Αν ρωτήσει κανείς τον πρόεδρο του Κέντρου Κινηματογράφου, Γιώργο Παπαλιό, «το ελληνικό σινεμά είναι βιομηχανία;» η απάντηση δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας: «σαφώς όχι!». Για τον κ. Παπαλιό η πολιτεία πήρε θέση στο ζήτημα των εσόδων από τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αρχές της δεκαετίας του '80, μετέφερε το Κέντρο Κινηματογράφου από την ΕΤΒΑ, στην οποία ανήκε, στο ΥΠΠΟ. «Είχε αυτό ακριβώς στο μυαλό του», υπογραμμίζει. «Οτι η επένδυση στο σινεμά είναι πολιτιστική και όχι εμπορική». Που σημαίνει ότι το κράτος, ως βασικός χρηματοδότης (προτού τουλάχιστον αρχίσουν οι παραγωγοί να αναλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος του βάρους), δεν υπολόγιζε σε κέρδη, αλλά ήταν πανευτυχές αν η ταινία έβγαζε τα έξοδά της.
Παράδειγμα 1: Ο «Ελ Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή στοίχισε στο ΕΚΚ 800.000 ευρώ και, παρά τη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και τις πωλήσεις που έκανε στο εξωτερικό, έφερε στα ταμεία του οργανισμού 250.000 ευρώ.
Παράδειγμα 2: Στον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου το ΕΚΚ συμμετείχε με 200.000 ευρώ. Η ταινία βραβεύτηκε στις Κάννες, έδρεψε δάφνες σε όποια χώρα του κόσμου προβλήθηκε, κρίθηκε ως μία από τις καλύτερες της διεθνούς παραγωγής για το 2009, είναι η ελληνική πρόταση για τα Οσκαρ. Τι εισέπραξε το ΕΚΚ; 0 (μηδέν).
«Σε βάθος χρόνου ταινίες όπως του Λάνθιμου, του Κούτρα, του Τσίτου, του Τζουμέρκα, ενδεχομένως να επιστρέψουν κάποια χρήματα. Αλλά αυτά πάντα θα είναι λιγότερα από το κόστος παραγωγής. Η επένδυση είναι κατεξοχήν πολιτιστική», επαναλαμβάνει και τονίζει ο κ. Παπαλιός.
Μια εμπορική ταινία, τώρα, που θα βγει σε 100 κόπιες, για να μπορέσει να βγάλει, απλώς, τα έξοδα διανομής θα πρέπει να κόψει πάνω από 400.000 εισιτήρια. Τα οικονομικά του κινηματογράφου είναι σύνθετα, πολύπλοκα. Το τμήμα ειδικά που αφορά το ποσοστό της επιστροφής του φόρου από τα εισιτήρια, ποιοι δικαιούνται την επιστροφή και πώς φτάνει (αν φτάνει) στα χέρια τους, δεν είναι μόνο σπαζοκεφαλιά αλλά ολόκληρο κεφάλαιο, με «ανεξιχνίαστες» πλευρές και πολλά ερωτήματα. Λένε, για παράδειγμα, ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είναι κρατικοδίαιτος. Κι όμως: κάθε χρόνο το ελληνικό κράτος εισπράττει περίπου 10 εκατ. ευρώ από τον ειδικό φόρο θεαμάτων (φόρος που δημιουργήθηκε για να χρηματοδοτεί το ελληνικό σινεμά). Από αυτά, επενδύονται στην παραγωγή (μέσω του ΕΚΚ) τα 3 έως 3,5 εκατ. ευρώ. Πού καταλήγουν τα υπόλοιπα χρήματα;
Από την πλευρά των παραγωγών, τώρα. Ποια και πόσα είναι τα έσοδα; Δύσκολα μπορεί να δοθεί μια σαφής απάντηση. Τα έσοδα, κατ' αρχάς, είναι από τα εισιτήρια, από την εκμετάλλευση των dvd, από τις τηλεοπτικές προβολές της ταινίας, από τις πωλήσεις στο εξωτερικό. Ας πάρουμε ως παράδειγμα μια ταινία με κόστος 1 εκατ. ευρώ (όπως η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου) και συμπαραγωγούς το ΕΚΚ, το Eurimages, μια ακόμη ευρωπαϊκή χώρα (τη Γερμανία). Ο Ελληνας παραγωγός συμμετέχει με 200.000 (το 20%, περίπου). Πώς; Οχι υποχρεωτικά με ρευστό αλλά και με την υποδομή της εταιρείας του (λειτουργικά έξοδα, αμοιβή εταιρείας παραγωγής, φώτα, βαν, κάμερες, μοντάζ, κ. ο. κ). «Η ταινία θα πρέπει να κόψει πάνω από 120.000-130.000 εισιτήρια για να αρχίσουμε να μιλάμε για έσοδα», δηλώνει παραγωγός.
Το πιο σημαντικό στην ιστορία της παραγωγής, είναι τα μακροπρόθεσμα οφέλη. Αυτά που δεν μετρούνται με οικονομικά μεγέθη. Τον αντίκτυπο της ταινίας, η επικοινωνιακή δυναμική της.
Το ΕΚΚ έχει εξελιχθεί σε μια προβληματική ΔΕΚΟ που δεν διαφέρει από τη «φούσκα» που έσκασε με την κρίση στην ελληνική κοινωνία. Εξέθρεψε πελατεία δωρεάν σίτισης επί δεκαετίες προσφέροντας τις δικές του «αναπηρικές συντάξεις» σε δικαιούχους και μη. Χρηματοδοτήσεις για σενάρια που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ ή ολοκληρώθηκαν, αλλά δεν έγιναν ποτέ ταινίες, τιμολόγια εξόδων για χρήματα που δαπανήθηκαν αλλά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, κ. ο. κ. «Αν αρχίσει να ψάχνει κανείς θα βρεθεί μπροστά σε μεγάλες εκπλήξεις», διατείνονται οι γνωρίζοντες.
Ο νόμος για τον κινηματογράφο (που συζητείται ήδη στη Βουλή) μαζί με την αλλαγή νοοτροπίας στη νέα γενιά των κινηματογραφιστών είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια «άνθηση» διαρκείας και όχι συγκυριακή.
No comments:
Post a Comment