Τα βραβεία του 51ου Φεστιβάλ απέσπασαν ταινίες που ασχολούνται με χειροπιαστά προβλήματα της κοινωνίας
- Της Μαριας Kατσουνακη, Η Καθημερινή, Tρίτη, 14 Δεκεμβρίου 2010
Κάθε νέο βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό που αποσπά ρουμανική ταινία επιβεβαιώνει και θεσμικά αυτό που είναι ήδη διαπιστωμένο στις αίθουσες: ότι η ρουμανική κινηματογραφία βρίσκεται σε διαρκή άνθηση εδώ και μια πενταετία. Ο Χρυσός Αλέξανδρος στο «Periferic» («Στις παρυφές») του Μπογκντάν Τζόρτζε Απέτρι ήταν αναμενόμενος αλλά όχι και αυτονόητος. Το διαγωνιστικό πρόγραμμα του οικονομικά ασθενέστερου, αλλά ποιοτικά ισχυρότερου από τα προηγούμενα, 51ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, φιλοξένησε ταινίες πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών που δυσκόλεψαν τη δουλειά της κριτικής επιτροπής. Δεν είναι μόνο το σχόλιο του προέδρου της Μιχάλη Δημόπουλου για το «υψηλό επίπεδο» των 16 παραγωγών, αλλά και η ανταπόκριση και τα σχόλια των θεατών.
Ο τίτλος «Στις παρυφές» θα μπορούσε να εκφράζει όλα σχεδόν τα βραβεία. Μέσα από τις παρυφές της κοινωνίας οι τέσσερις από τους βραβευμένους (ο Ρουμάνος Απέτρι, η Ελληνίδα Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, η Λάουρα Αμέλια Γουσμάν από τη Δομινικανή Δημοκρατία μαζί με τον Μεξικανό Ισραέλ Κάρδενας και ο Ρουμάνος Μαριάν Κρισάν) εμπνεύστηκαν τις ιστορίες τους. Διαφορετικές μεταξύ τους, με τον ίδιο στόχο: πυρήνες ζωής, πυρήνες αλήθειας. Η απελπισία βρίσκει ανακούφιση στην αλληλεγγύη, ο ένας άνθρωπος ακουμπάει στον άλλο, σε σχέσεις συγγενικές ή τυχαίες αναζητάει, μερικές φορές σιωπηλά, βοήθεια, ανάσα, μια νέα αρχή. Είτε πρόκειται για κρατούμενη φυλακών που στην 24ωρη άδειά της συναντάει τον μικρό της γιο στο αναμορφωτήριο («Periferic») και προσπαθεί να συνυπάρξει μαζί του είτε για τη μονογονεϊκή οικογένεια, πατέρα - κόρης, σε ειδικές συνθήκες («Attenberg») είτε για τον άνεργο καθηγητή αυτοεξόριστο στη φύση του Αγιου Δομήνικου («Ζαν Ζαντί, ένας καλός άνθρωπος») ή για τον Τούρκο λαθρομετανάστη και τον Ρουμάνο φύλακα σούπερ μάρκετ που τον περιθάλπει («Morgen»), όλοι οι ήρωες προσβλέπουν στο αύριο. Στο διαφορετικό, αν όχι καλύτερο, αύριο. Ο Πολωνός πρωταγωνιστής στο «Erratum» («Το παρόραμα») είναι ο μόνος που κατορθώνει εμφανώς να γυρίσει σελίδα, στέλνοντας μήνυμα ελπίδας. Ψάχνοντας να βρει στοιχεία για τη ζωή του άστεγου που τραυματίζει θανάσιμα με το αυτοκίνητό του, βάζει σε τάξη και διορθώνει σιγά σιγά τις δικές του συνθήκες και σχέσεις.
Τι είναι χειρότερο, η πείνα ή η μοναξιά; Οχι τα υπαρξιακά αδιέξοδα και η αδυναμία επικοινωνίας που περιέγραφε το κεντροευρωπαϊκό σινεμά πριν από λίγα ακόμη χρόνια ή οι ταινίες γύρω από την ιστορική μνήμη και τη μετάβαση από τον σοσιαλισμό στο νέο οικονομικό περιβάλλον που απασχολούσαν τις κινηματογραφίες των Βαλκανίων. Τα σημερινά χειροπιαστά προβλήματα στρέφουν το βλέμμα των νέων δημιουργών στις πάσχουσες ζώνες της κοινωνίας. «Πώς ζεις;», ρωτάει ένας νυχτερινός φύλακας τον άνεργο καθηγητή ξένων γλωσσών Ζαν Ζαντί, που μεταναστεύει από την Αϊτή, αναζητώντας τροφή και στέγη. «Δεν ζω. Βλέπω τους άλλους να ζουν», η αποστομωτική απάντησή του, σπαρακτική στην αλήθεια και στην απλότητά της.
Η ταινία που απέσπασε τον Χάλκινο Αλέξανδρο είναι πραγματική ιστορία. Ο Ζαν Ζαντί είναι υπαρκτό πρόσωπο και ο φακός τον ακολουθεί, όχι όμως με ντοκιμαντερίστικη ακρίβεια, αλλά με μυθοπλαστική ελευθερία. Ο συνδυασμός των δύο, δημιουργεί ένα μείγμα εκρηκτικό εν σιωπή, με χρόνους κενούς όπου ο φακός συναντάει απλώς το γεμάτο απόγνωση βλέμμα του Ζαν Ζαντί. Οπως και ο Ρουμάνος δημιουργός του «Morgen», που μέσα από δύο ανθρώπους που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, συνθέτει ένα πλήρες τοπίο: πολιτικό, οικογενειακό, κοινωνικό. Με τον ίδιο δεξιοτεχνικό και ευαίσθητο χειρισμό ο Ρουμάνος του Χρυσού Αλέξανδρου («Periferic») προσφέρει μέσα από μια ιστορία περιθωρίου μια ανάγνωση της σημερινής κοινωνίας της χώρας του.
Από το επιμέρους, στο όλον. Σε όσες ταινίες παρακολουθήσαμε στη φετινή διοργάνωση (κυρίως του διεθνούς προγράμματος και του τμήματος «Ματιές στα Βαλκάνια»), οι προθέσεις διασταυρώνονται: οι σκηνοθέτες στρέφονται στους αδύναμους, στους χωρίς φωνή και γίνονται η φωνή τους. Αποτυπώνουν τα αισθήματα ενός κόσμου που, από τις παρυφές, ορίζει τη μοίρα μας όπως ορίζουμε κι εμείς τη δική του.
Η 51η διοργάνωση, με διευθυντή τον Δημήτρη Εϊπίδη, ήταν αφιερωμένη στον «σκληρό πυρήνα» της κινηματογραφικής τέχνης. Χωρίς περιττές φιέστες και πολυέξοδες προσκλήσεις. Εστω κι αν έφυγαν δυσαρεστημένοι ορισμένοι Ελληνες σκηνοθέτες που δεν είδαν τις ταινίες τους να προβάλλονται στο «Ολύμπιον» (προτίμησαν να μην τις φέρουν καθόλου, προκειμένου να «εξοριστούν» στις αίθουσες του λιμανιού), έστω κι αν οι εκδόσεις ήταν ισχνές, έστω κι αν η τελετή λήξης είχε ένα (μουσικό) μέρος άστοχο, μακροσκελές και εκτός της αισθητικής των προηγούμενων ημερών. Το Φεστιβάλ λειτούργησε με πληρότητα όχι μόνο στις αίθουσες αλλά και στις οθόνες.
No comments:
Post a Comment