Από τους βασικούς πρωταγωνιστές της πολιτισμικής καταιγίδας στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αι. - Της Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, Σάββατο, 11 Δεκεμβρίου 2010
Στη φράση «αρρώστια, τρέλα και θάνατος ήταν οι σκοτεινοί φύλακες άγγελοι στην κούνια μου και με συντρόφεψαν όλη μου τη ζωή», ο Εντβαρντ Μουνκ συντάσσει το πιο πυκνό και μεστό αυτοβιογραφικό σημείωμα. Δεν μπορούσε βέβαια να εκτιμήσει τη θέση που είχε κατακτήσει ως ζωγράφος ούτε να χαρεί με την παγκόσμια αναγνώριση του έργου του. Η κριτική υπήρξε αμείλικτη στην εποχή του. Εβλεπαν τη δουλειά του σαν μισοτελειωμένα σκίτσα, τα χαρακτήριζαν απάτη, σκουπίδια, εμετικά.
Ο Μουνκ ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα στη Χριστιανία (το 1925 μετονομάστηκε σε Οσλο) σε μια περίοδο που ο νατουραλισμός κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι σπουδές στη Γαλλία (1889–1892) τον έφεραν σε επαφή με άλλα ρεύματα και επηρέασαν το βλέμμα του. Ο ψυχισμός του, όμως, διαμορφώθηκε σε δύσκολες οικογενειακές συνθήκες: ήταν το δεύτερο από πέντε παιδιά, η μητέρα του και η αγαπημένη αδελφή του πέθαναν από φυματίωση, μια άλλη αδελφή ψυχικά ασθενής ζούσε σε άσυλο, ο πατέρας θρησκομανής και καταθλιπτικός, ο μικρός Εντβαρντ υπέφερε από κρίσεις φυματίωσης και βρογχίτιδας.
Μια ταινία, του Πίτερ Γουότκινς, που προβάλλεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και μια έκθεση με χαρακτικά του στο Μουσείο Ηρακλειδών δίνουν τη δυνατότητα να επανανακαλύψουμε μια μεγαλοφυΐα, από τους βασικούς πρωταγωνιστές της πολιτισμικής καταιγίδας που σάρωσε την Ευρώπη τέλη του 19ου αιώνα αρχές του 20ού.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Γουότκινς γύρισε τη βιογραφική ταινία για τον Μουνκ μέσα της δεκαετίας του ’70, κατορθώνοντας μέσα σε τρεισήμισι ώρες να συνθέσει ένα εμπνευσμένο πορτρέτο του καλλιτέχνη, προσφέροντας όλες τις πληροφορίες, ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές. Συνδέοντας διαφορετικούς τρόπους αφήγησης, περνάει διαρκώς από το ντοκουμέντο στη μυθοπλασία, πειραματιζόμενος με το ίδιο το φιλμ, παλινδρομώντας ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Διαπιστώσεις για το έργο του Μουνκ σε τρίτο πρόσωπο («τα πρόσωπα γέρνουν στο πλάι και τα μάτια, η επαφή με τα μάτια αποφεύγεται») συνδέονται με σκέψεις του ίδιου του καλλιτέχνη σε πρώτο πρόσωπο: «Τι με νοιάζει αν η καρέκλα είναι σωστά φτιαγμένη; Αυτό που ήθελα να δείξω είναι αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί. Η κουρασμένη κίνηση στα μάτια, στις βλεφαρίδες, τα χείλη που μοιάζουν να ψιθυρίζουν κάτι».
Το Βερολίνο και η Χριστιανία, η συμμετοχή του στη «Συντροφιά των Μποέμ της Χριστιανίας» (μια ανατρεπτική ομάδα καλλιτεχνών, συγγραφέων και φοιτητών, σε πόλεμο με την αστική τάξη και ηθική και με ηγετικό στέλεχος τον αναρχικό συγγραφέα Hans Jaeger), η συντριβή του από την ερωτική σχέση με την κυρία Χάισμπεργκ, η ψυχρή καταγραφή των γεγονότων διακόπτεται από εμβόλιμες μνήμες οικογενειακής ασθένειας και θανάτου. Η ταινία του Γουότκινς κατοικείται από ήρωες και φαντάσματα. Είναι μια κινηματογραφική εμπειρία. Οπως ομολογεί ο Γουότκινς: «Γρήγορα κατάλαβα πως το να γυρίσω μια ταινία για τον Μουνκ ήταν σαν να γυρίζω μια ταινία για τον εαυτό μου».
No comments:
Post a Comment