Στις υπόλοιπες: δύο ελληνικές, «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη και «Χάρισμα» της Χριστίνας Ιωακειμίδη, και η περιπέτεια «Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του Θανάτου» του Ντέιβιντ Γέιτς.
Fair Game. ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία: Νταγκ Λάιμαν. Σενάριο: Τζεζ & Τζον-Χένρι Μπάτεργουερθ. Ηθοποιοί: Ναόμι Γουότς, Σον Πεν, Σαμ Σέπαρντ. 104'
***
Ο εφιαλτικός αγώνας ενός ζευγαριού ενάντια στις επιθέσεις και τα ψέματα της κυβέρνησης Μπους, επειδή αποκάλυψαν την αλήθεια γύρω από τη μη ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ. Συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ.
Με την αληθινή ιστορία της Βάλερι Πλέιμ, μυστικής πράκτορα της CIA, την οποία εξέθεσαν τα αφεντικά της για να εκδικηθούν τον άντρα της, Τζόζεφ Γουίλσον, που αποκάλυψε τα ψέματα του προέδρου Μπους σχετικά με την εισβολή στο Ιράκ, καταπιάνεται το πολιτικό θρίλερ του Ντάγκ Λάιμαν.
Αμέσως μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η Βάλερι (μια πολύ καλή Ναόμι Γουότς) στέλνεται στο Ιράκ για να ερευνήσει την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής. Παράλληλα, ο άντρας της, πρώην πρεσβευτής Τζόζεφ Γουίλσον (σωστός, συγκρατημένος στο ρόλο ο Σον Πεν), στέλνεται από τις ίδιες υπηρεσίες να ερευνήσει την πιθανή πώληση εμπλουτισμένου πλουτωνίου ανάμεσα στο Ιράκ και το Νίγηρα. Παρά τα αρνητικά τους αποτελέσματα, η κυβέρνηση Μπους, αποφασισμένη να ανατρέψει τον Σαντάμ Χουσεΐν, εισβάλλει στο Ιράκ. Απαυδισμένος με την πολιτική του Λευκού Οίκου, ο Γουίλσον αποκαλύπτει σε άρθρο του στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» τα ψέματα περί ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, γεγονός που προκαλεί την οργή της κυβέρνησης. Με αποτέλεσμα, οι μυστικές υπηρεσίες να διώξουν τη Βάλερι από τη CIA και ν' αποκαλύψουν την ταυτότητά της, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή της, καθώς κι εκείνη της οικογένειάς της.
«Δεν προσεγγίσαμε την ταινία ως πολιτική, αλλά ως την οδύσσεια του ζευγαριού αυτού, που βρέθηκε ξαφνικά στη μέση του τυφώνα κι είχε να πολεμήσει όλη την κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης, που ήταν εναντίον τους και τους κατηγορούσαν για αντι-αμερικανισμό», ανέφερε σε συνέντευξή του ο Λάιμαν. Ο αγώνας, όμως, του ζευγαριού ενάντια σε κυβέρνηση Μπους και αμερικανική κοινωνία, επηρεασμένη από τα συνεχή ψέματα των μίντια που υποστήριζαν την εισβολή, δεν μπορούσε παρά να είναι πολιτικός. Ο Λάιμαν, που έδειξε το ταλέντο του ιδιαίτερα στη δημιουργία του σασπένς στην ταινία «The Bourne Identity», εκμεταλλεύεται κι εδώ το στοιχείο αυτό για να τονίσει τον εφιαλτικό αγώνα της Βάλερι και του συζύγου της να προστατέψουν τον εαυτό τους και τα μικρά παιδιά τους ενάντια στις φαλκιδευμένες πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών και του γραφείου του αντιπροέδρου της κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης κατάφερε να ισορροπήσει το οικογενειακό δράμα των Γουίλσον (η επιμονή της Βάλερι να φτάσει ώς το τέλος οδήγησε τελικά σε ρήξη το ζευγάρι) με το γενικότερο κοινωνικό τους δράμα. Αποτέλεσμα: ένα με ωραίο ρυθμό, μπόλικο σασπένς και πειστική ατμόσφαιρα (η φωτογραφία είναι του ίδιου του Λάιμαν) πολιτικό θρίλερ, στο στιλ παλιότερων ταινιών του είδους («Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου»). Πολύ καλές όλες οι ερμηνείες.
