- Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Επτά, Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009
Παρά τα 87 του χρόνια, ο γάλλος σκηνοθέτης Αλέν Ρενέ δεν έπαψε να σκηνοθετεί ταινίες με την ίδια ζωντάνια, τον ενθουσιασμό και τη φαντασία ενός εικοσάχρονου. Από την εποχή του «Χιροσίμα αγάπη μου» και του «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» μέχρι τις πρόσφατες «Ιδιωτικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους» και την πιο πρόσφατη «Τ' αγριόχορτα», έχεις πάντα την αίσθηση ενός σκηνοθέτη που αναπνέει και ζει με κινηματογραφικές εικόνες.
Στη νέα του ταινία, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Κριστιάν Γκαγί, ένα χαμένο πορτοφόλι φέρνει κοντά τον Ζορζ και τη Μαργκερίτ. Η συνάντησή τους θα οδηγήσει σε μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων, «όπως τα αγριόχορτα που φυτρώνουν όπου βρουν χώρο», όπως ανέφερε ο ίδιος ο Ρενέ. Γεγονότα που συνεχώς οδηγούν τους δυο τους μακρύτερα τον ένα από τον άλλον, παρά τις προσπάθειές τους για επαφή.
Η ιστορία έδωσε στον Ρενέ την ευκαιρία να φτιάξει μια ταινία-δαντέλα. Σε μια ξεχωριστή συνάντηση με τον θρυλικό αυτό σκηνοθέτη, στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε ο Ρενέ στις Κάνες, είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε για την ταινία του, τη νουβέλ βαγκ και τον κινηματογράφο γενικότερα.
- Γιατί αλλάξατε τον τίτλο τού βιβλίου από «Incident» σε «Αγριόχορτα»;
«Βρισκόμουν σ' ένα καφέ και ο διευθυντής με ρώτησε τον τίτλο της επόμενης ταινίας μου. Οταν του απάντησα "Incident", δεν κατάλαβε. "Τι; Accident;" μου λέει. Κι αυτό μ' έκανε να το αλλάξω σε "Αγριόχορτα". Πρέπει να έχεις έναν τίτλο που να τον θυμάται το κοινό».
- Δεν σας αρέσει να γράφετε τα δικά σας σενάρια;
«Οχι, γιατί η δουλειά του σεναριογράφου είναι διαφορετική από του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης δεν έπρεπε να αναμειγνύεται στο σενάριο. Υπήρχαν βέβαια στο παρελθόν μικρές εξαιρέσεις: ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Ρενέ Κλερ. Εγώ ξεκίνησα ως μοντέρ και μια σειρά τυχαίων γεγονότων με οδήγησαν στη σκηνοθεσία».
- Εξακολουθείτε να βλέπετε ταινίες;
«Ναι, στο Παρίσι βλέπω αρκετές. Μου αρέσουν όλων των ειδών οι ταινίες. Αλλά σήμερα είναι τόσες, που δεν προλαβαίνεις. Ευτυχώς υπάρχει η Ταινιοθήκη. Απολαμβάνω να ταξιδεύω στον χρόνο. Μια μέρα βλέπω μια βωβή ταινία, μιαν άλλη βλέπω μουσική κωμωδία, ή γουέστερν, ή, αν θέλω, την τελευταία ταινία του Γούντι Αλεν, ή μια γιαπωνέζικη ταινία».
- Σας αρέσει και η αμερικανική τηλεόραση, απ' ό,τι ξέρω...
«Ναι, παρακολουθώ μερικά σίριαλ. Για μένα οι σειρές είναι σαν μια μεγάλη ταινία, που διαρκεί 80 ώρες, 160 ώρες, όπως το "Alias". Οι "Σοπράνο" για παράδειγμα ήταν πολύ ωραίοι. Φαντάζομαι πως ο Αμπελ Γκανς ή ο Εριχ φον Στροχάιμ θα ήθελαν πολύ να έφτιαχναν μια τέτοια ταινία. Οι "Σοπράνο" ήταν μια σειρά που κράτησε πολλά επεισόδια, ακριβώς όπως ένα μεγάλο μυθιστόρημα».
