Κινηματογράφος στα χρόνια της χολέρας...
Από τις ανταποκρίσεις στον Τύπο, όσες βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας και αναφέρονται στις ποικιλόμορφες δραστηριότητες που διεξάγονται στα πλαίσια του φετινού 51ουΦεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση μιας κάποιας πρώιμης (;) εικόνας για το κλίμα, κυρίως όμως για τις τάσεις, τις γενικότερες και ειδικότερες, που διαμορφώνονται στο φετινό φεστιβάλ. Τάσεις, που διαφαίνεται ότι ουδόλως προσκρούουν στις κρατούσες συνθήκες της πρωτοφανούς επίθεσης του κεφαλαίου στα δικαιώματα, στην ίδια τη ζωή του συνόλου των εργαζομένων, αντίθετα ότι βρίσκουν στήριγμα σε ένα κινηματογραφικό νομοσχέδιο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του εμπορεύσιμου οπτικοακουστικού προϊόντος.
Τάσεις που αποστασιοποιούνται από το λαό και εκτιμούν ως «ευκαιρίες» και «ιδέες» για σενάρια και δημιουργίες την άγρια κρίση και τις κοινωνικές αναταραχές - σαν κι αυτή του Δεκέμβρη 2008 - γεγονότα που έστρεψαν το ενδιαφέρον της διεθνούς κινηματογραφικής γνώμης (όρα αγοράς) στην Ελλάδα κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για τις συμμετοχές και τις πιθανές πωλήσεις ελληνικών οπτικοακουστικών προϊόντων πρόσφατης παραγωγής. Οι μόδες είναι βέβαια ό,τι πιο εφήμερο και η παγίδα του οπτικοακουστικού και όχι καλλιτεχνικού έργου παραμονεύει στη γωνία... Ευτυχώς, την επόμενη Πέμπτη στις 16 του μήνα επαναπροβάλλεται η επίκαιρη όσο ποτέ «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου να θυμίσει στους παλιούς και να διδάξει στους καινούριους όχι μόνο τι σημαίνει σύγχρονος κινηματογράφος, αλλά επίσης βαθιά ελληνικό και βαθιά οικουμενικό σινεμά.
Πολλές οι πρεμιέρες της τρέχουσας βδομάδας οι οποίες πραγματοποιούνται εν μέσω διεξαγωγής του κινηματογραφικού φεστιβάλ. Νεκροί που απειλούν ζωντανούς στην αμερικανιά του Τζορτζ Ρομέρο «ΕΠΙΖΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΠΕΘΑΝΤΟΥΣ», «ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΨΙΘΥΡΙΖΕ» γαλλο-αυστραλιανό δράμα σε σκηνοθεσία της Ζιλί Μπερτουσελί, η νοτιοκορεάτικη «ΠΟΙΗΣΗ» του Λι Τσανγκ Ντονγκ, μια από τις σημαντικότερες ταινίες που παρουσιάζονται στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η βδομάδα προσφέρει όμως και περιπέτειες χελωνακίων. «ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΑΜΜΥ: ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΕΡΑΣΜΑ», βελγική ταινία κινουμένων σχεδίων του Μπεν Στέισεν σε ελληνική μεταγλώττιση. Ακόμη, σημειώνεται γερμανική συμμετοχή με ένα αθλητικό, συναισθηματικό δράμα, που φέρει την υπογραφή του Αντριου Μόραχαν κι έχει τίτλο «GOAL 3». Από τον βδομαδιάτικο μπαχτσέ δε θα μπορούσε να λείψει και η εθνική αντιπροσώπευση, με σημείο αναφοράς τον κόσμο της showbiz, θέμα που ταλανίζει συθέμελα την ελληνική μεσημεριανή κοινωνία. «SHOWBITCH» ο τίτλος του πονήματος, Νίκος Ζερβός ο σκηνοθέτης του. Τέλος, προβάλλεται μια αινιγματική πρόκληση από το 2004. Με προέλευση την Ταϊλάνδη, έχει τίτλο «ΤΡΟΠΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ» και η σκηνοθεσία είναι του πολυτάλαντου Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ, που φέτος υπήρξε επίσημος προσκεκλημένος στο 51οΦεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,
ΜΑΪΚΛ ΑΠΤΕΝΤ: Το χρονικό της Νάρνια: Ο ταξιδιώτης της αυγής
Η τεχνική του τρισδιάστατου σε συνδυασμό με τα φαντασμαγορικά εφέ της τρίτης αυτής ταινίας για την Νάρνια ανάγουν το φιλμ - με την περίπλοκη και ακατάστατη αφηγηματική ροή - σε εντυπωσιακά παραμυθένιο παραμύθι, που σίγουρα θα γοητεύσει τους θαυμαστές του είδους και τα παιδιά. Κι είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν ότι το τρίτο βιβλίο «Ταξιδιώτης της Αυγής» είναι το καλύτερο από τα 7 της σειράς, με γενικό τίτλο «Το Χρονικό της Νάρνια», που έγραψε από το 1950 έως το 1957 ο Ιρλανδός συγγραφέας Κλάιβ Σταπλς Λιούις.
Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν σε θεαματικά τοπία στη Ν. Ζηλανδία και την Αυστραλία και διήρκεσαν τρεις ολόκληρους μήνες. Η περιπέτεια αρχίζει από μια παλιά υδατογραφία κρεμασμένη στον τοίχο που άξαφνα ζωντάνεψε, πήρε σάρκα και οστά και τα άγρια φουσκωμένα της νερά παρέσυραν τον Εντμουντ, την Λούσι και τον ενοχλητικό τους ξάδελφο Γιουστέις στο εσωτερικό της εικόνας και τους έριξαν στην ανατολική θάλασσα της Νάρνια, όπου τους έσωσε ο πρίγκιπας Κάσπιαν που ταξιδεύει προς ανατολάς με το εντυπωσιακά μεγαλόπρεπο σκαρί «Ταξιδιώτης της Αυγής», που έχει την όψη τεράστιου μυθικού δράκου με το κεφάλι στην πλώρη και την ουρά στην πρύμνη.
Ο Κάσπιαν θέλει να ξεπληρώσει τον όρκο που έδωσε στον πατέρα του να ψάξει για τους επτά εξαφανισμένους άρχοντες του Τελμάρ και ο «Ταξιδιώτης», το πλοίο - σύμβολο που ενσωματώνει όλα τα στοιχεία της Νάρνια, με το πλήρωμά του αρχίζουν έναν μαγικό περίπλου σε πέντε νησιά ενώ συναντούν και αναμετρώνται με πληθώρα τρομακτικών, πανίσχυρων εχθρών, μαγικών όντων και φανταστικών φαινομένων, όπως η κακιά πράσινη ομίχλη που έχει τη δύναμη να απαγάγει όχι μόνο τα κορμιά των ανθρώπων, αλλά και τα μυαλά τους. Πρώτα και πάνω απ' όλα όμως πρέπει να νικήσουν τους πιο βαθιά ριζωμένους τους φόβους και να αντισταθούν στις τρομερές προκλήσεις με τις οποίες θα βρεθούν αντιμέτωποι. Εφτασε η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας και οι ήρωες πρέπει να επιδείξουν θρυλικό κουράγιο σε όλη τη διάρκεια μιας οδύσσειας που θα τους αλλάξει και θα τους φέρει στην άκρη του κόσμου.
Παίζουν: Μπεν Μπαρνς, Σκάνταρ Κέινς, Τζόρτζι Χένλεϊ, Γουίλ Πούλτερ, Τίλντα Σουίντον κ.ά.Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
ΑΝΤΡΙΟΥ ΤΖΑΡΕΚΙ: Μοιραία σχέση
Πρώτη ταινία μυθοπλασίας του γνωστού ντοκιμαντερίστα Αντριου Τζάρεκι, με κορμό του σεναρίου αληθινά γεγονότα. Το θρίλερ του Τζάρεκι ενώ αρχικά μοιάζει να προσεγγίζει την ιστορία συμβατικά σαν οικογενειακό μελόδραμα με τραγική κατάληξη, στη συνέχεια παραπαίει, αποδεικνύοντας τη μη ύπαρξη χάραξης σταθερής γραμμής αφηγηματικής προοπτικής. Ενώ ξεκινά δυναμικά από τις αρχές του '70, ψελλίζοντας μάλιστα και προθέσεις κοινωνικής κριτικής, πλήττεται στην πορεία από κύματα εσωστρέφειας και αναγκάζεται να ξεστρατίσει, υποβιβάζοντας την αφήγηση βασικά σε παράθεση επεισοδίων μέχρι το 1982 τότε που, μυστηριωδώς, «εξανεμίζεται» η νεαρή σύζυγος.
