέξπιρ. Ο Τολστόι ή ο Ντοστογιέφσκι; Ο Ντα Βίντσι ή ο Μιχαήλ Αγγελος; Οι κατατάξεις είναι μανία της εποχής. Θέλουμε να τα κωδικοποιούμε όλα. Στο σινεμά μπορώ να το καταλάβω μόνο ως παιχνίδι, όχι ως αληθινή αξιολόγηση».
Ενα άλλο παιχνίδι, που εξελίχθηκε σε θεσμό, είναι τα... αστεράκια των κριτικών. Τα «Cahiers du cinema» είναι από τους πρώτους «ενόχους» αυτής της συνήθειας. Μπορεί να έχουν καθιερωθεί πλέον ως πρακτική, κρύβουν όμως κινδύνους. Καμιά φορά μερικά αστεράκια, αποσπασμένα από το υπόλοιπο κείμενο κριτικής, αρκούν για να στείλουν κάποιον στην κινηματογραφική αίθουσα. «Η ταχύτητα οδηγεί σε επιπολαιότητα. Το πνεύμα έχει βαθύτερες απαιτήσεις. Είναι θεμιτά τα αστεράκια, αρκεί να μην υποκαθιστούν την ουσιαστική επικοινωνία με την τέχνη», ξεκαθαρίζει.
Εχει παρακολουθήσει τη διαδρομή της κριτικής από τα πρώτα της βήματα. Από τότε που ξεκίνησε ως «κριτική γούστου και ολίγου σαλονιού», αργότερα όταν, μετά τη δικτατορία, μπήκαν στο παιχνίδι οι μελετητές, μέχρι πρόσφατα, όταν την κατεύθυνσή της στα έντυπα όρισε η επιβολή του αμερικανικού ψυχαγωγικού κινηματογράφου. «Η κριτική άρχισε να γίνεται καλής διασκέδασης, κι όχι προσπάθειας να δούμε πόσο επηρεάζει το γούστο, την αισθητική και την υπόστασή μας. Δεν έχω την αυταπάτη ότι το σινεμά θα προσδιορίσει την επόμενη επανάσταση. Είναι όμως γεγονός ότι διαμορφώνει πολίτες», εξηγεί.
Και εντοπίζει τις αρετές του κριτικού στην απλότητα -χωρίς έκπτωση στην ουσιαστική ανάλυση- αλλά και στο χιούμορ. Το δικό του, πάντως, συνήθως κρύβεται πίσω από το μειλίχιο ύφος, την καθαρότητα της σκέψης του και το βάθος των αναλύσεων.
Μία ακόμα λεπτή ισορροπία είναι η σχέση κριτικών-καλλιτεχνών. Οι τελευταίοι ανέκαθεν αντιμετώπιζαν την κριτική με... μισό μάτι. «Είναι γνωστή η φράση του Νίκου Κούνδουρου, ο οποίος έχει πει ότι ο κριτικός είναι ευνούχος που δεν μπορεί να κάνει έρωτα». Το θεωρώ κωμικό. Στη βιογραφία του άλλωστε, που επιμελήθηκε ο Γιάννης Σολδάτος, υπάρχουν όλες οι καλές κριτικές που έχουν γραφτεί για το έργο του. Οι καλλιτέχνες δεν δέχονται με ψυχραιμία την κρίση ενός τρίτου», μας λέει. Και οι κριτικοί βέβαια, μπορούν να ολισθήσουν σε μια αμετροέπεια, που είναι, όπως λέει, «να θεωρήσουν ότι έχουν τη δικαιοδοσία του Πάπα».
Παρ' όλο που συμμερίζεται την άποψη ότι ο παγκόσμιος κινηματογράφος βρίσκεται σε κάμψη («τείνει να γίνει γλώσσα εσπεράντο, απλοποιημένη και φτωχή»), ξεχωρίζει εθνικές κινηματογραφίες: Ιράν, Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Μεξικό, Αργεντινή, κ.ά. «Το περιφερειακό σινεμά έχει αναπτυχθεί στον καλλιτεχνικό τομέα. Στον καταναλωτικό υπάρχει χάρη σε φεστιβάλ και εθνικές ενισχύσεις. Γι' αυτό θα είναι ολέθριο σφάλμα αν σταματήσουν οι εθνικές ενισχύσεις στην Ελλάδα, όπως προτείνουν κάποιοι. Θα εξαφανιστεί ο κινηματογράφος μας».
Αν και παρακολουθεί με χαρά την άνθησή του και τα ελπιδοφόρα δείγματα γραφής νέων δημιουργών, κρατάει επιφυλάξεις, αφού τα κρατικά ταμεία είναι άδεια. «Το υπουργείο Πολιτισμού είναι σε αμηχανία. Πρέπει όμως, να καταβάλει προσπάθειες. Το σινεμά, όπως το θέατρο και το βιβλίο, δεν είναι περιττές πολυτέλειες». *
Το παραμύθι του σινεμά
Μια προσωπική του πολυτέλεια είναι ενδεχομένως το γεγονός ότι πια δεν είναι αναγκασμένος να παρακολουθεί όλες τις ταινίες που βγαίνουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι βλέπει λιγότερες. Τις παρακολουθεί σε προβολές αλλά και στο, «καταπληκτικό» όπως λέει, dvd.
«Πλέον μπορεί κανείς να δει σπίτι τα κλασικά του κινηματογράφου. Για εμάς ήταν αδιανόητο. Βλέπαμε την ταινία μία φορά και έπρεπε να θυμόμαστε για να γράψουμε. Ηταν τρομερά δύσκολο. Γι' αυτό βρίσκουμε σε βιβλία παραμορφωμένες περιγραφές. Ο κριτικός συχνά συμπλήρωνε την ταινία με τη φαντασία του. Αλλά αυτό είναι και το ωραίο. Το παραμύθι του σινεμά... Ο καθένας φτιάχνει τη δική του ταινία. Κι αυτή συνεχίζεται μέσα του».
Thursday, December 10, 2009
«Οι μεγάλοι δημιουργοί φτιάχνουν μίτους για να περπατήσουμε στο σκοτάδι»
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment