Η τρέχουσα βδομάδα φιλοξενεί πρόγραμμα πλούσιο μεν, αλλά χωρίς ιδιαίτερο βάρος. Συνεχίζονται για ακόμα μια βδομάδα - έκτη στη σειρά - στον κινηματογράφο «Αστυ» οι προβολές της ταινίας «ΜΕΛΙ» του Τούρκου Σεμίχ Καπλάνογλου, ενώ η πολυδιαφημισμένη αμερικάνικη (τι άλλο;) ταινία των Ρόμπερτ Ροντρίγκες και Ιθαν Μανίκις «MACHETE» (2010) εγγυάται ασίγαστη δράση με τη συμμετοχή πλήθους «άσων» στους ανηλεείς ξυλοδαρμούς. Προβάλλεται η επίσης αμερικάνικη, συμπαθέστατη όμως, ταινία κινούμενων σχεδίων 3D με τίτλο «ΕΓΩ, Ο ΑΠΑΙΣΙΟΤΑΤΟΣ» (2010), σε σκηνοθεσία των Πιέρ Κοφέν, Κρις Ρενό και Σέρτζιο Πάμπλο, μεταγλωττισμένη στα ελληνικά και απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους. Εντονη καταγράφεται αυτήν τη βδομάδα και η δραστηριότητα της ελληνικής πλευράς. Κυκλοφορούν το αισθηματικό θρίλερ παραγωγής 2009 «ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΧΕΣΗ» σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου με πρωταγωνιστές την Νίνα Λότσαρη και τον Σπύρο Σπαντιδά, το αισθηματικό δράμα «ΣΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ» σε σκηνοθεσία Στράτου Μαρκίδη και το πόνημα τρόμου του Παναγιώτη Κράββα «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ» στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Σήμερα, ξεκινά και το φεστιβάλ «Η αυτοκρατορία του σώματος - Το γυμνό στον κινηματογράφο» στον κινηματογράφο «Ετουάλ Αλεξάνδρα» στην Καλλιθέα και θα διαρκέσει έως την 1η Δεκέμβρη. Τέλος, πρεμιέρα αύριο και για την νορβηγο-σουηδική ταινία από το 1974 «EDVARDMUNCH». Πρόκειται για τη βιογραφία του σπουδαίου Νορβηγού ζωγράφου σε σκηνοθεσία Πίτερ Γουότκινς, διάρκειας πάνω από τρεις ώρες. Ενδιαφέρουσα η οπτική του Βρετανού σκηνοθέτη για την προσέγγιση στον κινηματογράφο του είδους της βιογραφίας: «Το φιλμ δίνει έμφαση στη σημασία της σχέσης μας με την Ιστορία, υπογραμμίζοντας την πολυπλοκότητα αυτής της σχέσης κι αμφισβητεί τον απλουστευτικό και χειραγωγικό τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα Μαζικά Οπτικοακουστικά Μέσα τη ζωή και την Ιστορία. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας σύνθετης δομής με το παρελθόν, το μέλλον και το παρόν να στροβιλίζονται το ένα μέσα στο άλλο ...».Κριτική:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 25 Νοέμβρη 2010
ΜΑΪΚ ΛΙ: Μια χρονιά ακόμα
Η πολύ καλή αυτή ταινία για τη στάση απέναντι στη ζωή, τις περιορισμένες επιλογές κι ελπίδες των όχι πια νέων σε ηλικία ανθρώπων, θα μπορούσε να στηθεί - όπως κι έγινε - μόνο από κάποιο συνομήλικο των ηρώων της ταινίας (ο σκηνοθέτης Μάικ Λι γεννήθηκε το 1943). Αλλά και ο ιδανικός αποδέκτης της είναι ο θεατής ο συνομήλικος των ηρώων της. Για τη ζωή, μιλάει ο Μάικ Λι, μέσα από την καθημερινότητα απλών ανθρώπων της εργασίας που πλησιάζουν ή έφθασαν στην ηλικία της σύνταξης. Μια γκαλερί προσωπογραφιών. Στο κέντρο, σε θέση δομικής και δραματουργικής σταθεράς, βρίσκεται το «υποδειγματικό» ζευγάρι Τομ και Τζέρι - σαν το καρτούν του Ντίσνεϊ. Γεωλόγος ο Τομ, ψυχολόγος η Τζέρι, παντρεμένοι κοντά σαράντα χρόνια, μένουν στο Λονδίνο όπως και οι περισσότεροι χαρακτήρες που περιστρέφονται γύρω τους, συνάδελφοι και φίλοι. Το χρονικό περίγραμμα της εξέλιξης του μύθου συμπίπτει με τη διάρκεια ενός χρόνου, η αφήγηση χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, στις τέσσερις εποχές του.
Η ταινία ανοίγει με μια μέσης ηλικίας γυναίκα - εμφανώς από τα λαϊκά στρώματα - με πρόβλημα αϋπνίας, στο δημόσιο κέντρο υγείας της περιοχής της. Ο εργασιακός χώρος οριοθετεί και τον κοινωνικό, τα πλαίσια στα οποία θα κινηθεί η ταινία. Ο Τομ και η Τζέρι, πρότυπο συμβίωσης, σχέσης, γονιών, πρότυπο φίλων, που επικριτικά προσπαθούν - με δόση υπεροψίας είναι γεγονός - να συνετίσουν την παρορμητική, αιθεροβάμονα, κολλημένη στην εφηβεία, συνομήλικη φίλη τους Μαίρη, όπως και τον απελπισμένο φίλο τους Κεν που πίνει και τρώει ασταμάτητα για να νεκρώσει κάθε του μη πραγματοποιήσιμη - άμα τη γενέσει της - επιθυμία του. Ταινία με εκπληκτικές ερμηνείες ηθοποιών με μόνιμη θέση στο επιτελείο του σκηνοθέτη, μορφικά πειθαρχημένη και αυστηρή, με περίσσευμα αυθεντικότητας, αβίαστα ειλικρινής, φτιαγμένη με σπάνια ευγένεια και μειλιχιότητα, χωρίς όμως ούτε στιγμή να λείπει από την εικόνα η αίσθηση της πίκρας, που πολλές φορές αγγίζει το σφίξιμο στην καρδιά, τον πνιγηρό λυγμό. O Mάικ Λι, που συχνά παραβάλλεται με τον Κεν Λόουτς, επανακάμπτει στο ρεαλισμό του «νεροχύτη της κουζίνας» του πρόωρου βρετανικού New Cinema, χωρίς όμως να διαθέτει καμιά ιδιαίτερη ιδεολογική οπτική, εκτός από μια ευαισθητοποιημένη διαπίστωση και καταγραφή. Ο Mike Leigh μαζί με τον Mike Figgis, τον Mike Hodges, τον Mike Newell και τον Michael Radford είθισται να αποκαλούνται «Τέσσερις Mikes και ένας Michael» κατά το «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία», τη γνωστή ταινία του Mike Newell από το 1994.
Παίζουν: Ρουθ Σιν, Ντέιβιντ Μπράντλεϊ, Τζιμ Μπρόντμπεντ, Λέσλι Μανβίλ κ.ά.Παραγωγή: Βρετανία, 2010.
ΚΟΝΟΡ ΜΑΚ ΦΕΡΣΟΝ: Ολική έκλειψη
Ταινία με σφραγίδα εθνικής κινηματογραφίας, βασισμένη σε ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά εθνικών πολιτισμικών υποδιαιρέσεων, οι οποίες εντάσσονται με την σειρά τους σε ένα ευρύτερο, δυτικό, πολιτισμικό πλαίσιο. Υποσχόμενη πολλά ήδη από το άνοιγμά της, με τους αρχικούς τίτλους να πέφτουν στη μισοφωτισμένη επιφάνεια του ζωγραφικού πίνακα με βουκολικό θέμα που κοσμεί τοίχο του επιβλητικού κτιρίου όπου το ίδιο βράδυ θα παρατεθεί επίσημο δείπνο για την έναρξη του 11ου Φεστιβάλ Λογοτεχνίας από τους διοργανωτές της εκδήλωσης, στην παραθαλάσσια ιρλανδική πόλη Κομπ.
Τα πλάνα της αρχικής σεκάνς, από το τελετουργικό της προετοιμασίας έως την κήρυξη έναρξης του φεστιβάλ, εναλλάσσονται με απαλά, αέρινα φοντύ ανσενέ υπό τους ήχους σύνθεσης για πιάνο της FionnulaNi Chiosain. Το μουσικό αυτό θέμα, που στηρίζει και «γεμίζει» την εικόνα, βαδίζει στην πεπατημένη της σύνθεσης «Promenadesentimentale» του Vladimir Cosmaγια το φιλμ DIVA(1981) του Jean-JacquesBeinex και προϊδεάζει για το στίγμα εσωτερικότητας και για την ατμόσφαιρα που διέπει τον τρόπο αφήγησης, κάτι που επαληθεύεται από τον τρόπο χρήσης του μουσικού κομματιού κατά τη διάρκεια του φιλμ, σύνθεση που λειτουργεί ως συνισταμένη του ρυθμού ξεδιπλώματος του μύθου, του μοντάζ.
Η κάμερα εστιάζει σε πρόσωπα και επιφάνειες, εισάγοντάς μας στον κόσμο του Μάικλ Φαρ, του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα της ταινίας. Ο Μάικλ χήρεψε πρόσφατα, εργάζεται σαν δάσκαλος ξυλουργικής, είναι ερασιτέχνης συγγραφέας και δουλεύει εθελοντικά σαν οδηγός των υψηλών προσκεκλημένων, καθήκον που όρισε το οργανωτικό σχήμα, υπεύθυνο του φεστιβάλ λογοτεχνίας στην πόλη του, την παραθαλάσσια Κομπ, στην περιοχή Κορκ, στη νότια πλευρά της επικράτειας της ιρλανδικής δημοκρατίας.
Ο Μάικλ «γαντζώνεται στον πόνο του θανάτου της γυναίκας του» - πέθανε προ διετίας από καρκίνο - «για να μην την ξεχάσει», έχει «αναγκαστικά» επωμιστεί την πλήρη ευθύνη των δυο του παιδιών που διανύουν κρίσιμες ηλικίες κι έχει «αναγκαστικά» εγκαταλείψει τον παράλυτο πεθερό του σε οίκο ευγηρίας. Ο Μάικλ έχει αρχίσει να βλέπει φαντάσματα στον ύπνο αλλά και τον ξύπνιο του. Η ακαταμέτρητη πανταχόθεν πίεση, η αίσθηση της πλήρους μοναξιάς και της αίσθησης ανεπάρκειας ως προς τα καθήκοντα που καλείται να φέρει σε πέρας, κυρίως όμως οι τύψεις, κάθε φορά που η σκέψη επιθυμεί να ξεφύγει και κάθε φορά που η ανάγκη για ζωή ορθώνει α-συνείδητα ανάστημα, τον φέρνουν αντιμέτωπο με εφιάλτες, με τρομερούς, ψυχοφθόρους εφιάλτες, ανασταλτικούς της ζωής ... Ωσπου, επιτέλους, μέσα από τη ζωή, επέρχεται η συμφιλίωση με την απώλεια και το θάνατο ...
