Η σχέση μιας κόρης με τον πατέρα της, αλλά και με τη στενή της φίλη είναι στο επίκεντρο του «Attenberg» της Αθηνάς - Ραχήλ Τσαγγάρη - Της Μαριας Kατσουνακη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 5 Δεκεμβρίου 2010
Στην ταινία της Κατερίνας Ευαγγελάκου «Θα το μετανιώσεις» μία από τις ηρωίδες δήλωνε την επιθυμία της: «Τι θέλει μια γυναίκα… Να της ρίξουν ένα ζακετάκι στον ώμο». Εκτοτε, έχουν περάσει οκτώ χρόνια και έχουν μεσολαβήσει πολλά, ανατρεπτικά και καθοριστικά στην ελληνική κοινωνία. Το 2002, από σύμπτωση, ήταν η απόλυτη, σχεδόν, κυριαρχία της γυναικείας δημιουργίας στο ελληνικό σινεμά: Κατερίνα Ευαγγελάκου, Πένυ Παναγιωτοπούλου («Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου»), Στέλλα Θεοδωράκη («Παρά λίγο, παρά πόντο, παρά τρίχα»). Φέτος, τη χρονιά σφραγίζει το «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. Εστω και αν «δεν υπάρχει καμία συνενοχή ανάμεσα στις γυναίκες… Ούτε αυτό που αποκαλούμε “γυναικείο βλέμμα” στον κινηματογράφο…», όπως είχαν δηλώσει οι τρεις σκηνοθέτιδες σε σχετικό δημοσίευμα της «Κ» (17/11/02): «Οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι πιο περίπλοκοι γι’ αυτό και περισσότερο ενδιαφέροντες».
Το «Αttenberg», που προβάλλεται στις αίθουσες από την ερχόμενη Πέμπτη, διαγράφει την επιτυχημένη πορεία του στα διεθνή Φεστιβάλ (βραβείο ερμηνείας για την πρωταγωνίστριά της Αριάν Λαμπέντ στη βενετσιάνικη Μόστρα). Ενδιαφέρον έχει το βραβείο «Λίνα Μαντζιακάπρε» που απέσπασε η ταινία το οποίο απονέμεται στον «καλύτερο γυναικείο χαρακτήρα». Τι τόσο ξεχωριστό έχει η Μαρίνα, που μαζί με τη φίλη της Μπέλα και τον κοντά στο θάνατο αρχιτέκτονα πατέρα της, ζει σε ένα ξενοδοχείο, σε μια παραθαλάσσια πόλη; Κατ’ αρχάς, τίποτα το μελαγχολικό ή ρομαντικό, όπως μοιάζει να είναι από την περιγραφή.
Εξάλλου οι προθέσεις της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη για μια μη νατουραλιστική, ούτε και ακριβώς ρεαλιστική, προσέγγιση στα θέματά της ήταν εμφανείς και στην, προηγούμενη, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, τη «Διαρκή αναχώρηση της Πέτρας Γκόινγκ» (2001). Αλληγορική, διέτρεχε τα κινηματογραφικά είδη από το φιλμ νουάρ στην επιστημονική φαντασία, από το σλάπστικ στην ταινία δρόμου, από τα πολυμέσα στο μελόδραμα. Μια διαρκής γεωγραφική περιήγηση και ταυτόχρονα ένα ψυχογράφημα της αλλόκοτης ηρωίδας.
Το πάθος της Αθηνάς Τσαγγάρη (η οποία ήταν και παραγωγός στην «Κινέτα», πρώτη μεγάλου μήκους του Γιώργου Λάνθιμου αλλά και associate producer στον «Κυνόδοντα») είναι οι τεχνητοί, μεταβατικοί χώροι: τα ξενοδοχεία. Χώροι ανάμεσα σε αίθουσες αναμονής νοσοκομείων ή αεροδρομίων και «διαστημικούς σταθμούς», όπως η ίδια τους αποκαλεί. Χώροι ουτοπικοί και συμμετρικοί, όπου η φύση και ο πολιτισμός έχουν βρει μια κλινική ισορροπία.
Στο «Attenberg», η αλχημεία ανάμεσα σε φαινομενικά ασύμβατα στοιχεία είναι αποκαλυπτική και σε ορισμένες σκηνές συνταρακτική. Η 20χρονη Μαρίνα, μισή Γαλλίδα μισή Ελληνίδα, έχει μεγαλώσει με τον πατέρα της (η μάνα υπάρχει στις φωτογραφίες) μέσα σε μια σχεδόν αμετάβλητη εφηβεία. Κυκλοφορεί, ανάμεσα στους στίχους του Αλαν Βέγκα των Suicide και τα ντοκιμαντέρ πάνω στη ζωή των θηλαστικών του Σερ Ντέιβιντ Ατένμπορου (ο τίτλος της ταινίας είναι παραφθορά αυτού του ονόματος). Δεν έχει επαφή και δεν θέλει με τα ανδρικά γεννητικά όργανα (τα ονομάζει με έναν τρόπο συνωμοτικό, παιδικό και κοριτσίστικο), ανακαλύπτει τα φιλιά με τη φίλη της Μπέλλα ομολογώντας ότι την αηδιάζουν.