Ενώπιον θεών και ανθρώπων
Des homes et des dieux. Γαλλία, 2010. Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Μποβουά. Σενάριο: Ξαβιέ Μποβουά, Ετιέν Κομάρ. Ηθοποιοί: Λαμπέρ Ουιλσόν, Μικαέλ Λονσντάλ. 120'
***
Η ιστορία των 7 Γάλλων μοναχών, που το 1996 απήχθησαν και δολοφονήθηκαν από εξτρεμιστές ισλαμιστές, δοσμένη με ένα απέριττο, λυρικό, εικαστικά λαμπρό στιλ και εξαιρετικές ερμηνείες.
Σε αληθινή ιστορία στηρίζεται και η βραβευμένη στις Κάνες (Μέγα Βραβείο) ταινία του Γάλλου Ξαβιέ Μποβουά: σ' εκείνη των εφτά τραπιστών μοναχών που έζησαν στην Αλγερία από το 1993 μέχρι το 1996 και οι οποίοι απήχθησαν και στη συνέχεια δολοφονήθηκαν. Δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμα όλη η ιστορία, ούτε ακριβώς ποιοι ήταν οι δολοφόνοι τους, παρ' όλο που το 2003 την υπόθεση ανέλαβαν τα γαλλικά δικαστήρια.
Με άνεση στην αφήγηση και με ένα στιλιζάρισμα στη φωτογραφία, ο Μποβουά («Ο μικρός συνταγματάρχης») παρουσιάζει την καθημερινή ζωή των μοναχών, αλλά και το φόβο του θανάτου που εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή τους όταν αρχίζει η αιματοχυσία στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Η κάμερά του τούς ακολουθεί στις σχεδόν βουβές, καθημερινές απασχολήσεις τους, καταγράφει τις φιλικές σχέσεις τους με τους ντόπιους, μαζί και τους εκπροσώπους της μουσουλμανικής Εκκλησίας. Ωσπου, κάποια στιγμή η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο όταν τρομοκράτες, με ανακοίνωσή τους, ζητούν από τους ξένους να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Το ερώτημα που μπαίνει στους μοναχούς και που φαίνεται να κυριαρχεί στην ταινία είναι: να φύγουν και μ' αυτό τον τρόπο να προδώσουν τους χωρικούς οι οποίοι τους εμπιστεύονται ή να μείνουν και να συνεχίσουν, ρισκάροντας τη ζωή τους, να προσφέρουν την πνευματική αλλά και υλική τους βοήθεια; Ενας από τους μοναχούς είναι γιατρός και φροντίζει όλους τους κατοίκους της περιοχής.
Η απέριττη σκηνοθετική προσέγγιση έχει κάτι από τις ταινίες του Μπρεσόν. Εκεί όμως που ο Μπρεσόν σε μια, για παράδειγμα, ταινία όπως «Η δίκη της Ζαν Ντ'Αρκ» εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη πλευρά της ηρωίδας του, χωρίς να παραμερίζει και τις αδυναμίες της, ο Μποβουά αντίθετα περιορίζεται στους ιερούς σκοπούς των μοναχών, σε μια προσπάθεια να τους αγιοποιήσει, χωρίς όμως να μας τους γνωρίζει ως ανθρώπους με όλες τις αδυναμίες τους. Με αποτέλεσμα η ταινία του, παρά τις εντυπωσιακές εικαστικές αρετές της, να παραμένει ψυχρή. Στα συν πρέπει να αναφέρω και τις έξοχες ερμηνείες των ηθοποιών του, μ' επικεφαλής τον Λαμπέρ Ουιλσόν (ο επικεφαλής των μοναχών) και τον Μικαέλ Λονσντέλ (ο ηλικιωμένος γιατρός).
Ελλάδα, 2010. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λάκης Παπαστάθης. Ηθοποιοί: Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Μαρία Ζορμπά, Δημήτρης Καταλειφός, Λουκία Μιχαλοπούλου, Νικόλας Παπαγιάννης, Φωκίων Σπύρογλου.