Ο Μάικλ τυγχάνει να είναι «εθελοντής» οδηγός, της προσκεκλημένης στο φεστιβάλ Λίνα Μορέλ από το Λονδίνο, γνωστής συγγραφέα μεταφυσικών ιστοριών με φαντάσματα και άλλα παρεμφερή. Αποδεικνύεται όμως απλός, συμπαθής και ανθρώπινος άνθρωπος, με την οποία ο Μάικλ αισθάνεται ότι ο «επαρχιώτης» εαυτός του μπορεί να επικοινωνήσει ... Σε αντιπαράθεση με το πορτρέτο του αγοραίων αξιών επιτυχημένου συγγραφέα Νίκολας Χόλντεν, βαλτωμένου στην προσωπική του κιβδηλεία, τόσο την ανθρώπινη όσο και τη συγγραφική!
Εξαιρετικά καλοδουλεμένο, δραματουργικά συμπαγές σενάριο ψυχαναλυτικής προσέγγισης, που δεν αφήνει παραμικρό κενό ή περιθώριο για οποιοδήποτε ερμηνευτικό χάσμα. Σενάριο που εκμεταλλεύεται γόνιμα την πολιτισμική ιδιαιτερότητα του τόπου κάτι που διαχέεται μέσα από την κυριολεκτικά και μεταφορικά σκοτεινά γοητευτική ατμόσφαιρα που η ταινία τρέφει - εσκεμμένα πια - με απόηχους μύθων και θρύλων μυστικισμού, θρησκευτικότητας και μυστηρίου.
Μοναδική μας ένσταση οι - λίγοι ευτυχώς - αιμοδιψείς εφιάλτες, που όμως λειτουργούν αντιστικτικά με την γενικότερη αισθητική της ταινίας. Προς τι τόσο αίμα στους εφιάλτες του Μάικλ; Προαναγγέλλει μήπως τον τρόπο που αυτοκτόνησε ο πεθερός του Μαλάκι, κάτι που βαραίνει την συνείδησή του;
Ταινία εξαιρετική με πλήρη επίγνωση του τι πράττει. Μάθημα για τους δικούς μας κοσμοπολίτες /επαρχιώτες που εμπλέκουν την συνιστώσα της πολιτισμικής μας ιδιαιτερότητας στα κινηματογραφικά τους προϊόντα. Παίζουν: Κιαράν Χάιντς, Ιμπεν Γιέιλε, Εϊνταν Κουίν, Τζιμ Νόρτον, κ.ά.Παραγωγή: ΙΡΛΑΝΔΙΑ, 2009
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΡΑΒΒΑΣ: Ο θάνατος που ονειρεύτηκα
Σε αντίθεση με το ιρλανδικό κόσμημα, το ελληνικό σκουπίδι. «Οπτικοακουστικό προϊόν» το πόνημα που τολμά να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Βεβαίως φαίνεται να πληροί την πλειονότητα των προδιαγραφών/ προϋποθέσεων ώστε να τεθεί υπό την προστατευτική ομπρέλα του κυβερνητικού νομοσχεδίου για τον κινηματογράφο. Ενα «comme ilfaut» (καθωσπρέπει) προϊόν, «εκσυγχρονιστικής αντίληψης» της εθνικής μας κινηματογραφίας, τόσο για επιτόπια (ψυχ-αγωγική) κατανάλωση όσο και εξαγώγιμης προοπτικής. Μάλιστα, υφίσταται και (άναρθρος) λόγος σε (άθλια) αγγλική!