«Ζήτω η διαφορά»
- Οι γυναίκες στις ταινίες σας είναι ωραίοι, συμπαθητικοί χαρακτήρες. Η Μαργκερίτ για παράδειγμα είναι δυνατή και χαρισματική. Ετσι βλέπετε τις γυναίκες ή έτσι τις θέλετε να είναι;
«Δεν το αποφασίζω έτσι. Αν γίνεται έτσι, είναι γιατί όταν μεγάλωνα, στη δεκαετία του '20, στην Προβηγκία, σε μια κοινωνία που γνώριζα, τις γυναίκες, τις συζύγους, τις παραμελούσαν, τις είχαν για να μαγειρεύουν. Ενώ οι άντρες πήγαιναν κυνήγι και αφιέρωναν τον χρόνο τους να κερδίσουν το ψωμί της οικογένειας. Οι γυναίκες πάντα καταπιέζονταν. Από τη δεκαετία όμως του '30, οι γυναίκες είχαν την ευκαιρία να μιλούν ελεύθερα, να γράφουν, να χορεύουν, να κάνουν αυτό που θέλουν. Χάρηκα ιδιαίτερα όταν ιδρύθηκε το φεστιβάλ ταινιών από γυναίκες στη Γαλλία. Κολακεύτηκα μάλιστα όταν μου ζήτησαν να αναλάβω πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Είχαν πεισθεί πως ήμουν σκηνοθέτης που σεβόταν τις γυναίκες. Αυτό βέβαια δεν με κάνει φεμινιστή. Γιατί δεν πιστεύω πως οι γυναίκες πρέπει να μοιάζουν με τους άντρες. Υποστηρίζω την παλιά παροιμία που λέει "Vive la difference!" ("Ζήτω η διαφορά!")»
- Η νοσταλγία πάντως δεν αποτελεί τμήμα του κινηματογράφου σας...
«Ελπίζω να έχετε δίκιο. Αισθάνομαι να νοσταλγώ, όπως όλοι μας, αλλά προσπαθώ να αντιστέκομαι. Προσπαθώ ν' ανακαλύψω γιατί η ζωή αλλάζει γύρω μου, να πληροφορηθώ πώς τα πράγματα εκτυλίσσονται με τις νέες τεχνολογίες. Εχω διαβάσει κείμενα που με περιγράφουν ως κινηματογραφιστή της μνήμης. Αρνιόμουν πάντα αυτή την ετικέτα, λέγοντας πως θέλω να φτιάχνω ταινίες που καταγράφουν το φανταστικό. Δεν θέλω να καταγράψω τη νοσταλγία αλλά όλα όσα η φαντασία μας μπορεί να δημιουργήσει. Δεν μπορώ για παράδειγμα να δω καμία διαφορά με ένα μήλο που έχει ζωγραφίσει ο Πολ Σεζάν με ένα μήλο που βρίσκεις σ' ένα κήπο».
- Πιστεύετε ότι είναι αναγκαία η φωνή οφ, η αφήγηση, στη γλώσσα του κινηματογράφου;
«Ναι. Διαβάζω συχνά ότι αυτό είναι κάτι ξεπερασμένο. Αλλά δεν έχω καθόλου ενδοιασμούς να τη χρησιμοποιώ. Αν λειτουργεί, καλώς έχει. Βλέπω ότι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε δεκάδες ταινίες, μαζί και αμερικανικές».
- Οι τελευταίες σας ταινίες στηρίζονταν στο θέατρο...
«Ναι, ποτέ δεν συμμετείχα στη συζήτηση των ανθρώπων που υπεράσπιζαν το σινεμά ενάντια στο θέατρο ή το αντίθετο. Αυτό που μ' αρέσει είναι όταν οι άνθρωποι βλέπουν το σινεμά ως θέαμα. Κάτι παρόμοιο με το θέατρο, όπου ο θεατής βλέπει ηθοποιούς ντυμένους με κοστούμια να ερμηνεύουν πρόσωπα που δεν είναι δικά τους».