Οι διάλογοι και η συνύπαρξη με τον πατέρα (συχνά στο δωμάτιο του νοσοκομείου - για τις τελευταίες χημειοθεραπείες;) ξετυλίγουν την σχέση με τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο. Ο πατέρας σαρκάζει τον εαυτό του και τον ρόλο του ως γονιού: «Είμαι ένας άθεος γέρος. Ενα τοξικό απόβλητο του μοντερνισμού. Του ύστερου διαφωτισμού. Σε αφήνω στα χέρια ενός καινούργιου αιώνα, χωρίς να σου ’χω μάθει τίποτα». «Θέλω να αρχίσεις να ζεις με τους άλλους», της λέει. «Δεν μ’ έμαθες να ζω έτσι», απαντάει η κόρη.
Η Αθηνά Τσαγγάρη ντύνει τις δύο κοπέλες με φουστάνια-ρόμπες (που παραπέμπουν στις σχολικές ποδιές), εστιάζει τον φακό στα γόνατα και στα πόδια τους (σημειολογική αναφορά στα κινηματογραφικά φετίχ). Διασχίζουν αγκαζέ τον δρόμο - ντεκόρ ανάμεσα σε επίμονα ανδρικά βλέμματα, υπό τους ήχους του τραγουδιού της Φρανσουάζ Αρντί «Tous les garcons et les filles». Τα κοινωνικά ταμπού δεν πέφτουν με επαναστατική φόρα. Μετακινούνται, για να δούμε την πηγή, την αιτία, και -γιατί όχι- τη χρησιμότητά τους.
«Υπάρχει λόγος που υπάρχουν ταμπού στις κοινωνίες των θηλαστικών. Διαιωνίζεται το είδος χωρίς περιπλοκές και εκφυλισμούς», σχολιάζει ο πατέρας. Το μόνο ταμπού που απομυθοποιείται είναι του θανάτου και του τελετουργικού που ακολουθεί. Αποτέφρωση αντί για σκουλήκια που επιτίθενται στη σορό. Η στάχτη του νεκρού θα σκορπίσει στη θάλασσα. Η σκηνοθέτις διαλέγει Φρανσουάζ Αρντί και πάλι για τους τίτλους του τέλους: «Le temps de l’ ammour».
Σκηνές του Attenberg
Ο Σπύρος (σ.σ. πατέρας) και η Μαρίνα (σ.σ. κόρη) στέκονται όρθιοι πάνω από την πόλη, σαν παρατηρητές, με τα χέρια στις τσέπες των πανωφοριών τους.
Σπύρος: Είναι σαν να σχεδιάζαμε ερείπια, σαν να υπολογίζαμε με μαθηματική ακρίβεια τη φόρμουλα αυτοκαταστροφής τους. Μπουρζουά υπεροψία. Ειδικά για μία χώρα που δεν πέρασε ποτέ από τη βιομηχανική εποχή. Από τους βοσκούς στις μπουλντόζες, από τις μπουλντόζες στα μεταλλεία, κι από τα μεταλλεία κατευθείαν στον μικροαστικό παροξυσμό. Χτίσαμε μια βιομηχανική αποικία στις στάνες και πιστεύαμε ότι κάναμε μια επανάσταση... μια μικρή επανάσταση.
Δωμάτιο νοσοκομείου. Νύχτα
Ο Σπύρος είναι ξαπλωμένος, συνδεδεμένος με ορούς. Η Μαρίνα, σε μια πολυθρόνα δίπλα του, τον ακούει με απόλυτη προσοχή. Το διπλανό κρεβάτι του δωματίου είναι κενό.
Σπύρος: Σε τρώνε τα σκουλήκια. Αρχίζουν απ’ τα μάτια. Μετά από λίγο απομένει ο σκελετός.
Μαρίνα: Πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό; Μ’ ενοχλεί.
Σπύρος: Δεν θέλω να περάσω απ’ αυτή τη διαδικασία (...) Χρειάζομαι τη βοήθειά σου για ν’ αποφύγω τα σκουλήκια. Τα μισώ τα γ…. τα σκουλήκια. Αν ήμασταν κάπου αλλού δεν θα το συζητούσαμε καν. Εδώ, πρέπει να το κανονίσουμε μέσω κάποιου γραφείου.
Μαρίνα: Τι είδους γραφείο;
Σπύρος: Εναλλακτικών κηδειών.
Μαρίνα: Γραφείο κηδειών για εναλλακτικούς χριστιανούς που φοβούνται τα σκουλήκια.
Σπύρος: Ακριβώς. Σε τρώνε τα σκουλήκια. Μετά σε ξεθάβουν. Σε βάζουν σ’ ένα κουτί. Και βάζουν κάποιον άλλο στα τετραγωνικά που σου αντιστοιχούσαν. Είναι θέμα νεκροπολεοδομίας.
No comments:
Post a Comment