Αναρωτιέται κανείς αν, και με τι είδους κινηματογράφο, έχουν γαλουχηθεί αυτοί οι κινηματογραφιστές, αν στα όνειρά τους χωρούσε κι ένας τέτοιου είδους κινηματογράφος ή αν οι ίδιοι ανδρώθηκαν κινηματογραφικά με την αντίληψη ότι κινηματογράφος είναι οι όποιες κινούμενες εικόνες, αντίληψης διαφημιστικής ή μαζικών και πιασιάρικων βιντεοκλίπ που η (συνειδητά) μεταμοντέρνα αντίληψη, που εμφυτεύτηκε σε απόφοιτους αμφίβολων σχολών και ευέλικτων προσδοκιών, θεωρεί και εκλαμβάνει ως κινηματογράφο. Σε αυτήν την ταινία καταγράφεται με ευκολία το «όλα χωράνε, όλα τσουβαλιάζονται στον ίδιο ντορβά, όλα είναι ισάξια, χωρίς κλίμακα προτεραιότητας». Αυτό αποδεικνύει δυστυχώς περίτρανα την εκούσια ή ακούσια αμορφωσιά πλήθους σημερινών δημιουργών, που όμως οι ίδιοι δεν ΕΙΝΑΙ οι μοναδικά υπεύθυνοι. Αυτή είναι δυστυχώς η διαπίστωση που αντικατοπτρίζεται στο φιλμικό αποτέλεσμα και είναι άξιος διερεύνησης ο τρόπος κρίσης «δημιουργών τε και χρηματοδοτών» τέτοιου είδους πονημάτων.
Κακόγουστος «σατανιστικός» αχταρμάς. Θέμα: Η γοητεία που εξασκεί ένας δυναμικός (;) κουκουλοφόρος νεαρός στους γόνους άθλιων «νεόπλουτων» βλάχων (επιβεβαιώνεται από την εμφάνιση του πατέρα της Δωροθέας) των βορείων προαστίων, οι γόνοι των οποίων αναζητούν νόημα κι ενδιαφέρον στην εφηβική τους ύπαρξη, που, ελλείψει άλλου, ανακαλύπτουν το έγκλημα. Ο γοητευτικός (τρομάρα του!) κουκουλοφόρος κατορθώνει να εμπλέξει στην σατανιστική του οπτική ολόκληρη την παρέα συμμαθητών του, στο λύκειο των βορείων προαστίων. Τραγικό συνονθύλευμα κακόγουστων ιδεών και γενικών και αορίστων περιγραμματικών μοντέλων. Αποκορύφωμα αισθητικής ύβρεως, η χρήση της «Vally» του Alfredo Catalani, ως απόγειο του μεταμοντέρνου καρακιτσαριού. Σύμβολα αναγνωρίσιμα σε κατάχρηση: Νεκροκεφαλές, σταυροί, καιγόμενοι και κρεμάμενοι, με αίμα και χωρίς, κεριά αναμμένα, σκυλιά που αλυχτούν, ψυχεδελικά σύμβολα, εκδρομή στη φύση κατά το αμερικάνικο πρότυπο του «blair whichproject», διαλέξεις αναφορικά με «τον υπηρέτη του σκότους», χρώμα κόκκινο και μαύρο, φτηνά σχολικά σημειώματα, σπασμένα τζάμια που κόβουν φλέβες και δέρμα, βίβλος του σκότους, παραισθήσεις, χαπακώματα, αποχαύνωση, λατρεία του σκότους, αυτοκίνητα τύπου «Μερσεντές», εγκλήματα, μπάνια αξίας 50.000 ευρώ και αναφορά εν είδει metafilm στο «Singapore Sling» του Ν. Νικολαΐδη. Οι ήρωες επικοινωνούν (αν επικοινωνούν) με 50 (το πολύ) λέξεις, ο κεκές της παρέας σίγουρα με λιγότερες... Και ο Χρήστος, ο ρομαντικός κουκουλοφόρος, γράφει και στέλνει στην καλή του ερωτική ποίηση επιπέδου «Ρομάντζο» και «Ντομινό» (για τους παλιούς).Παίζουν: Τζένη Θεωνά, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Λένα Παπαληγούρα, Νικόλας Αγγελής, Μυριέλλα Κουρέντη, Γιώργος Σπανιάς, Νικόλας Παπαγιάννης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Αντώνης Καφετζόπουλος, Παναγιώτα Βλαντή κ.ά.Παραγωγή: ΕΛΛΑΔΑ, 2010.
No comments:
Post a Comment