- Σας επηρέασε το ρομάν-νουβό, το νέο μυθιστόρημα, όπως στα έργα του Ρομπ-Γκριγέ ή της Μαργκερίτ Ντιράς;
«Δεν θα το έλεγα. Δεν ακολούθησα ποτέ καμία μόδα καλλιτεχνική. Ο παραγωγός μου ήταν εκείνος που μου ζήτησε να γυρίσω σε ταινία το βιβλίο του Αλέν Ρομπ-Γκριγέ, "Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ". Οταν το διάβασα, με συγκίνησε. Ποτέ όμως δεν ακολούθησα τον τρόπο του. Εκείνο που μου τράβηξε την προσοχή την εποχή εκείνη ήταν αν μπορούσα να ακολουθήσω την πλοκή χωρίς ν' ακολουθώ κάποια χρονολογική σειρά κι ήταν ο Ρομπ-Γκριγέ που μου υπενθύμισε ότι και η φαντασία μας δεν υπακούει σε καμία χρονολογική σειρά. Παλιά ένας φίλος υποστήριζε ότι ο κινηματογράφος δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις εικόνες, απλά τις εκθέτει. Επειδή όμως εγώ αγαπούσα τον κινηματογράφο, έπρεπε να βρω έναν λόγο για να δικαιώσω τον εαυτό μου. Στη δεκαετία του '30 τα βλέπαμε διαφορετικά. Βλέπαμε ταινίες καταπληκτικές σε μικρές αίθουσες τέχνης.
- Πηγαίνατε σινεμά πριν έρθετε στο Παρίσι;
«Ναι. Στην Προβηγκία πήγαινα σινεμά μία φορά την εβδομάδα. Βασικά έβλεπα βουβές ταινίες και χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος μετά την εμφάνιση του ηχητικού για να τον αποδεχθώ».
- Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στις ταινίες σας, το ίδιο και στην τελευταία...
«Η μουσική βοηθάει στην ανάπτυξη των αισθημάτων. Οταν γύρισα την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους, "Χιροσίμα, αγάπη μου", την πρόβαλα μετά το πρώτο μοντάζ, πρώτη φορά, πριν βάλω τη μουσική, και μου είπαν ότι ήταν δύσκολη, κανένας δεν θα την καταλάβαινε και ότι θα παιζόταν μόνο σε μία αίθουσα στο Παρίσι. Μόλις όμως έβαλα τη μουσική του Τζιοβάνι Φούσκο, όλοι κατάλαβαν την ταινία».
Going his way
- Τι άλλη μουσική σας αρέσει;
«Μου αρέσει πολύ ο Φρανκ Σινάτρα, ο Γούλφγκανγκ Γκριν. Μου αρέσει το τραγούδι "Going My Way" που τραγουδάει ο Μπινγκ Κρόσμπι στην ομότιτλη ταινία του Λίο Μακ Κάρεϊ, λατρεύω τις ταινίες του Μακ Κάρεϊ, πιάνει τόσες λεπτομέρειες που άλλοι δεν βλέπουν. Ο Μπινγκ Κρόσμπι δεν ήταν μόνο τραγουδιστής αλλά και καλός ηθοποιός».
- Ποια είναι η σχέση σας με τη Σαμπίν Αζεμά;
«Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω ηθοποιούς που να θέλουν να σε κάνουν να πιστεύεις ότι είναι αληθινοί. Θέλω κάτι εξογκωμένο, όχι ρεαλιστικό, αυτό που σου δίνει η Σαμπίν. Ας πάρουμε παράδειγμα έναν ηθοποιό όπως ο Σαρλ Μπουαγέ. Ηταν πολύ καλός, κυρίως όταν δεν ήταν ρεαλιστικός. Το μόνο κριτήριο που έχω για την τέχνη είναι αν είναι ζωντανή ή νεκρή».
- Πιστεύετε στο τυχαίο;
«Ναι, οι σελίδες της ζωής μας γυρνάνε τυχαία. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι τις γυρνάμε εμείς. Αλλά δεν είναι έτσι. Διάβασα ένα ωραίο βιβλίο που μιλάει για έναν συγγραφέα που είχε γράψει ένα βιβλίο 500 σελίδων και, μια μέρα, ανεβαίνοντας τη σκάλα, γλιστράει και το χειρόγραφο του πέφτει και σκορπίζεται. Μόνο που δεν είχε βάλει σελίδες κι έτσι μετά αρχίζει να ανασυντάσσει το μυθιστόρημα χωρίς να ξέρει τις σελίδες. Αυτό πιστεύω ότι κάνω κι εγώ με τις ταινίες μου». *