Η εξαφάνιση της Κέιτι από την εικόνα σηματοδοτεί και τον εκτροχιασμό του σεναρίου που, «ποιητική αδεία», μετακομίζει αλλού (γεωγραφικά) και ορθώνει αυθαίρετο ανάστημα, με αποτέλεσμα η ίντριγκα και η δράση να εγκλωβίζονται ολοκληρωτικά πια στα στερεοτυπικά πλαίσια ενός παιχνιδιού γάτας και ποντικού, όπου το όποιο υλικό αντιμετωπίζεται με διαχειριστική και μόνο αντίληψη. Η αφήγηση γενικά σφύζει από κλισέ και λεπτομέρειες που πεισματικά κρατιούνται στην επιφάνεια, και μόνο, από αναιμικές αντιπαραθέσεις και πλήθος αναπάντητα ερωτήματα. Οσο δε η αφηγηματική διαδικασία προχωρά προς την αποκάλυψη και την ενοχοποίηση του δολοφόνου, τόσο η ίδια απομακρύνεται ταυτόχρονα από το ενδιαφέρον του θεατή.
Σε τρυφερή ηλικία ο - δύσπεπτα αινιγματικός ρόλος - Ντέιβιντ, γιος πανίσχυρου κτηματομεσίτη του Μανχάταν, είδε μπροστά στα μάτια του τη μητέρα του να αυτοκτονεί. Νεαρός άνδρας στις αρχές του '70 ερωτεύεται την Κέιτι, μια καθημερινή, γλυκιά κοπέλα την οποία και παντρεύεται. Η ευτυχία του πρώτου έγγαμου καιρού εξατμίζεται σταδιακά, όταν ο Ντέιβιντ, που μπαίνει στη δούλεψη του πατέρα του μαζεύοντας τα ενοίκια από τα ακίνητα της οικογένειας, αρχίζει να εμφανίζει όλο και περισσότερα δείγματα βιαιότητας, σαδισμού και εγκληματικής παθολογίας. Η κατάσταση αγγίζει τα όρια της κόλασης όταν η Κέιτι τολμά να μείνει έγκυος - αφού έχει επανειλημμένα εκλιπαρήσει τον Ντέιβιντ για ένα παιδί, κάτι που εκείνος σταθερά και κατηγορηματικά της έχει αποκλείσει. Κάπου εκεί, η Κέιτι εξαφανίζεται από την εικόνα.
Σε αυτό το σημείο αρχίζει να γίνεται αισθητή η δραματουργική αποδιοργάνωση και ορατά τα χάσματα, οι ελλείψεις συνεκτικότητας και λογικού ειρμού. Επιτείνονται οι αστήριχτες σχέσεις και τα άσφαιρα ψυχολογικά τραύματα που δεν πείθουν, μια που δεν πατάνε με τα δυο τους πόδια στο έδαφος. Αποτυχημένη ταινία από μια θαμπή ιστορία με εξαφανισμούς, μεταμφιέσεις και αλυσίδα φόνων - χωρίς ουσιαστικό λόγο - με την Κίρστεν Ντανστ στο ρόλο της Κέιτι, η μοναδική από το επιτελείο των καλών ηθοποιών της ταινίας που σώζεται.
Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κίρστεν Ντανστ, Φρανκ Λανγκέλα κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
ΠΟΛ ΧΑΓΚΙΣ: Οι επόμενες τρεις μέρες
Ο Πολ Χάγκις γνωστός σκηνοθέτης («Crash») και σεναριογράφος («Casino Royale») επανακάμπτει με ένα, αμερικάνικης εκδοχής, ριμέικ της γαλλικής ταινίας «Pour Elle» του Fred Cavay από το 2008. Το πυκνογραμμένο κι αξιόλογο αυτό θρίλερ φτιάχτηκε επιδέξια, είναι ψυχαγωγικό κι ούτε στιγμή βαρετό - παρά το γεγονός ότι μπαίνει συχνά σε πολυχρησιμοποιημένα αφηγηματικά μοντέλα, ενώ σε κάποιες σκηνές ο άριστος σε τέτοιου είδους ρόλους Ράσελ Κρόου, λάμπει.
