Και στο δικό μας Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που ξεκινά αύριο (έως 12 Δεκεμβρίου), είναι ο μεγάλος καλεσμένος. Θα γίνει ρετροσπεκτίβα στο έργο του, στο πλαίσιο του τμήματος «Ημέρες Ανεξαρτησίας». Μια καλή ευκαιρία να μπούμε για τα καλά στο ποιητικό του κινηματογραφικό σύμπαν. «Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» (7/12, 8.15 μ.μ., «Ολύμπιον»), για παράδειγμα, είναι ένα υπαρξιακό και σουρεαλιστικό παραμύθι, με πρωταγωνιστή έναν αγρότη που πάσχει από καρκίνο και συναντά φαντάσματα του παρελθόντος. Εχει ξαναέρθει στο φεστιβάλ, το 2002, όταν πήρε Χρυσό Αλέξανδρο για το «Για πάντα δικός σου».
Πώς είναι τώρα τα πράγματα στην Ταϊλάνδη;
«Υπάρχει μια αίσθηση ότι το κλίμα έχει σταθεροποιηθεί. Αλλά είναι ψευδαίσθηση. Το πρόβλημα στην Ταϊλάνδη είναι ο εθνικισμός. Είναι πολύ διαδεδομένος και προπαγανδίζεται από την κυβέρνηση. Υπάρχει πολλή αστυνομία, ελέγχονται τα μέσα ενημέρωσης, το Ιντερνετ, οι τέχνες. Δεν γνωρίζω πώς θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε από αυτά».
Σας απασχολεί το θέμα της μνήμης. Πώς σχετίζονται οι ταινίες σας με τις προσωπικές αναμνήσεις;
«Τις αντιμετωπίζω σαν ημερολόγια, προεκτάσεις των αναμνήσεων. Είναι σαν να δημιουργώ έναν υποκειμενικό κόσμο που ακολουθεί παράλληλα την πραγματική μου ζωή. Ενίοτε διασταυρώνονται και επηρεάζονται. Καμιά φορά, όμως, η πραγματικότητα είναι θολή. Γι' αυτό με ενδιαφέρει να την εξερευνώ στο σινεμά».
Η εποχή μας είναι μάλλον αντιπνευματική. Πώς καταφέρνετε να εμπνέεστε από ποιητικά και μεταφυσικά θέματα;
«Η ζωή στην Ταϊλάνδη σε εμβαπτίζει σε έναν μεταφυσικό κόσμο. Είναι τόσο κυρίαρχη αυτή η αίσθηση, που καμιά φορά νιώθω ότι μου προκαλεί ασφυξία. Η ενασχόληση με μεταφυσικά θέματα είναι, κατά κάποιον τρόπο, μοιραία».
Η ιδέα της μετεμψύχωσης και της πίστης στα φαντάσματα είναι ξένη στις περισσότερες δυτικές χώρες. Σας απασχολεί αυτό το πολιτισμικό «χάσμα» σε σχέση με την πρόσληψη της ταινίας σας από το κοινό;
«Υπάρχουν πολλά φαντάσματα σε ταινίες, τα περισσότερα από το Χόλιγουντ. Το θέμα δεν είναι η διάσταση πεποιθήσεων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεις τις ιδέες. Η ταινία μου είναι για το σινεμά, για το πώς κάνεις σινεμά. Στο θέμα αυτό δεν υπάρχει διάσταση κουλτούρας. Ο θεατής πρέπει να είναι ανοιχτόμυαλος. Μπορεί να μισήσει ή να αγαπήσει την ταινία μου. Κανένα πρόβλημα. Το πρόβλημα αρχίζει όταν ρωτάει τι σημαίνει το ένα ή το άλλο ή δεν καταλαβαίνει διάφορα πράγματα. Αλλά αυτό είναι προσωπική του υπόθεση, όχι κουλτούρας».
Στην ταινία εξερευνάτε διαφορετικά κινηματογραφικά στιλ. Πώς συνδέετε το κινηματογραφικό ύφος με τα θέματα της ταινίας;
«Κάθε "ενότητα" είναι φόρος τιμής σε ένα κινηματογραφικό ύφος. Η σκηνή με την πριγκίπισσα είναι φόρος τιμής σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα, με το οποίο μεγάλωσα, ένα βασιλικό δράμα εποχής με κοστούμια. Εξακολουθούν να γυρίζονται τέτοιες σειρές, αλλά είναι γεμάτες ψηφιακά εφέ. Τότε είχαν μια αθωότητα. Ολα στην ταινία είναι προσωπικές αναφορές. Δεν χρειάζεται όμως να είσαι Ταϊλανδός για να αναγνωρίσεις τις εμπνεύσεις μου».
Η σκηνή με την πριγκίπισσα και το ψάρι σάς δημιούργησε προβλήματα λογοκρισίας; Στο παρελθόν, οι ταινίες σας έχουν λογοκριθεί.
«Οχι. Οφείλεται στη... μαγεία του Φεστιβάλ των Κανών. Την περίοδο του φεστιβάλ, η χώρα μου βρισκόταν σε μια σκοτεινή πολιτική φάση, που συνεχίζεται. Ο κόσμος χάρηκε με τα καλά νέα, δηλαδή το βραβείο. Δεν ήθελαν να τα "βάλουν" με τον Χρυσό Φοίνικα. Μάλλον γι' αυτό η ταινία πήγε καλά στο μποξ όφις».
Πώς σας φαίνεται η ιδέα μιας πιο ρεαλιστικής ταινίας;
«Κατ' αρχάς επηρεάζομαι από την πολιτική κατάσταση της χώρας μου. Δεν είμαι τόσο σίγουρος γι' αυτό που αποκαλούμε "ρεαλιστικό". Καμιά φορά η φαντασίωση αποκαλύπτει μια αλήθεια και μπορεί να έχει ισχυρότερη επίδραση από κάτι πιο ντοκουμενταρίστικο».
Οταν ήσασταν παιδί, σας τρόμαζαν οι ιστορίες με φαντάσματα και αλλόκοτα πλάσματα;
«Μεγάλωσα σε μια περιοχή με νοσοκομεία, γιατί οι γονείς μου ήταν γιατροί. Τα βράδια, για να πάω σε σπίτια φίλων μου, διέσχιζα κήπους. Οι ιστορίες φούντωναν τη φαντασία μου μέσα στο σκοτάδι. Δεν θα ξεχάσω τον φόβο που ένιωθα».
Μπορείτε να μας πείτε έναν σύγχρονο σκηνοθέτη από τον οποίο έχετε επηρεαστεί και δεν το περιμένουμε;
«Μου αρέσουν πολλοί σύγχρονοι, αλλά οι περισσότεροι δεν είναι νέοι. Για παράδειγμα, ο Ζακ Ριβέτ και ο Μανουέλ Ολιβέιρα. Θαυμάζω και σκηνοθέτες του Χόλιγουντ που έχουν προσωπική γραφή. Ισως δεν πάει το μυαλό σας, αλλά μου αρέσει πολύ ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ή μάλλον κάποτε μου άρεσε πολύ». *
No comments:
Post a Comment