Ακολουθώ την αρχή του Νίτσε, ο οποίος έλεγε ότι «είναι ανάγκη να έχεις φαντασιώσεις, διότι, αν κοιτάζεις τη ζωή πολύ προσεκτικά, γίνεται αβάσταχτη». Αργότερα το είπε και ο Φρόιντ και μετά ο Ευγένιος Ο’Νιλ, που έγραφε θεατρικά έργα με αυτό το θέμα. Είναι μια σκέψη στην οποία καταλήγουν με τα χρόνια πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι. «Η ζωή είναι φρικτή, επίπονη, επώδυνη, τρομακτική και αν δεν έχεις τρόπους διαφυγής, δεν θα τα βγάλεις πέρα».
- Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης αναλογίζεται όλες τις συναντήσεις του με τον διοπτροφόρο auteur, περιγράφει ανέκδοτα ενσταντανέ που συνέβησαν μεταξύ τους και, σηκώνοντας το παραπέτασμα ενός σφόδρα ιδιοσυγκρασιακού στυλ, επιχειρεί να καταλήξει στο τι σόι τύπος είναι τελικά ο παλιόφιλος Γούντι Αλεν.
Ακούω ξανά και ξανά την ηχογράφηση της τελευταίας συνέντευξης που πήρα από τον Γούντι Αλεν και θυμάμαι πόσο έξυπνος, πόσο ταλαιπωρημένος, μα και πόσο απαισιόδοξος μου είχε φανεί την τελευταία φορά που τον είδα στις Κάννες, τον περασμένο Μάιο. Ο Γούντι βρισκόταν εκεί με την ταινία «Θα συναντήσεις έναν ψηλό μελαχρινό άνδρα» και σε λίγες ώρες θα έπαιρνε το αεροπλάνο για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη. Χλωμός, ασθενικός και ελαφρύς σαν σπουργίτι, έβηχε ζητώντας συγγνώμη για το «τέλειο κρυολόγημα» που τον ταλαιπωρούσε εκείνες τις ημέρες. Ηταν συνεχώς με την αστεία ατάκα στο στόμα, αλλά έβλεπες έναν καταπονημένο άνθρωπο.
Οσο περνούν τα χρόνια γίνεται κανείς πιο σοφός;
«Οχι, δεν πιστεύω ότι γίνεσαι πιο σοφός όσο μεγαλώνεις. Πονάει η πλάτη σου, αυτό γίνεται. Προσωπικά, δεν βρίσκω κανένα πλεονέκτημα στο γήρας. Κάνω όλα τα ηλίθια πράγματα που έκανα νεότερος, με τη διαφορά ότι τώρα δεν τα βλέπω τόσο καλά όσο παλαιότερα».
Στην τελευταία ταινία του, την τέταρτη που γύρισε στο Λονδίνο, παρακολουθούμε την περιπέτεια μιας ομάδας ανθρώπων (Αντονι Χόπκινς, Τζος Μπρόλιν, Ναόμι Γουότς, Τζέμα Τζόουνς κ.ά.) οι οποίοι προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή τους βρίσκοντας διέξοδο στο «άλλο». Ο «ψηλός μελαχρινός άνδρας» του τίτλου ίσως τελικά να μην είναι άλλος από τον ίδιο τον θάνατο.
Η απαισιοδοξία (και το κρυολόγημα) με γυρίζει πίσω στην πρώτη συνάντηση που είχα μαζί του, το 1996, στη σουίτα του, στο ξενοδοχείο Ριτζ στο Παρίσι. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι έβλεπα ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περίμενα. Είδα έναν πολύ ήσυχο, σχεδόν ακίνητο άνθρωπο (όταν παίζει ο Αλεν είναι αεικίνητος) που μιλούσε εξαιρετικά χαμηλόφωνα, ίσα που ακουγόταν δηλαδή, επειδή ήταν (και πάλι) κρυωμένος. Το μόνο που με έκανε να νιώθω ότι βρίσκομαι δίπλα στον Γούντι Αλεν ήταν το χαρακτηριστικό καυστικό χιούμορ του. Η κουβέντα μας είχε σταθμούς την πολυαγαπημένη του τζαζ («το φυλαχτό μου»), τους αρχαίους Ελληνες, τους οποίους τόσο έξυπνα είχε σχολιάσει στην «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» («θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να είσαι θεός εκείνη την εποχή»), αλλά και τους σύγχρονους («όποτε σκέφτομαι σύγχρονο Ελληνα, μου έρχονται στο μυαλό εστιάτορες και εφοπλιστές!»).