Κάτι εν τούτοις που σταθερά ναρκοθετεί τη γερή κατασκευή του άξιου μάστορα Χάγκις είναι το «χύμα» στοιχείο που ξεχειλίζει. Τρανταχτό παράδειγμα ο πρωταγωνιστής Τζον Μπρέναν που τη μια στιγμή είναι ένας καθωσπρέπει καθηγητής κολεγίου και την άλλη βουτάει σε σκοτεινές περιπέτειες στους κακόφημους παράδρομους του Πίτσμπουργκ, μάλιστα τα βάζει μάλιστα με ολόκληρη σπείρα εμπόρων ναρκωτικών ... Η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας διακόπτεται άγρια μια δυο φορές όταν, από το πουθενά, βγαίνουν στην επιφάνεια σκηνές υπέρμετρης καταστροφής που μοιάζουν να βγαίνουν από οποιαδήποτε σαπουνόσουπα.
Πριν λίγο, ο Τζον Μπρέναν ήταν ένας νορμάλ μικροαστός με γυναίκα, παιδί και μονοκατοικία. Πριν εφορμήσουν οι αστυνομικοί στο σπίτι του και συλλάβουν τη σύζυγό του με την κατηγορία της δολοφονίας της διευθύντριάς της σε υπαίθριο πάρκινγκ μια νύχτα με βροχή. Και το χειρότερο απ' όλα είναι ότι η γυναίκα του και κίνητρο είχε αλλά και κηλίδα με αίμα του θύματος στην καμπαρντίνα της.
Το οικογενειακό ειδύλλιο του Τζον θρυμματίζεται σε μυριάδες κομμάτια όταν η γυναίκα του καταδικάζεται σε κάθειρξη 22 ετών για ένα φόνο που δε διέπραξε. Ο Τζον πεπεισμένος απόλυτα για την αθωότητα της Λάρα στην οποία αδιαπέραστα νομικά τείχη απαγορεύουν να βγει στο φως, αρχίζει να επεξεργάζεται σχολαστικά ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο απόδρασης, κάτι που αποδίδεται μέσα από ένα δραματικό ατελείωτο κρεσέντο με βαθμιαία επιτάχυνση ρυθμού όσο πλησιάζει η ολοκλήρωση της απόδρασης της φυλακισμένης γυναίκας του. Ακριβώς όπως πρέπει να πράττει ένα θρίλερ.
Ο Πολ Χάγκις λέει ότι πολλά στοιχεία που χρησιμοποιεί στο φιλμ έρχονται κατευθείαν από το διαδίκτυο όπως ο πρωτόγνωρος τρόπος παραβίασης της κλειδαριάς ενός αυτοκινήτου.
Η ταινία, πάντως, ανοίγει ταυτόχρονα πολλά θέματα και κινείται σε χνάρια διαφορετικών ειδών. Προσπαθεί να είναι και συνεπές οικογενειακό δράμα με μοχλό κίνησης έναν εντελώς καθημερινό άνθρωπο που καταφέρνει να ξεπεράσει υπεράνθρωπες δυσκολίες για χάρη της οικογένειάς του και ταινία απόδρασης με αξιώσεις κριτικής κοινωνικού χαρακτήρα και όλα αυτά σε συνύπαρξη. Τα πάντα βέβαια λαμβάνουν χώρα στα ασφυκτικά πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας της επιτήρησης, με επανειλημμένους ηλεκτρονικούς ελέγχους, οθόνες κι ανιχνευτές παντού...
