- Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ, Επτά, Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010
«Κόλαση '93». Αυτός ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος της «Ε» στις 29 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς όταν, σοκαρισμένοι, ανακαλύπταμε ότι εικοσάχρονα παιδιά, γόνοι μικροαστικών οικογενειών, θέριζαν ζωές κατά τη διάρκεια τελετών μαύρης μαγείας.
Η Κατερίνα Γώγου στην «Παραγγελιά».
Δυο φαντάροι και μια μαθητευόμενη κομμώτρια, ο Παναγιώτης Κατσιούλας, ο Μάνος Δημητροκάλλης και η Δήμητρα Μαργέτη οδηγούνταν στην Ασφάλεια κατηγορούμενοι για φρικτές δολοφονίες. Κι ενώ η αστυνομία εντόπιζε αραδιασμένα, σ' ένα παλιό κελάρι στην Παλλήνη, μαύρα κέρινα ομοιώματα ανδρών και γυναικών, οστά ζώων και φωτογραφίες αγνώστων τρυπημένες με καρφίτσες, κάθε λογής ειδήμονες προσπαθούσαν να εξηγήσουν τι κοινωνία είναι αυτή που κυοφορεί «άρχοντες του σκότους» και «ιέρειες του Σατανά»...
Το παραπάνω ερώτημα δεν τίθεται καν στην ταινία «Ο θάνατος που ονειρεύομαι» του Παναγιώτη Κράββα. Ομολογημένα εμπνευσμένη από την ιστορία των «σατανιστών της Παλλήνης», η ομώνυμη παραγωγή της Village που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες παρουσιάζεται σαν ένα «γοτθικό ταξίδι ρομαντικού τρόμου προς το απόλυτο και το ανέφικτο». Στην πραγματικότητα είναι μια ταινία που θυμίζει αιματοβαμμένο βιντεοκλίπ, με γρήγορους ρυθμούς, ροκ μουσική και με αναφορές στην ποίηση του Εντγκαρ Αλαν Πόε και το σινεμά του Νίκου Νικολαΐδη, η οποία, όσο κλείνει το μάτι στην πιτσιρικαρία που έχει εθιστεί στις περιπέτειες με βαμπίρ, άλλο τόσο αδιαφορεί για την πιστή απόδοση των γεγονότων που είχαν συγκλονίσει τότε το πανελλήνιο.
Απόφοιτος της σχολής Χατζίκου, με μεταπτυχιακό στην Film Academy της Νέας Υόρκης, με θητεία σε τηλεοπτικές σειρές όπως «Κόκκινος κύκλος», «Singles», «10η εντολή», και συν-σκηνοθέτης με τον Λαζόπουλο του «Ρ20», ο Κράββας σχεδίαζε την πρώτη μεγάλου μήκους του εδώ και μια δεκαετία, κι όπως λέει, την ιδέα ν' ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη ιστορία τη χρωστά στον Αντώνη Καφετζόπουλο. Απ' τη μεριά του, ωστόσο, ουδέποτε επιδίωξε να έρθει σ' επαφή με τους αληθινούς της πρωταγωνιστές, ούτε θέλησε να πριμοδοτήσει στο πανί τις σατανιστικές τελετουργίες τους: «Ηθελα να πάω εντελώς αλλού», λέει, «αντιπαραβάλλοντας μέσα σ' ένα σχεδόν σουρεαλιστικό σκηνικό τον έρωτα με τον θάνατο».