** ½ -
Τα παιδικά χρόνια και οι νεκροί συγγενείς ανασταίνονται στο ταξίδι-επιστροφή του ήρωα-σκηνοθέτη στη γενέτειρά του, σε μια εικαστικά όμορφη, με σπαστή αφήγηση, ταινία.
Επιστροφή στην πατρίδα -και συγκεκριμένα στη Μυτιλήνη- είναι το θέμα της τέταρτης ταινίας του Λάκη Παπαστάθη («Το μόνον της ζωής του ταξίδειον»). Ο ήρωάς του, που έφυγε στα 18 του από το νησί για να σπουδάσει κινηματογράφο στο Παρίσι, επιστρέφει σήμερα, ύστερα από 20 χρόνια, με αφορμή την κληρονομιά του οικογενειακού σπιτιού.
Νόστος της πατρίδας και ταξίδι στην παιδική ηλικία και γενικά στη μνήμη, με νεκρά πρόσωπα να ανασταίνονται, ενώ ο ήρωας συναντά διάφορους συγγενείς και φίλους, μαζί και μια γιατρό που εργάζεται στο γηροκομείο. Το ταξίδι αυτό ο Παπαστάθης το καταγράφει με υποκειμενική κάμερα, έτσι που να μη φαίνεται καθόλου ο σκηνοθέτης-ήρωάς του. Καθαρή αναφορά (ακόμη και η σκηνή όπου τον βλέπουμε μια φορά μόνο μέσα από καθρέφτη) σ' έναν πειραματισμό του ηθοποιού-σκηνοθέτη Ρόμπερτ Μοντγκόμερι στο κλασικό φιλμ νουάρ «Lady in the Lake», αν και στην ταινία του Παπαστάθη ο ήρωάς του τελικά εμφανίζεται -αδικαιολόγητα, πιστεύω- στα τελευταία λεπτά της ταινίας.
Ο Παπαστάθης καταγράφει την πορεία του σκηνοθέτη-ήρωά του άλλοτε σε μαυρόασπρο κι άλλοτε σε έγχρωμο φιλμ (με το χρώμα στις σκηνές που ο ήρωας «γυρίζει» με μια κάμερα που διαρκώς κουβαλάει μαζί του), με έναν σπαστό τρόπο αφήγησης και ένα στιλ που αναμιγνύει το στιλιζάρισμα της εικόνας με το ντοκιμαντεριστικό στοιχείο. Είναι μια σίγουρα τολμηρή προσπάθεια, που προσωπικά πιστεύω πως τελικά δεν πέτυχε το στόχο της. Γιατί, όταν πρόκειται για μια ταινία για τη μνήμη και το νόστο, η πλήρης αποστασιοποίηση (στοιχείο που συναντάμε και στις παλιότερες ταινίες του) δεν βοηθά. Με αποτέλεσμα η απουσία του ήρωα από το κάδρο ν'αφήνει συχνά το θεατή αδιάφορο. Και είναι μόνο σε σκηνές όπου κυριαρχεί το ρεαλιστικό στοιχείο, όπως εκείνες με την άρρωστη μητέρα ή τον παππού να περιφέρεται στο νησί (ένας πολύ καλός Καταλειφός), που ο θεατής αισθάνεται κάποια συγκίνηση. Τελικά, εκτός από τις σκηνές αυτές, εκείνο που μένει στη μνήμη του θεατή είναι οι ωραία επιλεγμένες σκηνές της Μυτιλήνης και τα φροντισμένα εικαστικά, δοσμένα με λυρισμό πλάνα (η φωτογραφία είναι του Γιώργου Αργυροηλιόπουλου).
Χάρι Πότερ και οι κλήροι του Θανάτου - Μέρος πρώτο
Harry Potter and the Deathly Hallows-Part 1. ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Γέιτς. Σενάριο: Στιβ Κλόουβς. Ηθοποιοί: Ντάνιελ Ράντκλιφ, Εμα Γουότσον, Ρούπερτ Γκριντ, Αλαν Ρίκμαν, Μάγκι Σμιθ, Χέλενα Μπόναμ-Κάρτερ. 146'
**
Ο Χάρι και η παρέα του προσπαθούν να βρουν τους τρεις κλήρους του Θανάτου πριν από τον σατανικό Βάλντεμορτ, στη νέα τους, ατέλειωτη, χωρίς καμιά ανανέωση, περιπέτεια.
Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που ο 11χρονος Χάρι Πότερ αντιμετώπιζε τα πρώτα τέρατα στη σχολή μαγείας Χόγκουαρντς. Από τότε, στις έξι συνολικά ταινίες που γυρίστηκαν πριν από την καινούργια αυτή ταινία (πρώτο μέρος του έβδομου και τελευταίου βιβλίου της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ), ο Πότερ αντιμετώπισε τις διάφορες δυνάμεις του σκότους, τους φρουρούς του Αζκαμπάν (στην τρίτη και καλύτερη ταινία της σειράς, του Αλφόνσο Κουαρόν), τα τρομακτικά μυστικά της κρυφής κάμαρας και τους Θανατοφάγους του σατανικού Λόρδου Βάλντεμορτ. Στις περιπέτειες αυτές ο Πότερ έχασε και μερικούς αγαπητούς φίλους του, από τον Σίριους Μπλακ (Γκάρι Ολντμαν) και τον Σέντρικ Ντίγκορι (Ρόμπερτ Πάτισον) μέχρι τον καθηγητή Ντάμπλντορ (Μάικλ Γκάμπον). Ενώ, όσο πλησιάζει το τέλος, κι άλλοι φίλοι αρχίζουν να χάνονται...
Στη νέα αυτή, ατέλειωτη περιπέτεια ο Χάρι, παρέα με την Ερμιόνη και τον Ρον, αντιμετωπίζει ξανά τους Θανατοφάγους, στην προσπάθειά του να βρει τους τρεις κλήρους του Θανάτου πριν τους ανακαλύψει ο Βάλντεμορτ και τους χρησιμοποιήσει για να κυριαρχήσει στον κόσμο. Οι τρεις νεαροί πρωταγωνιστές (αν και τώρα αρκετά μεγάλοι, ξεπέρασαν ήδη το 20ό έτος της ηλικίας τους), μακριά, τη φορά αυτή από τη σχολή, περιφέρονται σε διάφορους χώρους (δάση, βουνά, θάλασσα, χιονισμένα τοπία), με βάση τις ίδιες περίπου συνταγές (λίγη δράση, πολλή φλυαρία και ξανά λίγη δράση και πάει λέγοντας...) χωρίς να μπορούν να ανανεώσουν την ιστορία. Ο σκηνοθέτης Γέιτς και ο σεναριογράφος του, Στιβ Κλόουζ, επιμηκύνουν το τελευταίο βιβλίο σε δύο επεισόδια (το δεύτερο θα το δούμε γύρω στον Ιούνιο του 2011), για να φτιάξουν μια ταινία δυόμισι ωρών. Εκεί που αρκούσαν 90 μόνο λεπτά.
Χάρισμα. Ελλάδα, 2010. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χριστίνα Ιωακειμίδη. Ηθοποιοί: Βάσω Καβαλιεράτου, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιάννης Τσορτέκης. 87'
**1/2 -
Ενδιαφέρουσα ρομαντική κωμωδία. Θέματά της, η μοναξιά και οι ανθρώπινες σχέσεις. Στο επίκεντρο η συνάντηση ανάμεσα σ' έναν άξεστο, αν και συναισθηματικό, οδηγό σχολικού λεωφορείου με μια νέα γυναίκα, η οποία έχει σύνδεσμο με τον παντρεμένο προϊστάμενό της. Στην αρχή η γυναίκα τον αποφεύγει, αντίθετα όμως με την επιπολαιότητα του εραστή, η φροντίδα και η επιμονή του οδηγού θα τη ρίξουν τελικά στην αγκαλιά του. Στην πρώτη της αυτή ταινία, η Ιωακειμίδη, αν και δεν ξεπερνά πάντα τις καλές προθέσεις, καταφέρνει να δώσει σε συνηθισμένα θέματα μια φρεσκάδα, με μια, συχνά, αφέλεια, που σε αφοπλίζει. Χαμηλοί οι τόνοι, καλές οι ερμηνείες.
No comments:
Post a Comment