Εξι χρόνια αργότερα ξαναείδα τον Γούντι Αλεν από κοντά, το 2002, στις Κάννες, όπου είχε έρθει για το «Παίζοντας στα τυφλά», την ταινία έναρξης του φεστιβάλ. Η παράδοση έλεγε ότι οι ταινίες του Αλεν μπορούσαν μεν να κάνουν την πρεμιέρα τους σε φεστιβάλ (κυρίως της Βενετίας), ποτέ όμως παρουσία του ιδίου, ο οποίος απεχθανόταν την πολυκοσμία και την ηλιοφάνεια. Να, όμως, που ο Αλεν άνοιγε αυτοπροσώπως την αυλαία του 55ου Φεστιβάλ των Καννών, μέσα στη χλιδή και στην πολυτέλεια, την οποία ως τότε απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι και σατίρισε τόσο εύστοχα στην ταινία του «Διασημότητες». Πού ήταν ο μοναχικός, αγοραφοβικός και μελαγχολικός διοπτροφόρος που όλοι γνωρίζαμε και αγαπούσαμε;
Η απάντηση ήταν απλή. Είχε έρθει η στιγμή που, για να μπορέσει να επιβιώσει, ο Γούντι Αλεν έπρεπε να γίνει και έμπορος. Στην Αμερική οι ταινίες του προβάλλονται περιορισμένα, στην Ευρώπη γίνονται ανάρπαστες. Αν δεν υπήρχε η δίοδος προς την αγορά της Ευρώπης, ο Αλεν πιθανότατα θα είχε σοβαρό πρόβλημα ως δημιουργός. «Για κάποιον λόγο οι ταινίες μου είναι αντιεμπορικές στην Αμερική και ιδιαιτέρως εμπορικές στη Γαλλία» έχει δηλώσει. «Οι υπότιτλοι θα πρέπει να είναι εξαιρετικοί εκεί...».
Eναν χρόνο αργότερα κάθομαι και πάλι στο ίδιο τραπέζι μαζί του για το «Ερωτας και τίποτ’ άλλο», στη Βενετία. Από εκείνη τη συνάντηση θυμάμαι ένα πράγμα. Για πρώτη φορά ο Γούντι Αλεν έδειχνε πραγματικά καταβεβλημένος. Ακούω ξανά την κασέτα: Παραγγέλνει ένα ginger ale στη βοηθό του και τον ρωτώ αν θα ήθελε να κλείσω την πόρτα για περισσότερη ησυχία. Λαμβάνω το πρώτο δείγμα της βαρηκοΐας του. Επαναλαμβάνω την ερώτηση και τον ακούω να λέει: «Α! Θέλετε να κλείσω την πόρτα. Αμέσως…» σηκώνεται για να την κλείσει. Σηκώνομαι και εγώ βιαστικά για να τον προλάβω, λέγοντας «εννοώ να την κλείσω ΕΓΩ». Σταματά, με κοιτάζει με απορία και κάθεται ξανά στην καρέκλα του. Η όλη σκηνή έχει κάτι το κινηματογραφικά κωμικό, όχι απαραιτήτως από ταινία του.
Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνον παραμένει στις επάλξεις, αλλά αλλάζει και χώρους γυρισμάτων. Η ολοκληρωτική στροφή του προς την Ευρώπη γίνεται το 2004, όταν πλέον εγκαταλείπει τη Νέα Υόρκη και σκηνοθετεί – για πρώτη φορά – στην Αγγλία. Αυτό ήταν το θέμα που κυριάρχησε στη συνέντευξη Τύπου του «Match Ρoint» στις Κάννες, όπου τον ξαναείδα το 2005. Εκεί θυμάμαι έντονα τον Γούντι να λέει: «Προτιμώ να παίρνω τα λεφτά μέσα στη χαρτοσακούλα και να γυρίζω τις ταινίες μου, από το να ταλαιπωρούμαι με υποσχέσεις που δεν εκπληρώνονται ποτέ. Οι Αγγλοι μού τα έδωσαν εδώ και τώρα, και εγώ τα πήρα». Τον θυμάμαι επίσης και σε ένα πάρτι της Chopard, όπου υποψιάζομαι ότι αναγκάστηκε να παραστεί, μαζί με τη σύζυγό του και τους πρωταγωνιστές της ταινίας του, τον Τζόναθαν Ράις Μέγιερς και τη Σκάρλετ Τζοχάνσον. Σαν τη μύγα μες στο γάλα. Τον είχαν απομονώσει σε έναν καναπέ, τον φωτογράφιζαν, τον θυμάμαι να σκύβει για να ακούσει και έπειτα από ένα τέταρτο έφυγε. Δεν είναι για αυτά ο Γούντι Αλεν.