Επιχειρώντας, λοιπόν, κάτι ανάμεσα στο «Γεννημένοι δολοφόνοι» αλά ελληνικά και μια φρικιαστική εκδοχή του «Μπόνι και Κλάιντ» εστίασε το φακό του πάνω στο «καταραμένο» ζεύγος που ερμηνεύουν ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και η Τζένη Θεωνά, τοποθετώντας τους στην κεφαλή μιας νεανικής παρέας σ' ένα απομακρυσμένο προάστιο, κάπου στην Αττική. Μιας παρέας που, εγκλωβισμένη στην «αιώνια πάλη» του καλού και του κακού, του ηθικού και του ανήθικου, γλιστράει σε μια σειρά από εγκλήματα και, προκειμένου να τα συγκαλύψει, αρχίζει να τρώει τις σάρκες της. Οσο για τους δύο πρωταγωνιστές, ακόμα και σιδηροδέσμιοι, εμφανίζονται αθεράπευτα ερωτευμένοι.
Ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί να μην τροφοδοτείται από την πραγματικότητα στον ίδιο βαθμό με τον αμερικανικό, αλλά ούτε εδώ έλειψαν οι σκηνοθέτες που εμπνεύστηκαν τα έργα τους από αληθινά γεγονότα. Μια πραγματική δολοφονία βρίσκεται στον πυρήνα της «Αναπαράστασης» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μια αληθινή αεροπειρατεία του 1948 έδωσε υλικό στον Κώστα Κουτσομύτη για τον «Κλοιό», κι αν ο Δήμος Θέος, ο Αγγελος Μάλλιαρης και ο Διονύσης Γρηγοράτος στράφηκαν προς τη δολοφονία του αμερικανικού δημοσιογράφου Τζορζ Πολκ, ο Νίκος Τζίμας αποτύπωσε στον «Ανθρωπο με το γαρίφαλο» τη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη, ενώ ο Κώστας Γαβράς έκανε γνωστή στην οικουμένη την υπόθεση Λαμπράκη, μεταφέροντας στην οθόνη το «Ζ» του Βασιλικού.
Ταινίες ωστόσο σαν το «Ο Θάνατος που ονειρεύτηκα» δίνουν αφορμή ν' ανατρέξουμε και σ' άλλες, όπως η θρυλική «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου, ο «Αγγελος» και η «Ζωή» του Γιώργου Κατακουζηνού ή ο πρόσφατος «Ομηρος» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, επίσης αντλημένες από αληθινές ιστορίες, που απασχόλησαν την ειδησεογραφία για καιρό. Ο Παναγιώτης Κράββας έχει συνείδηση του ρίσκου που πήρε: «Τι κι αν εγώ θεωρώ ότι η ταινία μου δεν θίγει κανέναν; Ετσι και την περιλάβουν οι κουτσομπολίστικες μεσημεριανές εκπομπές, μπορεί να γίνει ο... κακός χαμός». Οπως άλλωστε επισημαίνει η νομικός Μίκα Κουτσιλέου, «όταν οι κινηματογραφικοί ήρωες είναι βασισμένοι σε αληθινούς, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους, σε περίπτωση που νιώσουν προσβεβλημένοι, έχουν κάθε δικαίωμα να καταφύγουν στη Δικαιοσύνη. Μόνον, όμως, αν προκύψει σαφής ταυτοποίηση, έχουν ελπίδες να δικαιωθούν».