Παίζουν: Ράσελ Κρόου, Λίαμ Νίσον, Ολίβια Χάιντ, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Τζόναθαν Τάκερ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
ΑΘΗΝΑ ΤΣΑΓΓΑΡΗ: Attenberg
Μεταμοντέρνο συνονθύλευμα σε μορφή και περιεχόμενο με εξορθολογιστική αποδραματοποίηση του θανάτου ως μέρους της ζωής και πλατφόρμα ενίσχυσης της θέσης για την αποτέφρωση των νεκρών. Με ιντερμέδια αποστασιοποίησης. Με ισχνές και εκπληκτικά μονοδιάστατες εικόνες και έννοιες που στη μονοτονία τους γίνονται ενοχλητικές, τόσο σε επίπεδο μεμονωμένων σκηνών όσο και ενιαίου έργου. Το στιλιζάρισμα που συντίθεται από έννοιες με στερητικά α (άοσμο/ άχρωμο/ άνοστο/ και πάει λέγοντας) κλείνει μάλλον προς την πλευρά της αδυναμίας ως προς ένα μοντέλο συμπυκνωμένης αφήγησης παρά το αντίθετο.
Η ταινία της Αθηνάς Τσαγγάρη με κάθε ευκαιρία φροντίζει να μας υπενθυμίζει το χαρακτήρα της, τόσο μέσα από φορτική επανάληψη της λέξης «πανίδα» όσο και εικόνες από τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ του Sir David Attenborough για τη ζωή των θηλαστικών. Με παγωμένη, ακατέργαστη λογική, η 23χρονη Ελληνογαλλίδα του φιλμ δηλώνει ότι το ανδρικό είδος την απωθεί σεξουαλικά και η ερωτική συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους την αφήνει αδιάφορη. Επιλέγει την ταύτισή της με την πανίδα, με τους ζωικούς οργανισμούς ειδικά τα θηλαστικά και μελετά σχολαστικά τη συμπεριφορά τους ως προς την αναπαραγωγή του είδους. Στάση ανέραστου ατόμου - για πολλούς και εξηγήσιμους λόγους - που όμως δονείται από την επιθυμία να περάσει στις τάξεις των «φυσιολογικών». Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει η επιλογή της χρήσης του γνωστότατου τραγουδιού της Φρανσουάζ Αρντί «Tous les garcons et les filles de mon age» από τη δεκαετία του '60.
Στο πρώτο μισό της ταινίας αναρωτιέται κανείς γιατί γίνεται κατάχρηση μιας γλώσσας που άπτεται συμβάσεων άλλων τεχνών, του θεάτρου π.χ. και του χορού, αλλά όχι του κινηματογράφου. Γιατί κάποια που υποδύεται την Ελληνογαλλίδα, σε μια στιλιζαρισμένη, μη ρεαλιστική κατασκευή, να είναι όντως Ελληνογαλλίδα, με λόγο μη στρογγυλό, πολλές φορές ακατάληπτο. Για να περάσει ο δημιουργός τα φραστικά μηνύματα που ο ίδιος έχει επιλέξει να προβάλει, πρέπει πρώτ' απ' όλα να φροντίζει, ώστε ο λόγος να γίνεται κατανοητός. Η Μαρίνα ζει με τον αρχιτέκτονα πατέρα της - που μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο, άρρωστος στο τελευταίο στάδιο καρκίνου. Εκείνη δουλεύει ως οδηγός στα Ασπρα Σπίτια, τον οικισμό που έχτισε η γαλλική «Πεσινέ» στη Βοιωτία τη δεκαετία του '60 που περιγράφεται με σκοτεινά χρώματα παρά τα πολύχρωμα λαμπιόνια το σούρουπο. Η Γαλλίδα μητέρα της έχει πεθάνει - πιθανότατα υπήρξε εργαζόμενη στην εταιρεία. Μοναδική της φίλη η συνομήλικη Μπέλλα που δουλεύει στο κυλικείο του οικισμού. Ενας καινούργιος μηχανικός της εταιρείας κεντρίζει το ερωτικό ενδιαφέρον της Μαρίνας που απελευθερωμένη, μετά τον θάνατο του πατέρα της, θα φροντίσει να αναπτύξει. Ετσι μας λέει διά στόματος Φρανσουάζ Αρντί που τραγουδά «C' est le temps de l' amour...» και κλείνει η ταινία. Επίπλαστες επινοήσεις, πεπερασμένη αναλυτική σκέψη, ακριβώς την εποχή που επιβάλλεται συνθετικός τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων.
Παίζουν: Αριάν Λαμπέντ, Βαγγέλης Μουρίκης, Ευαγγελία Ράντου, Γιώργος Λάνθιμος.
Παραγωγή: Ελλάδα (2010).
No comments:
Post a Comment