Η προβληματική ακοή του ήταν ένα θέμα και στο «Ονειρο της Κασσάνδρας», δύο χρόνια αργότερα, πάλι στη Βενετία. Ημασταν στοιβαγμένοι γύρω του, ενώ εκείνος καθόταν σε ένα καναπεδάκι στην Αίθουσα Βισκόντι του ξενοδοχείου Ντε Μπεν. Η Τζίντζερ, από το γραφείο που προωθούσε την ταινία, καθόταν δίπλα του για έναν λόγο. Επρεπε να επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις, γιατί ο Γούντι δεν τις άκουγε. Ηταν μια θλιβερή εικόνα, αλλά είχε, όπως πάντα, καλές ατάκες.
– Τελικά το βρήκατε το νόημα της ζωής ή ακόμη ψάχνετε;
«Οχι. Και το πρόβλημα είναι ότι όσο μεγαλώνεις τα πράγματα δυσκολεύουν».
– Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή σήμερα;
«Τον… αέρα;». (Η αίθουσα τραντάζεται από τα γέλια.)
– Μια πρόχειρη λίστα των πιο σημαντικών;
«Τέσσερα πράγματα: Πρώτον, η υγεία. Θυμάμαι που μου το έλεγε και ο πατέρας μου, αλλά γελούσα. Είχε δίκιο. Δεύτερον, η γνώση, τρίτον, το χρήμα, και η αγάπη, νομίζω, είναι το τέταρτο».
– Το χρήμα μπαίνει πάνω από την αγάπη;
«Το χρήμα είναι εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας, πολύ σημαντικότερος από όσο πίστευα νεότερος. Για την αγάπη έχω καταλήξει ότι, αν έχεις υγεία, γνώση και οικονομική ευχέρεια, σε γενικές γραμμές μπορείς να τη βρεις. Τουλάχιστον, έχεις καλές πιθανότητες. Η αναζήτηση της αγάπης είναι εξίσου διασκεδαστική όσο και η ανεύρεσή της».
Οκτώ μήνες αργότερα τον συνάντησα στις Κάννες, αλλά σε καλύτερες συνθήκες. Στη σουίτα του ξενοδοχείου Martinez καθόμασταν περίπου δέκα δημοσιογράφοι, ο Γούντι δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας και ήταν κεφάτος. Διαβάζω στις σημειώσεις μου: «Ντυμένος σε ανοιχτά χρώματα – μπεζ και σομόν – ξεκούραστος, ομιλητικός και, το κυριότερο, χωρίς βοηθό δίπλα του για να του επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις». Επίσης, σε αντίθεση με το «Ονειρο της Κασσάνδρας», παρουσίαζε μια πολύ κεφάτη ταινία, το «Vicky Cristina Barcelona». «Με ρωτούν γιατί δεν εμφανίζομαι πια στις ταινίες μου, τους απαντώ ότι είναι προτιμότερο να βλέπεις στο ίδιο κρεβάτι την Πενέλοπε Κρουζ, τη Σκάρλετ Τζοχάνσον και τον Χαβιέ Μπαρδέμ απ’ ό,τι ανθρώπους της ηλικίας μου. Δεν είναι μόνον πιο ελκυστικό θέαμα, αλλά και καλύτερη επιχειρηματική κίνηση...».
Ετσι, λοιπόν, φτάνουμε στο σήμερα, με έναν Γούντι Αλεν πιο σκοτεινό, αλλά και πάλι αστείο, έτοιμο να σε κερδίσει με το πνεύμα και τον πραγματισμό του: «Οι καλλιτέχνες πιστεύουν ότι η δουλειά τους θα ζήσει για πάντα, κάποιοι γονείς βλέπουν την αθανασία μέσα από τα παιδιά τους. Αυτά όμως είναι όλα φαντασιώσεις, διότι η αλήθεια είναι ότι γεννιέσαι, ζεις μια σύντομη ζωή και πεθαίνεις» μας είπε ο Γούντι. «Αρα, δεν υπάρχει κάποιο πραγματικό νόημα, σε τίποτε από αυτά, αφού όλα κάποια στιγμή είναι καταδικασμένα να τελειώσουν. Ο ήλιος χάνει σιγά σιγά τη δύναμή του, η Γη κάποια ημέρα δεν θα υπάρχει, τα αστέρια φεύγουν. Αν κοιτάξετε πολλά εκατομμύρια χρόνια μπροστά, στο μέλλον, δεν θα δείτε τίποτε. Δεν θα δείτε ούτε Σαίξπηρ, ούτε αρχαίους τραγωδούς, ούτε τίποτε».Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=152&artid=364917&dt=04/11/2010#ixzz14TPalKC3
- Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 56, σελ. 138-139, Νοέμβριος 2010.
No comments:
Post a Comment