- Η περίπτωση του «Αγγελου»
Η Μίκα Κουτσιλέου, που υπήρξε για χρόνια στέλεχος της νομικής υπηρεσίας του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, θυμάται ακόμα πόσο είχε συγκλονιστεί από την επιστολή που είχε στείλει στο δ.σ. του ΕΚΚ ο βαρυποινίτης Χρήστος Ρούσσος, ζητώντας τους να μην χρηματοδοτήσουν την παραγωγή του «Αγγελου». Ο τελευταίος, καταδικασμένος σε ισόβια για τον φόνο του εραστή του το 1976, προσπάθησε στη συνέχεια να σταματήσει με ασφαλιστικά μέτρα την προβολή της ταινίας του Κατακουζηνού, επικαλούμενος σεναριακές αυθαιρεσίες που προσβάλλουν την προσωπικότητά του. Χρόνια αργότερα, εν τούτοις, ο Ρούσσος θα παραδεχόταν ότι η καλλιτεχνική επιτυχία του «Αγγελου» βοήθησε στο να στραφεί η κοινή γνώμη υπέρ του, και να στεφθούν μ' επιτυχία το '90 οι προσπάθειές του γι' απονομή χάριτος από τον τότε πρόεδρο της δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
«Η ευαισθησία, η γνώση και η λεπτότητα με την οποία ο σκηνοθέτης προσεγγίζει ένα τόσο επικίνδυνο μελοδραματικό θέμα, και η ικανότητά του να το αναγάγει στο επίπεδο της τραγωδίας, είναι κάτι που απέχει έτη φωτός από την αφέλεια εκείνων που διατείνονται πως κάνουν λαϊκό κινηματογράφο, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που κάνουν είναι να προτείνουν τη χυδαιότητα ως μοντέλο αισθητικό», έγραφε το 1982 ο Βασίλης Ραφαηλίδης γι' αυτό το έργο, το πρώτο στα ελληνικά χρονικά που καταπιανόταν ανοιχτά με το θέμα της ομοφυλοφιλίας.
Οταν όμως στα μέσα της δεκαετίας του '90, ο Κατακουζηνός υπέγραφε τη «Ζωή», αναμοχλεύοντας το φρικιαστικό έγκλημα του Παναγιώτη Φραντζή, ο οποίος είχε δολοφονήσει τη 18χρονη σύζυγό του Ζωή κι είχε τεμαχίσει το πτώμα της, τέτοιου είδους εγκώμια δεν επαναλήφθηκαν. Κι ενώ μερίδα του τύπου και «τηλεδικαστές» περνούσαν από γενεές δεκατέσσερις τον σκηνοθέτη, κατηγορώντας τον ότι επιδιώκει να καταστήσει ήρωα έναν εγκληματία, ήταν ελάχιστοι εκείνοι που έκοψαν εισιτήριο για να δούνε την ταινία του.
Ο Νίκος Κοεμτζής, πάντως, που επί χούντας, το '73, είχε σκοτώσει τρεις αστυνομικούς κι είχε τραυματίσει άλλους έξι, αφού διέκοψαν την παραγγελιά του σε νυχτερινό κέντρο, είχε προλάβει να μυθοποιηθεί τόσο στο χώρο του περιθωρίου όσο και στους κόλπους των διανοουμένων και της νεολαίας, πριν ακόμα γυριστεί η «Παραγγελιά» (1980). Μια ταινία όπου η «βουβή καταπιεσμένη λύσσα με την οποία ο Τάσιος φόρτιζε πάντα τους ήρωές του, βρήκε στην υπόθεση Κοεμτζή την ιδανική της μορφοποίηση», σύμφωνα με τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο.
Η εμπειρία, όμως, του Γιάνναρη από τον «Ομηρο» ήταν μάλλον τραυματική. Εμπνευσμένη από τη λεωφοροπειρατεία του Αλβανού Φλαμούρ Πίτσλι τον Μάιο του 1999 που κατέληξε σε τραγωδία, μ' έναν συμπατριώτη μας νεκρό - η ταινία του μπήκε στο στόχαστρο του πατέρα του θύματος, πριν ακόμα προβληθεί, χωρίς ωστόσο η υπόθεση ν' απασχολήσει τη Δικαιοσύνη. Οπως αποδείχτηκε, η ιστορία της πειρατείας ήταν για τον Γιάνναρη η αφορμή να θίξει μια σειρά από ζητήματα -την ξενοφοβία, τον ρατσισμό, τις ακρότητες των ΜΜΕ- που η ελληνική κοινωνία δεν είχε φανεί ακόμα πρόθυμη να προσεγγίσει. Γι' αυτό, παρά τις θετικές κριτικές που απέσπασε ο «Ομηρος», η εμπορική του απήχηση ήταν ισχνή. Η πραγματικότητα έχει πολλούς τρόπους να εκδικείται. *
No comments:
Post a Comment